
Τι συνέβη πραγματικά στη Maria Schneider στο Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι;
Η ταινία Being Maria καταπιάνεται με την παραβίαση των Bernardo Bertolucci και Marlon Brando εναντίον της Maria Schneider.
- 18 ΙΟΥΛ 2025
To Being Maria στo οποίο πρωταγωνιστούν ο Matt Dillon ως Marlon Brando και η Anamaria Vartolomei ως Maria Schneider, εξερευνά τη ζωή της δεύτερης και τη δημιουργία μίας από τις πιο διαβόητες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου.
Σίγουρα εμπεριέχει την πιο διαβόητη σκηνή σε ολόκληρη την ιστορία του κινηματογράφου. Το Last Tango in Paris, γυρισμένο από τον Ιταλό σκηνοθέτη Bernardo Bertolucci, είναι η ιστορία της σχέσης μεταξύ ενός μεσήλικα, του Paul, και μιας νεαρής γυναίκας, της Jeanne, σε ένα διαμέρισμα στο Παρίσι. Η σκηνή με το βούτυρο λοιπόν, που χρησιμοποιείται από τον Paul για να βιάσει την ερωμένη του, δεν υπήρχε στο αρχικό σενάριο, ενώ στοιχεία της γυρίστηκαν χωρίς την εκ των προτέρων συγκατάθεση της 19χρονης ηθοποιού. Το Being Maria αναπαριστά τη σκηνή που εκτροχιάσει τη ζωή της Schneider, και είναι σκληρή.
Με τις ιστορίες θυμάτων κακοποίησης, οι κινηματογραφιστές έρχονται συχνά αντιμέτωποι με ένα δίλημμα – να δείξουν ή να μην δείξουν την πράξη βίας; Η προβολή της θα μπορούσε να σημαίνει την εκμετάλλευση του πόνου του θύματος ώστε να ικανοποιηθεί η περιέργεια των θεατών. Η μη προβολή θα μπορούσε να σημαίνει αντιστάθμιση μίας οδυνηρής αλήθειας. Στο Being Maria που αποφάσισε την αναπαράσταση,
Η Vartolomei μεταφέρει το σοκ, τη δυσφορία, τον φόβο και την ντροπή σε αγχωτικά κοντινά πλάνα. Όταν η σκηνή κόβεται, ο Brando, προηγουμένως σε κοντινή φιλία με τη Maria, δείχνει κι αυτός ντροπιασμένος. Ο Bertolucci όμως δεν απολογείται. Λέει στη Maria πως την είχε προειδοποιήσει ότι το σενάριο θα άλλαζε για να γίνει η σχετική διάδραση εντονότερη. Να ένας χαρακτηρισμός που περιγράφει ελάχιστα τη συνθήκη στην οποία υποχρεώθηκε η Schneider.
Η ταινία της Jessica Palud, μία χαλαρή μεταφορά από τα απομνημονεύματα My Cousin Maria Schneider, της ξαδέρφης της Schneider, Vanessa, δεν μένει για πολύ στο πλατό του Bertolucci. Και αν εξαιρέσεις την έγχορδη μουσική του Benjamin Biolay που απειλεί να ισοπεδώσει το Being Maria σε ένα πιο παραδοσιακό στόρι ανόδου και πτώσης, η υπόλοιπη ταινία μένει αρκετά νηφάλια καθώς κινείται στη δεκαετία της ζωής της Schneider μετά το Last Tango. Ευτυχώς, στηρίζεται πολύ περισσότερο στη συνεχή αναζήτηση της αλήθειας από τη Vartolomei και στην ένταση με την οποία η Maria ψάχνει πάντα να δει τον εαυτό της να αντανακλάται στα μάτια όσων την κοιτάζουν, συμπεριλαμβανομένων και των δικών μας.
Η Palud είναι κλειδωμένη στην οπτική της Maria ανά πάσα στιγμή, με μία αδιόρατη αίσθηση απόστασης. Δεν υπάρχει κάποια δραματική προετοιμασία στην προσπάθεια της Maria για να πάρει τον ρόλο, δεν υπάρχει κανένας ρομαντισμός στη διαδικασία της υποκριτικής, ούτε η παραμικρή δόση αυτοϊκανοποίησης από την αναδημιουργία εμβληματικών σκηνών.
Το κεντρικό πρόσωπο μένει έξω από τις παθιασμένες συζητήσεις του Brando με τον σκηνοθέτη τους. Είναι απλώς ένα prop για να χρησιμοποιείται από τους συσχετιζόμενους άνδρες κατά το δοκούν, και ποτέ δεν τους περνάει από το μυαλό να ρωτήσουν τις σκέψεις της για κάποια δεδομένη σκηνή. Για τον Bertolucci, οι ηθοποιοί του είναι απλώς ένα εμπόδιο ανάμεσα στους χαρακτήρες τους και την αλήθεια – μία αλήθεια που επιμένει να επιτύχει με κάθε μέσο.
Ακόμη και ο Brando αισθάνεται ευάλωτος με αυτή την προσέγγιση, πιστεύει όμως σε μια μέθοδο που η Maria είναι πάρα πολύ νέα για να αμφισβητήσει. Θεωρεί δηλαδή πως το να τραβήξει το παντελόνι της ηθοποιού χωρίς προειδοποίηση και να προσομοιώσει έναν πρωκτικό βιασμό χωρίς σενάριο ή τη συναίνεσή της, θα επιτρέψει στη Maria να εκφράσει την αλήθεια της φρίκης της Jeanne. Ο σκοπός θα αγιάσει τα μέσα.
Αν όμως η αλήθεια είχε δημιουργηθεί ως αποτέλεσμα μιας τέτοιας ακραίας χειραγώγησης, δεν μιλάμε ακριβώς για ένα τεχνητό κατασκεύασμα όπως αυτά που ο Bertolucci ήθελε τόσο να αποφύγει;
Η διαμάχη που ακολούθησε την κυκλοφορία της ταινίας υπήρξε ανελέητη, όπως και οι αντιδράσεις για την ίδια ειδικότερα. Είχε γίνει σύμβολο του σεξ χωρίς τη θέλησή της. Όλοι ήθελαν να μιλήσουν για τη σκηνή με το βούτυρο, αλλά κανείς δεν ήθελε να την ακούσει να παραπονιέται για τις συνθήκες πίσω από αυτή. Η Schneider δεν μπορούσε να προστατεύσει τον εαυτό της. Η καριέρα της υπέφερε. Αν και γύρισε περίπου 50 ταινίες κατά τη διάρκεια της καριέρας της, συμπεριλαμβανομένης του αναγνωρισμένου από τους κριτικούς Ο Επιβάτης με συμπρωταγωνιστή τον Jack Nicholson το 1975, το Last Tango θα εξακολουθούσε να είναι η ταινία για την οποία θα τη ρωτούσαν όλοι μέχρι και τον θάνατό της το 2011 από καρκίνο. Ήταν μόλις 58 ετών.
Το Last Tango ήταν ο πρώτος της πρωταγωνιστικός ρόλος και, όπως αργότερα θα θυμόταν σε συνέντευξή της το 2007, είχε πειστεί να αναλάβει τον ρόλο αντί να πρωταγωνιστήσει σε ταινία με τον Alain Delon, αλλά «δεν είχε καταλάβει όλο το σεξουαλικό περιεχόμενο της ταινίας». Είχε «ένα κακό προαίσθημα για όλο αυτό», δήλωσε, όμως της είχαν πει από το πρακτορείο της ότι δεν ήταν δυνατόν να αρνηθεί να συνεργαστεί με τον Marlon Brando, έναν από τους μεγαλύτερους αστέρες του κινηματογράφου του 20ού αιώνα.
Σχετικά με την επίμαχη σκηνή, ανέφερε πως «δεν υπήρχε στο αρχικό σενάριο. Η αλήθεια είναι πως ο Marlon ήταν αυτός που είχε την ιδέα. Μου το είπαν μόνο πριν γυρίσουμε τη σκηνή και ήμουν τόσο θυμωμένη… Ένιωσα ταπεινωμένη και για να είμαι ειλικρινής, ένιωσα λίγο βιασμένη, τόσο από τον Marlon όσο και από τον Bertolucci. Μετά τη σκηνή, ο Marlon δεν με παρηγόρησε, ούτε ζήτησε συγγνώμη. Μου είπε, «Maria, μην ανησυχείς, είναι απλώς μια ταινία», αλλά κατά τη διάρκεια της σκηνής, παρότι αυτό που έκανε ο Marlon δεν ήταν αληθινό, έκλαιγα πραγματικά δάκρυα. Ευτυχώς, υπήρξε μόνο μία λήψη».
«Έπρεπε να είχα καλέσει τον ατζέντη μου ή να στείλω τον δικηγόρο μου στο πλατό», συνέχισε, «γιατί δεν μπορείς να αναγκάσεις κάποιον να κάνει κάτι που δεν είναι στο σενάριο, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν το ήξερα αυτό».
Ήταν όμως και η αίσθηση που προκάλεσε η ταινία τον Οκτώβριο του 1972 που θα βάραινε τη Schneider. Παρά την απαγόρευση ή τον περιορισμό της σε ορισμένες χώρες, μόνο στις ΗΠΑ έβγαλε περίπου 36 εκατομμύρια δολάρια, ενώ στη Γαλλία έχει αναφερθεί πως οι θεατές σχημάτιζαν ουρές για δύο ή περισσότερες ώρες για να πάρουν ένα εισιτήριο.
Η διαφορά μεταξύ Bertolucci, Brando και Schneider ήταν σαφής. Η υποδοχή της κριτικής βοήθησε τη φήμη του πρώτου ως διεθνούς δημιουργού, και τόσο ο ίδιος όσο και ο Brando ήταν υποψήφιοι για Όσκαρ για την ταινία. Ο Brando, διπλά τότε πια θρυλικός για τον Νονό την ίδια περίοδο, φέρεται να έβγαλε περίπου 3 εκατομμύρια δολάρια από το Tango καθώς είχε πάρει και μερίδιο από τα κέρδη, ενώ σύμφωνα με τη Schneider η ίδια πληρώθηκε περίπου 4.000 δολάρια. Εκεί είχε εμφανιστεί ολόγυμνη στην ταινία, ο Brando όχι.
Η νεαρή γυναίκα δυσκολευόταν όλο και περισσότερο να διαχειριστεί τη φήμη που απέκτησε μέσα σε μια νύχτα. Η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά της, είχε μοιραστεί, οφειλόταν στον φόβο της. «Το να γίνεις ξαφνικά διάσημη σε όλο τον κόσμο ήταν τρομακτικό», είπε. «Δεν είχα σωματοφύλακες. Οι άνθρωποι νόμιζαν ότι ήμουν ακριβώς όπως ο χαρακτήρας μου και επινοούσα ιστορίες για τον Τύπο, αλλά δεν ήμουν εγώ… Αυτό με έκανε να τρελαθώ. Έμπλεξα με τα ναρκωτικά, ήταν σαν μια διαφυγή από την πραγματικότητα. Ήταν η δεκαετία του ’70, μία εποχή στην οποία συνέβαιναν όλα αυτά».
«Ο κόσμος νόμιζε ότι ήμουν σαν το κορίτσι στην ταινία, αλλά δεν ήμουν εγώ», είχε συμπληρώσει. «Ένιωσα πολύ λυπημένη γιατί μου συμπεριφέρονταν ως σύμβολο του σεξ αλλά ήθελα να αναγνωριστώ ως ηθοποιός, και όλο αυτό το σκάνδαλο και τα επακόλουθα της ταινίας με τρέλαναν λίγο και έπαθα νευρικό κλονισμό». Αποκάλυψε επίσης ότι είχε προσπαθήσει να βάλει τέλος στη ζωή της κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου.
Ο Bertolucci, εξηγώντας αργότερα τον λόγο που είχε αποκρύψει τις λεπτομέρειες της σκηνής από τη Schneider, είπε πως ήθελε «την αντίδρασή της ως κορίτσι, όχι ως ηθοποιός, ήθελα να αντιδράσει ταπεινωμένη», επιμένοντας πως ήταν μόνο η χρήση του βουτύρου που είχε αιφνιδιάσει την ηθοποιό.
Η ιστορία της Schneider είναι μια από τις πιο θλιβερές προειδοποιητικές ιστορίες. Τα “what if” συσσωρεύονται καθώς παρακολουθεί κανείς το Being Maria, ιδιαίτερα όταν ανακαλείται το φωτισμένο, άγρυπνο πρόσωπο της Vartolomei στην πρώτη σκηνή όπου παρακολουθεί τον ηθοποιό πατέρα της. Ήταν τόσο γοητευμένη από την υποκριτική, τόσο ενθουσιασμένη με την ευκαιρία που της δόθηκε, με την απόλαυση του να παίζει απέναντι σε κάποιον τόσο αδάμαστο όσο ο Brando. Η προδοσία είναι συγκλονιστική.
Η πιο ενδιαφέρουσα πτυχή του χαρακτήρα της Schneider ωστόσο, ήταν πως πολύ πριν από την εποχή του #MeToo, μιλούσε ανοιχτά εκείνες τις δύσκολες μέρες για όσα συνέβησαν στα γυρίσματα του Last Tango in Paris. Η ηθοποιός ήταν εξαιρετικά ομιλητική και ξεκάθαρη στις συνεντεύξεις της. Ασκούσε έντονη κριτική στην αντιμετώπιση των γυναικών από την κινηματογραφική βιομηχανία. Μιλούσε κατά του περιττού γυμνού στον κινηματογράφο. Είχε ταχθεί υπέρ της ύπαρξης περισσότερων γυναικών σκηνοθετών.
Απλώς δεν την άκουγαν.
Το Being Maria (Την Έλεγαν Μαρία) κυκλοφορεί στις αίθουσες από τη Rosebud.21.
Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.