UNSPLASH
ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Όταν η κόρη ζει στο εξωτερικό, «τα γεμιστά της μαμάς έχουν πιο ωραία γεύση»

Μικρά και μεγάλα κορίτσια, κόρες και μητέρες, μοιράζονται στο OneMan λέξεις και συναισθήματα για άλλο ένα φθινόπωρο που τις βρίσκει σε διαφορετικές βάσεις. Τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά, την ίδια στιγμή.

Στο προσωπικό μου καλεντάρι, η δέκατη μέρα του Σεπτέμβρη περιβάλλεται πάντα από ένα κύκλο που μοιάζει με καρδιά. Δυστυχώς, δε ζωγράφιζα ποτέ τόσο καλά όσο εκείνη. Τα τελευταία πέντε χρόνια, οι πρώτες ευχές στην Άντα ταξιδεύουν από Αθήνα προς Θεσσαλονίκη, μέσω τηλεφωνικής γραμμής, 00:01, αυστηρά. Ο πιο σημαντικός παρθένος της ζωής μου, δεν ξέρει πολλά από βιντεοκλήσεις. Γελάει όμως κάθε φορά που αλλάζουμε γενεθλιακό χρόνο μαζί.

Στο κρησφύγετο των παιδικών αναμνήσεων, θυμάμαι νύχτες γεμάτες ενθουσιασμό και προσμονή για το μεγάλο αντάμωμα με συμμαθητές και συμμαθήτριες στον αγιασμό του σχολείου. Τα είχαμε πει στο MSN, αλλά το λεπτομερές storytelling του εφηβικού καλοκαιριού, ξεκίναγε εθιμοτυπικά στο πρώτο εικοσάλεπτο διάλειμμα της σεζόν.

Το ξυπνητήρι στις 7 το πρωί δεν ενοχλούσε τα αυτιά και ηχούσε σαν μουσική. Η κάπως αλλόκοτη παρουσία του παπά στη σχολική αυλή περνούσε σχεδόν απαρατήρητη, γιατί καμία πίστη δεν έμοιαζε ισχυρότερη από εκείνη της παιδικής φιλίας. Μετά, μεγαλώσαμε.

Σε αντίθεση με τον ενθουσιασμό του παιδικού δωματίου, άγχη και ανησυχίες αντηχούσαν στην κρεβατοκάμαρα. Οι μαμάδες που έτρεχαν τα σπίτια, έψαχναν να βρουν τους τρόπους για να είναι παρούσες ακόμα κι όταν λείπουν.

Τώρα, βλέπουν τα δωμάτια στρωμένα και αναπολούν την αταξία. Δεν υπάρχει καμία μπλούζα για να διπλώσουν και να βάλουν στην ντουλάπα. Τα κορίτσια τους μεγάλωσαν και τώρα πια ψάχνουν να βρουν τη μητέρα μέσα τους, σε άλλα μέρη μακριά από εκείνες.

News from home/screenshot

Μετά από ένα καλοκαίρι που βρήκε μητέρες και κόρες κάτω από την ίδια ομπρέλα στην παραλία, τα κορίτσια γύρισαν πίσω στη φθινοπωρινή τους βάση, εκεί που μπορεί να έχουν μάθει πλέον τι να κάνουν όταν πιάσει βροχή, αλλά πάντα θα αναπολούν την ασφάλεια κάτω από την ομπρέλα της μαμάς.

Στο ακερμανικό λεξιλόγιο, επιστροφή στο σπίτι σημαίνει επιστροφή στη μαμά. Τα νέα από το σπίτι μπορεί να ταξιδεύουν πλέον πιο εύκολα μέσα από βιντεοκλήσεις και μηνύματα, αλλά το να βλέπεις το μαλλί να γκριζάρει μέσα από την οθόνη, είναι σκληρό.

Στις παραγράφους που ακολουθούν, κόρες και μητέρες μοιράζονται στο OneMan σκέψεις και συναισθήματα για άλλο ένα Σεπτέμβριο που τις βρίσκει τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά, την ίδια στιγμή.

Στο αποκαλόκαιρο της εξ αποστάσεως σχέσης μητέρας και κόρης, ο ήλιος συναντά τα σύννεφα.

«Τώρα, είσαι η μαμά του εαυτού σου»

Θα μοιραστώ κάποιες σκέψεις για τη μητέρα μου, δεν είναι ακριβώς μελό. Κάποιες είναι αρκετά σκληρές και παρουσιάζουν το πώς το έχω βιώσει. Τα τελευταία δύο χρόνια που ζω στο εξωτερικό, η μαμά μου συχνά παραπονιέται: «Δε μου στέλνεις, δε μου μιλάς αρκετά, με ξεχνάς».

Μόλις γύρισα από διακοπές και νιώθω πάρα πολύ ότι μου λείπει, και συνειδητοποιώ ότι της στέλνω, την παίρνω κάθε μέρα τηλέφωνο, της λέω τα νέα μου. Και σκέφτομαι, γιατί μου γκρινιάζει; Μετά κοίταξα τη συνομιλία μας και βλέπω ότι όσο απομακρύνεται η τελευταία φορά που την έχω δει, τόσο λιγοστεύουν τα μηνύματα. Και δεν ξέρω αν είναι κάποιο survival mode του παιδιού, αλλά ενώ στην αρχή που την αποχωρίζομαι έχω μεγάλη ανάγκη να της μιλάω, όσο περνάει ο καιρός αυτό μου φεύγει.

Δε φεύγει η αγάπη, απλώς συνειδητοποιείς ότι πρέπει να συγκεντρωθώ εδώ. Αγαπώ τη μαμά μου και μου λείπει, αλλά είμαι μόνη μου.

Το δεύτερο είναι στην ομπρέλα του ότι οι γονείς μας μεγαλώνουν και χάνεις στιγμές από τη ζωή τους. Τώρα, πιο συγκεκριμένα με τη μητέρα, αυτό που βιώνω πολύ έντονα τον τελευταίο καιρό, σαν ματαίωση, είναι ότι όσο χρόνο κι αν περάσω στην Ελλάδα το καλοκαίρι, ειδικά φέτος που ήμουν μια εβδομάδα μαζί της, αράζαμε στη Βουρβουρού και δεν κάναμε τίποτα. Όσο χρόνο κι αν περάσουμε μαζί, δεν αρκεί.


Η σκληρή συνειδητοποίηση που έκανα είναι ότι δε θα υπάρξεις ποτέ ξανά μικρό κορίτσι στο δωμάτιό σου, με τη μαμά σου. Αναζητώ κάτι που δε θα έχω ξανά. Είναι πολύ δύσκολο σαν σκέψη. Επειδή δεν τη βλέπω, είτε μια εβδομάδα, είτε δύο, θα γυρνάω εδώ μόνη μου, μακριά της. Δεν αρκεί ποτέ ο χρόνος που περνάμε μαζί.

Ένα τρίτο είναι ότι είναι πολύ περίεργο όταν γυρνάω στη ζωή μου στην Ελβετία και μπαίνω στις εργοστασιακές μου ρυθμίσεις. Χαλαρώνεις τόσο πολύ όταν είσαι στο παιδικό σου σπίτι. Σε φροντίζει, σου μαγειρεύει. Πήγα μια εβδομάδα μαζί της και άνοιξε το μυαλό μου, για καλλιτεχνικά, για νέα, για βιβλία.

Όταν είσαι με τη μαμά, όλα κάπως βγαίνουν. Θα σου προτείνει τα πάντα, θα σε προσέξει. Μετά γυρνάς Ελβετία και φτιάχνεις μόνη φαγητό, σούπερ μάρκετ, γίνεσαι εσύ η μαμά σου. Είναι πολύ δύσκολο να προσέχεις τον εαυτό σου στον ίδιο βαθμό που το έκανε εκείνη. Νιώθεις αυτό το συνεχόμενο grind, δεν χαλαρώνεις ποτέ, επειδή δεν υπάρχει η μαμά να σε ξελασπώσει, να σε ηρεμήσει. Είσαι η μαμά του εαυτού σου. Γι’ αυτό νιώθω ότι ποτέ δε χαλαρώνω εδώ. Ενώ στην Ελλάδα θα ηρεμήσει το κεφάλι σου, όταν ξέρεις ότι είναι η μαμά σου τριγύρω. – Γιάννα, 29 ετών, Λωζάνη.

«Η μαμά μου παίρνει άδεια την ημέρα που φεύγω. Δεν έρχεται όμως στο αεροδρόμιο».

Τι να σου πω τώρα για τον αποχαιρετισμό με τη μαμά μου… Αρχικά τα τρία τελευταία χρόνια όταν ξεκινάει η χρονιά φεύγω για Βερολίνο, γεγονός που κάνει τον αποχωρισμό έξτρα δραματικό λόγω εξωτερικού, αεροπλάνα, βαλίτσες, βόρεια Ευρώπη κλπ.

Η μαμά μου έχει καθιερώσει ένα ritual σταδιακά μέσα σε αυτά τα χρόνια που το εφαρμόζει κάθε φορά που φεύγω. Παίρνει άδεια πάντα απ’ τη δουλειά της την ημέρα που πετάω για να είναι εκεί το πρωί πριν φύγω. Όχι, ότι με πηγαίνει στο αεροδρόμιο βέβαια, είναι κατηγορηματική σε αυτό.

Το έκανε την πρώτη φορά και έκτοτε ούτε συζήτηση. Τη δυσκολεύει πολύ σαν συνθήκη λέει. Θέλει όμως να είναι σπίτι για να βάλει όσα περισσότερα φαγητά μπορεί στο backpack μου και μετά να έχουμε καβγαδάκι για το πόσο αεροστεγώς κλείνουν τα τάπερ της και αν την εμπιστεύομαι.

Όχι ότι είναι καμία παραδοσιακή Ελληνίδα μάνα εντωμεταξύ, την πιάνει μόνο τότε. Μετά αγκαλιαζόμαστε και το παίζει cool και χαλαρή πάντα. Και έτσι κάθε φορά, τελευταία εικόνα πριν φύγω είναι αυτή να στέκεται στο μπαλκόνι του σπιτιού και να με χαιρετάει. Και πάντα όταν μπαίνω στο αμάξι σκέφτομαι ότι δεν της αφιέρωσα αρκετό χρόνο ούτε αυτή τη φορά κι έπρεπε να περάσουμε μια μέρα ολόκληρη μαζί. Βέβαια, αυτή δεν γκρινιάζει ποτέ γι’ αυτά και νιώθω ακόμα περισσότερες τύψεις. Ουφ, αυτά. – Ζωή, 28 ετών, Βερολίνο.

News from home/screenshot

«Όταν την ξαναδώ θα είναι η ίδια; Θα είναι όπως είναι τώρα;».

Αυτό το καλοκαίρι με πήγε 2 χρόνια πίσω και έγινε κάπως άτσαλα θα πω, γιατί γύρισα από τις διακοπές μου άρρωστη και είχα μόνο μία μέρα στο ενδιάμεσο από Θεσσαλονίκη για Βερολίνο. Έβαλα μάσκα και πήγα στο μητρικό μου σπίτι, για να δω τη μαμά μου και να τη χαιρετήσω.

Πήγα σπίτι, ήπιαμε καφεδάκι, φάγαμε, η μάσκα ένα ψέμα, έφτασε στο πηγούνι. Ήμουν ζαλισμένη και κουρασμένη από διακοπές και δεν είχα χρόνο να σκεφτώ ότι θα λείψω για μήνες και θα την ξαναδώ μετά από καιρό. Τώρα που έχω γυρίσει και ανάρρωσα, θυμάμαι τη μαμά να είναι στην πόρτα μισοβουρκωμένη και να λέει: «Παιδάκι μου, δε θα σε αγκαλιάσω, δε θα σε φιλήσω;», και προσπαθούσε να κρατήσει τα δάκρυά της. Και όντως, δεν αγκαλιαστήκαμε και έφυγα, και όταν φεύγω από το σπίτι γυρνάω το κεφάλι μου στο μπαλκόνι και ήταν εκεί και με κοίταγε.

Είχα λίγο τύψεις, γιατί αρρώστησα, γιατί δεν την αγκάλιασα. Πότε θα την ξαναδώ; Όταν την ξαναδώ θα είναι η ίδια; Θα έχει γεράσει; Θα είναι μεγαλύτερη; Θα είναι όπως είναι τώρα; Μια σειρά σκέψεων που έχω κάθε φορά που αποχαιρετάω τη μαμά μου.

Και κάπως έτσι, μετά από ένα 20λεπτο, ήρθε το πρώτο μήνυμα στο Viber κι όλα ξαναγύρισαν στο κανονικό. Τις πρώτες μέρες στο Βερολίνο μιλάμε πάντα πολύ, αλλά όταν περνάνε οι μέρες και συνηθίζουμε την απόσταση, κάπως αραιώνουν και τα μηνύματα και η επικοινωνία, και μαθαίνουμε στην απόσταση, στη σιωπή, στο να μιλάμε πού και πού.


Αυτά. Τώρα εντωμεταξύ μόλις μου έστειλε. Έλα ρε, τη γλυκούλα. Είχαμε να μιλήσουμε για μέρες. Έτσι το βίωσα, βλέποντας τη μαμά μου να στέκεται στην πόρτα και να μου λέει ότι θέλει να με αγκαλιάσει. Στο μετέφερα αυτούσιο. Χωρίς ποίηση και λογοτεχνία. – Χριστίνα, 29 ετών, Βερολίνο.

«Πού να ήξερε πως είναι πάντα η πρώτη μου σκέψη».

Με ρώτησες για τη σχέση και τις σκέψεις μου για τη μαμά μου μετά το τέλος του καλοκαιριού και σκεφτόμουν… Είναι όντως διαφορετικό το συναίσθημα, η επιστροφή μετά το καλοκαίρι είναι όντως πάντα η πιο επίπονη. Τι συμβαίνει όμως το καλοκαίρι και διαφοροποιεί το συναίσθημα που έχω κάθε εποχή, ώρα και λεπτό της ημέρας για εκείνη; Θα είναι ένας ακόμα χρόνος που δεν θα μένουμε στο ίδιο μέρος…

Το καλοκαίρι είναι όλα πιο έντονα γιατί πάντα περνάμε τις τελευταίες μου διακοπές στην Ελλάδα μαζί. 12.00 το μεσημέρι το πρώτο απερολάκι που αν πάει 12:15 και δεν τα έχουμε ετοιμάσει θα μου πει «πω, πω, αργήσαμε σήμερα». Μετά βουτιά, φαγητό, μεσημεριανή σιέστα, ακόμα μία βουτιά, ακόμα ένα απερολάκι και μετά μπιρίμπα το βράδυ που θα με νικήσει ΠΑΛΙ και θα εκνευριστώ ξανά αλλά μετά απλά θα γελάσουμε και «άντε, αύριο μπορεί να με κερδίσεις».

Και μετά εγώ θα φύγω… και θα περάσω πάλι από 40 συναισθηματικά κύματα. Πρώτα, η στεναχώρια γιατί θα είναι το τελευταίο άτομο που θα αγκαλιάσω στο αεροδρόμιο, και θα κλάψουμε πάλι σαν να φεύγω για πρώτη φορά, και εγώ θα της υποσχεθώ ότι θα γυρίσω σύντομα κοιτώντας το πάτωμα γιατί ξέρουμε και οι δύο πως δεν είναι αλήθεια. Μετά θα μου λείπει και θα νιώθω ότι αν μέναμε στην ίδια πόλη η επιστροφή στην «κανονικότητα» θα ήταν πιο εύκολη.

Μετά εγώ θα μπω στη ρουτίνα μου και εκείνη θα παραπονιέται πως την ξέχασα, που και να ήξερε πως είναι πάντα η πρώτη μου σκέψη. Θα θυμώσει γιατί την ξεχνάω και εγώ θα κάνω το ίδιο επειδή θα έχω την απαίτηση να με καταλάβει στο 100%, ενώ στην πραγματικότητα 8 χρόνια τώρα έχω εξελιχθεί σε έναν άνθρωπο εντελώς διαφορετικό και ίσως δεν είχαμε την ευκαιρία να ξανασυστηθούμε σε όλους τους τομείς.

Κάθε καλοκαίρι που φεύγω σκέφτομαι ότι ναι, θα είναι άλλος ένας χρόνος που δε θα μένουμε στο ίδιο μέρος, αλλά άλλος ένας χρόνος που θα προσμένω την επόμενη μου ήττα στην μπιρίμπα και θα είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα. – Πωλίνα, 26 ετών, Λονδίνο.

«Τα γεμιστά της μαμάς όταν τα τρως μια φορά το χρόνο έχουν πιο ωραία γεύση»

Δεν ξέρω πως να βάλω τις σκέψεις μου σε παράγραφο για να βγει κάτι όμορφα δομημένο, η σκέψη της μαμάς είναι νομίζω ένα δίλημμα ή έστω διχασμός πολύ οικείος σε όσους φεύγουν.

Όσο ζω έξω νιώθω πάρα πολύ συχνά νοσταλγία για το σπίτι μου, για τη μαμά μου, και ειδικά η σκέψη του ότι της λείπω είναι πολύ βαριά για μένα.

Αυτό που κατά βάση με θλίβει είναι όταν γυρνάω 2-3 φορές το χρόνο και τη βλέπω λίγο πιο μεγαλωμένη (δε θέλω να πω γερασμένη) από την προηγούμενη φορά. Εκεί ξεκινάω να σκέφτομαι ότι μεγαλώνει και εγώ λείπω, ότι χάνω χρόνο από κοντά της και τέτοια.

Παρόλα αυτά, για να μη λέω μόνο μίζερα, ευτυχώς ζούμε σε μια εποχή που είναι πιο εύκολο να γυρνάς πίσω, να τηλεφωνείς, να μοιράζεσαι στιγμές, οπότε αυτό απαλύνει πολύ την ξενιτιά.

Μάλιστα, βλέπω ότι η επικοινωνία μας απλά αλλάζει μορφές, πλέον πιο συχνά στέλνουμε μουσικές η μία στην άλλη, κάτι που μ’ αρέσει παρά πολύ γιατί καταλαβαίνω ακριβώς τη διάθεση της μέσα από ένα τραγούδι χωρίς να μαι εκεί, χωρίς να πολυμιλήσουμε.

Επίσης, ο χρόνος που περνάω μαζί της πλέον έχει γίνει πιο ποιοτικός, θυμάμαι δηλαδή παλιά που ήμουν σπίτι μαζί της και ήμουν στο κινητό ή δεν της έδινα πολλή σημασία, καμιά διάφορα από το να είμαι σε άλλη χωρά.

Τώρα κάνουμε πιο πολλά ταξίδια στην Ελλάδα ή έξω, την παίρνω και της λέω κουτσομπολιά με αέρα εξωτερικού, εισάγονται νέα ερεθίσματα στη σχέση μας.

Και ίσως τα γεμιστά της όταν τα τρως μια φορά το χρόνο έχουν πιο ωραία γεύση. – Μιλένα, 28 ετών, Βαρκελώνη.

«Το κρεβάτι της θέλω να το αφήσω ξέστρωτο σαν να έχει μόλις σηκωθεί».

Η κόρη μου ζει και εργάζεται τα τελευταία 2 χρόνια στη Βαρκελώνη. Πιο πριν έκανε μεταπτυχιακό στη χώρα των Βάσκων. Σπούδαζε στην Πάτρα (έως την έναρξη της πανδημίας που, λόγω διακοπής των δια ζώσης μαθημάτων, αναγκάστηκε να επιστρέψει εσπευσμένα/το μόνο καλό της covid19!).

Τα τελευταία 7-8 χρόνια έρχεται στο σπίτι μας, συνήθως με εισιτήριο επιστροφής για την πόλη απ’ όπου έφυγε. Και ενώ στην αρχή ήταν ορατό το τέλος (σπουδών, Erasmus κλπ) η αναχώρηση, πλέον, έχει γίνει κανονικότητα. Η παραμονή της εδώ έχει deadline και εγώ τα deadlines τα αντιπαθώ.


Νιώθω ότι δεν περιορίζονται στη στιγμή αλλά διαβρώνουν το χρόνο, γι αυτό προσπαθώ να τα διώχνω απ το μυαλό μου. Έρχεται κ είναι σαν να μην είχε φύγει, ανησυχώ όταν αργεί να γυρίσει το βράδυ λες και δε ζει μόνη της στο εξωτερικό, ακούω με ενδιαφέρον τα νέα των φίλων της ανά τον κόσμο (αυξάνονται σταθερά), την παρατηρώ να προσπαθεί να χωρέσει τη ζωή της στην Αθήνα στο χρόνο των διακοπών.

Και ξαφνικά πρέπει να την πάω στο αεροδρόμιο γιατί έφθασε η ημερομηνία που δεν ήθελα να συγκρατήσω. Και φθάνοντας, ως modus vivendi, συγκινούμαι που τη χαιρετώ, γελάει κ μου λέει: πάλι βρε μαμά;

Γυρίζω και το δωμάτιο της έχει σημάδια από το πέρασμά της αλλά είναι περίεργα σιωπηλό. Το κρεβάτι της θέλω να το αφήσω ξέστρωτο σαν να έχει μόλις σηκωθεί. Και το γραφείο της, ακατάστατο για να έρθει σύντομα να το τακτοποιήσει.

Χαίρομαι που περνάει όμορφα στη Βαρκελώνη, που αποκτά εμπειρίες, που βαθαίνει το βλέμμα της κοιτώντας τον κόσμο. Αλλά, γιατί όταν ακούω το «θέλω απλά να είσαι εδώ» του Γραμμένου, το τραγουδώ βουρκωμένη; – Γιούλη, 57 ετών, Αθήνα

«Προσπαθώ, όσο είμαστε μαζί, να είμαστε αγκαλιά»

Πώς είναι δυνατόν, σκέφτομαι μέσα σε τόσο λίγο καιρό, ένα παιδί που φοβάται το σκοτάδι και φοβάται να μείνει μόνο του, να γίνεται ένας άνθρωπος που θέλει να μένει έξω όλη τη νύχτα ή που θέλει να ζήσει στο εξωτερικό;

Ας είναι. Ο Γκαίτε είπε: «Τα καλύτερα δώρα που μπορείς να κάνεις στα παιδιά σου είναι οι ρίζες της υπευθυνότητας και τα φτερά της ανεξαρτησίας».

Ορίστε λοιπόν, ας γευτούμε τις συνέπειες. Έκλαψα τρελά όταν έφυγε η κόρη στο εξωτερικό, αν και υποστήριξα από την πρώτη στιγμή την απόφασή της. Μου λείπει πολύ! Και είμαι ευτυχισμένη όταν μας επισκέπτεται. Λίγες οι ημέρες των κοινών διακοπών με πολλή χαρά και μετριασμένο τον πόνο του αποχωρισμού (που τον αισθάνομαι σαν τη δαμόκλειο σπάθη). Προσπαθώ, όσο είμαστε μαζί, να της μαγειρεύω το αγαπημένο της φαγητό, να της διηγούμαι ευτράπελα της ζωής μου, να είμαστε αγκαλιά. Δε βλέπω την κλεψύδρα που μετράει ήδη αντίστροφα. Ζω την απόλυτη ευτυχία μέχρι που…

Όταν φεύγει, αισθάνομαι στιγμιαία συντριβή -πότε θα την ξαναδώ (το θαύμα της τεχνολογίας δε με καλύπτει συναισθηματικά μόνο συμβατικά)- και στιγμιαία περηφάνια, τα καταφέρνει μόνη της, είναι ανεξάρτητη (ουφ τα κατάφερα, πατάει γερά στα πόδια της).

Δεν καταπίνω τα δάκρυά μου. Δεν κρύβω τη στεναχώρια μου όταν φεύγει. Ας φεύγει, ας χαίρεται! Είναι μακρύς ο δρόμος προς την Ιθάκη, αλλά θα ήθελα να επιστρέψει και να ζήσει στην πατρίδα της. Και εγώ ας είμαι καλά και να χαίρομαι μόνο που θα τη βλέπω! – Έλσα, 58 ετών, Θεσσαλονίκη.

Aκολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.