Plisskën Festival: Από το brainrot του Tommy Cash ως την acid μαγεία της KI/KI
Περάσαμε οκτώ ώρες στο φετινό Plisskën, πηγαίνοντας από stage σε stage μέχρι να αφήσουμε τα πόδια και τα πνευμόνια μας στο dancefloor.
- 17 ΣΕΠ 2025
Αντικειμενικά μιλώντας, γνωρίζαμε ότι έχουμε μπροστά μας δύσκολη πίστα: Σάββατο απόβραδο, περίοδο αποκαλόκαιρου και η πόλη έβραζε πραγματικά από ενέργεια, έχοντας από τη μία την κορύφωση της αγωνίας για τους τελικούς του EuroBasket και από την άλλη μια σειρά από ανοικτά «μέτωπα» για να μετρήσουμε τις αντοχές μας μετά τις διακοπές – ανάμεσα σε αυτά, ξεχώριζε η πολυαναμενόμενη αποκάλυψη του φετινού Plisskën στο γνωστό βιομηχανικό συγκρότημα της Πειραιώς 260.
Μία αποκάλυψη για την οποία ήμασταν από πριν βέβαιοι ότι απαιτεί γερό στομάχι (και ακόμη πιο γερά πόδια), συνεπώς έπρεπε να κινηθούμε με τη σωστή στρατηγική. Να υπολογίσουμε τις κινήσεις και τις αντοχές μας.
Κανονικά, το πρόγραμμα της δεύτερης –και καλύτερης, κατά τη γνώμη μας– ημέρας του Plisskën Festival περιελάμβανε κοντά εννιά ώρες non stop μουσικής με κορυφαία όπως πάντα ονόματα, αλλά για πρώτη φορά όχι σε δύο, αλλά σε τρία διαφορετικά stages μέσα στο ακίνητο της Πειραιώς. Σημειωτέον, και τρία stages σε παράλληλη εξέλιξη.
Αυτό το νέο βήμα από πλευράς των διοργανωτών, να πούμε την αλήθεια, μας είχε προκαλέσει μεν παραπάνω ανυπομονησία, αλλά και παραπάνω δεύτερες σκέψεις που αφορούσαν καθαρά το πρακτικό κομμάτι της εμπειρίας: Μήπως είναι υπερβολή ένα τρίτο stage σε αυτόν τον χώρο και οι ήχοι θα μπλέκονται μεταξύ τους;
Ούτε καν, τελικά. Οι αμφιβολίες σκορπίστηκαν σαν πολύχρωμο κομφετί, όταν περάσαμε την εξωτερική πύλη και τα χαμογελαστά πρόσωπα του προσωπικού, παίρνοντας την πρώτη γεύση απ’ το «μενού» του φεστιβάλ. Αυτή τη φορά, είχε στηθεί ένα αφήγημα από το φεστιβάλ, όχι απλά μια σειρά από σκηνές. Ευθεία στο βάθος βρισκόταν το main stage, σε ανοικτό χώρο, με μια μεγάλη γιγαντοοθόνη στα μετόπισθεν και τον κόσμο να συρρέει εκείνη την ώρα από διάφορες κατευθύνσεις σφυρίζοντας για να υποδεχθεί τον Tommy –fucking– Cash.
Τον έναν από τους headliner της βραδιάς.
Βάλαμε αμέσως μία άνω τελεία στην περιέργειά μας και ακολουθήσαμε το πλήθος, αφήνοντας τα υπόλοιπα για αργότερα. Προλάβαμε στα γρήγορα δύο μπίρες και μπήκαμε στον ρυθμό του τρελού Εσθονού που καμία ταμπέλα δεν αρκεί για να τον περιγράψει.
Ράπερ ή σταρ της Eurovision; Ένας διευρυμένος εννοιολογικός καλλιτέχνης ή ένας προκλητικός αντι-σταρ; Ένα φανταχτερό πυροτέχνημα ή ένα αντισυμβατικό παράδειγμα που θα εξελιχθεί σε πολιτιστικό φαινόμενο; Όπως είπε μια καλή φίλη και συνάδελφος, «καθαρό brainrot» είναι ο Tommy Cash, όπως ακριβώς τα μονταρισμένα κλιπ που παίζουν στις συναυλίες του, σαν αισθητική πλαισίωση στο αταξινόμητο (αλλά σίγουρα εξαιρετικά πιασάρικο για τους millenials) σύμπαν του.
Σαν να αναδύθηκε μέσα από το σουρεαλιστικό χάος της ιντερνετικής εποχής, κάπου ανάμεσα στα memes, τα cult βιντεογκέιμς που παίζαμε παιδιά και το deep web, ανάμεσα στη ρουτίνα της Δευτέρας και το τριπάρισμα της Παρασκευής.
Δεν μπορούμε να το αρνηθούμε: ο Εσθονός ξέρει πολύ καλά τι κάνει – και το κάνει επιτυχώς, όπως φάνηκε από το παραλήρημα του κοινού στο Plisskën.
Χοροπηδάει σαν να έχει κρυμμένα ελατήρια στα πόδια και πωρώνει στη σκηνή σαν να ξέρει τη συνταγή για το τέλειο millenial cocktail: βάζουμε λίγο καφρίλα, λίγο πονηριά και sexiness, λίγο Βαλκάνια, λίγο από uplifting trance και λίγο από hip hop, προσθέτουμε άφθονη θεατρικότητα και αστείρευτη ενέργεια – και να σου το πιο ανεβαστικό shot για να ξεσαλώσει όλο το μαζεμένο πλήθος, ακόμη και αν είναι τόσο ετερόκλιτο όσο του Plisskën. Πανικός. Να τονίσουμε, βέβαια, ότι στην επιτυχία της εμφάνισης του Tommy συνέβαλε καθοριστικά και ο (ανώνυμος) συνεργάτης του Εσθονού στα decks, δίνοντας μια περισσότερο ηλεκτρονική-δυναμική διάσταση στα κομμάτια.
Πριν τελειώσει το σόου του ο Εσθονός, εμείς βρισκόμασταν και πάλι σε εξερεύνηση, πιάνοντας ξανά το νήμα της περιέργειας.
Τα άλλα δύο stages απείχαν μερικά λεπτά περπάτημα, έχοντας το καθένα τον δικό του χαρακτήρα: το (ενδιάμεσο) La Pista είχε στηθεί σε έναν χώρο τύπου black box με underground αύρα –μακριές μαύρες κουρτίνες, ανακλαστική μεμβράνη πίσω απ’ τα decks, μια μαύρη κούκλα βιτρίνας για το εφέ–, ενώ για το τρίτο, πιο «σκληροπυρηνικό» stage του φεστιβάλ, το κοινό θα έπρεπε να συνεχίσει το περπάτημα μέχρι το διπλανό κτίριο του συμπλέγματος, μέσω μιας διαδρομής που όσο πλησίαζες έμοιαζε με σκοτεινό τούνελ· εξού και το όνομα του συγκεκριμένου stage: Tunnel.
Το ακόμη πιο σημαντικό που παρατηρήσαμε, πέρα από τη χωροταξία και την αφηγηματική δυναμική του στησίματος, ήταν η ποιότητα του ήχου: και στις τρεις σκηνές, το επίπεδο στα ηχοσυστήματα ήταν κορυφαίο. Το ίδιο και ο εξαερισμός – σπουδαίο πράγμα!
Η συνέχεια της βραδιάς ρόλαρε από stage σε stage, με λίγες στάσεις για τις ανάσες στο ενδιάμεσο (υπήρχαν αναπαυτικά πουφ για το αναγκαίο rest), όσο μεγάλωνε η νύχτα και τα BPM ανέβαιναν. Το υπόλοιπο line up, εξάλλου, ήταν αμιγώς στο φάσμα της ηλεκτρονικής μουσικής και σε αυτή την πτυχή του φεστιβάλ είχαμε επιλέξει να εστιάσουμε εμείς αυτή τη φορά, μέχρι να αφήσουμε τα πνευμόνια μας στο dancefloor.
Θέλαμε να δούμε τη μουσική ποικιλία που ανέκαθεν στήριζε στις εκδόσεις του το Plisskën Festival πάνω στο είδος που παγκοσμίως βρίσκεται σε άνθιση αυτή τη στιγμή – την τέκνο και τα πολλά, πολλά παρακλάδια της.
Μερικές ώρες αργότερα, είχαμε αποκοιμίσει εμπειρίες που δεν περιμέναμε, τουλάχιστον όχι στον βαθμό που συνέβησαν.
Να πούμε αρχικά για τους αδιανόητους Brutalismus 3000, από τους οποίους ναι μεν περιμέναμε πολλά, αλλά τελικά εκείνοι έδωσαν ακόμη περισσότερα.
Κάπου μεταξύ της αδυσώπητης βερολινέζικης τέκνο και του οργισμένου πανκ, το γερμανικό δίδυμο (η μία απ’ τους δύο ελληνικής καταγωγής, παρακαλώ!) επιβεβαίωσε με την (πρώτη του) εμφάνιση στην Αθήνα τον λόγο που καταγράφει μετεωρική πορεία από το 2019, έχοντας πάρει σβάρνα τα κορυφαία φεστιβάλ όλου του κόσμου και ιστορικά κλαμπ όπως το Berghain στο Βερολίνο: δεν παίζουν απλώς μουσική, κάνουν τέχνη.
Επαναστατική, αντισυμβατική, εκρηκτική, πολιτική, φεμινιστική τέχνη, ουρλιάζοντας ειρωνικά τους κανόνες που πρέπει να ακολουθεί μια γυναίκα για να είναι το «καλό κορίτσι» σε μια πατριαρχική κοινωνία. Μιξάροντας ζωντανά τα κομμάτια τους κάτω από μαύρα λάβαρα, με το κοινό να τραντάζει κυριολεκτικά το έδαφος από το τέκνο ποδοβολητό, μέσα στις ριπές από κίτρινα και λευκά φώτα που έπεφταν από τη σκηνή – σαν σήμα κινδύνου.
Κοινώς, είναι από τα γκρουπ που η ζωντανή εμφάνιση υπερβαίνει τις ηχογραφήσεις.
Να πούμε και για το σερί που εκτυλισσόταν παράλληλα στο Tunnel, δοκιμάζοντας τις αντοχές (και τα πόδια, όπως είπαμε) των πιο μάχιμων – μερικοί από αυτούς δεν εγκατέλειψαν στιγμή το dancefloor μέχρι να ανοίξουν τα φώτα και να σημάνει λήξη το φεστιβάλ. Το συγκεκριμένο stage είχε χαρακτήρα μεγάλου techno club αλλά με ορθόδοξη rave φιλοσοφία – χαρακτηριστικό στοιχείο ότι τα decks βρίσκονταν στο ίδιο ύψος με το κοινό, μην αφήνοντας περιθώριο για «σταριλίκια» στο stage και stories στο dancefloor, παρά μόνο για χορό. Πολύ χορό.
Με τα φωτορυθμικά στο ύψος των ματιών, να δίνουν την εντύπωση ότι διασχίζεις όντως ένα τούνελ καθώς παραδίδεσαι ολοκληρωτικά στην μπότα της μουσικής. Οδηγεί άραγε στο τέλος ή σε μια καινούργια αρχή;
Το τέλος συνέβη κάπου το ξημέρωμα. Μέχρι εκείνη την (δύσκολη, ομολογουμένως) ώρα, είχε ξετυλιχθεί μπροστά μας ένα τρομερό σερί από κορυφαίες παραγωγούς στα decks που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από φεστιβάλ εξωτερικού. Είχε ποικιλία και εναλλαγές, είχε ένταση και ενέργεια, αλλά προπάντων είχε αυθεντικότητα.
Από την Toccororo με τους exotic λατινοαμερικανικούς ήχους στο εθιστικό groovy τέκτνο της Daria Kolosova μέχρι την ανυπέρβλητη KI/KI – την DJ που για πολλούς αποτελεί τη βασίλισσα της acid techno αυτή τη στιγμή.
Ειδικά για την τελευταία, τα λόγια είναι περιττά. Το set της ήρθε σαν το κερασάκι στην τούρτα μιας νύχτας που θα θυμόμαστε για καιρό. Είχε όλη την ενέργεια των 90s και όλη τη φρεσκάδα του σήμερα. Μπροστά σε ένα Roland TB-303 (ιστορικό synthesizer), έδειξε μέσα σε ένα δίωρο γιατί η ηλεκτρονική μουσική επιστρέφει στις ρίζες της, εντάσσοντας ξανά psychedelic αναφορές και ατμόσφαιρα ονείρου. Έδειξε γιατί το rave γίνεται ξανά επίκαιρο, σε καιρό εντάσεων και συγκρούσεων.
Διότι, εκτός από το να εκτονωθεί, ο κόσμος χρειάζεται όσο ποτέ να ανυψωθεί, να ενωθεί συναισθηματικά. Και αυτό ήταν που συνέβη στο αποκορύφωμα αυτού του Plisskën. Ευχαριστούμε!
Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.