REVIEWS

Το One Battle After Another είναι ένα θαύμα για το Χόλιγουντ του σήμερα

Η πρώτη συνεργασία των Paul Thomas Anderson και Leonardo DiCaprio στο One Battle After Another είναι θρίαμβος.

Με μπάτζετ που συνήθως προορίζεται για παραγωγές υπερηρώων, η σάτιρα του Paul Thomas Anderson είναι αναμφισβήτητα μία από τις καλύτερες στουντιακές ταινίες των τελευταίων ετών. Ένα άμεσο classic.

Λειτουργώντας σε κλίμακα που επισκιάζει τα πετρελαϊκά πεδία του There Will Be Blood ή τις αλυκές του The Master, το εύρος και η περιοδεύουσα αφήγηση του One Battle After Another περιλαμβάνει χρονικά άλματα 16 ετών, κωμικά διαλείμματα σε τηλεφωνικά κέντρα, και μία από τις πιο δημιουργικές καταδιώξεις αυτοκινήτων που έχουν γυριστεί ποτέ για την οθόνη. Είναι το είδος ταινίας που τα μεγάλα στούντιο σχεδόν ποτέ δεν χρηματοδοτούν πια.

Στην πρώτη του συνεργασία με τον Anderson – ο σκηνοθέτης τον ήθελε για το Boogie Nights αλλά τους είχε εμποδίσει το Titanic – ο Bob Ferguson του Leonardo DiCaprio δεν απέχει πολύ από τον αρχέτυπο του μαστουρωμένου Doc του Inherent Vice. Άλλου ενός ήρωα που προέρχεται από βιβλίο του Thomas Pynchon (το One Battle After Another βασίζεται στο Vineland του συγγραφέα).

Το πρώτο μέρος της ταινίας συμπυκνώνει την πρότερη ιστορία του Bob σε ένα θρίλερ δράσης. Ήταν κάποτε ένας ειδικός εκρηκτικών γνωστός στην πιάτσα ως “Ghetto Pat”, ερωτευμένος με μία από τις πιο άγριες μαχήτριες της τρομοκρατικής οργάνωσης French 75, την Perfidia Beverly Hills της Teyana Taylor.

Πριν η Perfidia δηλώσει πως είναι πολύ ανεξάρτητη για την οικογενειακή ζωή – η μητέρα της προειδοποιεί τον Bob ότι η κόρη της είναι δρομέας κι εκείνος πέτρα – τους βλέπουμε να γίνονται γονείς, η Perfidia όμως κάνει απερισκεψίες στην αντάρτικη εκστρατεία της εναντίον του αξιωματικού συνταγματάρχη Steven J. Lockjaw (Sean Penn), ενός δηλωμένου υποστηρικτή της ανωτερότητας της λευκής φυλής. Ενώ ο Lockjaw θα τους καταδιώκει, η French 75 μεταφέρει τον Bob και την κόρη του στην Καλιφόρνια, τους δίνει νέα ονόματα και τους λέει να κρατήσουν χαμηλό προφίλ.

One Battle After Another

Όλα αυτά είναι μονάχα η γεμάτη αυτοπεποίθηση εισαγωγή της ταινίας, που έρχεται σε αντίθεση με τον αργό, μελαγχολικό και αδιαπραγμάτευτα καλλιτεχνικό ρυθμό που συνήθως δημιουργεί ο Anderson. Σκέψου το μακρόσυρτο, σχεδόν άφωνο προοίμιο του There Will Be Blood. Τις γεμάτες νόημα παύσεις του Punch-Drunk Love. Τη νωθρή εμμονή του Phantom Thread. Από την άλλη, η διαυγής, αστεία φωνή του εμφανίζεται καθαρά στο One Battle After Another συνδυάζει διάφορα προηγούμενα στοιχεία του, όπως την κωμική χαρά του Boogie Nights και τα ζογκλερικά μεταξύ των πολλαπλών ιστοριών στο Magnolia.

Όταν μεταφερόμαστε στη ζωή του Bob ως ριζοσπάστη που έχει αποσυρθεί, το ατίθασο χιούμορ του είναι εκεί. Ο DiCaprio είναι πειστικός ως νεαρός ήρωας δράσης στο πρώτο μέρος της, είναι όμως επίσης γεμάτος πάθος και κωμικό timing ως μεγαλύτερος σε ηλικία και πιο γκρινιάρης Bob. Η κόρη του, Willa (Chase Infiniti), στοργική αλλά απότομη μαζί του, έχει υιοθετήσει τη δυσπιστία προς την εξουσία από τον πατέρας της, γεγονός που αποδίδει καρπούς όταν ο Lockjaw επιστρέφει για να ρημάξει ξανά τις ζωές τους.


Ο Benicio Del Toro προσφέρει επίσης κωμωδία ως δάσκαλος καράτε ονόματι Sergio, ένας επαναστάτης που βοηθά τον Bob να κρυφτεί και να δραπετεύσει από την πόλη υπό το κάλυμμα της νύχτας, συνήθως ενώ την ίδια στιγμή μιλάει στο τηλέφωνο σε μη μεταφρασμένα ισπανικά με κάποιο αόρατο πρόσωπο στην άλλη άκρη της γραμμής. Θα είναι μία άμεση προσθήκη στο πάνθεον των εμβληματικών χαρακτήρων του PTA και η ζεν προσέγγισή του στην απειλή που θέτουν οι δυνάμεις του Lockjaw αναδύεται σταδιακά ως το επαναστατικό ήθος της ταινίας. «Είμαστε υπό πολιορκία εδώ και εκατοντάδες χρόνια», αναγνωρίζει.

One Battle After Another

Όλα αυτά είναι χαοτικά και κάτι παραπάνω, ποτέ όμως πιο χαοτικά από όταν ο Lockjaw του Penn είναι επί της οθόνης. Είναι ο δεύτερος πρωταγωνιστής της ταινίας, μία τερατώδης και αποκρουστική δημιουργία, ένας αυτοαπεχθάνων λευκός ρατσιστής που έχει προσωπικό κίνητρο για να εντοπίσει τον Bob και τη Willa και δεν φοβάται να διαθέσει σημαντικούς στρατιωτικούς πόρους για να το πετύχει. Και αυτός και ο Del Toro δεν αποκλείεται να βρεθούν στην κατηγορία Β΄Ανδρικού στα Όσκαρ.

Η Willa που υποδύεται η πρωτοεμφανιζόμενη Infiniti με μία διορατική, συγκινητική σοβαρότητα που δεν ανταποκρίνεται στην ηλικία της, γίνεται και αυτή αναπόσπαστο μέρος της ορμής της ταινίας, έχοντας περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της πιστεύοντας πως ο πατέρας της έχει υπάρξει παρανοϊκός και όχι ότι κινδύνευε πραγματικά να τον κυνηγήσουν. Με τη ταφτά φούστα και το δερμάτινο μπουφάν της, αποδεικνύεται η πρωταγωνίστρια που περίμενε η ταινία, όχι λόγω της προέλευσής της ή της ανατροφής της, αλλά εξαιτίας όσων είναι πρόθυμη να κάνει.


Οι πολιτικές διαμάχες δεν τελειώνουν ποτέ στο One Battle After Another. Απλώς επαναλαμβάνονται.

Οι κύκλοι καταπίεσης και αντίστασης είναι διαρκείς σε αυτή την οδύσσεια, όπου η βία με όπλα, η λευκή υπεροχή και οι απελάσεις μεταναστών βρίσκονται σε συνεχή χορό, τόσο γελοίο όσο και τραγικό. Η ταινία δεν αρκείται στο να κοιτάζει κατάματα μια χώρα που έχει καταρρεύσει με την ήδη προφητική της ιστορία για τα κέντρα κράτησης μεταναστών, τις καρικατούρες των λευκών εθνικιστών και τις ψευδείς δικαιολογίες για την αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων σε πόλεις που προσφέρουν άσυλο.

Είναι επίσης η πρώτη ταινία αυτού του μεγέθους που αποτυπώνει με ακρίβεια πόσο αγχωτικό είναι να ζεις στον δυτικό κόσμο αυτή τη στιγμή, καταγράφοντας την καρικατούρα της πραγματικότητάς μας. Είναι ξεκαρδιστική ναι, αλλά δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για την ειλικρίνεια των φρικαλεοτήτων της, ή για το πόσο διαυγώς διαγιγνώσκει τη μικρότητα των ανδρών που επιβάλλονται στους αθώους και τους ευάλωτους.

One Battle After Another

Το One Battle After Another θα μπορούσε όμως να περιγραφεί επίσης και ως μία γλυκιά ταινία για έναν πατέρα που συμβιβάζεται με το γεγονός ότι η έφηβη κόρη του έχει κινητό τηλέφωνο, ένα παράδειγμα του πώς η αποσταθεροποιητική προσέγγιση του Anderson σε μεγάλες θεματικές μπορεί να γίνει συγκινητική και αποκαλυπτική. Μετατρέπει τον πρώην αποστάτη σε ζωντανό σύμβολο της αιώνιας αλήθειας της γονεϊκότητας, όπως το περιγράφουν οι ίδιοι οι γονείς – πως το να μεγαλώνεις παιδιά σημαίνει να ζεις μαζί με τον τρόμο σε κάθε λεπτό της ζωής σου.

Η υφέρπουσα και κάπως εκπληκτικά αισιόδοξη συναισθηματικότητα του One Battle After Another έχει τις ρίζες της στην απελευθέρωση που αντλεί ο Anderson από την οργή του να γίνεσαι συντηρητικός και από την ενοχή του να μην μπορείς να σπάσεις τον κύκλο. Η ταινία δεν θα ήταν ποτέ, φυσικά, τόσο κοινότυπη ώστε να δηλώσει πως τα παιδιά θα μας σώσουν, αντίθετα όμως προτείνει πως, ναι μεν ο αγώνας δεν θα τελειώσει ποτέ, αλλά θα υπάρχουν πάντοτε νέοι εθελοντές έτοιμοι να τον αναλάβουν. Αρκεί να τους αφήσουμε.


Το γεγονός πως ο Anderson κατάφερε να τα βάλει όλα αυτά σε στουντιακή ταινία είναι πραγματικό θαύμα. Είναι το είδος της ταινίας που δεν είχε υπάρξει με συνέπεια από τη δεκαετία του ‘70 και από την εμφάνιση της Marvel στα τέλη της δεκαετίας του 2000 έχει εξαφανιστεί εντελώς. Είναι λοιπόν ταιριαστό το γεγονός ότι η ταινία γυρίστηκε σε πλούσιο σε υφή φιλμ VistaVision, το υψηλής ανάλυσης φορμά που παρέμενε αδρανές από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, αλλά σήμερα βρίσκεται σε αναβίωση μετά το βραβευμένο Brutalist. Σε συνδυασμό με τη μουσική του Johnny Greenwood, που καλύπτει όλο το φάσμα, από ανησυχητικά drones έως απογειωτικές συνθέσεις πιάνου, το One Battle γίνεται απολύτως αισθητηριακή εμπειρία.

Ως μία μεγάλη κινηματογραφική παραγωγή που καταγγέλλει με ευθύτητα τον ρατσισμό, την ξενοφοβία και τον βιτζιλαντισμό, αποτελεί εξαίρεση σε σχεδόν κάθε άποψη στο σύγχρονο Χόλιγουντ. Ναι, μια πανίσχυρη κυβέρνηση μπορεί να στέλνει στρατιώτες στις πόρτες των πολιτών της, αλλά το One Battle After Another αφορά ανθρώπους, άλλοτε αποκαρδιωμένους, που τώρα αναζητούν τη θέληση να τους αντιμετωπίσουν και να επιβιώσουν. Τις περισσότερες φορές, πετυχαίνουν. Το ίδιο και η ταινία, πανηγυρικά.

Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.