Ιστορίες από το έπος του 2005 μέσα από το παρκέ, τον πάγκο και την εξέδρα
Παναγιώτης Γιαννάκης, Νίκος Χατζηβρέττας και ένα ιδρυτικό μέλος των Πελαργών, θυμούνται το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ του Βελιγραδίου, μια μέρα σαν και σήμερα πριν από 20 χρόνια.
- 25 ΣΕΠ 2025
Μοιάζει σχεδόν σουρεάλ, αλλά για 722 μέρες η Ελλάδα ήταν εν ενεργεία πρωταθλήτρια Ευρώπης σε ποδόσφαιρο και μπάσκετ. Το επίσης χρυσό “My Number One” της Έλενας Παπαρίζου θα μπορούσε να αφιερωθεί άτυπα στο πιο ένδοξο δεκαπεντάμηνο του ελληνικού αθλητισμού, από την Κυριακή 4 Ιουλίου του 2004 μέχρι την Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου του 2005.
Μια μέρα σαν κι αυτή, η καλύτερη μπασκετική φουρνιά που φόρεσε ποτέ τα γαλανόλευκα, κατακτούσε την κορυφή της Ευρώπης. Και το έκανε να φαίνεται και εύκολο μάλλον, επικρατώντας στον τελικό της Γερμανίας του 27χρονου τότε Dirk Nowitzki, με 78-62.
Όταν φτάνεις στα 30, μπορείς να προλογίζεις ιστορίες με το κάπως τρομακτικό «είκοσι χρόνια πριν». Το μουσείο των προσωπικών μας αναμνήσεων είναι ένας χώρος που συχνά κλειδώνει αυτόματα και σε παγιδεύει. Υπάρχουν καρέ της ζωής μας που δεν εμφανίστηκαν ποτέ σε σκοτεινό δωμάτιο, αλλά μπορείς να δεις αυτό το αόρατο φιλμάκι να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια σου.
Κάπως έτσι θυμάμαι εκείνο το βράδυ στα Κάστρα που καθόμασταν σε ένα καναπέ κουβερτιασμένοι με τον πατέρα μου και την αδερφή μου και βλέπαμε τον τελικό του Ευρωμπάσκετ. Είχα ξεχάσει αυτή την καθόλου δεδομένη εικόνα στο μυαλό μου.
Η ενότητα «σαν σήμερα» είναι από τις αγαπημένες, αλλά και πιο πολυδιαβασμένες των ελληνικών μίντια. Αρκετός κόσμος ανατρέχει πίσω σε διηγήσεις μεγάλων στιγμών, σε πολλά επίπεδα. Είναι και λίγο παγίδα όμως όταν η νοσταλγία του αόριστου ξεπερνάει τη λαχτάρα του ενεστώτα. Στην Ελλάδα όμως, είμαστε παρελθοντολάγνοι γιατί δε χωράμε στο παρόν, ή γιατί δε μας χωράει το παρόν.
Ας περιορίσουμε όμως τη σκέψη μας στο μπάσκετ.
Η μεγάλη επιτυχία στη Ρίγα έφερε πίσω τα καλά κλισέ. Η Εθνική «ξόρκισε τα φαντάσματα» και ανέβηκε στο βάθρο. Μην το πείτε παραέξω, αλλά να ξέρετε. Εμείς φέρναμε τη Μόρα στον ύπνο μας. Το manual με τη «διαχείριση επιτυχίας» δε χάθηκε κάπου, γιατί για να χαθεί, πρέπει πρώτα να υπάρξει. Και σε αυτή τη χώρα δεν ξέρουμε τι θα πει μομέντουμ.
Στο μπάσκετ, τα πράγματα ίσως είναι πιο εύκολα. Το τρίποντο του Διαμαντίδη είναι η polaroid μιας ολόκληρης εποχής και συγγνώμη για την κωλοτούμπα, αλλά μάλλον ξόρκισε πολλά φαντάσματα, όντως. Ο Παναγιώτης Γιαννάκης μού το εξηγεί κάπως καλύτερα στο τηλέφωνο. «Τα παιδιά ξεπέρασαν κάποιους ενδοιασμούς που είχαν στα νοκ άουτ, εκεί που κρίνονται τα παιχνίδια στις λεπτομέρειες».
Είναι ο μόνος άνθρωπος που έχει ανέβει στο πρώτο σκαλί του βάθρου με την ιδιότητα τόσο του παίκτη, όσο και του προπονητή. Δεν ήταν όμως ποτέ αυτοσκοπός η επιτυχία. Κοιτούσε περισσότερο τη διαδρομή προς αυτή.
«Ποτέ δεν κοιτούσα τη λάμψη του χρυσού»
«20 χρόνια μοιάζουν σαν χθες, όντως. Αλήθεια είναι αυτό. Και ένα δευτερόλεπτο σαν να μην περνάει ποτέ, αυτό το έχει χαρίσει το μπάσκετ. Θα ήθελα να έχουμε κερδίσει περισσότερα από αυτό το πολύ μεγάλο επίτευγμα του χρυσού. Να είχαμε δημιουργήσει έναν τρόπο να μας χαρακτηρίσει.
Μιλάμε για καλάθια, τρίπλες, άμυνες, αλλά δεν μπορέσαμε να αναδείξουμε το ότι υπήρχαν αντίπαλοι που ζήλευαν τον τρόπο με τον οποίο παίζαμε και αντιδρούσαμε. Θα ήθελαν και οι ομάδες τους να παίζουν έτσι, αλλά δεν το κάνανε. Δεν μπορέσαμε να το κεφαλαιοποιήσουμε.
Δεν καταφέραμε ποτέ να αναλύσουμε αυτή την επιτυχία. Ο καθένας προσπαθούσε να αναδείξει αυτό που λείπει.
Το 1987 πέρασε μέσα από απίστευτες ήττες και διασυρμούς, ήταν κάτι διαφορετικό, σαν ένα θαύμα. Το 2005 δεν ήταν θαύμα, ήταν επιβεβαίωση της δουλειάς. Όχι ότι δεν έγινε και το 1987, αλλά είναι σαν να πούμε τώρα ότι θα πάρει η Πορτογαλία το Ευρωμπάσκετ, ή μια χώρα στην οποία το μπάσκετ δεν είναι τόσο μαζικό ως άθλημα.
Όταν παίζεις είσαι πάντα παιδί. Ήταν συγκλονιστικό να το ζεις και από τις δύο πλευρές, δεν το συζητάω αυτό. Ευλογημένη στιγμή για μένα. Αλλά ειλικρινά είτε ως παίκτης είτε ως προπονητής, με δουλειά και συνεργασία όλα μπορούν να γίνουν.
Δεν κοιτάζω πίσω με νοσταλγία, όσο με επιθυμία να συμβεί πάλι. Αναρωτιέμαι αν μπορούμε να τιθασεύσουμε τον εγωισμό μας και να κάνουμε κάτι πιο μόνιμο, να εξελίξουμε τα στελέχη μας.
Αυτό που προσπαθούσα πάντα να κάνω με τους παίκτες μου είναι να πάρω την πίεση πάνω από αυτούς, να τους κάνω να αναδείξουν τα προσόντα μας και τα μειονεκτήματα των αντιπάλων. Ποτέ δεν κοιτούσα τη λάμψη του χρυσού, ήθελα να σκέφτονται μόνο πώς θα παίξουμε καλά. Να τιθασεύσουμε τα προσόντα των αντιπάλων και να αναδείξουμε τις αδυναμίες των αντιπάλων.
Ήθελα να πάμε να απολαύσουμε μια συγκλονιστική στιγμή και να ξέρουμε ότι τα έχουμε δώσει όλα, ο ένας για τον άλλον. Ποτέ δεν ήθελα να δώσω βάρος που θα δημιουργούσε δισταγμό, μη χάσουμε την ευκαιρία.
Η νύχτα του 1987 δεν τελείωσε ποτέ. Το 2005 ήταν διαφορετικό για μένα, χάρηκα με τη χαρά των παιδιών. Χαιρόμουν με το πόσο πολύ χάρηκαν. Τα παιδιά που ήταν και στο προηγούμενο τουρνουά, ένιωθαν ότι ξεπέρασαν κάποιους ενδοιασμούς στα νοκ άουτ, εκεί που κρίνονται τα παιχνίδια στις λεπτομέρειες.
Στην Ελλάδα κριτικάρουμε με ατάκες. Για μένα αυτά δημιουργούν ένα κλίμα, θέλει πολλή δουλειά με τον εαυτό σου για να καταλάβεις ότι είναι μια πολύ ρηχή προσέγγιση. Αυτό πάντα εμένα με ενοχλούσε.
Είμαι από τους ανθρώπους που θεωρώ ότι κάθε μέρα είναι μια καινούργια μέρα για κάτι ξεχωριστό. Ποτέ δεν θα έλεγα από τη στιγμή που αναπνέω ότι κάτι κλείνει, ήλπιζα ότι μετά από εκείνα τα χρόνια θα εξελιχθεί κάτι στον τρόπο που παράγουμε τέτοιες επιτυχίες.
Δεν έχω καταφέρει να βοηθήσω σε αυτό το κομμάτι. Μιλάω για τα παιδιά που μεγαλώνουν δίπλα μας, για προπονητές που δουλεύουν με μικρά παιδιά. Λίγες επενδύσεις βλέπω προς αυτή την κατεύθυνση. Σκεφτόμαστε κυρίως πώς θα κερδίσουμε το μεγάλο τρόπαιο. Πρέπει να μάθουμε να αντέχουμε τη διαφορετική άποψη, να συνεργαζόμαστε με διαφορετικούς τρόπους».
Το πρώτο ελληνικό καλάθι στον τελικό του Ευρωμπάσκετ του 2005, προσγειώνεται στο καλάθι από τα 6,25 δια χειρός Νίκου Χατζηβρέττα. Ακολουθεί ένα κλασικό fade away σουτάκι του Ντίρκ από τα τέσσερα μέτρα, το οποίο είναι και το τελευταίο προβάδισμα που θα πάρει η Γερμανία στο ματς. Για το Νίκο Χατζηβρέττα, ο τελικός ήταν πιο ανάλαφρος.
«Πριν τον τελικό, ο Λάζαρος με τον Αντώνη μαλώνανε για το αν η Φόρμουλα 1 έχει όπισθεν»
«Είναι μεγάλος ο αριθμός, τα χρόνια περνάνε, είναι πολλά τα είκοσι χρόνια έτσι όπως τα ακούω, αλλά είναι πολύ κοντινές οι αναμνήσεις.
Ήμασταν μια φουρνιά που εμπνεύστηκε πολύ από τους ανθρώπους του ’87, πήραμε μια μπάλα και παίζαμε το παιχνίδι. Κάναμε παρέα, συνομήλικοι όλοι σχεδόν. Πριν πάει η ομάδα στον τελικό, ενώ υπήρχε ησυχία στο λεωφορείο, ο Λάζαρος Παπαδόπουλος με τον Αντώνη Φώτση μαλώνανε για το αν η Φόρμουλα 1 έχει όπισθεν. Αυτοί ήταν πρώτοι στα πειράγματα και δημιουργούσαν ένα ωραίο κλίμα. Ο καθένας είχε τον δικό του τρόπο να συμβάλει σε αυτό.
Ο Νίκος Φιλίππου έμπαινε συνέχεια στη μέση και έλυνε προβλήματα, ακόμα κι αν ήταν στην πλάκα. Όλο το σταφ, ο Ανδρέας, ο Φραντζέσκος, πάντα εκεί για την ομάδα.
Το μεγάλο στοίχημα ήταν ο προημιτελικός και ο ημιτελικός για να μπούμε στη ζώνη των μεταλλίων. Ο τελικός ήταν πιο ανάλαφρος, γι’ αυτό κερδίσαμε και εύκολα το παιχνίδι, παίξαμε με μεγάλη αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα.
Τα νοκ άουτ είναι δύσκολα παιχνίδια, πολλές καταστάσεις που μπορούν να επηρεάσουν έναν αγώνα, πολλές εκπλήξεις. Υπήρχε μεγάλη ικανότητα και ταλέντο. Ήμουν το ’01 στην Αττάλεια, το ’03 στη Σουηδία, είχαμε προσδοκίες αλλά δεν φτάναμε στο μετάλλιο. Είχαμε απαιτήσεις και έτσι πρέπει να είναι για να υπάρχει επιτυχία. Όλη αυτή η διαδικασία σε δυναμώνει και μετά, τελειώνοντας, ωριμάζεις, ζεις πράγματα και σε βοηθάνε να ολοκληρωθείς ως άνθρωπος, τη σκέψη σου.
Τελείωσε ο αγώνας με τη Γαλλία, έφυγε η ένταση, πανηγυρίσαμε την πρόκριση και όλοι σκεφτόμασταν την επόμενη μέρα. Το ζεις από το πρώτο έως το τελευταίο λεπτό και πας για το επόμενο».
Ο Φώτης Μηλούσης είναι μία από τις πιο γνωστές φιγούρες στην κερκίδα, με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό το σκουφάκι του πόλο. Για τους «Πελαργούς», το Ευρωμπάσκετ του 2005 ήταν η πρώτη διοργάνωση που κατέβηκαν ως επίσημος σύνδεσμος φίλων της Εθνική ομάδας μπάσκετ, όχι μόνο στα λόγια, αλλά και στα χαρτιά. Ο «πολίστας» της Εθνικής κρατήθηκε στην αρχή, αλλά μετά είπε τη λέξη που αρχίζει από κάπα για να περιγράψει εκείνο το τουρνουά.
«Οι Σέρβοι σεκιουριτάδες πανηγύριζαν με υψωμένες γροθιές, σαν να το πήραν οι ίδιοι»
«Την ιδέα των Πελαργών μας την έδωσε ο Παπαδογιάννης με τον Ψαράκη το 2003, στη Σουηδία. Μας λένε στην κουβέντα πάνω: “Αν θέλετε να ταξιδεύετε με την Εθνική, γιατί δεν το κάνετε πιο οργανωμένα;”. Την άνοιξη του 2005 έγιναν επίσημα οι Πελαργοί, με είκοσι υπογραφές στο Πρωτοδικείο Σερρών, με διεύθυνση το πατρικό μας σπίτι.
Στο Βελιγράδι ήταν και η πρώτη επίσημη παρουσία μας. Για να πω την αλήθεια, εγώ δεν ξεκίνησα με το τρένο. Εγώ πήγα με Γαλλία και έμεινα για τον τελικό. Τα παιδιά ξεκίνησαν δειλά, χωρίς πολλές προσδοκίες και με πολλή όρεξη. Τα παιχνίδια πολύ σφιχτά τότε.
Στο παιχνίδι με τη Γαλλία ανεβήκαμε πολύ ορεξάτοι, θεωρούσαμε ότι η ομάδα μπορεί. Έβλεπες μια ομάδα δεμένη. Ξεκινήσαμε με το Ι.Χ. το δικό μου, πήρα το τύμπανο ενός φίλου που μου έλεγε ότι «σας ζηλεύω, πάμε για χρυσό». Είχαμε τεράστια προσμονή. Υπήρχε συγκρατημένη αισιοδοξία, το πιστεύαμε. Το 2003 ήταν μεγάλη σφαλιάρα, από Ιταλούς που ήταν ομάδα Α2. Το βλέπαμε αυτή τη φορά να έρχεται. Μέναμε σε κάτι φοιτητικές εστίες, υποτυπώδη καταλύματα. Ήμασταν και νέοι τότε, ήμουν 32, μέσα στην όρεξη.
Εμείς καθόμασταν στο πέταλο, είδαμε το σουτ του Διαμαντίδη πίσω από το καλάθι. Μεγάλη αρένα η Μπεογκράτσκα. Είχα το τύμπανο και συντόνιζα και έβλεπα μια κατήφεια· κλασικά σταύρωναν όλοι τα χέρια και ήμασταν ένας πυρήνας μπροστά. Τους έλεγα άντε πάμε, έχετε πληρώσει το εισιτήριο, πάμε να το γυρίσουμε. Το ίδιο έγινε και το 2007 στη Σλοβενία με τον Παπαλουκά. Άνοιξαν όλοι τα μάτια όταν έκαναν τα απανωτά λάθη οι Γάλλοι.
Με το που μπήκε το καλάθι, είχα σταματήσει να χτυπάω το τύμπανο, είχα καεί· ήταν τόσο μεγάλη η ένταση (σ.σ. ήθελε να πει καύλα). Σαν να ακούμε το “Βάλ’ το αγόρι μου” από μακριά. Αυτό που θυμάμαι επίσης είναι οι πανηγυρισμοί του πάγκου· ανέβαιναν σε διαφημιστικές. Οι Σέρβοι σεκιουριτάδες πανηγύριζαν με υψωμένες γροθιές, σαν να το πήραν οι ίδιοι. Θυμάμαι πανηγύρια για ώρα, συνεχίστηκαν για πολλά λεπτά. Ουρλιάζαμε και κοιταζόμασταν.
Βγήκαμε μετά στο διάδρομο του γηπέδου και στήσαμε γλέντι. Βγάζαμε συνθήματα της στιγμής. Εκεί είχε έρθει και ο Βαγγέλης Λιόλιος, θυμάμαι, γιατί τώρα τον είδα στη Ρίγα και μου λέει σε θυμάμαι από το ’05.
Ήμασταν πολύ χαμογελαστοί, είδαμε και το Γερμανία–Ισπανία χαλαροί. Η καύλα ήταν τόσο μεγάλη, δεν έσβηνε με τίποτα (σ.σ. το είπε επιτέλους). Πίναμε μπύρες μετά, τρώγαμε και λέγαμε τι θα γίνει την επόμενη μέρα με τους Γερμανούς.
Νομίζω μετά την κατάκτηση του χρυσού είχαμε πάει στο Άμστερνταμ, σε ένα μπαρ–κλαμπ, εκεί κοντά στον ποταμό. Το πανηγύρι ήταν από πριν, γιατί ξέραμε ότι θα το πάρουμε. Ήταν πολύ ωραία η μέρα πριν έρθει η ώρα του τελικού. Σταματούσαμε παντού και κάναμε τρελό πανηγύρι. Στον τελικό, δεν τους βλέπαμε τους Γερμανούς.
Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει με τις επιτυχίες, αλλά το θέμα είναι να φωνάζεις και στις ήττες. Πας εκεί να το χαρείς, είναι ένα πολύ ωραίο ταξίδι. Θα βγάλουμε κάποιες εκδρομές για τα παράθυρα».
Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.