ΣΙΝΕΜΑ

Κινέττα: Βλέποντας την πρώτη σόλο ταινία του Λάνθιμου, 20 χρόνια μετά

Η Κινέττα του Γιώργου Λάνθιμου προβλήθηκε στο πλαίσιο του 66ου φεστιβάλ Θεσσαλονίκης την ημέρα κυκλοφορίας της Βουγονίας. Το timing δεν μπορούσε να μας αφήσει ασυγκίνητους.

«Εσύ, όταν κυλιέσαι είσαι χαλαρός;»

***

Οι ταινίες του Γιώργου Λάνθιμου ήταν πάντα για αναπαραστάσεις. Είτε οι ιστορίες που λέει διαδραματίζονται σε μια βουβή Ελλάδα είτε σε steampunk κόσμους φαντασίας, πάντα τον ενδιέφερε το ανθρώπινο σώμα και το περφόρμανς – η ιδέα πως τα σώματά μας πάντα υπακούν σε κάποιο ορατό ή αόρατο ρυθμό, ερμηνεύουν, μαθαίνουν τον κόσμο (σαν) από την αρχή, καθώς ερευνούμε τους κοινωνικούς χώρους γύρω μας. Και, εν τέλει, κάτι σαν ελευθερία.

Ήταν λίγο σουρεάλ να βλέπουμε την Κινέττα, την «πρώτη»(*) ταινία του Λάνθιμου την ίδια κυριολεκτικά μέρα που κυκλοφορούσε στα σινεμά η big budget Βουγονία όμως αυτό έκανε ακόμα πιο συναρπαστικό το να παρατηρεί κανείς απογυμνωμένες στην μεγάλη οθόνη, ιδέες, μοτίβα και αισθητικές εμμονές ενός δημιουργού, που διατρέχουν ένα έργο 20 ετών όσο αυτό εξελίσσεται και εκτινάσσεται.

(*Η Κινέττα δεν είναι η αληθινή πρώτη ταινία του Λάνθιμου, αλλά είναι η πρώτη αληθινή ταινία του Λάνθιμου**.)

(**Και δεν ξεφεύγει από κανέναν ο συναρπαστικός παραλληλισμός, πως και το ντεμπούτο του Θόδωρου Αγγελόπουλου, 35 χρόνια πριν την Κινέττα και τον Λάνθιμο, αφορούσε πάλι μια σειρά εγκληματολογικής φύσεως αναπαραστάσεις σε μια καθηλωτική ακτινογραφίας μιας ακινητοποιημένης Ελλάδας – ο λόγος φυσικά για την αριστουργηματική Αναπαράσταση του 1970.)

Πίσω στο σήμερα, με ενθουσίασε που είδα την αίθουσα σχεδόν γεμάτη. Για την προβολή μιας ταινίας που όταν πρωτοκυκλοφόρησε στα σινεμά πριν 20 χρόνια, ζήτημα να την είχαν δει τότε στη μεγάλη οθόνη συνολικά όσοι θεατές ήμασταν την περασμένη Πέμπτη στο σινεμά Μακεδονικόν. Η Κινέττα προβάλλεται στο πλαίσιο του 66ου φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα του αφιερώματος στο Plot Twist.

Η Κινέττα του Γιώργου Λάνθιμου προβλήθηκε στο πλαίσιο του 66ου φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Το 66ο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης διεξάγεται 30 Οκτωβρίου ως 9 Νοεμβρίου.

Μην αναζητάτε συγκεκριμένη ανατροπή πλοκής ωστόσο – το αφιέρωμα αυτό παίρνει μια πιο κονσπετική προσέγγιση στην ιδέα της ανατροπής, ώστε να αφορά περισσότερο στην ανατρεπτική σχέση της κινηματογραφικής εικόνας με τον θεατή.

Σινεμά δηλαδή που ανοίγει διάπλατα τον εαυτό του απορροφώντας τον θεατή πλάθοντας έναν κόσμο και μια γλώσσα γύρω του, παρά αφήνοντάς τον στην καρέκλα να περιμένει παθητικά μια στεγνή αποκάλυψη πλοκής.

Συζητήσιμο τώρα όλο αυτό ως κεντρική ιδέα αλλά πάντως μέσα σε αυτές τις παραμέτρους, η Κινέττα είναι μια εξαιρετική προσθήκη καθώς πράγματι έρχεται με διάθεση σιωπηλής επιθετικότητας απέναντι στη συμβατική αφήγηση. Είναι μια ταινία όχι απλώς χωρίς «πλοκή», αλλά και πρακτικά χωρίς διάλογο. Ο διάλογος, οι λέξεις γενικώς δεν χρειάζονται σε έναν κόσμο αλληγορικά και κυριολεκτικά βουβό, που μηχανικά ακολουθεί διαδικασίες και ρουτίνες μέχρι εξάντλησης.

Σε ένα έρημο θέρετρο στην off-season, ένας φωτογράφος (Άρης Σερβετάλης), ένας αστυνομικός (Κώστας Ξυκομηνός) και μια νεαρή καθαρίστρια ξενοδοχείου (Ελευθερία Ράντου) αναπαριστούν σκηνές εγκλήματος, αλλά με τι σκοπό; Να φτάσουν στη λύση κάποιου μυστηρίου; Ή μήπως η αναπαράσταση και οι αργόσυρτες ρουτίνες της, είναι αυτοσκοπός;


Το έρημο σκηνικό επικοινωνεί με την ιδέα μιας Ελλάδας-καθαρτηρίου, με κάποιες ξεχασμένες, καταραμένες ψυχές να έχουν μείνει πίσω σε χώρους άδειους, χωρίς ζωή, χωρίς ήχους, χωρίς ελευθερία από αέναα μοτίβα. Η ταινία κυκλοφόρησε το 2005, αλλά υπάρχει κάτι τόσο αιχμηρά σύγχρονο και καταδικαστικό στο πώς εκτυλίσσεται σε μια χώρα παγωμένη, δίχως επικοινωνία, δίχως διέξοδο – και βουβή στον απόηχο της τουριστικής σεζόν.

Ο Λάνθιμος ακολουθεί κινήσεις και χειρονομίες σα να επρόκειτο για γλώσσα, και εστιάζει την (ακόμα υπερβολικά κουνημένη) κάμερά του διαρκώς σε κομμάτια του σώματος, σα να έψαχνε να ανακαλύψει αν αυτό που κοιτάει είναι αληθινό – αν είναι καν εκεί. Αυτοί οι χαρακτήρες, δίχως ονόματα, δίχως λόγια, δίχως προέλευση ή κατεύθυνση, μοιάζουν σαν ξεχασμένες αναμνήσεις, καταδικασμένες να παίζουν τη διαρκή αναπαράσταση κάποιας συλλογικής ενοχής.

Είναι αγκυλωμένοι στο να ακολουθούν ρουτίνες, δίχως περιθώριο για χαλαρότητα – «εσύ όταν κυλιέσαι, είσαι χαλαρός;», όπως ρωτάει ένας χαρακτήρας τον άλλον στο μέσον μιας αναπαράστασης.

Ακόμα και εδώ όμως, υπογραμμίζεται η πατριαρχική ισχύς των σκουριασμένων συστημάτων. Η ιδέα αυτή εξερευνάται ακόμα εντονότερα στις αμέσως επόμενες ταινίες του, τον Κυνόδοντα και τις Άλπεις, και πάλι μέσω εκτεταμένων σωματικών περφόρμανς, όμως εδώ τοποθετείται ο πρώτος σπόρος. Ανάμεσα στους τρεις χαρακτήρες, είναι η γυναίκα που λαμβάνει το ρόλο του θύματος. Την ώρα που η διαδικασία «κάστινγκ» του αστυνομικού περιλαμβάνει γυναίκες που ακολουθούν τις οδηγίες του με ακρίβεια, χωρίς αντίρρηση, ακόμα και στο πώς θα αφαιρούν τα ρούχα τους.

Η κάμερα παρατηρεί, φυσικά ασυγκίνητη. Ακόμα κι όταν ακολουθεί τη «δράση», η κάμερα κοιτάζει από μακριά και κινείται σύμφωνα με τις καθοδηγήσεις, σα να μην υπήρχε το παραμικρό που να μπορούσε να κάνει για να σπάσει τα δεσμά. Ο συνδυασμός φόρμας και ελλειπτικής αφήγησης ενισχύει την αίσθηση παρακολούθησης γυναικών παγιδευμένων σε ένα πατριαρχικό σύστημα ιεροτελεστιών σχεδιασμένο ώστε να τους κλέβει το agency.

Και, φυσικά, τη διέξοδο: Ακόμα και στο πολύ δυνατό φινάλε, όταν η γυναίκα αντιδρά στήνοντας τη σκηνή του «θανάτου» της, η όλη σκηνή αναδιπλώνεται μες στο όλο σύστημα αναπαραστάσεων. Ο φωτογράφος έχει απαθανατίσει τη στιγμή – επομένως ακόμα κι η στιγμή αντίστασης γίνεται μια ακόμα στημένη αναπαράσταση, σε ένα σύστημα πραγματικά αδιέξοδο. (Καθόλου τυχαία εξάλλου η κυκλική φύση της αφήγησης, κοιτάζοντας έναρξη και φινάλε.)


Είναι ακραία διαφορετικές ταινίες φυσικά, και πώς θα μπορούσαν να μην είναι, αλλά υπάρχει κάτι σε αυτή την βουβή επαναληψιμότητα της Κινέττας που μου θύμισε την εγκλωβισμένη απόγνωση της Βουγονίας – μέχρι και αυτή την έκρηξη θυμού του φινάλε, όσο κι αν έχει εκφραστεί με διαφορετικό τρόπο και ένταση. Και οι δύο ταινίες μοιάζουν να πασχίζουν να εκφράσουν μια κάποια δυσφορία απέναντι στα εγκαθιδρυμένα συστήματα. Σαν φωνές που κανείς δεν ακούει.

Έχει νόημα να αναλογιστεί κανείς τη σημασία αυτής της ταινίας, αλλά και των αμέσως επόμενων της ελληνικής περιόδου του, δίπλα στην απελευθέρωση του Poor Things. Εκεί όπου η ηρωίδα-δεσμώτρια παίρνει πλήρως τον έλεγχο της αφήγησής της και γράφει τη δική της ιστορία, σπάζοντας τα δεσμά του πατριαρχικού ελέγχου. Είναι ο Λάνθιμος, 20 χρόνια μετά – όχι και λίγο, σαν απόσταση.

Η Κινέττα είναι αναμφίβολα ένα εντελώς πρωτόλειο δείγμα σινεμά, χωρίς πολλές διακυμάνσεις που κάνουν την ελλειπτική του αφήγηση σε σημεία εξαιρετικά δύσκολο να ακολουθήσεις. Ιδέες και μοτίβα επανέρχονται, που είναι μέρος του point φυσικά, αλλά δίχως ένα φρεσκάρισμα ή μια αισθητική μετατόπιση που βοηθούν το θεατή να ακολουθήσει.

Ενώ απουσιάζει πλήρως μια αίσθηση –αντισυμβατικής έστω– συναισθηματικότητας που με έναν παράδοξο τρόπο εντοπίζει κανείς στο μετέπειτα έργο του. (Σημαντικό να σημειώσουμε πως εδώ ακόμα δεν συναντούμε τον Ευθύμη Φιλίππου στο σενάριο, αν και ο Γιώργος Μαυροψαρίδης είναι φυσικά εδώ στο μοντάζ, όπως και ο Θύμιος Μπακατάκης στη διεύθυνση φωτογραφίας.)


Είναι δύσκολο να φανταστείς σήμερα πώς θα έβλεπες αυτή την ταινία με αγνή ματιά πίσω στο 2005, και ίσως και να μην έχει και τόσο νόημα. Το σημαντικό είναι πως, 20 χρόνια μετά, και αφού έχουν ακολουθήσει βραβεία σε Κάννες, Βενετία, Όσκαρ και Χρυσές Σφαίρες για τις ταινίες του Λάνθιμου, μπορείς να κοιτάξεις αυτό τι φιλμ και να το αναγνωρίσεις ως μια πρώιμη κατάθεση ιδεών που διατρέχουν το μετέπειτα έργο του.

Εξάλλου, από τα παιδιά στον Κυνόδοντα μέχρι την Bella Baxter στο Poor Things, η φιλμογραφία του είναι γεμάτη ανθρώπους που προσπαθούν να κατανοήσουν την πραγματικότητα από την αρχή. (Αυτό που έχει αλλάξει είναι η σταδιακή απουσία της αίσθησης ασφυξίας – αν και με τη Βουγονία αυτή επιστρέφει θριαμβευτικά.)

Το κάνουν ερμηνεύοντας – η Bella ερμηνεύει κινήσεις, εκφράσεις, λέξεις, συμπεριφορές φτιάχνοντας έναν χαρακτήρα πάνω στο πώς κατανοεί, σε ένα εντελώς στοιχειώδες επίπεδο, το τι είναι ο κόσμος και οι άνθρωποι γύρω της.

Στην Κινέττα, οι αναπαραστάσεις αυτές διαθέτουν κάτι πολύ πιο αόριστο και στοιχειωτικό, καθώς χαρακτήρες μοιάζουν να επανερμηνεύουν θραύσματα ενός κόσμου που κάπως, κάποτε, κατέρρευσε. Στον Κυνόδοντα που θα ακολουθούσε, η ερμηνεία αυτή εμπλέκει την κυριολεκτική επανανοηματοδότηση των πάντων.

Και είναι όλες αυτές οι πράξεις, αυτές οι διαδικασίες, άρρηκτα δεμένες με τη βία, με ένα σκοτεινό χιούμορ και αίσθησης του παραλόγου – δηλαδή με έννοιες και αντιδράσεις άμεσα συνδεδεμένες με την αμφισβήτηση και με αντίδραση απέναντι σε κάτι το καταπιεστικά κυρίαρχο. Κάποιες φορές, πολύ απλά, ο κόσμος πρέπει να τελειώσει για να μπορέσει να ανασυσταθεί (να επανερμηνευτεί) από την αρχή. Τότε η Κινέττα τι είναι, αν όχι η ηχώ μιας αγκυλωμένης, πρότερης – εγκαταλελειμμένης – εκδοχής;

Η ΚΙΝΕΤΤΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΑΝΘΙΜΟΥ

Σε συζήτησή του με τον φανταστικό (και ελληνικής καταγωγής) σκηνοθέτη Peter Strickland πριν λίγα χρόνια, ο Λάνθιμος είχε αγγίξει για λίγο την περίοδο γυρισμάτων της Κινέττας.

«Όταν ήμουν νέος, είχα στο μυαλό μου ότι, αν και φαινόταν αδύνατο να γυρίσω ταινίες στην Ελλάδα στο άμεσο μέλλον, κάποια στιγμή θα ήθελα να το κάνω. Δούλεψα για πολλά χρόνια σε διαφημιστικά σποτ και, από τεχνική άποψη, ήταν η καλύτερη εκπαίδευση για μένα, γιατί γνώρισα πολλούς ανθρώπους και απέκτησα μεγάλη εμπειρία και αυτοπεποίθηση.

Σε κάποιο σημείο σκέφτηκα: “Δεν έχει σημασία που δεν έχουμε χρήματα, υποστήριξη ή την κατάλληλη υποδομή, μπορούμε να κάνουμε μια ταινία χωρίς τίποτα. Απλά πάρε μια κάμερα και μερικούς ηθοποιούς και κάν’ το. Μπορούμε να το πληρώσουμε από τις διαφημίσεις μας”. Αυτό μας οδήγησε να κάνουμε τις πρώτες μας ταινίες στην Ελλάδα, εντελώς ανεξάρτητα. Κάναμε ό,τι μας έρχονταν στο μυαλό.

Αυτό ήταν απελευθερωτικό και, ταυτόχρονα, περιοριστικό, γιατί δεν μπορούσαμε να κάνουμε πολλά με πέντε άτομα, τα λίγα χρήματα που μπορούσαμε να επενδύσουμε στις ταινίες και τις λίγες χάρες που μπορούσαμε να ζητήσουμε από τους άλλους. Αλλά αυτό σήμαινε ότι δημιουργικά ήμασταν εντελώς ελεύθεροι. Απλά κάναμε τις ταινίες που θέλαμε να κάνουμε, εκτός από μερικές συμβιβαστικές λύσεις που ήταν απαραίτητες για να κρατήσουμε το κόστος της παραγωγής σε λογικά επίπεδα. Αυτή είναι η σύντομη ιστορία της μετάβασής μου από τις διαφημίσεις στην παραγωγή της Κινέττας, της πρώτης μου ταινίας. Και μετά του Κυνόδοντα.

Στην Ελλάδα, [η Κινέττα] είχε μόνο μια ιδιωτική διανομή σε ένα μικρό σινεμά. Αλλά προβλήθηκε σε πολλά φεστιβάλ, και αυτό μας έδωσε την αυτοπεποίθηση ότι ο κόσμος κατά κάποιον τρόπο εκτίμησε αυτό που κάναμε. Μας έδωσε τη δύναμη να κάνουμε το επόμενο. Περισσότεροι άνθρωποι βοήθησαν στη δημιουργία του Κυνόδοντα, αλλά και πάλι οι συνθήκες ήταν παρόμοιες: μερικοί φίλοι, πολύ λίγα χρήματα. Απλά συνεχίσαμε να κάνουμε αυτό που θέλαμε να κάνουμε».

Στην πρόσφατη συνέντευξή μας για το NEWS24/7 ο Λάνθιμος αναφέρθηκε στο πώς βλέπει σήμερα όλες αυτές τις παλιές ταινίες της καριέρας του.

«Τις βλέπω… με συμπάθεια [γελάει]. Τις βλέπω ως παιδιά μου. Δεν τις βλέπω συχνά. Δηλαδή όχι “δεν τις βλέπω συχνά” – κάνω γενικώς χρόνια να τις ξαναδώ από τη στιγμή που έχω τελειώσει. Τις αγαπάω με τα ελαττώματά τους, με πολλά πράγματα που ξέρω εγώ για αυτές, τα οποία δεν ξέρει κανένας. Το τι συνέβη, πώς έγιναν, πώς κατέληξαν να είναι αυτό που είναι. Είναι κομμάτια της ζωής μου, δεν μπορώ να τα δω ως ταινίες με τον ίδιο τρόπο που βλέπω ταινίες κάποιου άλλου.

Και γι’αυτό νομίζω ότι είναι κάπως μάταιη προσπάθεια να… [σκέφτεται] Πέρα από το ότι ξέρω ότι αποτυγχάνω σε πάρα πολλά πράγματα που προσπαθώ να κάνω σε ταινίες – έχει να κάνει με τις συνθήκες, ίσως με την ικανότητά μου να φτάσω σε ένα σημείο, την ικανότητα συνεργατών ή οτιδήποτε – πάντα ψάχνω να φτιάξω κάτι που θα το δω και μετά θα με συγκινήσει.

Έχω συνειδητοποιήσει ότι αυτό είναι μάταιο. Γιατί πραγματικά ξέρω ακριβώς το πώς έγινε, το πώς θα μπορούσε να είναι καλύτερο, τι έλειπε, τι “θα” μπορούσε. Πράγματα που τα περισσότερα δεν τα ξέρει κανένας άλλος».

Αυτό που μπορούμε εμείς με πιο καθαρό βλέμμα (και το benefit 20 χρόνων φιλμογραφίας στο ενδιάμεσο) να δούμε πάντως, είναι πως ο Λάνθιμος της Βουγονίας και του Poor Things ήταν πάντα εκεί εξαρχής – στην Κινέττα.

Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.