Μήπως η τεμπελιά ξεκινά από τον εγκέφαλο;
Αν κατανοήσουμε τον μηχανισμό πίσω από την απάθεια, μπορούμε να ανακαλύψουμε πώς να ενισχύσουμε την όρεξη για προσπάθεια.
- 1 ΔΕΚ 2025
«Όλοι γνωρίζουμε ανθρώπους που διαφέρουν δραματικά στο πόσο κινητοποιημένοι είναι», γράφει στον Guardian ο Δρ. Masud Husain, καθηγητής νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Σύμφωνα με τον καθηγητή, κάποιοι καταβάλλουν πάντα τη μέγιστη δυνατή προσπάθεια, ενώ άλλοι μοιάζουν να μην μπορούν να σηκωθούν από τον καναπέ. Συνήθως το αποδίδουμε σε χαρακτήρα, συνθήκες ζωής ή ανατροφή. Η νευροεπιστήμη, όμως, δείχνει ότι πίσω από τη διάθεση για δράση βρίσκονται συγκεκριμένοι μηχανισμοί του εγκεφάλου και όταν αυτοί δυσλειτουργούν, η απάθεια μπορεί να γίνει παθολογική.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση, λέει ο Masud, του David, ενός νεαρού επαγγελματία που από υπερδραστήριος και κοινωνικός μετατράπηκε ξαφνικά σε αδιάφορο και παθητικό. Έχασε το ενδιαφέρον του για τη δουλειά και τους ανθρώπους γύρω του, δεν ανταποκρινόταν στις υποχρεώσεις του και έμοιαζε απλώς να μη νοιάζεται. Αν και του χορηγήθηκε αντικαταθλιπτικό φάρμακο, δεν υπήρξε καμία βελτίωση, γιατί ο David δεν ήταν καταθλιπτικός.
Οι γιατροί ανακάλυψαν ότι είχε υποστεί δύο μικρά εγκεφαλικά στα βασικά γάγγλια, μια περιοχή που συνδέει τις επιθυμίες μας με την έναρξη δράσης. Και ενώ μπορούσε να κάνει πράγματα όταν του το ζητούσαν, από μόνος του δεν ξεκινούσε τίποτα. Η προσπάθεια, για εκείνον, δεν άξιζε την ανταμοιβή.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, φάρμακα που ενισχύουν το ντοπαμινεργικό σύστημα του εγκεφάλου μπορούν να αποκαταστήσουν τη θέληση για δράση. Η ντοπαμίνη, όπως δείχνει πλέον η έρευνα, δε συνδέεται μόνο με την ευχαρίστηση αλλά κυρίως με την επιθυμία, την ώθηση να επιδιώκουμε αυτό που μας ανταμείβει. Με θεραπεία που ενεργοποιεί τους ντοπαμινεργικούς υποδοχείς, ο David ανέκτησε την κινητοποίησή του, βρήκε δουλειά, έγινε και πάλι ανεξάρτητος.
Οι επιστήμονες βλέπουν σε τέτοιες ιστορίες μαθήματα που μπορούν να μας βοηθήσουν όλους. Στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ερευνητές συνέκριναν με εγκεφαλικές απεικονίσεις ιδιαίτερα δραστήριους φοιτητές με άλλους που παρουσίαζαν έντονη απάθεια.
Διαπίστωσαν ότι οι απαθείς εγκέφαλοι έπρεπε να δουλέψουν πιο σκληρά όταν οι συμμετέχοντες καλούνταν να αποφασίσουν αν μια προσπάθεια άξιζε τη μικρή ανταμοιβή. Και επειδή η βαριά σκέψη μάς κουράζει, όσοι βρίσκονταν σε κατάσταση απάθειας απέφευγαν ενστικτωδώς τη λήψη απόφασης, προτιμώντας σχεδόν πάντα το «όχι».
Αυτό έχει συνέπειες και στην καθημερινή ζωή.
Το κήρυγμα ή η επίπληξη δε βοηθούν, γιατί η απάθεια δεν είναι θέμα ηθικής αλλά τρόπου λειτουργίας του εγκεφάλου. Πιο αποτελεσματική είναι η προετοιμασία: ένα πρόγραμμα ημέρας ή εβδομάδας μειώνει τον κόπο της συνεχούς αξιολόγησης. Αν οι δραστηριότητες έχουν προσωπικό νόημα, η ανταμοιβή τους γίνεται πιο ισχυρή και η απόφαση ευκολότερη.
Η άσκηση –από αερόβιο τρεις φορές την εβδομάδα μέχρι χορό ή γρήγορο περπάτημα– φαίνεται επίσης να τονώνει την ντοπαμίνη. Ακόμη και απλές υπενθυμίσεις, όπως ειδοποιήσεις στο κινητό ή ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια σε κοινή θέα, μπορούν να λειτουργήσουν ως ερέθισμα για δράση.
Στόχος όλων αυτών, σύμφωνα με τον Δρ. Masud είναι να εκπαιδεύσουμε τον εγκέφαλο να υπολογίζει κόπο και ανταμοιβή χωρίς να μπλοκάρει. Κι έτσι, ακόμη και οι πιο απαθείς μπορούν σταδιακά να μετακινηθούν από το αυτόματο «όχι» στην πραγματική δυνατότητα για ένα «ναι».