ΚΑΠΟΥ ΟΠΑ

Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είδε και σχολιάζει το Joker

"Ο Χοακίν ο Φίνιξ, άντρας ντελικανής και δουλευτής, που το προσφάι έκοψε για να γενεί σαν το χτικιό λιωμένος".

Μάζεψα τα σαΐνια μια βραδιά και φόρτσα τα πανιά μας για του Δημοκόλλια το σινεμαδάκι, απάγκιο και απανέμι να βρούμε στην αίθουσα τη χαμηλή, της καρδιάς μας να κοπάσουν μια στάλα τα σεκλέτια, σαν θα πάρει η μπομπίνα μπρος.

Και να σου το έργο αρχινάει και να σου ο Τζόκερ, άντρας μονάχος και βαριόμοιρος, να τριγυρνάει στην Αμέρικα την παλιά την περασμένη, σαν τότες που τριγύρναε στα ίδια στενοσόκακα και ο Στέλιος ο Καζαντζίδης, ο Στέλιος που τραγούδαγε τον ίδρωτα του μετανάστη…. του κολίγου… του καλουπατζή, με το σακάκι ανάριχτο και τη ρεπούμπλικα στραβά, παρέα με τον άλλον σπουδαίο, παρέα με τον αητό τον Μίμη τον Παπαϊωάννου, τότε που μαζί του τον επήρε στο Νιου Γιορκ, τραγουδιστή να τον εκάνει. Και κείνος, απαράτησε την μπάλα και το φουστάνι, και βάλθηκε να λέει του λαού τα ντέρτια, ώσπου του τέλειωσαν τα δολλάρια ένα απόβραδο, τα ντόλαρς όπως τα λέγανε τότες, και μαζί με τον Στέλιο στο παπόρι το ‘Ακρόπολις’ τρυπώσανε και κίνησαν για πίσω μπατηράκια, αφήνοντας στο Αμέρικα, μόνη και παντέρημη την Μαρινέλλα, εκείνο το αηδονάκι, που μπλάβιασε απ’ το κλάμα σαν είδε ότι την λησμονήσανε.

Και δώστου να πλένει πιάτα στο Αστόρια μες στα κρασοπουλιά και δώστου να κάνει το χαμίνι στα λασπονέρια του λιμανιού για ένα εισιτήριο. Και τα βράδια, όταν ξεκίναγε της κοιλιάς το γουργούρισμα, ξεγέλαε της πείνα της το άγριο κλάμα με λίγο χαρουπάλευρο και μισή φλούδα πατάτα, που της πετούσαν κάτι νέγροι αγιογδύτες που τη λυπόσαντο και περνούσαν στον δρόμο τις νυχτιές, πλάι σε βαρέλια πυρωμένα με φωτιές, σαν μαγκάλια αναμμένα, και τραγουδούσαν οι δόλιοι ολονυχτίς, έιντ νο σάνσαην γουέν σις γκον, ιτς νοτ γουόρμ γουέν σις αγουέη.

Ο Χοακίν ο Φίνιξ, άντρας ντελικανής και δουλευτής, που το προσφάι έκοψε για να γενεί πετσί και κόκκαλο, σαν το χτικιό λιωμένος, τα χάχανα αρχινάει χωρίς να υπάρχει χωρατό, σάματις να ‘ναι ο τρελο-Πέργουλας, που τριγύρναε στου Ποδονίφτη τις αλάνες και μάζευε το παλιοσίδερο να το πουλήσει, και η πιτσιρικαρία, φτωχόπαιδα όλα με σόλες ξεφτισμένες και τρύπια πανταλόνια, κουδούνια του εκρέμαγε στο τρίκυκλο και τον εφώναζαν “κιοτή”, καζούρα να του κάνουνε με της ζωής του τα χαλάσματα. Κι εκείνος, γλυκομίλητος και αγαθοβιόλης, γελούσε με το πείραγμα και τις ματσαράγκες τους, και τα καλόπιανε να ‘ρθουν κοντά του, να τα κεράσει λουκούμι και τίμιο μαντολάτο και σαν αυτά σίμωνανε, μικρά περιστεράκια, τους έλεγε για τον πατέρα τους και τη μανούλα τους, για το μουν#$% που τους πέταγε, γαμ$# το σπιτι τους γαμ$%.

Και σαν έπεφτε η νυχτιά, σουλάτσο και σεργιάνι στα αναψυκτήρια να καμώνεται τον κωμικό, παρέα με τους μουσικάντηδες και τους μπαγαπόντηδες, να πει τα καλαμπούρια του να σκάσει λίγο του παλιόκοσμου το χειλάκι. Ποιος να γελάσει όμως, πού τα χωρατά του ήταν χειρότερα ακόμα κι απ’ αυτά του Χρήστου του Κιούση, ακόμα και απ’ αυτά του Αρναούτογλου του Γρηγόρη, αυτού του παλικαριού, αυτού του τσικ λεβέντη, που ‘χει το μούσι του λευκό και το μαλλί του μαύρο και κορακίσο, σαν το μουστάκι το στριφτό εκείνο του γεροντόμαγκα του Γιακουμή του Μπακαλάκου, που το ‘βαφε καραμπογιά για το καπρίτσιο μιας Σμυρνιάς, πονήρως και ξεκωλ@#$%.

Σιμά στον Τζόκερ η μάνα του, η Ζαμπέτα, σε ένα μπαστούνι απάνου διπλωμένη, σαν τον γερο-παραλή που λαχταρά στου Άδη το περβόλι να ρίξει παραγάδι. Γουρνομύτα και καμωματού, κακογέρασε απ’ το ξεροβόρι και την παγωνιά, χρόνια ολάκερα στη δούλεψη του Μήτρου του Κωτσιαρά, που είχε μια πουτσ@#$ να, πότε την καπνουλού να κάνει στα χωράφια του, πότε την αγαπητικιά στο παλιοκρέβατο του γιου του, του Σαϊτονικολή. Μα σαν τα χρόνια φύγανε και μέστωσε η καημένη σαν σύκο γινωμένο, ο γιος του πια την απαράτησε και τα μπλεξε με μια ζωντοχήρα, που ‘χε τον κόρφο πεταχτό και το πουγκί γιομάτο, και τη γαμπροπαντρεύτηκε κάτω στη Μαγκουφάνα στον Άγιο Μάμα. Κι αυτή, για να απαλλάξει απ’ την ατίμωση το όνομα του νεκρού πατέρα της, έφυγε κρυφά το δειλινό και στα βουνά ανέβηκε να ζήσει παρέα με τους μπιστικούς της. Κι εκεί αποτρελάθηκε και απόγινε τελείως η καημένη κι ένα απομεσήμερο γλυκό ρίχτηκε στον Βουρλοπόταμο τα ψάρια να τη φάνε, οι γουλιανοί και οι κυπρίνοι.

Τέλειωσε το έργο και κατηφορήσαμε πάνω στην ανηφοριά για την μπαρμπουτιέρα, σάματις ακόμα να μας κουμάνταρε το ζάρι και η τσόχα. “Πέρασαν τα χρόνια Λεφθέρη, πέρασαν κι ακόμα χασούρες και λαχτάρες γυρεύουμε”, μου λέει ο φίλος μου, τ’ αδέρφι μου ο Δημητρουλέας και σαν να του ‘σβηνε σιγά σιγά στο χέρι το παλιοτσίγαρο.