ORIGINALS

Ο Πέτρος Γαϊτάνος είδε το Next Top Model και σκανδαλίστηκε

Έξαλλος ο τροβαδούρος της ορθοδοξίας και της ολόχρυσης κόμης.

“Χωρίς το ελατήριο της Αγάπης, δεν εξακοντίζεται η Προσευχή στον Ουρανό”, κηρύττει στα βιβλιοπατερικά του διακονήματα ο άγιος Πενταπόλεως, Γερμανός Σταυροβουνιώτης ο αναχωριτής, με την καρδιά του ξέχειλη από ιλαρότητα και ψυχοτρόφο ταπείνωση. Και χωρίς αγειορίτικο μελισσοκέρι θα ήθελα να συμπληρώσω εγώ δεν γίνεται σωστή προσευχή, όπως με μεγάλη μου συντριβή διαπίστωσα εχθές κατά την προετοιμασία της προσευχής του Αποδείπνου. Κάτι οι χερουβικοί ύμνοι στο γιουτιούμπ, κάτι οι ψαλμοί μετανοίας στο σποτιφάι, αμέλησα να προμηθευτώ εγκαίρως το απαραίτητο μελισσοκέρι, με αποτέλεσμα να σηκωθώ εις τη μαύρην εσπέρα και να πάρω σβάρνα όσα καταστήματα εκκλησιαστικών ειδών διανυκτέρευαν.

Σε κατάστημα, λοιπόν, πλησίον της Αγιας Φιλοθέης, ανάμεσα στα πολυκάνδηλα και τις προηγιασμένες λειψανοθήκες, ανάμεσα στις ακοίμητες κανδύλες και στα φανάρια των ψαλτάδων μας, διέκρινα τον παλιό μου φίλο και συνεργάτη, τον Δημήτριο Σκουλό, τον χριστομίμητο φωτογράφο, τον “Δημήτρη” για μας τα φιλαράκια του. Εργαστήκαμε μαζί το μακρινό 1998 στον δίσκο ‘Αγέρας, Έρωτας και Αρμύρα’ όπου πρώτος εκείνος διαπίστωσε το κάλλος της πυρόξανθης κόμης μου και επέμενε να την αποτυπώσει στο εξώφυλλο του δίσκου μου, αλλά και να τον αφήσω να τη χαϊδέψει λίγο, να επιτρέψω στα ακροδάχτυλά του να κολυμπήσουν μέσα στα αφρώδη κύματά της.

Ήταν ημέρα χαράς και φωτός, η μέρα που χάιδεψε την κόμη μου, σαν εκείνη τη μέρα της φωταυγούς Αναστάσεως του Κυρίου, μα μετά το ταξίδι στις αναμνήσεις μας και το απαραίτητο καλαμπουράκι, μου αποκάλυψε ότι φέτος εργάζεται στο ΄Νεξτ Τοπ Μόντελ’.

Έφριξαν οι αγγέλοι. Σαν να επλάτυνε ξαφνικά το τρομερό του στόμα ο Άδης και να αποζητούσε να καταπιεί την αιώνια και ταλαντούχα ψυχή μου. “Τι είναι αυτό που μόλις εκστόμισες, κοσμικέ σαρκολάτρη” του λέω με παρρησία. “Ή ομολόγησε εν έργω και λόγω την Πίστη σου στην ηθική του Ευαγγελίου ή χάσου γοργά απ’ τα μάτια μου”, συνέχισα, προτού εκείνος ενδυθεί τον μανδύα της φυγής και χαθεί μέσα στη νύχτα, γελώντας δαιμονικά.

Επέστρεψα στο κατοικητήριον μου σκεπτικός. Εύλαλη σιωπή είχε σκεπάσει το κελί μου. Σκέφτηκα να δακρύσω, καθότι τα δάκρυα είναι η Πύλη της μετανοίας, σκέφτηκα να προσευχηθώ για την ψυχή του Σκούλου του φαλακρού, πάνω στην κεφαλή του οποίου η οργή του Θεού έστειλε τον πονηρό δαίμονα της τριχοφαγίας.

Πορνεία και μοιχεία η παρακολούθηση του ‘Επόμενου Μονδέλου Κορυφής’, πόνημα αμαρτωλό να επιθυμήσεις τη γυναίκα που σαν άλλη Σαλώμη προσφέρει επί πίνακι την αιδώ και την παρθενική τιμή εις την τηλεθέαση και εις τον αχόρταγο, εις εκείνο το σεξουαλικό θηρίο, που ακούει στο όνομα ‘Άγγελος Μπράτης’. Μία είναι η νόμιμη συζυγία ανδρός και γυναικός, αυτή που γίνεται με την ευλογία του Μυστηρίου του γάμου στην Εκκλησία του Χριστού, δίνοντας το ταπεινό φακελάκι γεμάτο χρήματα και οβολούς εις τον ιερέαν.

Αν δεν μπορούν, λόγω της ασθενείας της σαρκός να εγκρατεύονται κάποιοι, υπάρχει και το πορνχάμπ, το γιουζίζ και πλείστες άλλες σελίδες όπου οι αδερφοί μας συναγελλάζονται δια την ανακούφισήν των. Όχι όμως το ‘Επόμενο Μονδέλο Κορυφής’, όπου υπό το φως ηλεκτρικών λαμπτήρων και πολυελαίων, υπό τους ήχους αλλόφρονος μουσικής, εις πολυτελεστάτας αιθούσας λεσχών και μεγάρων, οι πονηρές γυναίκες επιδεικνύουσι τη γύμνια τους για να κερδίσουν την προσοχή του πλουσίου, του πλεονέκτη και του άρπαγα.

Ντυθείτε γυναίκες, ντυθείτε με σπλάχνα οικτιρμών, με χρηστότητα και φιλαδελφία και μουσκέψτε με τα μαλλιά σας τα πόδια του Κυρίου για να συγχωρεθείτε ή τα πόδια της Ηλιάνας Παπαγεωργίου, καθότι σιγά το πράγμα κι αυτή έχει συγχωρήσει, δεν είναι κάτι.

Η συσκευή του τηλεφώνου κουδούνισε, γνωστή η φωνή στο ακουστικό, ο πρωτεσύγγελος της Μονής Λογγοβάρδας Κεχροβουνίου, Χριστοπολύδωρος πήρε νυχτιάτικα να με πρήξει:

-Βράζω ρεβύθια εδώ και 4 ώρες, Πέτρο, με τη πνευματική φρονυμάδα που τους πρέπει, με υπομονή και καρτερία, αλλά αυτά τα αναθεματισμένα, αντί να μαλακώνουν, συνεχίζουν να σφίγγουν και να σκληραίνουν. Τι να πράξω, όλη η μονή περιμένει να γεμίσει τα στομάχια της. Η ώρα είναι περασμένη.

-Τα έκανες όλα σωστά, πρωτεσύγγελε, τον ερωτώ.

-Τα εμούσκευσα κατά τη συνήθειαν και εις την ώραν του όρθρου τα έβαλα εις το καζάνι και τα έβραζον.

-Άκου προσεκτικά και μη βαρυγκομείς. Πάρε λίγο λάδι απ’ το καντηλάκι που έχετε μπροστά απ’την πάνσεπτο εικόνα του Αγίου Ραφαήλ, και ρίξτο μέσα στο καζάνι. Και αμέσως θα μαλακώσουν, θα το δεις. Και την επόμενη φορά, όταν τα ρεβύθια θα τα έχεις ακόμη στο μούσκιο, μη ρίξεις λάδι απ’ το καντήλι, αλλά μια στάλα καθυγισμένο ύδωρ από τον Μέγα Αγιασμό της Φανερώσεως και θα ιδείς ότι θα μαλακώσουν, προτού ακόμη τα ρίξεις στο καζάνι.

Κλείσαμε το τηλέφωνο και σκέφτηκα “αυτά τα θέματα έπρεπε να απασχολούν τον νου των γυναικών μας: τα ρεβύθια, το μούσκιο, το πλυσταριό, τα μπαρμπουλοφάσουλα, αυτά χαριτώνουν τη φύση τους και όχι ο κοσμικός κατήφορος των “Σόους Ταλάντου”.

Προγνώστα
Θεέ, ασώματε και απερίγραπτε, πού ερευνάς τις καρδιές και τις
σκέψεις, βοήθησε την πατρίδα μου, συνέδραμε στο έργο της Εκκλησίας και του ‘Χαμαετού’ της Ορθοδοξίας, του Φαήλου του Κρανιδιώτη, και βάλε στη Βουλή τον λόγο του και το καθαρό του βλέμμα.

(Βάλε και τον Τσιάρτα αν γίνεται. Πολύ δυνατή περίπτωση.)