Eric Espada/Getty Images
MATCH MONEY

Μπαρτσελόνα: Η ομάδα που μπορεί να αγοράσει όποιον θέλει, χωρίς να έχει λεφτά

Η απόκτηση του Robert Lewandowski έρχεται να προστεθεί σε ένα ντόμινο κινήσεων που μακροπρόθεσμα ενδέχεται να στοιχίσει στον σύλλογο της Καταλονίας.

Την περασμένη εβδομάδα, ανακοινώθηκε ότι η Μπαρτσελόνα εξασφάλισε επιπλέον χρηματοδότηση 300 εκατομμυρίων ευρώ από ένα fund στο Σαν Φρανσίσκο, το οποίο είχε ήδη αφήσει το αποτύπωμά του στο κλαμπ της Καταλονίας νωρίτερα το καλοκαίρι, εξασφαλίζοντας το 25% των εγχώριων τηλεοπτικών του δικαιωμάτων για τα επόμενα 25 χρόνια, με αντίτιμο 200 εκατομμυρίων.

Λίγο νωρίτερα, ο προπονητής της Μπάγερν Μονάχου, Julian Nagelsmann, είχε αποκαλέσει την Μπάρτσα, σαν «το μόνο κλαμπ που δεν έχει μία, αλλά μπορεί να αγοράσει όποιον παίκτη γουστάρει», στον απόηχο βέβαια της απώλειας του ξεμαυλισμένου, από τις Καταλανικές Σειρήνες, Robert Lewandowski.

Η αλήθεια είναι ότι η χορηγία 280 εκατομμυρίων της Spotify, επέτρεψε στην Μπαρτσελόνα να κάνει κινήσεις εντυπωσιασμού, αλλά αυτό μάλλον θα αποδειχθεί, μόνο η κορυφή του παγόβουνου.

Κι αυτό γιατί η Μπαρτσελόνα παραμένει ένα υπερχρεωμένο κλαμπ, καθώς τα χρέη της ξεπερνούν το ένα δισεκατομμύριο ευρώ και μεταγραφές τύπου Lewandowski, (ο οποίος ας μην ξεχνάμε, θα σβήσει τα 34α του κεράκια τον επόμενο μήνα) δεν φαντάζουν ακριβώς σαν αυτές που θα βγάλουν τους Μπλαουγκράνα από το αδιέξοδο.

Αντίθετα, θυμίζουν περισσότερο την προ 20ετίας αλλαγή πολιτικής της Λιντς, με μεταγραφές «δεινοσαύρων» που έφεραν τη χρεοκοπία και τον υποβιβασμό (μέχρι να βρεθεί ένας Μπιέλσα) ή αν προτιμάτε της ΑΕΚ της ύστερης εποχής του Ντέμη, με τυμπανοκρουσίες τύπου Rivaldo που κατέληξαν σε αντίστοιχα αποτελέσματα.

Κοινός παρανομαστής και στις τρεις γωνίες του μαγικού τριγώνου «Μπαρτσελόνα – Λιντς – ΑΕΚ», η αιφνίδια μεταστροφή 180 μοιρών αναφορικά με τη φιλοσοφία και την επενδυτική πολιτική σε νέα ταλέντα (ας θυμηθούμε τα «τρομερά μωρά» του David O’Leary που έφτασαν μέχρι τους ημιτελικούς του Τσάμπιονς Λιγκ, ή έστω του Lorenzo Serra Ferrer, αν επιμένετε) και η υιοθέτηση κοινότυπων πρακτικών, με αλόγιστη σπατάλη σε μεταγραφές εντυπωσιασμού και χωρίς επενδυτικό αντίκρισμα σε βάθος χρόνου.

Γιατί το αφήγημα στη Βαρκελώνη ακριβώς πριν ένα χρόνο που ο Lionel Messi έφτιαχνε βαλίτσες, δελεασμένος από τα «πετροδόλαρα» των Καταριανών, ήταν πως η συνταγή της επιτυχίας ήταν ήδη εξασφαλισμένη από τη νέα γενιά της La Masia, με την αξιοποίηση των ανατελλόντων άστρων των Ansu Fati, Gavi και Pedri, που θα επιβεβαίωναν το εμβληματικό ρητό  «περισσότερο από ένα κλαμπ» και θα έκαναν το Νου Καμπ να ξεχάσει πάραυτα τα τερτίπια του Messi.

Σε τελική ανάλυση, ο βασικός λόγος που η Μπαρτσελόνα είχε φτάσει στο σημείο να έχει μεγαλύτερη τρύπα στον προϋπολογισμό της και από τον Πανιώνιο (ο αδόκητος συνειρμός έχει καθαρά «χρωματικό» υπόβαθρο και ίσως το πόσοι παικταράδες που έχει αναδείξει ο «Ιστορικός» θα μπορούσαν να είχαν φορέσει τη φανέλα της Μπάρτσα), είχε να κάνει με πολυδάπανες μεταγραφές, όπως αυτές των Coutinho, Griezmann, Dembele και Pjanic και  οι οποίες λειτούργησαν παράλληλα ως τροχοπέδη στην αξιοποίηση των ταλέντων από τις ακαδημίες της. Τα μαθήματα εξάλλου λένε πως γίνονται παθήματα, αν και προφανώς (βλ. τα 50 εκατομμύρια του Robert Lewandowski), όχι πάντα.

Το ότι βέβαια ολόκληρος Messi την πάτησε κι αυτός εντέλει, γιατί δεν είχε έναν άνθρωπο να τον συμβουλέψει να βρεθεί έστω μια φορά στο «Σταυρό του Νότου», να ακούσει τον Χρήστο Θηβαίο να τραγουδάει στεντόρεια «Τι ζήλεψες τι τα θελες τα ένδοξα Παρίσια / Έτσι κι αλλιώς ο κόσμος πια παντού είναι τεκές», είναι άλλο κεφάλαιο και θα το πιάσουμε σε προσεχείς περικοπές απόκρυφων ποδοσφαιρικών «ευαγγελίων» του Match Money.

Στην τελική ανάλυση, θα μπορούσε και να είχε ρωτήσει τον μέντορα του τον Ronaldinho, τον οποίον, που τον έχανες (ειδικά μετά τους αγώνες της Μίλαν), όλο πρώτο τραπέζι πίστα στον Ρέμο τον έβρισκες. Γιατί φυσικά, ακόμη και στην περίπτωση της πτώσης του Ronaldinho (που έφτασε μέχρι και να κάνει 32 ημέρες φυλακή στην Παραγουάη), αποδείχθηκε έμπρακτα η συμπυκνωμένη σοφία του θυμόσοφου λαού μας: «Μπρος γκρεμός και πίσω Ρέμος».