© AP
PROFILE

Εις μνήμην: Ο Edson Arantes πίσω από τον θρύλο του Pele

Ο πρώτος superstar του παγκόσμιου ποδοσφαίρου δεν είναι πια εδώ, έφυγε στις 29/12 σε ηλικία 82 ετών μετά από πολλά προβλήματα υγείας. Τα έργα και οι ημέρες του στο χορτάρι θα παραμένουν αξεπέραστα, παρά τα μελανά σημεία της ζωής του έξω από αυτό.

Σχεδόν κανείς δεν έχει δει την Pele ζωντανά στην τηλεόραση. Ακόμα και ο γεννημένος το 1942 πατέρας μου θυμάται τις επικολυρικές αφηγήσεις των εφημερίδων στα τέλη των 60s για έναν πιτσιρικά με μαγικές ικανότητες στο χορτάρι – αλλά δεν είχε την τύχη να δει live ένα ματς σε κάποιο από τα τέσσερα Μουντιάλ που έπαιξε ο Βραζιλιάνος μάγος. Την ίδια στιγμή, δεν υπάρχει κανείς που να έχει δει έστω και μισό λεπτό μπάλα στη ζωή του και να μη γνωρίζει το όνομά του. Στο ποδοσφαιρικό πάνθεον υπήρξε μάλλον ο πρώτος πραγματικός superstar της στρογγυλής θεάς.

Ο Edson Arantes do Nascimento, πιο γνωστός ως Pele, δεν είναι πια μαζί μας. Ύστερα από αρκετές ταλαιπωρίες με την υγεία του τον τελευταίο καιρό αποχαιρέτησε τον μάταιο τούτο κόσμο σε ηλικία 82 ετών. Έτσι, στα γήπεδα του ουρανού ο Diego Armando Maradona θα έχει για αντίπαλο τον μοναδικό ποδοσφαιριστή που η υστεροφημία του άγγιξε τα ίδια επίπεδα με εκείνη του μεγάλου Αργεντινού. 

Γιατί μπορεί σχεδόν κανείς από όσους ανθρώπους είναι εν ζωή σήμερα να μην  είδε ποτέ το «δεκάρι» των τριών κατακτήσεων Μουντιάλ με τη φανέλα της Βραζιλίας να αγωνίζεται, όλοι όμως γνωρίζουμε για τον μύθο του Pele, τoυ πρώτου αδιαμφισβήτητου «Βασιλιά» του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.

Το κύκνειο άσμα ήταν ένα ντοκιμαντέρ

«Οσο είμαι Πρόεδρος της Σάντος, ο Pele δεν πωλείται. Είναι εθνικός θησαυρός» ακούμε στις αρχικές σκηνές του ντοκιμαντέρ του Netflix για το κορυφαίο «δεκάρι» της δεκαετίας του 1960. Τον μοναδικό ποδοσφαιριστή που κατάκτησε τρία μουντιάλ και έναν από τους ελάχιστους παίκτες στην ιστορία οι οποίοι ξεπέρασαν το εξωπραγματικό όριο των 1000 γκολ. Υπάρχει, όμως, κάτι ακόμα πιο σημαντικό: ήταν ο άνθρωπος που έδιωξε την ταμπέλα του loser από τη φανέλα της Εθνικής Βραζιλίας.

Το ντοκιμαντέρ των David Tryhorn και Ben Nicholas θα μπορούσε να μείνει απλά εκεί. Να περιγράψει, δηλαδή, τα θρυλικά έργα και τις μαγικές ημέρες που έζησε ο Pele μέσα στο γήπεδο· το πώς έγινε, όχι άδικα, ένα ποδοσφαιρικό αστέρι που επισκίαζε οποιονδήποτε άλλον star της εποχής· τον τρόπο με τον οποίο αποτελεί, μέχρι σήμερα, σημείο αναφοράς στο χορτάρι. Ευτυχώς, όμως δεν το έκανε.

Αντίθετα, ήταν μία ακριβοδίκαιη αποτίμηση ενός θεού του ποδοσφαίρου ο οποίος όμως είχε πολλές -πόσο λογικό;- ανθρώπινες αδυναμίες, αστοχίες, και λιγότερο φωτεινές σελίδες. Ο Pele ήταν βασιλιάς στο χορτάρι – αλλά μέχρι εκεί.

Με μία μπάλα στα πόδια

Pele Στο Μουντιάλ της Σουηδίας, το 1958 / © WCSCC AP
Στο Μουντιάλ της Σουηδίας, το 1958

Σίγουρα, ένα από τα μεγαλύτερα ποδοσφαιρικά κλισέ είναι η ατάκα που αναφέρεται στο πώς ένας σπουδαίος παίκτης κλωτσούσε το τόπι από νηπιακή ηλικία. Ο Pele δεν αποτελεί, βέβαια, εξαίρεση σε αυτό: «Κλωτσούσε συνέχεια μια μπάλα, όταν ήταν μέσα στο σπίτι έκανε όλο φασαρίες. Ήταν γεμάτος ενέργεια» αφηγείται on camera η αδερφή του.

O πατέρας του ήταν ποδοσφαιριστής της Φλουμινένσε, εκείνος ήδη από την ηλικία 10 χρονών ονειρευόταν να κατακτήσει ένα Μουντιάλ. Ιδιαίτερα, μάλιστα, μετά το δράμα του 1950 (όταν η χώρα του έχασε μέσα από τα χέρια της, εντός έδρας και ενώ ήταν τεράστιο φαβορί, το Παγκόσμιο Κύπελλο από τη μικροσκοπική στον χάρτη Ουρουγουάη). Εκείνη η μέρα στοίχειωνε για οκτώ χρόνια τη Βραζιλία.

Κοντρόλ με το στήθος, τσίμπημα της μπάλας, απαλό μυτάκι – τόσο όσο χρειάζεται. Αυτό ήταν το γκολ απέναντι στην Ουαλία που σύστησε τον πιτσιρικά από τη Μίνας Ζεράις στον ποδοσφαιρικό πλανήτη. Θα ακολουθούσαν και άλλα κατορθώματα στο Μουντιάλ του 1958. 

Ο Pele ήταν ένας νεαρός μάγος που κατάφερε να σηκώσει τη Βραζιλία στους ώμους του έχοντας, βέβαια, δίπλα του εξαιρετικούς συμπαίκτες. Στην επιστροφή, οι οπαδοί της Σελεσάο θα τον σήκωναν στα χέρια τους μέσα σε ένα εθνικό παραλήρημα: Long live the King.

Πολύ γρήγορα, έγινε κάτι πολύ περισσότερο από απλά ο καλύτερος Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής. Δεν ήταν μονάχα το μεγάλο αστέρι της Σάντος και ο ποδοσφαιριστής που ξόρκισε το κακό για την Εθνική. Ήταν ο άνθρωπος στο πρόσωπό του οποίου οι Βραζιλιανοί έβλεπαν μία νέα καλύτερη και ίσως πιο δημοκρατική μέρα. Δυστυχώς, το όνειρο κράτησε για πολύ λίγο.

Σύστημα «Κλωτσήστε τον Pele»

Pele Στο Μουντιάλ της Χιλής, το 1962 / © AP
Στο Μουντιάλ της Χιλής, το 1962

To ντοκιμαντέρ του Netflix δεν είναι σε καμία περίπτωση αγιογραφία. Ήδη από τον πρώτου θρίαμβο ο Pele, έδειχνε πως δε θέλει να ταράξει τα νερά εκτός γηπέδου. Το άβολο, συγκαταβατικό χαμόγελο ήταν η πιο συχνή έκφραση που έπαιρνε στα χρόνια που μεσουρανούσε. Ακόμα και στις τρομερές κλωτσιές που δεχόταν έμοιαζε να αντιδρά με κάποια στωικότητα. 

Στα δύο επόμενα Μουντιάλ, μάλιστα, βρέθηκε τραυματισμένος. Άλλωστε, στο Μουντιάλ της Αγγλίας το σύστημα των αντιπάλων ήταν ξεκάθαρο: κλωτσήστε τον Pele.

Ο μύθος του, όμως, συνέχιζε να μεγαλώνει. Και ας μην ήταν εκεί λόγω τραυματισμού τον τελικό του ’62, κι ας έλειπε από τα προημιτελικά του ’66 λόγω κάκιστης απόδοσης της Εθνικής. 

Την ίδια περίοδο έβαζε το ένα γκολ μετά το άλλο με τη Σάντος, όργωνε τον πλανήτη δίνοντας άπειρα φιλικά με τις μεγαλύτερες ομάδες της εποχής, έκλεινε ακριβά διαφημιστικά συμβόλαια πριν αυτό γίνει μόδα. Άλλωστε, για τη Βραζιλία δεν ήταν απλά το αστέρι της – ήταν ένας εθνικός θησαυρός. Απλά, ποτέ δε θέλησε να γίνει σύμβολο.

«Ποτέ δεν αμφισβήτησε την εξουσία. Ποτέ δεν ήθελε να κάνει ερωτήσεις» αφηγείται στην κάμερα, ο συμπαίκτης του στην Εθνική Caju. H κατηγορία είναι βαριά, αλλά μάλλον όχι άδικη. Για εκείνον, αυτή είναι και η διαφορά του Pele από τον Muhammad Ali: ο τελευταίος ήταν ένας μαύρος αθλητής που όρθωσε πολιτικό ανάστημα, ενώ το θρυλικό «δεκάρι» της Βραζιλίας δεν το έκανε ποτέ.

Κεφάλαιο Δικτατορία

Βραζιλία Ο Pele λίγο πριν ταξιδέψει για το Μουντιάλ του Μεξικού / © AP
Ο Pele λίγο πριν ταξιδέψει για το Μουντιάλ του Μεξικού

Το 1964 η αριστερή κυβέρνηση της χώρας δεν κατάφερε να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης. Σε ένα γνώριμο για τη Νότια Αμερική σκηνικό, τα τανκς βρέθηκαν στους δρόμους για να επιβάλλουν την τάξη και την ασφάλεια. Η στρατιωτική δικτατορία θα κρατούσε είκοσι ολόκληρα χρόνια αλλά ο Pele δε θα έπαιρνε ποτέ θέση. «Αν σου έλεγα ότι δεν είχα αντιληφθεί τι γινόταν, θα’ ταν ψέμα» παραδέχεται με αφοπλιστική ειλικρίνεια στο ντοκιμαντέρ.

Υπήρχε ενασχόληση του κορυφαίου ποδοσφαιριστή των 60s με την πολιτική; Όχι, έδειχνε να αδιαφορεί. Η στάση του ήταν ξεκάθαρα no politica. «Πάντα μου ζητούσαν να διαλέξω» λέει σε κάποιο σημείο, πριν συμπληρώσει ότι εκείνον το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να κλωτσάει την μπάλα. Αν άλλαξε καθόλου η ζωή του μετά το πραξικόπημα; Η απάντηση του είναι ένα ηχηρό και ειλικρινές «όχι» στην κάμερα.

Ο ταλαντούχος πιτσιρικάς που φορούσε κοντομάνικα πουκάμισα και έπινε με πάθος cafezinho, είχε μετατραπεί σε εθνικό κεφάλαιο. Οι δικές του επιτυχίες ήταν επιτυχίες όπου διέθετε την εξουσία. Κάτι, δηλαδή, που θα εκμεταλλευόταν τόσο μία δημοκρατία όσο και μία δικτατορία. Τα πράγματα, όμως, έγιναν πολύ χειρότερα το 1968: το διάταγμα AI-5 έδινε τη δυνατότητα στις αρχές να συλλαμβάνουν όποιο θέλουν όποτε θέλουν. Το αποτέλεσμα ήταν οι φρικιαστικοί βασανισμοί των αντιφρονούντων.

Τι έκανε ο Pele; Δε μίλησε, αν και μία δική του λέξη θα μπορούσε να βοηθήσει τα πράγματα. Μάλιστα, επειδή όπως ο ίδιος παραδέχεται στο doc του Netflix, δεχόταν να δειπνήσει με όποιον του το ζητούσε, δε δίστασε να φωτογραφηθεί χαμογελαστός με τον δικτάτορα Garrastazu Medici. Την ίδια στιγμή, οι κραυγές από τα βασανιστήρια των αντιφρονούντων πνίγονταν σε σκοτεινά κελιά.

To magnum opus ενός μάγου

Βραζιλία Στο Μουντιάλ του 1970 ο κόσμος θαύμασε το απόγειο ενός superstar / © AP
Στο Μουντιάλ του 1970 ο κόσμος θαύμασε το απόγειο ενός superstar

«Εθνικιστική ευφορία». Έτσι περιγράφεται το κλίμα που επικρατούσε στη χώρα της σάμπας λίγο πριν το Μουντιάλ του 1970. Το καθεστώς ήθελε να στεφθεί ξανά η Βραζιλία παγκόσμια πρωταθλήτρια πάση θυσία.

Ευτυχώς, για εκείνη το ταλέντο περίσσευε: Jairzinho, Tostao, Rivelino, Carlos Alberto, και φυσικά Pele. «Θέε μου, αυτό είναι το τελευταίο Παγκόσμιο Κύπελλο της ζωής μου. Βοηθάμε να προετοιμαστώ για αυτό» ακούμε θρύλο του ποδοσφαίρου να μονολογεί. Για εκείνον, δεν ήταν πολιτική υπόθεση. Ήταν μία προσωπική πρόκληση, αφού πολλοί τον θεωρούσαν ξεγραμμένο.

Η μπάλα φτάνει στη μικρή περιοχή. Τέσσερις Άγγλοι αμυντικοί μαρκάρουν τον Pele. Εκείνος, χωρίς να κοιτά, πασάρει τυφλά την μπάλα στα δεξιά για τον επερχόμενο Jairzinho. Σουτ και γκολ.

Την ίδια τυφλή πάσα, θα επαναλάμβανε στον τελικό με την Ιταλία με ακόμη πιο εντυπωσιακό τρόπο για να κλείσει ο Carlos Alberto το σκορ με 4-1. Στο ενδιάμεσο, έκανε την καλύτερη κεφαλιά της μέχρι τότε ποδοσφαιρικής ιστορίας αναγκάζοντας τον Gordon Banks στην απόκρουση του αιώνα· παραλίγο να βάλει γκολ από τη σέντρα (σ.σ: θα ήταν το πρώτο που κατέγραφε η κάμερα)· έκανε την προσποίηση του αιώνα αστοχώντας μόνο για μερικά εκατοστά στη συνέχεια. Ναι, ο Pele δεν ήταν απλά μάγος, ήταν ο βασιλιάς του ποδοσφαίρου.

Το Μουντιάλ του Μεξικού ήταν το magnum opus του κορυφαίου Βραζιλιάνου ποδοσφαιριστή. Ήταν το πρώτο βιολί μίας υπερομάδας που χάριζε υπερθέαμα σκορπίζοντας τους αντιπάλους της στους τέσσερις ανέμους. Απλά ο Edson Arantes do Nascimento δεν είχε την έμφυτη επαναστατικότητά του Diego Armando Maradona, ούτε το πολιτικό θάρρος του Muhammad Ali.

Κανείς δεν μπορεί να του στερήσει, λοιπόν, το δικαίωμα στην ποδοσφαιρική αιωνιότητα και το αθλητικό μεγαλείο. Αντίστοιχα, όμως, ο Pele δε διεκδίκησε ποτέ δάφνες εκτός γηπέδου. 

Υπήρξε απλά ένα φτωχόπαιδο που κατάφερε να γίνει σπουδαίος αθλητής αποφεύγοντας μία ζωή στο πεζοδρόμιο όπου θα γυάλιζε παπούτσια. Μήπως όμως αυτό τελικά είναι παραπάνω από αρκετό; Κανείς δεν έχει δικαίωμα να ζητά από τους άλλους να γίνουν ήρωες. Ο Pele ήταν αρτίστας, θεός, βασιλιάς με την μπάλα στα πόδια. Χωρίς αυτήν ήταν ο Edson Arantes που πάντα έδειχνε λίγο συνεσταλμένος μπροστά στις κάμερες.

Έτσι, όσο και αν του ασκήθηκε σκληρή κριτική μέσα από τις δεκαετίες, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι υπήρξε ένας μάγος στο χορτάρι, ικανός να καθηλώσει το κοινό σε κάθε γωνιά του πλανήτη με τα όσα έκανε. Ακόμα και σε εποχές που σχεδόν κανείς δεν το έβλεπε live αλλά απλά διάβαζε τα κατορθώματά του στις σελίδες των εφημερίδων.