John Berry/Getty Images
PROFILE

Luka Modric, ο γιος του πολέμου που έγινε ο καλύτερος μέσος στον κόσμο

Τον φώναζαν «μικροσκοπικό Luka», θεωρούσαν ότι είναι πολύ εύθραυστος για να παίξει ποδόσφαιρο. Τελικά, αφού πρώτα έζησε σε παιδική ηλικία πράγματα που κανένα παιδί δεν πρέπει να ζήσει, έκανε του όλο τον ποδοσφαιρικό πλανήτη να υποκλιθεί στο μέγεθός του.

Η ζωή του Luka Modric έχει γίνει βιβλίο. Ο τίτλος είναι Ο γιος του πολέμου. Μεταξύ αυτών που θα διαβάσεις είναι για τη δολοφονία του ανθρώπου που τον μεγάλωσε -όταν ήταν 6-, τον πόλεμο, την προσφυγιά και μια καθημερινότητα με εικόνες και εμπειρίες που αμφισβητούν επί της ουσίας, το «δώρο» της ζωής. Το σχόλιο του ιδίου για το «ταξίδι» του ήταν και παραμένει «όταν πιστεύεις στον εαυτό σου, όλα γίνονται πιο εύκολα». Ακόμα και όταν δεν πιστεύει κανείς σε εσένα.

Αν έβαζε σε σειρά αυτούς που του είπαν πως δεν κάνει για ποδοσφαιριστής, θα έφταναν από το χωριό των 126 κατοίκων -στα 45 χιλιόμετρα βόρεια του Ζάνταρ, στις παρυφές του Βελεμπίτ- όπου γεννήθηκε, στη Μαδρίτη. Παρεμπιπτόντως, το χωριό του λέγεται Μόντριτσι.

Να και πού είναι στο χάρτη.

To χωριό που γεννήθηκε ο Luka Modric / Google Maps
To χωριό που γεννήθηκε ο Luka Modric

Παρ’ όλα αυτά, δεν παραιτήθηκε των ονείρων του, βρήκε τη θέση του στο παγκόσμιο στερέωμα του τομέα στον οποίον επέλεξε να δραστηριοποιηθεί και έγινε ηγετική μορφή σε εθνικό και συλλογικό επίπεδο. Σήμερα που κλείνει τα 38, θυμόμαστε τις πιο κομβικές στιγμές.

Τα έργα και οι ημέρες του Luca Modric

Ο 38χρονος που δηλώνεται ως κεντρικός μέσος, αλλά παίζει ως επιθετικός και αμυντικός μέσος (και θεωρείται εκ των καλύτερων του είδους, στην ιστορία του σπορ) είναι το μεγαλύτερο παιδί του -μηχανικού αεροσκαφών και πρώην ποδοσφαιριστή- Stipe Modric και της -εργαζόμενης σε βιομηχανία κλωστοϋφαντουργίας – Radojka Dopuđ.

Οι γονείς του δούλευαν -όλη μέρα- σε ένα εργοστάσιο με πλεκτά. Ο Luka και τα αδέλφια του (τη Jasmin και τη Dior) περνούσαν τη μέρα τους στο σπίτι του παππού τους, από τον οποίον πήρε το όνομα του ο σημερινός μας πρωταγωνιστής. Έως τα 5 στα χόμπι του ήταν το βόσκημα των κατσικών. Μετά ξέσπασε ο πόλεμος της ανεξαρτησίας της Κροατίας που όταν κλιμακώθηκε η οικογένεια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει ό,τι ήξερε ως ζωή -και σπίτι.

Στις 18 Δεκεμβρίου του 1991, ο παππούς του συνελήφθη και μετά εκτελέστηκε από τα πυρά Σέρβων ανταρτών, μαζί με πέντε -τους μεγαλύτερους σε ηλικία- πολίτες του Μόντριτσι. Η εκτέλεση έγινε στο Γεσενίτσε, δηλαδή στο σημείο που ένωνε τη Σερβία με την Κροατία. Με αυτόν τον τρόπο, οι Σέρβοι εθνικιστές έδειξαν ότι ήθελαν να κόψουν κάθε σύνδεση. Το σπίτι που μεγάλωσε ο ποδοσφαιριστής, τυλίχθηκε στις φλόγες. Όλο αυτό έγινε μπροστά στα μάτια του μικρού Luka, με την οικογένεια του να οδηγείται στην προσφυγιά ευθύς αμέσως.

Βρήκε καταφύγιο σε ξενοδοχείο του Κολοβάρε. Δεν υπήρχε ηλεκτρικό και τρεχούμενο νερό. Αυτό που υπήρχε, ήταν βόμβες και σφαίρες, ο θόρυβος των οποίων γέμιζε την ημέρα. Ο Luka θυμάται τους γονείς του να του λένε να προσέχει που πατά «γιατί υπήρχε ο κίνδυνος να ‘χουν τοποθετηθεί νάρκες».

Όταν δεν έπεφταν βόμβες, έπαιρνε την μπάλα του και την κλωτσούσε γύρω από το ξενοδοχείο, οραματιζόμενος πως μια μέρα θα παίζει ενώπιον χιλιάδων φιλάθλων που θα τον αποθέωναν.

«Φυσικά και θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια τι ζήσαμε. Αλλά δεν πρόκειται για πράγματα που θες να θυμάσαι. Ή να σκέφτεσαι.

«Από την ημέρα που φτάσαμε στο πρώτο ξενοδοχείο, στο Κολοβάρε, έκανα φίλους, τους οποίους έχω μέχρι σήμερα! Ήταν επίσης, παιδιά οικογενειών που είχαν εκδιωχθεί. Μαζί παίζαμε ποδόσφαιρο, για να διασκεδάζουμε». Όταν έγινε 7, ο πατέρας του τον πήγε σε μια τοπική ομάδα.

Πολλά χρόνια αργότερα έμαθε πως για να αποκτήσει δελτίο στη NK Ζάνταρ, οι γονείς του είχαν δώσει τα τελευταία τους χρήματα. «Δε μας άφηναν να δούμε πόσο δύσκολα τα “βγάζουν” πέρα. Καταλαβαίναμε όμως, πως θυσιάζουν δικές τους ανάγκες για εμάς. Κυρίως για εμένα. Το πάθος μου για το ποδόσφαιρο ήταν η διέξοδος μου από αυτά που ζούσα».

To πρώτο δελτίο του Μόντριτς, στην ΝΚ Zadar / ΝΚ Zadar
To πρώτο δελτίο του Μόντριτς, στην ΝΚ Zadar

Τα παραπάνω τα εξομολογήθηκε σε συνέντευξη στην κροατική ιστοσελίδα jutarnji.hr, όταν πια είχε φτιάξει το όνομα του. Όχι όταν ήταν ένα κοντό, λιπόσκαρκο -έως ασθενικό- μικρό και φοβισμένο παιδί, όπως τον θυμούνται στη ΝΚ Ζάνταρ. Οι ίδιοι άνθρωποι έχουν πει και ότι «μπορούσες να δεις στα μάτια του ότι είχε ήδη αποφασίσει να τα καταφέρει. Βέβαια, κανείς δεν είχε φανταστεί το πού θα φτάσει». Ό,τι του έλειπε σε μπόι, το είχε σε ταλέντο και διάθεση για δουλειά.

Ο Tomislav Basic έγινε αυτός που καθοδήγησε τον «μικροσκοπικό Luka», όταν χρειάστηκε να αποδείξει πως αξίζει μια ευκαιρία. «Κάθε μέρα φοβόμασταν για τη ζωή μας. Αυτό θυμάμαι περισσότερο από εκείνη την περίοδο. Κάθε ημέρα έπεφταν εκατοντάδες βόμβες, πυροβολισμοί και όλοι τρέχαμε στα καταφύγια. Για όλους μας το ποδόσφαιρο ήταν διέξοδος. Τα παιδιά μας συγκέντρωναν το ενδιαφέρον πολλών άλλων ομάδων. Όχι όμως, ο Luka. Εκείνος δεν είχε ζήτηση, γιατί όλοι στέκονταν στο πόσο μικροσκοπικός ήταν».

Η Χάιντουκ Σπλίτ ήταν η ομάδα που έκρινε ότι δεν είχε κάτι να χάσει αν του έδινε μια ευκαιρία. Ο πατέρας του βρήκε τρόπο να μάζεψε χρήματα, ώστε να πάει ο μικρός σε τουρνουά στην Ιταλία. Κάλυψε το εισιτήριο. Δεν έμεινε τίποτα για οτιδήποτε άλλο. Όπως για επικαλαμίδες, τις οποίες έφτιαξε ο ίδιος ο Luka, από ξύλο.

Από την ώρα που έφτασε στο τουρνουά έως εκείνη που έφυγε, άκουγε το «δεν θα πας πουθενά, γιατί είσαι εύθραυστος». Ναι, είχαν μάτι οι άνθρωποι.

Με το τέλος του πολέμου (2001) η οικογένεια του μπορούσε να επιστρέψει στο Μόντριτσι. Πήγε στο Ζάνταρ, προκειμένου να έχει ο Luka ό,τι χρειαζόταν για να πραγματοποιήσει τα όνειρα του. Πέντε άνθρωποι ζούσαν σε διαμέρισμα με δυο δωμάτια (συνολικά). Όταν ο μικρός ήταν στο γήπεδο, γινόταν στόχος των αντιπάλων που τον αντιμετώπιζαν με καθαρή βία.

«Θυμάμαι ένα τουρνουά, όπου μου έφεραν καθαρά χτυπήματα, αλλά ο διαιτητής αδιαφορούσε. Κατάλαβα πως όποιος επιβιώνει από αυτήν τη διαδικασία, μπορεί να αγωνιστεί παντού».

Το 1996, ο τότε πρόεδρος της Ντιναμό Ζάγκρεμπ, Zdravko Mamić του είχε κολλήσει το παρατσούκλι «Ο αόρατος». Είχε δώσει εντολή να τον παρακολουθούν στενά, πριν του προσφέρει το πρώτο του συμβόλαιο τέσσερα χρόνια αργότερα. Είχε φτάσει τα 15.

Έγινε διεθνής σε όλες τις μικρές εθνικές, το 2008 πήγε στην Tottenham, χωρίς να ξέρει λέξη αγγλικά και το 2012 έγινε μέλος της Ρεάλ Μαδρίτης. Στο μεσοδιάστημα, παντρεύτηκε την Vanja Bosnic, η οποία τελεί χρέη ατζέντη του (για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, η γυναίκα του δούλευε στο πρακτορείο που τον εκπροσωπούσε) και απέκτησαν τρία παιδιά.

«Ο πόλεμος με έκανε πιο δυνατό. Όσα περάσαμε με την οικογένεια μου, με έκαναν πιο δυνατό. Μόνο που δεν θέλω να σέρνω αυτές τις εικόνες και τις εμπειρίες, για πάντα μαζί μου. Όπως και δεν θέλω να τις ξεχάσω, γιατί με έκαναν αυτό που είμαι σήμερα.

Με έκαναν να πιστεύω στον εαυτό μου. Να είμαι βέβαιος πως θα ανταποκριθώ σε κάθε πρόκληση. Ξεκίνησα από το μηδέν έως εδώ που είμαι τώρα. Δεν προσπέρασα βήματα. Αυτό που έδωσε σταθερότητα και την ασφάλεια που νιώθω σήμερα, κάθε φορά που παίζω σε μεγάλο τουρνουά». Ή σε μεγάλο παιχνίδι. Ή σε οτιδήποτε θα έκανε άλλους να λυγίζουν. Εκείνος έχτισε την τεχνογνωσία άθελα του και μετά βρήκε τρόπο να την εκμεταλλευτεί υπέρ του. Και όλο αυτό τον έκανε το μοναδικό φαινόμενο που είναι σήμερα.