AP Images
ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Ο Άγιος

Η ζωή του τελευταίου πραγματικά μεγάλου ‘αστού’ ποδοσφαιριστή, που δεν εμπίπτει σε κανένα στερεότυπο.

“Έχω απομυθοποιήσει τη σχέση μου με την πολυτέλεια, δεν έχω απωθημένα, ίσως επειδή προέρχομαι από μια βραζιλιάνικη αστική οικογένεια. Νομίζω ότι τελικά τα πραγματικά πλούτη στη ζωή είναι άλλα”.

Αυτός είναι ο Ricardo Izecson dos Santos Leite, κατά κόσμον Kaká, ο τελευταίος πραγματικά μεγάλος «αστός» Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής. Είναι ένας από τους ελάχιστους που ξεφεύγουν από το κλασσικό παραμύθι του παιδιού από τις favelas που λυτρώθηκε χάρη σε μια μπάλα ποδοσφαίρου. Δεν εμπίπτει σε κανένα στερεότυπο, δεν είχε πατέρα πρώην ποδοσφαιριστή να ακολουθήσει τα χνάρια του, η μάνα του δεν είναι η ταλαιπωρημένη γυναίκα που προσπαθεί να θρέψει την πολυμελή της οικογένεια επαιτώντας στα καλντερίμια του Ρίο ντε Τζανέιρο. Εάν δεν είχε γίνει ποδοσφαιριστής πιθανότατα σήμερα θα βρισκόταν πίσω από ένα executive γραφείο φορώντας ένα ακριβό κοστούμι, με τρία-τέσσερα πτυχία από τα καλύτερα πανεπιστήμια των ΗΠΑ κορνιζαρισμένα στον τοίχο, πιθανόν να ήταν πολιτικός μηχανικός όπως ο πατέρας του ο Bosco. Ναι, τότε θα ήταν γεμάτος στερεότυπα, ο γόνος της πλούσιας καθολικής οικογένειας από τη Βραζιλία με την αριστοκρατική καταγωγή και ότι αυτό συνεπάγεται. Κι όμως, προτίμησε το λαϊκό και αντιδημοφιλές στους κύκλους του ποδόσφαιρο για να προσδώσει σε αυτό τη λάμψη του.

Η γραμμικότητα και η καθαρότητα του ταλέντου του, ακόμα και η ίδια η πορεία της καριέρας του που έφτασε στο ζενίθ στα 25 του χρόνια, ήταν προϊόν αυτής της αύρας ανωτερότητας από την οποία δεν παρέκκλινε ποτέ, ακόμα και όταν η καριέρα του πήρε την κατιούσα. Όλα έγιναν στους σωστούς ρυθμούς, στο σωστό χρόνο, νηφάλια και με αργή αλλά σταθερή πορεία, δίχως επιπλοκές, ίντριγκες και δεύτερες ατζέντες. Ο Κακά υπηρέτησε ένα πλάνο, βρήκε νωρίς αυτό που έκανε καλύτερα απ’ όλα τα υπόλοιπα, το τελειοποίησε, έδρεψε τους καρπούς και αποχώρησε βαθμηδόν και σχεδόν αθόρυβα. Καμία σύγκρουση, καμία εσωτερική μάχη με δαίμονες δικούς του ή άλλων, ο πόνος αδιόρατος και μοναδική σταθερά η πίστη. Είναι βαθύτατα θρησκευόμενος ο Ricardo, αισθάνεται ευγνωμοσύνη που πήρε το χάρισμα και το μετέτρεψε σε χρίσμα για να παρίσταται σε μεγάλο χρονικό διάστημα ανάμεσα στους καλύτερους.

«Στον Gore Vidal λείπει ένα μεγάλο τραύμα για να γίνει άτρωτος», έλεγε ο Norman Mailer για να κατηγορήσει το χαρισματικό συγγραφέα και αντίπαλό του και είχε δίκιο. Το κοινό δεν μπορεί να ταυτιστεί με μια flat ιδιοφυΐα, ο ήρωας ποτέ δεν γίνεται είδωλο χωρίς αχίλλειο πτέρνα, μια δακρύβρεχτη ιστορία να τον ακολουθεί, ένα πάθος, ένα μελανό σημείο, ένα καλά κρυμμένο μυστικό. Αυτό ήταν το πρόβλημα του Κακά σε ολόκληρη την καριέρα του, ακόμα και όταν ήταν ο καλύτερος στον κόσμο δεν ξεσήκωσε θύελλα ενθουσιασμού, δεν απέκτησε ποτέ groupies, δεν απασχόλησε social και Τύπο, δεν υπήρχε λόγος να διηγηθεί κανείς την ιστορία του γιατί ήταν μια ιστορία σαν όλες τις άλλες. Τα βάσανα είναι η πηγή του αισθησιασμού, τα προβλήματα γεννούν ενδιαφέρον, προκαλούν συζήτηση, συναίσθημα. Ο Κακά μόνο στο χορτάρι έβγαζε συναίσθημα κι αυτό όμως με τρόπο «κρύο», άσηπτο, σχεδόν στοργικό.

Στο μεγάλο παίκτη συγχωρούμε το λάθος – το αρχέτυπο είναι ο Ντιέγκο, αλλά καθένας από εμάς μπορεί να χρησιμοποιήσει το παράδειγμά του – μάθαμε να αγαπάμε εκτός από τη λάμψη και το σκοτάδι του, είμαστε πρόθυμοι να δικαιολογήσουμε το ξενύχτι, το ποτό, τις γυναίκες, ακόμα και ακραίες, παραβατικές συμπεριφορές. Στον Κακά δεν συγχωρέσαμε τίποτα γιατί περιμέναμε πάντα το μάξιμουμ, δεν υπήρχε καμία δικαιολογία και αμέσως μόλις έπεσε από το πολύ υψηλό επίπεδο (στη Ρεάλ και όταν επέστρεψε στη Μίλαν) σχεδόν χάσαμε το ενδιαφέρον μας, τον περιφρονήσαμε σε τέτοιο βαθμό που τον ξαποστείλαμε πριν την ώρα του στη Major League. Αυτή ήταν η μοίρα του Κακά, ένα νόμισμα με δυο όψεις ήταν το ίδιο του το πεπρωμένο, τελικά και ο λόγος της πολύς σύντομης πτώσης του. Γιατί ο Κακά ποτέ δεν ήταν σαν εμάς, ο Κακά ήταν υπεράνθρωπος, άτρωτος, το μεγαλείο του δεν είχε όρια αλλά δεν είχε και ανάπαυση, ήταν σαν ένας βασιλικός κήπος χωρίς σκιά. Έτσι φαινόταν, έτσι ξέραμε. Κι όμως η ιστορία του δεν είναι συνηθισμένη, δεν είναι πασπαλισμένη με χρυσόσκονη.

Όλα ξεκίνησαν από μια βουτιά στο Caldas Novas. O Anjinho (πιτσιρίκος) Ricardo γεννήθηκε στη συνοικία της Gama τον Απρίλη του ’82, γιος του Bosco και της Simone dos Santos, μιας αυστηρής και θρησκόληπτης καθηγήτριας μαθηματικών. Το παρατσούκλι Cacà (μέχρι τον πρώτο του χρόνο ως επαγγελματίας το έγραφε με “c”) του το κόλλησε ο αδερφός του ο Rodrigo, γνωστός ως Digão – επίσης ποδοσφαιριστής με ένα σύντομο και αποτυχημένο πέρασμα από τη Μίλαν. Τα παιδικά του χρόνια κυλούσαν φυσιολογικά, σχολείο, σπίτι, προπόνηση, εκκλησία. Όλα καλά και αφόρητα βαρετά μέχρι εκείνο το ταξίδι στο Caldas Novas. Όπως διηγείται ο ίδιος: “Θυμάμαι έπαιζα στα τσικό της Sao Paulo, πήρα μια κίτρινη κάρτα και έχασα το επόμενο παιχνίδι. Εκμεταλλεύτηκα το κενό σαββατοκύριακο και επισκέφτηκα τους παππούδες μου στο Caldas Novas μαζί με τον αδερφό μου. Πήγαμε σε ένα θαλάσσιο πάρκο, με νεροτσουλήθρες, λαβύρινθους και πολλά παιχνίδια. Μετά από μια επικίνδυνη τσουλήθρα έπεσα με το κεφάλι στον πυθμένα, χτύπησα τόσο δυνατά που ένιωσα τη σύγκρουση στο λαιμό μου, το αίμα είχε πλημμυρήσει την πισίνα, με μετέφεραν αμέσως στο νοσοκομείο. Η μάνα μου το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν μια προσευχή, αργότερα μου εξήγησε ότι ο αγώνας μου ήταν πνευματικός γιατί κινδύνευσε η ζωή μου.”

Πράγματι, ο Κακά είχε σπάσει τον έκτο αυχενικό σπόνδυλο, κινδύνευσε πολύ σοβαρά να μείνει παράλυτος, να μην ξαναπερπατήσει, πολλώ δε να συνεχίσει να παίζει ποδόσφαιρο. Εκείνο το επεισόδιο άλλαξε τη ζωή του και καθόρισε τη σχέση του με τη θρησκεία, έκτοτε πιστεύει ακράδαντα ότι ο Θεός τον προστατεύει, ότι απέκτησε φύλακα-άγγελο και τον οδηγεί, ότι όλα συμβαίνουν γιατί έτσι τα σχεδίασε μια ανώτερη δύναμη. Από τα 8 του που ξεκίνησε να κλωτσάει μια μπάλα στις ακαδημίες των paulista, είχε φανεί ότι είναι ένα πολύ μεγάλο ταλέντο, αλλά εκείνο το ατύχημα τον πήγε πολύ πίσω. Στα 12, έβλεπε τα αγόρια στο σχολείο και στην προπόνηση να ψηλώνουν, να βάζουν κιλά, μύες, να εισέρχονται στην εφηβεία. Ο Ricardo έμενε ο ίδιος, φαινόταν τουλάχιστον τρία χρόνια μικρότερος. Οι προπονητές άρχισαν να μην τον υπολογίζουν, δεν είχε τα φυσικά προσόντα να ανταπεξέλθει στη μάχη με τους συνομήλικους, τον άλλαζαν διαρκώς θέση προκειμένου να τον προστατεύσουν. Ο Anjinho για να επιζήσει θα αναπτύξει άλλα στοιχεία του χαρακτήρα του, θα μάθει από πολύ μικρός να εκμεταλλευτεί πιο ιδιαίτερα προσόντα. Από μικρός αγωνίζεται με οξυδέρκεια, εκμεταλλεύεται τον κενό χώρο, αξιοποιεί τα προτερήματα των συμπαικτών του, διαγνώσκει τα αδύνατα σημεία των αντιπάλων, γίνεται ένας μοντέρνος playmaker σε μια ηλικία που τα άλλα παιδιά απλώς κλωτσούν μια μπάλα. Κι όταν στα 16 η φύση του επιστρέφει μεμιάς όσα του στέρησε τα προηγούμενα χρόνια ξεκινά το ταξίδι στον πλανήτη των κορυφαίων.

Την ίδια εποχή βαπτίζεται για να ενταχθεί στη Renacer em Cristo, μια από τις μεγαλύτερες εκκλησίες ευαγγελιστών στη χώρα, που γεννήθηκε στη δεκαετία του ΄80 χάρη σε ένα επιτυχημένο τηλεοπτικό ζεύγος ιεραπόστολων του Estevam και της Sonia Hernandes. Η τηλελειτουργία Renacer είναι ότι πιο κιτς μπορεί να φανταστεί ακόμα και το συντηρητικό ορθόδοξο θυμικό μας, αναλογιστείτε δυο πλασιέ που τραγουδούν φάλτσα κάτι μεταξύ σε gospel και bossanova, απαριθμώντας λογής υποχρεώσεις του πιστού, ο οποίος στο τέλος απολαμβάνει φιλία με τον Ύψιστο. Κι όμως ο Κακά εκείνη τη βάπτιση τη θεωρεί κομβικό σημείο της ζωής του, λέει και ξαναλέει σε κάθε ευκαιρία ότι εκείνη την ημέρα «ελευθερώθηκε». Ίσως γιατί σαν χαρακτήρας αυτό ζητάει πάντα, να απελευθερώνεται.

Ακριβώς λόγω της ανωμαλίας στην ανάπτυξή του κι εκείνης της παραλίγο μοιραίας βουτιάς, ο Κακά δεν ακολούθησε το δρόμο των μεγάλων ταλέντων στη Βραζιλία. Έχοντας την ασφάλεια της αστικής του οικογένειας και υπηρετώντας το μοντέλο του καλού μαθητή και του πιστού ευαγγελιστή, κάνει το μεγάλο ξεπέταγμα αργά, στα τέλη του 2000 με αρχές του 2001, όταν χρειάστηκε να αντικαταστήσει κάποιον Harison da Silva, βασικό επιθετικό μέσο της Sao Paulo. Ήταν 18 στα 19 και έπαιζε πρώτη φορά στο ιστορικό Torneio Rio-São Paulo: 1 Φεβρουαρίου 2001, Morumbi, δέκα λεπτά πριν το τέλος του Sao Paulo Botafogo ντεμπουτάρει, 4 Φεβρουαρίου στο επόμενο ματς συστήνεται. Βασικός. Sao Paulo-Santos, γιόμα στη μεγάλη περιοχή, ξεμαρκάρεται εύκολα γιατί δεν τον υπολόγιζε κανείς, λυγίζει το αριστερό, ακινητοποιεί τη μπάλα, τη στέλνει με το μυτάκι στο «Γ». Το λευκό αγόρι με το μακρύ λαιμό σκοράρει το πρώτο του γκολ, ένα γκολ σπάνιας ομορφιάς, πάνω απ’ όλα απίστευτης κομψότητας. Και κάπου εκεί η μοίρα αλλάζει, οι πλανήτες συγκλίνουν και η ιστορία του μπαίνει στο περίγραμμα του μύθου.

Δεν ξαναβγαίνει από την ενδεκάδα, «κουμπώνει» απίστευτα με το Luis Fabiano, προσθέτει στο ρεπερτόριο ασίστ, δολοφονικής ακρίβειας πλασέ, τριαντάρες μπαλιές στον κενό χώρο, φαρμακερά στημένα. Με μια τρομερή διαφορά από τους υπόλοιπους προφήτες του σπορ: έχει το κεφάλι ψηλά, μοιάζει ατσαλάκωτος, δεν πέφτει ποτέ, ακόμα και τα τάκλιν τα κάνει όρθιος όσο οξύμωρο κι αν μοιάζει. Κόβει όρθιος, προτάσσοντας απλώς το πόδι. Και συγχρόνως πασάρει. Είναι τρελό, είχαν πολλά χρόνια να δουν τέτοιο πράγμα στη Βραζιλία, τέτοιο ξεπέταγμα, τέτοια ξαφνική ολική επικράτηση του ταλέντου ενός (όχι και τόσο) παιδιού θαύματος. Στον τελικό – πάλι ντέρμπι με τη Botafogo – θα κάνει τη γη να τρέμει. Δυο γκολ σε δυο λεπτά, από 0-1 στο ιστορικό 2-1, το ματς που τον έκανε πρωθυπουργό. Είναι ήδη σαφές ότι δεν πρόκειται για το τυπικό βραζιλιάνικο προϊόν του ζογκλέρ με τον «αλήτικο» τρόπο παιχνιδιού, δεν είναι Ronaldinho, δεν είναι ντριμπλέρ, δεν κάνει κόλπα, δεν είναι σαν τους προηγούμενους.

Είναι ψυχρός, γραμμικός, σχεδόν γεωμετρικός ο τρόπος παιχνιδιού του. Είναι προσηλωμένος στο στόχο επιλέγοντας τη συντομότερη διαδρομή, δεν αφήνει περιθώριο για ατέλειες και περιττά κόλπα. Το παραδοσιακό μοντέλο του ποδοσφαιρικού ταλέντου των Βραζιλιάνων μπορεί να συγκριθεί με έναν βιρτουόζο των ντραμς, με τον τύπο που ανήκει στη μπάντα αλλά είναι στον κόσμο του και δεν έχει καμία σχέση με τους υπόλοιπους. Ο Κακά δεν θα μπορούσε να ανήκει σε μπάντα, ο Κακά είναι ο μοναχικός πιανίστας στη χώρα των ντράμερ. Είναι μετά από χρόνια ο πρώτος «ευρωπαίος» Βραζιλιάνος. Ακόμα και στην όψη δεν είναι Βραζιλιάνος, παραπέμπει περισσότερο σε Ευρωπαίο. Ζούλιο Μπαπτίστα, Φάμπιο Σιμπλίσιο, Ζιουλιάνο Μπελέτι, Φράνκα, Γουστάβο Νέρι, Ροζέριο, το καταλαβαίνουν και κάνουν πέρα, αποδέχονται το ρόλο τους ως δορυφόροι του μοναχικού πιανίστα. Ακόμα και ο τεράστιος Leonardo που επιστρέφει από το Μιλάνο κάθεται αδιαμαρτύρητα στον πάγκο για χάρη του σολίστ. Και θα διαδραματίσει το σημαντικότερο ρόλο στις κρίσιμες αποφάσεις της καριέρας του (ακόμα) Cacà.

Μετά τον τελικό του Copa Dos Campeões, o Leonardo αποφασίζει να μιλήσει στον Adriano Galliani. Ο Κακά έχει βάλει τρεις πινελιές από τις ομορφότερες της καριέρας του. Και οι τρεις με διαφορετικό μέρος του ποδιού: εσωτερικό, εξωτερικό, κουντεπιέ. 3-2, κούπα. Το μελαχρινό παιδί έχει σκοράρει 11 φορές σε 4 μήνες, έχει ανακηρυχθεί σε ηγέτη από τους ίδιους τους συμπαίκτες του, «φωνάζει» ότι ανήκει σε πολύ ανώτερο επίπεδο. Η εξέλιξή του έχει πάρει τη μορφή χιονοστιβάδας: τρέχει γρήγορα, πασάρει πιο γρήγορα, σουτάρει πιο γρήγορα, τα κάνει όλα πιο γρήγορα από τους υπόλοιπους. Ο έλεγχος της μπάλας είναι υποδειγματικός, βλέπει το γήπεδο τρισδιάστατα, τελειώνει τις φάσεις το ίδιο εύκολα που σερβίρει στο συμπαίκτη που μπορεί να ακολουθήσει τους ρυθμούς του.

Ο Galliani υπόσχεται στο Leonardo ότι θα ασχοληθεί με τον πιτσιρικά, το ντεμπούτο του Κακά όμως την τελευταία μέρα του Ιανουαρίου του 2002 με την εθνική εναντίον της Βολιβίας (ένα σαρωτικό 6-0) μετατρέπει την αποστολή σε συμμετοχή σε πλειστηριασμό. Ο Σκολάρι τον μονιμοποιεί στις κλήσεις, τον καλεί και για το Παγκόσμιο του καλοκαιριού στην Ιαπωνία. Μπαίνει στο αεροπλάνο μαζί με μύθους, κάθεται σε μια γωνιά γιατί ξαναείναι ο “Anjinho”, ο πιτσιρίκος. Ο Ρονάλντο τον φωνάζει “Kakito”, είναι η μασκώτ της αποστολής και χορτάρι θα δει μόνο για λίγα λεπτά αντικαθιστώντας το Ριβάλντο με την Κόστα Ρίκα. Όλοι οι scouts ωστόσο ξέρουν: η μασκώτ είναι το next big thing στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Τον πλησιάζουν σχεδόν όλες οι μεγάλες ευρωπαϊκές ομάδες, ο Αμπράμοβιτς που μόλις έχει αγοράσει την Chelsea κάνει μια από εκείνες τις προτάσεις που κανένας πρόεδρος ποδοσφαιρικής ομάδας δεν θα μπορούσε να αρνηθεί. Ο Λεονάρντο όμως έχει κάνει τη δουλειά: ο μικρός έχει υπογράψει προσύμφωνο με τη Milan, ο Galliani που διέρρεε ότι ΘΑ ασχοληθεί με τον πιτσιρικά, έχει ήδη στείλει έμβασμα και έχει αποδεχθεί το μοναδικό όρο του Marcelo Portugal, του προέδρου της Sao Paulo: να αφήσει τον Kakà (πλέον με “k”) έναν χρόνο ακόμα στη Βραζιλία.

Μοιάζει απίστευτο αλλά το κόστος μεταγραφής του συγκεκριμένου ποδοσφαιριστή ανήλθε σε 8.5 εκατ. ευρώ, τρεις φορές κάτω από τα λεφτά που πουλήθηκε ο Ρέτσος. 23 Μαΐου 2003 σημείωσε το τελευταίο του γκολ του ενάντια στην Parana και το Morumbi τον αποχαιρέτισε όρθιο. Έκανε ένα νεύμα και μια μόνο δήλωση στους δημοσιογράφους: «Όλη μου η ζωή είναι η αναζήτηση του Θεού». Δεν πήγαινε σε οποιαδήποτε ομάδα, μεταγράφηκε στην κάτοχο του Champions League, τη Milan του πατρόνου Silvio, στη θέση του η ομάδα είχε το Ριβάλντο, το Ρούι Κόστα, το Ζέεντορφ, τον Πίρλο. Που θα έβρισκε χώρο ένας τύπος που η τελευταία του δήλωση πριν μπει στο Milanello ήταν «αναζητώ το Θεό»; Κυκλοφόρησαν σενάρια περί παραχώρησής του ως δανεικού σε κάποια από τις Brescia και Atalanta, μικρομεσαίες της Serie A, κανείς δεν πίστευε το λευκό Βραζιλιάνο που δεν έπαιξε στο μουντιάλ και κόστισε ψίχουλα. Για καλή τύχη της Μίλαν όμως, ο Κακά δεν δόθηκε δανεικός.

Στην (εύκολη) πρεμιέρα με την Ανκόνα εκπλήσσει τον δύσκολο Τύπο της Λοβαρδίας, παίζει μια ταχύτητα επάνω από τους υπόλοιπους και «δεν είναι προϊόν του Milan Lab» όπως αρέσκοντο να λένε τότε οι επικριτές της ομάδας του Κάρλο Αντσελότι. Πείθει και τους πλέον δύσπιστους στην πρεμιέρα του Champions League εναντίον του Ajax και κυρίως στο μεγάλο ντέρμπι με την Inter: ο Κάρλο «αιφνιδιάζει» τους πάντες επιλέγοντάς τον στο βασικό σχήμα στη θέση του Ρούι Κόστα. Γκολ, ασίστ, το ντέρμπι της Madonnina στην πλευρά που φοράει rossonero. Ο Κακά εκτοπίζει το Ριβάλντο από την ενδεκάδα, τον υπηρετεί ο Ζέεντορφ, του αφήνει τη μπαγκέτα του μαέστρου ο Ρούι Κόστα. Και δεν έχει κλείσει καν τρίμηνο στην Ιταλία. Εκεί που αποδεικνύει ωστόσο πως «κόλλησε» αμέσως με τη φιλοσοφία Μίλαν, είναι στην Ευρώπη. Το καθοριστικό γκολ στο Βέλγιο με τη Μπρυζ, θα το δείτε σε όλα τα βιντεάκια με τα highlights της καριέρας του. Είναι ένα γκολ που μοιάζει με το γκολ του Ζιντάν στον τελικό με τη Λεβερκούζεν, μόνο που ο Κακά το έκανε να φαίνεται απλούστερο. Η επιτομή της αρμονίας.

Θα κάνει κι άλλα (πολλά) τέτοια, σκοράρει, πασάρει, δεν προκαλεί, δεν ξενυχτάει, δεν τον βλέπεις στα πονηρά μαγαζιά της πόλης. Δεν τον χάλασε η Ιταλία, δεν παρασύρθηκε από τα φώτα και τους αναρίθμητους πειρασμούς του Μιλάνου, δεν τον έκαναν μια χαψιά τα πιο δύσκολα αποδυτήρια στην Ευρώπη. Η φανέλα με το 22 σηκωνόταν μόνο για το μπλουζάκι «I belong to Jesus» από μέσα, όχι για να δείξει τους κοιλιακούς στις groupies. Αντί να χάσει το μυαλό του έγινε το σύμβολο του αντι-σταρ, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ο ποδοσφαιριστής είδωλο για το ηθικοπλαστικό μέρος του ποδοσφαίρου, ένα «καλό παιδί» ανάμεσα στα κακομαθημένα. «Πρώτη μου προτεραιότητα είναι η πίστη μου, δεύτερη η οικογένειά μου και τρίτη η σταδιοδρομία μου» θα πει σε ένα από τα flash-interviews που από υποχρέωση δίνει ως κορυφαίος του αγώνα. Εν ολίγοις, κάνει μόνο και αποκλειστικά τη δουλειά του, ίσως γι’ αυτό δεν προβλήθηκε ποτέ όσο του άξιζε, επειδή τα media θέλουν «όλο το πακέτο» και όχι έναν βαρετό τύπο με χωρίστρα.

Σιγά σιγά κυκλοφορούν οι πρώτες φήμες για την ιδιωτική του ζωή, οι δημοσιογράφοι αναρωτιούνται ποια είναι η Caroline Celico, γιατί ο Κακά δεν βγαίνει τα βράδια, γιατί δεν επισκέπτεται τα μοδάτα εστιατόρια και δεν έχει αγοράσει Ferrari και κυκλοφορεί με το εταιρικό Opel. Λύνει το θέμα και πάλι ο ίδιος δηλώνοντας «αρραβωνιασμένος» με την Caroline, λέξη που είχε να ακουστεί σε αθλητικό ρεπόρτερ από την εποχή του Rivera. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο Κακά με απόλυτη φυσικότητα προσθέτει και με μια παραβολική αφήγηση λεπτομέρειες για το χαρακτήρα της σχέσης του, στην οποία τηρείται η παρθενία μέχρι το γάμο. Η Ιταλία μένει σύξυλη, μιλάμε για μια εποχή που ο Bobo Vieri π.χ. έβγαινε κάθε μέρα με διαφορετικό μοντέλο, για (υπαρκτά όπως αποδείχτηκε αργότερα στις δικαστικές αίθουσες) όργια σε σουίτες ξενοδοχείων με πρωταγωνιστές το Ρονάλντο και τους υπόλοιπους σταρ του campionato, για καταστάσεις που έκαναν ακόμα και τον πρωθυπουργό της Ιταλίας να καθίσει στο εδώλιο του κατηγορουμένου.

Ο Κακά δεν επηρεάστηκε ούτε λεπτό, δεν συμμετείχε, δεν ασχολήθηκε με οτιδήποτε άλλο εκτός από «τη δουλειά του». Η επιρροή του στο ιταλικό ποδόσφαιρο ήταν καταλυτική, ειδικά την παρθενική του σεζόν, με όλα τα καινούργια στοιχεία που εισήγαγε, βοήθησε το ίδιο το ποδόσφαιρο να εξελιχθεί τακτικά, ανάγκασε προπονητές να λύσουν το πρόβλημα του μοντέρνου trequartista προσθέτοντας χαφ, εξόργισε ειδικούς και «ειδικούς» που στα πολύωρα πάνελ με την αγωνιστική προσπαθούσαν να καταλάβουν για ποιο λόγο ενώ ο παίκτης κάνει μονίμως το ίδιο πράγμα δεν μπορούν να τον σταματήσουν. Ο Κακά αποθέωσε το απλό, τελειοποίησε τις ιδέες, είχε πέντε διαφορετικές σωστές απαντήσεις στο ίδιο αγωνιστικό ερώτημα, ήταν ο πρώτος καλλιτέχνης που καταλάβαιναν όλοι αλλά δεν μπορούσε να τον αποδομήσει κανείς. Ήταν ο πρωτος playmaker εκτελεστής, ο πρώτος χαφ που έπαιζε σέντερ φορ, ο μοναδικός στο campionato που έτρεχε πιο γρήγορα με τη μπάλα παρά χωρίς αυτην. Ένας Ιταλός δημοσιογραφος, μια παλιοσειρά απ’ αυτές που τα είχαν δει όλα θα κάνει την πιο σωστή παρομοίωση: ο Κακά είναι ο Roger Federer του ποδοσφαίρου.

Οι Rossoneri είναι ασταμάτητοι, ο Κακά άτρωτος, τέλειος, η ομάδα δεν δυσκολεύεται πουθενά μέχρι που έρχεται το ματς στο Riazor. Η Μίλαν παρότι έχει κερδίσει 4-1 τη Deportivo, καταρρέει και αποκλείεται στο Champions League χάνοντας με 4-0 σε ένα παιχνίδι που ακόμα και σήμερα δεν μπορεί να το εξηγήσει κανείς. Το σοκ ήταν πολύ μεγάλο, δεν άργησαν να κυκλοφορήσουν οι πρώτοι ψίθυροι, ο Pirlo στην αυτοβιογραφία του αφήνει υπονοούμενα για χρήση απαγορευμένων ουσιών από τους αντιπάλους, ο Κακά θα πει ότι ήταν «μια κακή μέρα στη δουλειά και πάμε να πάρουμε το scudetto». Ασφαλώς και το πήραν, η Μίλαν ήταν τόσο ανώτερη από τις αντιπάλους της που το στατιστικό λάθος μπορούσε να συμβεί μόνο σε μάχη της μιας βραδιάς, ποτέ σε τουρνουά μακράς διάρκειας. Με τη δήλωση αυτή, ο Κακά δείχνει ότι αντέχει το ψυχολογικό βάρος και ουσιαστικά παίρνει τη Μίλαν στις πλάτες του. Και είναι 22, όσο γράφει και στην πλάτη της φανέλας του.

Τη δεύτερη σεζόν του ωστόσο, όλοι ήξεραν ποιος είναι και ήταν προετοιμασμένοι να τον αντιμετωπίσουν, αποδίδοντάς του τον προσήκοντα σεβασμό. Άλλωστε μόνος του αναγορεύθηκε σε ηγέτη της νέας εποχής και μόνος του αποφάσισε να αποδεχθεί το ρόλο του ηγέτη. Άργησε πολύ να βρει πατήματα, ο Αντσελότι αναγκάστηκε να τον υπερασπιστεί δημόσια, αλλά ο Κακά δεν μπορούσε να συνέλθει. Έγινε τόσο μεγάλο θέμα στην Ιταλία που τοποθετήθηκε και ο ίδιος ο Don Silvio στα μέσα Νοεμβρίου λέγοντας ότι «πρέπει να γίνει πιο απλός και να μην προσπαθεί να τα κάνει όλα μόνος του». Σκόραρε λίγο, η επιρροή του στην ομάδα ολοένα και μειωνόταν, άρχισαν τα πρώτα σχόλια περί διάττοντα αστέρα. Ο Κακά όμως όλο εκείνο το διάστημα μελετούσε τρόπους να αλλάξει την αγωνιστική του συμπεριφορά, έβαλε νέα στοιχεία στο παιχνίδι του, ξεκινούσε χωρίς να έχει εντολή ακόμα πιο πίσω, έκανε εαυτόν (σχεδόν) κεντρικό μέσο. Η Μίλαν αγκομαχούσε, δεν κέρδιζε και η ήττα φέρνει γκρίνια, πολλή γκρίνια. Οι δυο σερί ήττες στο ξεκίνημα του δεύτερου γύρου από τις «μικρές» Livorno και Bologna έθεσαν για πρώτη φορά «θέμα Κακά». Μια δήλωση του Carletto Mazzone ότι «είναι το πιο εύκολο πράγμα να τον κλείσεις, αρκεί να τον μαρκάρεις man to man με κάποιον που θα ρίξει δυο ψιλές», έγινε σημαία των επικριτών.

Ο Κακά δεν απαντούσε, υπέμενε στωικά, προετοιμαζόταν για τη μεγάλη έκρηξη. Η οποία ήλθε στο σημαντικότερο παιχνίδι της σεζόν (μέχρι το επόμενο), εκείνο εναντίον της PSV στα ημιτελικά του Champions League. Ο Βραζιλιάνος είναι καταιγιστικός, παίρνει τη Μίλαν από το χέρι, βοηθά το Σεβτσένκο να αναγεννηθεί, βάζει στο βιβλίο των αναμνήσεων ακόμα και τον άχρωμο και άοσμο Γιον Νταλ Τόμασον που αν δεν σκόραρε σε εκείνο το παιχνίδι δεν θα τον θυμόταν κανείς. Η Μίλαν ξαναπροκρίνεται στον τελικό του Champions League, είναι η πιο επιτυχημένη ευρωπαϊκή ομάδα, μπαίνει δίπλα στη Ρεάλ και δεν είναι ύβρις. Και θα την ξεπερνούσε τη Ρεάλ εάν δεν υπήρχε η Κωνσταντινούπολη, εκείνο το ματς, ο συγκεκριμένος τελικός πέρα από κάθε λογική, εκτός πάσης πραγματικότητας. 3-0 ημίχρονο, 3-3, Ντούντεκ, πέναλτι, το μεγάλο Κύπελλο με τ’ αυτιά στο Merseyside. Όλοι μένουν στο έπος της Λίβερπουλ σε εκείνον τον τελικό, υπάρχει όμως και το δράμα της Μίλαν, της χαμένης που ακόμα και σήμερα κανείς δεν μπορεί να καταλάβει γιατί κατέρρευσε.

Η σεζόν ολοκληρώνεται με μηδέν στο πηλίκο, ακολουθεί το πρώτο του μουντιάλ κι αυτό όμως ως μη γενόμενο. Όλο το 2006 κυλάει ανώνυμα, με τον ίδιο απλώς να χαρίζει στιγμές. Πέραν μιας καλής εμφάνισης με την Κροατία, η Βραζιλία είναι η απογοήτευση του παγκοσμίου κυπέλλου, ο Κακά χάνεται στη μετριότητα και στην κατάρρευση κυρίως του Ροναλντίνιο. Η Μίλαν δεν μπορεί να μεταβολίσει την Κωνσταντινούπολη, καμία ομάδα δεν θα μπορούσε. Ο Κακά είναι ο μόνος που ψάχνει και βρίσκει κίνητρα. Η αλλόκοτη ήττα από τη Λίβερπουλ τον επηρεάζει λιγότερο απ’ ολόκληρο τον οργανισμό Μίλαν, με το πράο και το μειλίχιο ύφος του, αναλαμβάνει πρωτοβουλίες στα αποδυτήρια, θέτει τον επόμενο στόχο, σχεδόν «ανακοινώνει» ότι το κίνητρο είναι η μεγάλη ρεβάνς στην Αθήνα. Ο Σέβα είναι ήδη στο Λονδίνο, το άστρο του Ροναλντίνιο έδυσε, η Μίλαν τιμωρείται για το calciopolis με μείον 8, χάνει και Σταμ και Ρούι Κόστα και ουσιαστικά έχει μπροστά της μια κατεστραμμένη σεζόν. Όμως ο Κακά παίρνει τα ηνία, επιβάλλει το νόμο του και οδηγεί και Μίλαν και εθνική στη νέα εποχή, τη δική του. Και στη δική του εποχή τα παίρνει όλα.

Σημαδεύει όλη τη σεζόν 2006/07, ποτέ άλλατε δεν ξαναυπήρξε ποδοσφαιριστής τόσο καθοριστικός και θεαματικός συνάμα στην ιστορία της Μίλαν και ποτέ άλλοτε ένας άνθρωπος δεν πήρε από το χέρι μια τόσο μεγάλη ομάδα τόσες πολλές φορές στο Champions League. 18 γκολ στη σεζόν, το ένα θύμα μετά το άλλο, οι «αντιεμπορικές» Άντερλεχτ και Σέλτικ για την «τυχερή» Μίλαν, μέχρι που η μοίρα φέρνει τη Γιουνάιτεντ. Και στο Μάντσεστερ γράφεται η εποποιΐα. Old Trafford, φορούσε λευκά, μόνο λευκά θα μπορούσε να φορέσει εκείνη τη βραδιά. Βολέ του Ντίντα, μόνο κόκκινες φανέλες και στη μέση «ο Άγιος». Είναι το πιο όμορφο, το πιο ξεχωριστό, το πιο σημαντικό γκολ στην καριέρα του Κακά. Οι εξαντλημένοι αντίπαλοι που συγκρούονται και πέφτουν σαν μαριονέτες, το τέλειο πλασέ, η εικόνα με τα χέρια ψηλά και το χαμόγελο της ευτυχίας στα χείλη. Ο Ρικάρντο Κακά με εκείνο το γκολ μπήκε στο πάνθεο, μόνο αυτό το γκολ έφτανε. Στον τελικό της Αθήνας η Μίλαν πήρε τη ρεβάνς που είχε προβλέψει ο Κακά μετά το δράμα της Κωνσταντινούπολης, στο τέλος της σεζόν ψηφίστηκε ο κορυφαίος του κόσμου, η Χρυσή Μπάλα είναι το επιστέγασμα, από κάτω του δυο καλοί γνώριμοι έκτοτε: ο Κριστιάνο Ρονάλντο και ο Λίονελ Μέσσι. Ο Δεκέμβρης του 2007, αυτό ήταν το peak της καριέρας του Κακά, συν τα απόνερα και την παγκόσμια αναγνώριση της τελευταίας του χρονιάς στο Μιλάνο.

Οι Σεΐχηδες της City στρώνουν λεωφόρους από πετροδόλαρα στα πόδια του, φτάνει μια ανάσα από τη μετακόμιση στο Manchester, αλλά «η καρδιά λέει Μίλαν» και μετά από ένα χολιγουντιανό σίριαλ απ’ εκείνα που λατρεύουν οι Ιταλοί, ο Adriano Galliani ανακοινώνει περήφανος ότι «η σημαία μένει στον ιστό της» και λοιπές δακρύβρεχτες υπερβολές που κατέρρευσαν σαν τραπουλόχαρτα όταν λίγους μήνες αργότερα κατέφθασε στη Galleria η πρόταση της Ρεάλ. Ήταν όντως πέρα από λογική η πρόταση της Ρεάλ, ήρθε την κατάλληλη στιγμή γιατί η Μίλαν επένδυε στο project Pato και ο Galliani ξέχασε περηφάνιες, σημαίες και ιστούς όταν είδε ότι το deal ξεπερνούσε τα 65 εκατομμύρια ευρώ. Μεσάνυχτα 9 Ιουνίου ο Φλορεντίνο Πέρεθ δεν κρατήθηκε άλλο και ανακοίνωσε τη συμφωνία, με τον Κακά να υπογράφει 6ετές(!) συμβόλαιο με 9 εκατομμύρια καθαρά κάθε σεζόν. Το μεγάλο μυστικό ωστόσο ήταν ότι το άστρο του Κακά είχε ήδη αρχίσει να δύει. Και οι λόγοι δεν ήταν μόνο ποδοσφαιρικοί.

Λίγο πριν υπογράψει στη Βασίλισσα, εκτυλίσσεται ένα σενάριο βγαλμένο από ταινία του Tarantino: οι μέντορες Estevam και Sοnia Hernandes του περίφημου Renacer em Cristo συλλαμβάνονται στο αεροδρόμιο του Miami. Κουβαλούσαν βαλίτσες γεμάτες με «βίβλους» όπως δήλωσαν στον τελωνειακό έλεγχο, μόνο που για κακή τους τύχη, ο υπεύθυνος ασφαλείας ζήτησε να ανοιχτούν οι βαλίτσες και να ελεγχθούν οι «ιερές γραφές» όπως κραύγαζε ο Estevam. Μέσα στα ντυμένα βιβλία, κομμένες σελίδες και δεμσίδες με μετρητά, πάνω από 56 χιλιάδες δολάρια μυστηριώδους προέλευσης. Το ζεύγος όπως απεδείχθη αργότερα εισήγαγε συστηματικά μετρητά νομιμοποιώντας ποιος ξέρει ποια, πόσα και από που έσοδα. Αργότερα αθωώθηκε πληρώνοντας κάποια διόλου ευκαταφρόνητα πρόστιμα, το κακό ωστόσο είχε ήδη γίνει. Αρχικά ο Κακά έβαζε το χέρι στη φωτιά και έκανε λόγο για σκευωρία και κυνήγι με θρησκευτικά κίνητρα, πολύ σύντομα όμως τα στοιχεία τον διέψευσαν αναγκάζοντάς τον να πάρει αποστάσεις. Επηρεάστηκε σε τεράστιο βαθμό από τη συγκεκριμένη υπόθεση, το 2010 βγάζει δελτίο Τύπου θέτοντας εαυτόν εκτός Renacer em Cristo και ταυτόχρονα ανακοινώνει και την παραίτηση της γυναίκας και μάνας των παιδιών του, Caroline, από ιέρεια της αίρεσης.

«Τίποτα το ακάθαρτο δεν μπορεί να εισβαλλει στον άνθρωπο εάν δεν το θέλει ο ίδιος. Τίποτα.» διδάσκει το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο που ο Ρικάρντο Κακά μπορεί να απαγγείλλει απ’ έξω. Ο Κακά νικήθηκε από τον εαυτό του, τον κατέβαλε αυτή η βαθιά εσωτερικότητα και η σχέση του με τη θρησκεία του, έγινε σκιά του εαυτού του γιατί ο ίδιος άφησε τις ισορροπίες του να συντριβούν. Το 2013 που επέστρεψε στη Μίλαν μηπως περισώσει την καριέρα του, δεν θύμισε σε καμία στιγμή τον τεράστιο ποδοσφαιριστή της πρώτης θητείας του. Δεν χλευάστηκε και τον σεβάστηκαν περισσότερο ίσως κι απ’ ότι έπρεπε, επειδή πριν από εκείνον είχε γίνει μια απείρως πιο καταστροφική επιστροφή, εκείνη του Αντρέι Σεβτσένκο. Άντεξε μόλις έναν χρόνο στο άλλοτε «δικό του» Μιλάνο, πήγε 6 μήνες δανεικός στο θερμοκήπιο της Sao Paulo, αποθεώθηκε από τους πιστούς του αλλά και εκεί δεν κατόρθωσε να θυμίσει τον καλλιτέχνη που ζωγράφιζε στον πράσινο καμβά. Στα 32 του υπέγραψε την πρόωρη συνταξιοδότησή του, αποφάσισε να παίξει ποδόσφαιρο στο Ορλάντο, να υποδυθεί την ατραξιόν, να κεφαλαιοποίησει το όνομα που έφτιαξε στις χρυσές μέρες της καριέρας του.

Στη Φλόριντα ο καιρός είναι πάντα καλός, η ζέστη κάνει θαύματα ειδικά σε χρόνιους τραυματισμούς αθλητών και ο Κακά υπέφερε από τέτοιους. Το ποδόσφαιρο στη βόρεια Αμερική είναι πιο πολύ χορηγοί, μάρκετινγκ, άλλη εντελώς κατάσταση σε σχέση με το νότιο τμήμα της ηπείρου. Ο Κακά μακριά από την πίεση ξαναβρήκε τον εαυτό του, ήταν τόσο καθοριστικός που ξανακέρδισε με το σπαθί του μια κλήση στην εθνική Βραζιλίας. Η Caroline Celico ξανάρχισε να ανεβάζει ευτυχισμένες φωτογραφίες με τα παιδιά τους στα κοινωνικά δίκτυα, αλλά το γυαλί είχε ραγίσει. Πριν δυο χρόνια, πάλι μέσω ενός φαινομενικά ευτυχισμένου στιγμιότυπου στο Instagram, η Caroline ανακοίνωσε το χωρισμό τους. Η λεζάντα αξιοπρεπής και καθαρή, όπως ολόκληρη η οικογένεια Κακά: «Ζητάμε από Τύπο και οπαδούς να μην μας κρίνουν, να μην κάνουν εύκολα σχόλια που βασίζονται μόνο στη δημόσια εικόνα μας. (…) Μόνο εγώ και ο Κακά γνωρίζουμε αυτά που μας χωρίζουν και μετά από πολλές προσπάθειες συνειδητοποιήσαμε ότι δεν μπορούμε να τα λύσουμε (…) Η ιστορία που διαμόρφωσε και τους δυο μας θα είναι μαζί μας για πάντα. Θα είμαστε πάντα μια οικογένεια.». Ο Κακά δεν μίλησε ούτε για το διαζύγιό του. Η ιστορία των Hernandes τον σημάδεψε τόσο που κλείστηκε ακόμη περισσότερο στο λευκό του περιτύλιγμα, αναμόρφωσε το χαρακτήρα του, πήρε ακόμη και διαζύγιο, πράγμα αδιανόητο μέχρι λίγα χρόνια πριν.

Περιορίστηκε να πει σε μια συνέντευξή του στις ΗΠΑ ότι κάποιος μπορεί να παραμείνει πυλώνας αυτής της θαυμάσιας βιομηχανίας ψυχαγωγίας που λέγεται ποδόσφαιρο και ταυτόχρονα να είναι καλός Χριστιανός. Είναι πρεσβευτής του World Food Programme του ΟΗΕ, δεν έχει σβήσει από την άκρη του μυαλού του να γίνει ιεραπόστολος, ακόμα και ιερέας, αλλά έμαθε να ζει στις αντιφάσεις ενός κόσμου πολύ μακριά από τα δικά του πρότυπα, ιδανικά και πιστεύω. Το ποδόσφαιρο για τον Κακά αποδείχτηκε ότι είχε κάτι το παγανιστικό, ανακοίνωσε την απόσυρσή του από την ενεργό δράση όντας εκ διαμετρου διαφορετικός άνθρωπος από τους καιρούς που μεσουρανούσε. Αθόρυβα, μακριά από προβολείς και μικρόφωνα στοιβαγμένα μπροστά στο ιδρωμένο αλλά πάντα clean cut πρόσωπό του. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης επικαλείται διαρκώς το Θεό, αλλά επαναλαμβάνει ότι το Θεό δεν τον έχει δει ποτέ κανένας. Θα είχε πολύ ενδιαφέρον κάποια στιγμή ο ίδιος ο Ρικάρντο και όχι η περσόνα Κακά, να μας έδινε τις απαντήσεις και τις αιτιάσεις αυτής της ασύμμετρης καμπύλης της καριέρας του. Σίγουρα δεν θα ήταν τετριμμένες. Κάποτε οι οπαδοί της Μίλαν τον φώναζαν Άγιο, “San Kakà” και ακολουθούσε η ψαλμωδία: “siam’ venuti fin quà, siam’ venuti fin quà, per vedere soltanto Kakà”. Απλώς για να δούμε μόνο τον Κακά. Και είμαστε τυχεροί όσοι τον είδαμε.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 9 Φεβρουαρίου του 2018.