ΑΘΛΗΤΙΚΑ

Βαγγέλης Ιωάννου forever

O Αντώνης Καρπετόπουλος γράφει για τον σπορτκάστερ που αποτελεί την εξαίρεση στο δογματισμό των σχολών του είδους.

Οι βραδιές του μπάσκετ είναι και οι βραδιές των σπορτκάστερ του μπάσκετ: επιτυχίες και αποτυχίες είναι δεμένες με επιφωνήματα χαράς, κραυγές αγωνίας, ιστορικές λανθασμένες επισημάνσεις, αλλά και δικαιώσεις και μεγάλες φράσεις. Το ποδόσφαιρο, με την επιτηδευμένη μονοτονία του, χρειάζεται ανθρώπους, που να μπορούν να κάνουν ενδιαφέρουσα την εκτέλεση ενός πλαγίου άουτ. Tο μπάσκετ με τον ορυμαγδό των φάσεων χρειάζεται αφηγητές – καμιά φορά και διηγηματογράφους.

 

Ας μιλήσουμε για τους σπορτκάστερ

Την δεκαετία του ’80 ο αξέχαστος Φίλιππος Συρίγος έκανε τομή σε αυτό που λέμε μπασκετικό σπικάζ. Αφήνοντας κατά μέρους τους λυρισμούς της εποχής του ραδιοφώνου (που είχαν πάντως την αξία τους…), κάνει μια επανάσταση: το σπικάζ του Συρίγου είναι παρεμβατικό, αποστασιοποιημένο, προσωπικό και έχει σκοπό να διαφωτίσει τον θεατή για ό,τι βλέπει: οι μικροί δεν το ξέρουν, αλλά μιλάμε για μια εποχή που ο περισσότερος κόσμος δυσκολεύεται να καταλάβει τα ‘βήματα’, τα ‘τρία δευτερόλεπτα’, το ιστορικό δικαίωμα για ‘μία συν μία’.

Ο Συρίγος γίνεται ο μεγάλος διαφωτιστής ενός λαού που αρχίζει να αγαπά ένα άθλημα που δεν γνωρίζει – κάνει μια πραγματική πολιτιστική επανάσταση. Συγχρόνως δείχνει στους μικρότερους συναδέλφους του ένα δρόμο: ο σπίκερ καταγράφει, αλλά και επεξηγεί, εκφράζει την τεχνική του θέση με βάση ό,τι βλέπει και κρίνει τους πάντες – συχνά αυστηρά. Μοιράζει επαίνους, υπογραμμίζει το σημαντικό, χειροκροτεί το σπάνιο, αλλά κυρίως αποδίδει ευθύνες.

Συντάσσονται μαζί του τα παιδιά του περιοδικού ‘Τρίποντο’ και η Ελλάδα αποκτά  ίσως τους καλύτερους σχολιαστές του μπάσκετ στην Ευρώπη: Καρύδας, Παπαδογιάννης, Μπατής, Φιλέρης κτλ είναι διπλωματούχοι του Πανεπιστημίου του Φίλιππα, όπως σήμερα είναι και η σπουδαία ομάδα της NOVA. Ο Αυγουλής κι ο Καούρης είναι δύσκολο να κάνουν λάθος σε εκτίμηση και φάση, οι πολυτάλαντοι Δούσκας και Γρηγόρης Παπαβασιλείου τα κάνουν όλα να φαίνονται εύκολα και όλοι μα όλοι οι υπόλοιποι κάνουν συχνά περήφανο τον ‘τεχνικό διευθυντή’ Γιώργο Συρίγο για τον επαγγελματισμό τους.

 

Ο Σκουντής πολλές φορές κάνει τη δουλειά που στην Αμερική κάνουν τρεις σχολιαστές την ώρα του αγώνα: λέει  ιστορίες κάνοντας συγκρίσεις, δίνει το τέμπο του ματς και συχνά εύχεται, προστάζει, ή απλά δικαιολογεί. Όπως συμβαίνει πάντα έρχεται η εξαίρεση στο δογματισμό των Σχολών: ο Βαγγέλης Ιωάννου.

Ιωάννου, το κάτι άλλο

Λατρεύω το Βαγγέλη Ιωάννου γιατί είναι μοναδικός, αν και στις σκληρές βραδιές προτιμώ τα κάπως πιο αποστασιοποιημένα σπικάζ της NOVA, που άλλωστε απευθύνονται σε ένα πιο ειδικό κοινό. Καμιά φορά νιώθω πως έρχεται από άλλες εποχές, πως έχει το χάρισμα του ανθρώπου που δεν γερνάει και μένει απαράλλαχτος, λες κι ο χρόνος που τρέχει δίπλα του δεν τον αγγίζει – σαν τον Χαϊλάντερ ήρωα της σειράς Forever.

 

Ο Ιωάννου θα έκανε τις ίδιες περιγραφές ακόμα κι αν του τύχαινε να περιγράψει τον πρώτο αγώνα μπάσκετ στην ιστορία και θα κάνει τις  ίδιες περιγραφές και είκοσι χρόνια αργότερα – γερός να είναι. Αντίθετα από όλους τους άλλους, ο Ιωάννου νομίζεις ότι μπαίνει στο γήπεδο ο ίδιος και ότι τρέχει δίπλα στους παίκτες ή άλλες φορές νιώθεις ότι είναι δίπλα σου στον καναπέ τους σπιτιού σου συμπάσχοντας ή πανηγυρίζοντας.

Κάμποσα χρόνια τώρα θέλει δίπλα του μια δεύτερη φωνή, ένα παλιό παίκτη ή έναν προπονητή – ο καλύτερος που είχε ποτέ ήταν ο Γιώργος Λημνιάτης. Τον θέλει, όχι τόσο για να γίνεται από αυτόν με την πρέπουσα βαρύτητα, το τεχνικό σχόλιο, αλλά για να επιτρέπεται στον ίδιο να επικεντρώνεται στο είδος της Τέχνης του, που είναι η αφήγηση του αγώνα ως ένα είδος εμπειρίας ζωής.

 

Ο Ιωάννου απογοητεύεται και παθιάζεται, μονολογεί και υπερβάλει – λυτρώνεται. Αυτού του είδους η δραματουργική υπερβολή (στο τελευταίο ματς φώναξε “Κυρίες και κύριοι άλαλα τα χείλη των ασεβών!”) είναι αξιολάτρευτη. Συχνά, όπως ένας στιχουργός λαϊκού τραγουδιού, ο Ιωάννου μιλάει εκ μέρους όλων μας, χωρίς μεγάλες φράσεις, χωρίς ειδικές επισημάνσεις, χωρίς γοητευτικές και συμβατές με το μπάσκετ ‘αμερικανιές’, αλλά με όλο αυτό το πάθος που κάποιος εκφράζει χοροπηδώντας μπροστά στην τηλεόραση και φωνάζοντας απλά “ναι, ναι, ναι”.

Αλεύρι στην τσόχα

Ακόμα κι αν δεν ακούσω σε κάποιο ματς το σπικάζ του, είναι απίθανο να μην το ακούσω την επόμενη, όταν το παιγνίδι που περιγράφει θα ανέβει κάπου στο ίντερνετ. Ξέρω ότι, ειδικά στις νίκες, αυτός ο αυθόρμητος, ακατέργαστος, αλλά πάντα αυθεντικός λυτρωτικός τόνος του είναι μια γλυκιά αντίδραση – ένας τρόπος επικοινωνίας, που επιτρέπει στον τεράστιο Ιωάννου να βγάλει ένα διάγγελμα ευτυχίας στον λαό που τον ακούει και που μιλάει την ίδια γλώσσα.

Ο Βαγγέλης Ιωάννου δεν έχει το κύρος του αξέχαστου Συρίγου που έμαθε μπάσκετ σε όλη την Ελλάδα και σίγουρα δεν έχει το φορτίο των γνώσεων του Σκουντή, που σε μαθαίνει να αγαπάς το σπορ και την ιστορία του. Αλλά έχει τον μοναδικό αυθορμητισμό του μικρού παιδιού που ήθελε να γίνει σπορτκάστερ για να περιγράψει ηρωικά κατορθώματα και που στα δεκατέσσερα περιέγραφε ματς με δραματικούς τόνους παίζοντας ποδοσφαιράκι στο σπίτι του.

Ενίοτε έριχνε κι αλεύρι στην τσόχα του σουμπούτεο για να μπορεί να λέει ότι το τερέν είναι παγωμένο, το ματς γίνεται σε χιονοθύελλα, αλλά αγαπητοί ακροατές “ο Βασίλης Σπανούλης είναι απλά Θεός”