RANKING

«Αν ματώνει, μπορούμε να το σκοτώσουμε»: Σε ranking όλο το Predator franchise

Με αφορμή το Prey, που ναι, είναι ψηλά στη λίστα.

Η σύνδεση του Predator franchise με εκείνο του Alien είχε ως αποτέλεσμα πάντα να είναι –κακά τα ψέματα– στη σκιά του παρόλο που και το Predator τηρεί μια σπάνια συνέπεια διαμέσου της πολυετούς πορείας του. Σπάνιο κατόρθωμα για κάθε franchise, ειδικά ένα που αλλάζει διαρκώς χέρια από τον ένα σκηνοθέτη στον άλλον: Μέχρι και τουλάχιστον πρόσφατα, δεν είχε κακή ταινία στο ρόστερ του. (Εξαιρώντας το ένα crossover που μπορεί κάλλιστα να μην το μετράει κιόλας κανείς αν θέλει.)

Το ότι δεν είχε εξίσου τεράστια ονόματα ως σκηνοθέτες, ίσως έπαιξε το ρόλο του– μη γελιόμαστε, το σερί Ridley Scott, James Cameron, David Fincher (άντε και Jean-Pierre Jeunet αν θέλεις) δεν το πετυχαίνεις εύκολα σε σειρά ταινιών. Όμως εν τέλει δεν έχει σημασία, γιατί τα αποτελέσματα μιλούν από μόνα τους.

Μια σειρά ταινιών με ένα αδιαμφισβήτητο αριστούργημα, σίκουελς που ακόμα κι αν δεν είναι σπουδαία, δοκιμάζουν αρκετά διαφορετικά και απρόσμενα πράγματα, μέχρι και το κυνικό crossover καλό βγήκε (το πρώτο έστω– πέστε να με φάτε). Και τώρα, το κερασάκι στην τούρτα, το back to basics πρίκουελ, μπορεί και να είναι η καλύτερη ταινία του franchise μετά την ορίτζιναλ.

Το Prey κι όλες οι ταινίες του Predator franchise στριμάρουν στο Disney+.

Το εν λόγω πρίκουελ, Prey, πετυχαίνει γιατί καταλαβαίνει αρκετά από τα βασικά στοιχεία του αρχικού φιλμ, καταλαβαίνει πώς να χρησιμοποιεί το τέρας ως δυνατή αλληγορία, πώς να το χρησιμοποιήσει ως αόρατη (χεχ) απειλή, και καταλαβαίνει κάτι που αμέτρητα σίκουελ ξεχνάνε: Πώς αυτό που εξαρχής μας κέρδισε σε μια ιστορία, δεν ήταν οι εσωτερικές αναφορές και η φορσέ ανάπτυξη μυθολογίας. Σκεφτείτε το παράδειγμα του Terminator: Το μόνο καλό σίκουελ ήταν του ίδιο του Cameron, τα υπόλοιπα απέτυχαν γιατί θεώρησαν πως αυτό το σύμπαν χρειάζεται περισσότερο μυθολογία, τη στιγμή που η μυθολογία δεν ήταν ποτέ το point. To point ήταν ένα μεγάλο ρομπότ που είτε απειλεί, είτε σώζει, είτε και τα δύο.

Το Prey δεν αναλώνεται σε τέτοια στοιχεία. Είναι μια ιστορία τόσο απλή που σχεδόν θαυμάζεις το θράσος των δημιουργών που την άφησαν έτσι, σε μια εποχή που κάθε μπλοκμπάστερ πρέπει να έχει 17 cameo, 5 teaser σκηνές επιλόγου και κλεισίματα του ματιού κάθε μισό λεπτό. Τόσο απλό, μεστό και σαφές που σχεδόν θες να σηκωθείς και να χειροκροτήσεις– ακόμα κι αν το κάνεις στο σαλόνι σου, τι να γίνει, εκεί το είδαμε.

Με αφορμή λοιπόν την κυκλοφορία του Prey στο Disney+ (και, πολύ δυστυχώς, όχι στα σινεμά παρόλο που οι αίθουσες πάρα πολύ θα θέλαν να έχουν αυτή την ταινία και πολύ καλά θα πήγαινε κιόλας), κάνουμε μια αναδρομή σε όλα τα κεφάλαια της σειράς ταινιών Predator και τα βάζουμε σε αξιολογική σειρά.

7. The Predator

(Shane Black, 2018)

Υποθέτω το crossover σίκουελ με τα Alien είναι μια τεχνικά χειρότερη ταινία, αλλά το φιλμ του Shane Black είναι αφενός το μόνο «σκέτο» Predator που αποτυγχάνει να κάνει κάτι ενδιαφέρον με το τέρας και δεύτερον, είναι τεράστια απογοήτευση. Ο Black στην πραγματικότητα δεν είχε αστοχία ως εκείνο το σημείο, έχοντας γράψει μερικά από τα φιλμ-μνημεία του bad boy cinema (Φονικό Όπλο, Last Action Hero, Last Boy Scout) και έχοντας σκηνοθετήσει ένα φανταστικό σερί από κρυφά τρυφερές περιπέτειες γεμάτες στυλ και πνεύμα (Kiss Kiss Bang Bang, The Nice Guys, ακόμα και το υπέροχο Iron Man 3). Τι στα κομμάτια έγινε εδώ;

Το σίκουελ του δεν καταφέρνει να σχηματίσει στα αλήθεια τους κλασικά outsider χαρακτήρες της ομάδας, χρησιμοποιώντας εξυπνάδες και εξυπνακισμούς σαν μόνιμη λύση. Μεταφέρει το σκηνικό στην προαστιακή Αμερική χωρίς να κάνει απολύτως τίποτα ενδιαφέρον με τον χώρο (και αν κάτι πάντα κάνει τις ταινίες Predator να λειτουργούν, είναι η χρήση του οποιουδήποτε χώρου), ενώ αφήνει τη δράση να περνά μέσα από έναν ήρωα στο φάσμα του αυτισμού, κάτι το οποίο υπάρχει μόνο ως ευκολία πλοκής παρά ως αληθινή ιδέα για αληθινό χαρακτήρα.

Μα περισσότερο από όλα, το μεγάλο λάθος είναι τελικά ότι η ταινία πολύ απλά, ποτέ δεν ξεκινά καν να λειτουργεί. Η μυθολογία είναι μισοψημένη (ιδέες για αντίπαλες Predator φατρίες τελικά αποδυναμώνουν την υπάρχουσα περιπέτεια), οι χαρακτήρες αδιάφοροι, το σκηνικό ανεκμετάλλευτο και το φινάλε θεόχαζο. Μια ταινία κολλημένη με σιλοτέιπ από διάφορα πετσοκομμένα σημεία και ανολοκλήρωτες ιδέες– ένα πραγματικό ξεφούσκωμα που δεν άξιζε σε αυτό το franchise.

6. Aliens Vs. Predator – Requiem

(Greg Strause, Colin Strause, 2007)

Αν το The Predator (2018) είναι μια ταινία κακοεκτελεσμένων ιδεών, το Requiem είναι η σπάνια ταινία από όπου απουσιάζει η παραμικρή καν ιδέα σε οποιοδήποτε στάδιο. Χμ, αρχίζω να πιστεύω πως είναι σε λάθος θέση. Είναι γυρισμένο από τα αδέρφια Strause, υπεύθυνους οπτικών εφέ που εδώ σκηνοθετούν την πρώτη τους ταινία. (Και μοναδική, γιατί αρνούμαι να δεχτώ πως το Skyline του 2010 είναι αληθινή ταινία.)

Στο σίκουελ του πρώτου crossover φιλμ (από τρία χρόνια νωρίτερα), ο αλιενοκυνηγός γεννιέται κι επιτίθεται στο εξωγήινο σκάφος εκ των έσω, ρίχνοντάς το σε μια επαρχιακή πόλη του Κολοράντο, αφήνοντας τους κατοίκους να αντιμετωπίσουν τα τέρατα. Και… δεν συμβαίνει τίποτα. Απολύτως τίποτα ενδιαφέρον, όμορφο, άσχημο, τολμηρό, έξυπνο, ηλίθιο… τίποτα απολύτως δεν συμβαίνει σε αυτή την ταινία. Δεν το πιστεύω πως μια ταινία επιτέλους τόλμησε να τοποθετήσει τα άλιεν στον πλανήτη Γη, και αυτό που είχε να συνεισφέρει ήταν αυτό το μη-φιλμ. Τι προσβολή!

Πλήρης έλλειψη οπτικών και αφηγηματικών ιδεών, κανένα παιχνίδι με την μυθολογία ή την εικονογραφία των τεράτων, παντελώς αδιάφοροι χαρακτήρες. Θα ρωτάτε ίσως αυτή τη στιγμή «Μα καλά, κι αυτός ο άνθρωπος δε μπορούσε απλά να μην μετρήσει τις Aliens Vs. Predator ταινίες;». Πολύ καλή ερώτηση κι ευχαριστώ που μου την κάνετε. Η αλήθεια είναι πως ετούτο εδώ το χάλι είναι το κατεξοχήν «συμφωνούμε όλοι πως δεν μετράει» κακό σίκουελ (βλέπε και Halloween: Resurrection) αλλά δε μπορούσα να μην το μετρήσω, γιατί τότε θα έπρεπε να απορρίψω και μια από τις καλύτερες (συγγνώμη, don’t @ me) ταινίες της σειράς, βλέπε και μερικά νούμερα πιο ψηλά.

5. Predator 2

(Stephen Hopkins, 1990)

Το πρώτο σίκουελ του Predator είναι από τις κατεξοχήν «να ξέρεις εκτιμώ την προσπάθεια» στουντιακές ταινίες των ‘90s, όπου το σκηνικό της ζούγκλας δίνει τη θέση του στην, αχμ, ζούγκλα των πόλεων– όπως υπογραμμίζει και το φοβερό εναρκτήριο πλάνο. Ο Predator αυτή τη φορά ελκύεται από ένα άλλο μάτσο βίαιων όντων και αρπακτικών, δηλαδή των συμμοριτών σε ένα εντελώς ιδρωμένο Λος Άντζελες. Μέσα στο όλο ξεκαθάρισμα, πρέπει να βγάλει άκρη ο αστυνομικός Mike Harrigan, ενός Danny Glover που θα μπορούσε κάλλιστα να μουρμουράει «Im’ too old for this shit» καθώς κυνηγιέται με έναν αόρατο εξωγήινο στα έγκατα της πόλης.

Το Λος Άντζελες ως Hellmouth ήταν πολύ κοινός τόπος στα ‘90s, και η καρτουνίστικη προσέγγιση του περιβάλλοντος δεν συνάδει με την στιβαρότητα της δράσης του πρώτου φιλμ. Είναι κάπως σαχλό και άνισο το αποτέλεσμα, καθώς από εκεί που νιώθεις πως είσαι σε ένα ρετροφουτουριστικό κόμικ α λα Judge Dredd ξαφνικά βρίσκεσαι σε ένα άξουαλ υπόγειο διαστημόπλοιο, με σκιώδεις πράκτορες να θέλουν το τέρας για δικούς τους σκοπούς– το αληθινό Alien Vs. Predator της όλης κατάστασης είναι το ξεπατίκωμα αυτής της ιδέας. Όμως ο σκηνοθέτης Stephen Hopkins περνάει ωραία σκηνοθετώντας, ο Glover είναι απόλαυση, και υπάρχει κάτι το ζωηρό στην ιδέα πίσω από την ριζική αλλαγή σκηνικού του φιλμ. Άνισο, αλλά σίγουρα ενδιαφέρον.

4. Predators

(Nimród Antal, 2010)

Υποτιμημένο! Σε παραγωγή Robert Rodriguez, γυρισμένο από τον τίμιο Nimrod Antal (σταθερός σκηνοθέτης στο Servant του M. Night Shyamalan), είναι το μόνο σίκουελ που δε φοβάται: α) να αναρωτηθεί… ποιοι είναι στα αλήθεια οι κυνηγοί…. και β) να τοποθετήσει τη δράση σε μια εντελώς ακαθόριστη ζούγκλα, εκτός τόπου και εκτός χρόνου. Μια απόφαση που λειτουργεί εξαιρετικά καλά στο αποτέλεσμα, μεταφέροντας διάφορες αρχετυπικές φιγούρες ωμότητας και κακού έξω από τον οποιονδήποτε συγκεκριμένο περιορισμό, αποφεύγοντας δηλαδή να δέσει την ταινία με την εποχή της.

Η δράση ακολουθεί ένα μάτσο σκληραγωγημένους ανθρώπους (κυνηγούς!) συν τον Topher Grace (ο οποίος περνάει καλύτερα από όλους), πεταμένους σε έναν πλανήτη-αρένα, έτοιμα θηράματα των εξωγήινων τεράτων. Το σκηνικό λειτουργεί σα να ήταν μια απόκοσμη προσομοίωση, το καστ κλικάρει ακραία (Adrien Brody σε ανησυχητικά bad boy κατάσταση, Mahershala Ali, Walton Goggins, Danny Trejo και Laurence Fishburne είναι all-time ensemble περιφερειακών φιγούρων) και το φινάλε είναι μακράν το πιο κουλ οποιασδήποτε ταινίας του franchise. Από τις ταινίες που αν τις πετύχεις τυχαία στην τηλεόραση, δεν υπάρχει ο παραμικρός λόγος να μην δεις ως το τέλος.

3. Alien Vs. Predator

(Paul W.S. Anderson, 2004)

Ένα κάπως αδιάφορο πρώτο μέρος μας προϊδεάζει για μια ταινία όσο κυνική και άνευρη μοιάζει ως εξαρχής πρότζεκτ (ομολογουμένως, αυτό το «versus» ουρλιάζει δημιουργική χρεοκοπία) όμως δίνει γρήγορα τη θέση του σε μια σκέτη κλειστοφοβική παράνοια από το μισάωρο και μετά. O Anderson έλεγε πως δεν ήθελε να εμφανίσει τα τέρατα από νωρίς, τιμώντας την παράδοση των αντίστοιχων πρώτων ταινιών των δύο επιμέρους franchise, αλλά στην ουσία αυτό είναι ένα μοντέλο που πάντα ακολουθούσε στις ταινίες του έτσι κι αλλιώς. (Όλη του η φιλμογραφία είναι δραματικά υποτιμημένη, ειδικά από μια οπτική καθαρόαιμου action filmmaking.)

Το AvP, που σημειωτέον έχει δηλωμένο θαυμαστή τον James Cameron, είναι καλύτερο από όσο έχει δικαίωμα να είναι, ειδικά στην unrated εκδοχή του που βλέπουμε και λίγο αίμα να τινάζεται σε κανά χιόνι. Η Sanaa Lathan είναι άψογη kickass πρωταγωνίστρια (οι buddy action movie σκηνές της με τον σημαδεμένο Predator είναι θησαυρός) αλλά όλα τα λεφτά είναι όπως συνήθως το ίδιο το σκηνικό της ιστορίας, με τον Anderson να τοποθετεί τη μάχη στα έγκατα ενός αρχαίου πολιτισμού, σε μια ξεχασμένη από τον πολιτισμό πυραμίδα όπου οι άνθρωποι είναι παγιδευμένοι τόσο από απτούς τοίχους, τούνελ, αρχαίες παγίδες, όσο και από το παιχνίδι κυνηγητού αιώνων ανάμεσα σε θεϊκά, ανώτερα πλάσματα, που εμάς τους ανθρώπους δεν μας βλέπουν καν. Οι σκηνές μάχης είναι ΟΛΕΣ κουλ. Από τη μέση και μετά η ταινία δεν χάνει σε τίποτα.

2. Prey

(Dan Trachtenberg, 2022)

Κι από το πουθενά, μετά το franchise-killer του Shane Black, είμαστε back in business. Το Prey είναι ένα μικρό θαύμα franchise κινηματογράφου, με την έννοια πως πάει κόντρα σε οτιδήποτε μοντέρνα μαρβελικό και στουντιακό και ζει με αφοσίωση σε έναν ολόδικό του κόσμου. Μπορεί να είναι στημένο γύρω από τη δομή και τις ευαισθησίες της πρώτης ταινίας, αλλά από εκεί και μετά λειτουργεί με την ελάχιστη δυνατή αυτοαναφορικότητα, δίχως κλεισίματα του ματιού και easter eggs που αιωρούνται απλά για να χασκογελά το βαριεστημένο κοινό. Η ατάκα «αν ματώνει, μπορούμε να το σκοτώσουμε» όπως κι εμφάνιση ενός όπλου από το φινάλε του Predator 2 λειτουργούν 100% εσωτερικά ως προς την ιστορία του συγκεκριμένου φιλμ– αν το έβλεπε κανείς δίχως να γνωρίζει καν πως υπάρχουν άλλες ταινίες στο ίδιο franchise, δε θα το καταλάβαινε ποτέ.

Αγνό και ζωώδες, το φιλμ λειτουργεί ως περίπου αντικατοπτρισμός του ορίτζιναλ, αυτή τη φορά αφήνοντας του αυτόχθονες να γίνουν τα μάτια μας και να είναι ο φιλμικός κόσμος μας. Η ταινία μας εισάγει στην κοινότητά τους και έχει απόλυτη πίστη στην λειτουργικότητα μιας παλιομοδίτικης, στιβαρής «κανείς στη φυλή δεν πιστεύει σε εμένα» αφήγησης, που μπορεί να ερμηνεύεται εύκολα υπό μια μοντέρνα «you go girl!» σκοπιά όμως στην πραγματικότητα δεν διαθέτει τίποτα μοντέρνο ή χιπ. Παρά πλασάρεται ως αφήγηση κάθε τόπου και εποχής, περιτριγυρισμένη από μια αντι-αποικιοκρατική διάθεση, χωρίς «έλα να γίνουν σύμμαχοι» περισπασμούς, χωρίς φλύαρη μυθολογία και μοντερνιστικό lore.

Τίποτα, απολύτως τίποτα. Υπάρχει μόνο ένα σινεμά απογυνωμένης δράσης, στημένο γύρω από την εντυπωσιακά στιβαρή, ωμή, οργισμένη παρουσία της τρομερής Amber Midthunder (Legion), σε ένα κλασικό «το παιδί απέναντι στον εισβολέα» στόρι. Ο Dan Trachtenberg είχε καταφέρει και με το θαυμάσιο 10 Cloverfield Lane κάτι αντίστοιχα απρόσμενο. Εδώ το κάνει ξανά.

1. Predator

(John McTiernan, 1987)

Το κλασικό φιλμ του McTiernan παραμένει στην κορυφή, όχι επειδή δεν αγγίζουμε τα ιερά ή κάτι τέτοιο, αλλά επειδή ακόμα και το φανταστικό Prey, είναι φανταστικό ως φιλμ χτισμένο γύρω από το ορίτζιναλ. Ο McTiernan είναι μαζί με τον Paul W.S. Anderson οι καλύτεροι σκηνοθέτες αγνής δράσης που έχουν δουλέψει στο franchise, κι αν ο Anderson χορογραφεί καλύτερα την κίνηση, η αίσθηση φιλμικής γεωγραφίας του McTiernan δύσκολα βρίσκει αντάξιο γενικότερα στο σινεμά (συγκρίνεται μόνο με σκηνοθέτες σαν τον Spielberg και τον Fincher).

Η ταινία ακολουθεί ένα μάτσο ματσό στρατιώτες καθώς τους καταπίνει αργά και εφιαλτικά η ζούγκλα, αντιμέτωποι με έναν αόρατο εχθρό που ρίχνει τόσο τις προσωπικές τους ασπίδες, όσο και αποκαλύπτει τις συστημικά εγκληματικές και ανήθικες πρακτικές των εκμεταλλευτών ανωτέρων τους. Από τις πιο συναρπαστικές ταινίες-αντίδραση στην σκιώδη εμπλοκή των ΗΠΑ σε πολέμους και ανατροπές κυβερνήσεων σε όλο τον πλανήτη, όσο και μια άκρως αποτελεσματική σασπένς περιπέτεια που κάνει πολλά με λίγα.

Ο Schwarzenegger είναι ένας ογκόλιθος μεν, αλλά χαρισματικός δε, κάνοντας αυτή τη διαδικασία αποδόμησης ακόμη πιο συναρπαστική από ό,τι θα ήταν ένα απλό κυνηγητό μες στη ζούγκλα. Την ίδια ώρα ο McTiernan με την κάμερά του καταφέρνει να δομεί χώρους δράσης μες στο αδιέξοδο πράσινο, μετατρέποντας τα πάντα σε απειλή και αφήνοντας στο έλεος του τέρατος ένα-ένα τα μέλη ενός αρχετυπικά καταραμένου crew. Μέχρι τέλους, μέχρι τη στιγμή δηλαδή που η πολιτισμική αποσύνθεση έχει φτάσει στο βαθμό που ένας στρατιώτης, κοιτάζει κατάματα τον αόρατο εισβολέα ως ίσος προς ίσο. Μια τέλεια περιπέτεια δίχως την παραμικρή ρυτίδα πάνω της.

*Το Prey κι όλες οι ταινίες του Predator franchise στριμάρουν στο Disney+.