ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Αυτή είναι η τελευταία ερμηνεία του James Gandolfini

Στο εξαιρετικό “The Drop” (“Η Συγκάλυψη”) που βγαίνει στις αίθουσες αυτή τη βδομάδα, ο Τόνι Σοπράνο βλέπει -οριστικά- μαύρο.

Υπό μία έννοια θα ήταν τέλειο αν η τελευταία ερμηνεία του Γκαντολφίνι ερχόταν με το υπέροχο “Enough Said”, που αδίκως δεν απασχόλησε περισσότερο το ευρύ κοινό. Το ρομαντικό δράμα της Νικόλ Χολοφσένερ έβαλε τον μεγάλο ηθοποιό σε ένα ρόλο έξω από το αναμενόμενο- τουλάχιστον για τον κόσμο που τον γνώρισε σχεδόν αποκλειστικά μέσα από τα υποβλητικά του ρουθουνίσματα και τα υπαρξιακού άγχους ξεσπάσματα βίας στο “Sopranos”.

Ο Γκαντολφίνι, αντίθετα με την πρώτη ενστικτώδη σκέψη, δεν πάτησε ιδιαίτερα στη Σοπρανική μανιέρα στη διάρκεια της καριέρας του. Ούτε αρνήθηκε προφανώς τη βαρύτητα αυτού του ρόλου, όμως ανέκαθεν δοκίμαζε και διαφορετικά πράγματα, ιδίως στο σινεμά όπου έγινε και εμφανές πως δε θα έκανε ποτέ καριέρα σταρ πρώτου μεγέθους.

 

Το “Enough Said” ήρθε να βάλει προσωρινή τελεία σε μια καριέρα πιο πολυδιάστατη από όσο μοιάζει σε πρώτη ματιά. Ο Γκαντολφίνι ως Άλμπερτ είναι ευαίσθητος και ανθρώπινος και βαθιά συναισθηματικός με ένα τρόπο που ο Τόνι Σοπράνο δε θα ήξερε ποτέ πώς να είναι. Αγαπάει και δακρύζει και σε κάνει να δακρύσεις. Είναι απλός και χωράει στις διαστάσεις της οθόνης- ενώ ο Τόνι πάντα έμοιαζε να περιορίζεται από αυτές, ήταν πάντα κάτι μεγαλύτερο, εμφατικότερο, έμοιαζε να μη χωράει πουθενά, να είναι κάτι μεγαλύτερο από ένας χαρακτήρας ή μια εικόνα.

Αν το συγκινητικό “Enough Said” ήταν ο Γκαντολφίνι λέγοντας αντίο με μια υπενθύμιση πως ήταν τόσο πολλά περισσότερα, το “The Drop” τότε είναι το υστερόγραφο που σου κλείνει το μάτι και σου θυμίζει, “αλλά να, εδώ στους mean streets ήταν που συνέβησαν όλα.”

To “The Drop” (στις αίθουσες με ελληνικό τίτλο “Η Συγκάλυψη”) ακολουθεί την πορεία δύο χαρακτήρων προς την προσωπική τους κόλαση στους δρόμους του Μπρούκλυν. Όταν ένας μοναχικός μπάρμαν βρεθεί άθελά του μπλεγμένος με κάτι περίεργους χαρακτήρες του υποκόσμου, ο ιδιοκτήτης και ξάδερφός του θα τον πιέσει αρκετά (και με τον κατάλληλο τρόπο) ώστε να ακολουθήσει το σχέδιό του και οι δυο τους να βρεθούν όλο και πιο βαθιά χωμένοι.

Ο μοναχικός μπάρμαν είναι ο Τομ Χάρντι (“Warrior”, “Locke”, “Dark Knight Rises”), ένας από τους πιο πολλά υποσχόμενους ηθοποιούς της γενιάς του. Ο ιδιοκτήτης / ξάδερφος Μαρβ είναι, όπως θα υπέθεσε ήδη κανείς, ο Γκαντολφίνι, ο οποίος πάντοτε έκανε τα στραβά μάτια όταν η ντόπια μαφία χρησιμοποιεί το μπαρ του για παράνομες δραστηριότητες.

Εδώ είναι το κλειδί ωστόσο: Το “Drop” ακούγεται σαν εκατό άλλες ίδιες ιστορίες που έχει δει κανείς. Γι’αυτό ας ξεκαθαρίσουμε το πώς διαφέρει:

Βασίζεται σε μια σύντομη ιστορία του Ντένις Λιχέιν του οποίοι οι προηγούμενες δουλειές που έχουν μεταφερθεί στο σινεμά είναι τα “Mystic River”, “Shutter Island” και “Gone Baby Gone” ενώ έχει στο ενεργητικό του και επεισόδια των “Wire” και “Boardwalk Empire”. Όταν κάπου λοιπόν γράφει Ντένις Λιχέιν, το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να σταθούμε προσοχή και να δώσουμε σημασία. Ξέρει τι κάνει.

Οι κόσμοι που γράφει ο Λιχέιν είναι καθηλωτικά χαρτογραφημένοι. Μπορεί να σου παρουσιάζει μια συνοικία που νιώθεις πως τη γνωρίζεις απέξω κι ανακατωτά από Το Σινεμά, όμως στην πραγματικότητα μιλάει για οικογενειακούς κώδικες και για σύνορα ηθικής και για άγραφους κανόνες που διέπουν τα πάντα. Το μπαρ δεν είναι ένα άψυχο μαγαζί, είναι μια χώρα, έχει τους κατοίκους της, τα ήθη της, εκείνους που θα πέθαιναν γι’αυτή. Έτσι συμβαίνει παντού στο Μπρούκλυν του “Drop”.

Στο μεταξύ, ο αστυνομικός (Τζον Ορτίζ) που ερευνά την όλη περίεργη υπόθεση προσπαθώντας να βγάλει μια άκρη (ενώ ξέρει ξεκάθαρα τι έχει συμβεί, όπως κι εμείς) είναι ένας απλός παρατηρητής, ανήμπορος να επέμβει στη φορά της μοίρας. Οι κύριοι, εκείνοι που ασκούν έλεγχο, είναι οι αρχέγονοι κανόνες του δρόμου και εκείνοι που τους ακολουθούν. Ο καθένας τους είναι ικανός να επέμβει όσο εγώ κι εσύ που παρακολουθούμε.

 

Ο Μίκαελ Ρόσκαμ (του “Bullhead”) σκηνοθετεί δίνοντας μια γήινα νέον απόχρωση στα τεκταινόμενα. Η περιπέτεια δεν είναι υπέρτατα στυλιζαρισμένη ώστε να πάψει να μοιάζει γήινη, αλλά δεν είναι και πεζός ρεαλισμός. Είναι πανέμορφο και χρωματιστό και συναρπαστικό- παρά την σχεδόν απόλυτη απουσία μεγάλων σκηνών δράσης.

Στο μέσο του όλου συστήματος, σε αυτό το νωπά χρωματιστό νουάρ, βρίσκονται οι Χάρντι και Γκαντολφίνι. Ο ένας παίζει απέναντι στον άλλον με κάθε τρόπο.

Ο Γκαντολφίνι είναι βαρύς, απογοητευμένα βαριεστημένος. Είναι ο Τόνι Σοπράνο μια μεγάλη νίκη του FBI αργότερα. Παραδομένος, κάνοντας τα στραβά μάτια σε κάθε τι παράνομο, δίχως πολλή διάθεση. Είναι θαυμάσιος, και είναι θαυμάσιος για μια τελευταία φορά, σε κάτι που μοιάζει με αληθινό επίλογο της καριέρας του.

Απέναντί του ο Χάρντι είναι… απλός. Δε θέλει να πάρει μέρος σε όλο αυτό μα δεν του μένουν και πολλές επιλογές, όπως και συνήθως συμβαίνει όταν το σύστημα σε ποδοπατά. Και είναι εκπληκτικός: Ήρεμος, προσπαθεί να παραμείνει απαγκιστρωμένος μα η συναισθηματική εμπλοκή δε του το επιτρέπει, απλοϊκός μα τόσο σύνθετος κάτω από την επιφάνεια. Κάθε σοκ, κάθε δυνατή στιγμή της ταινίας του ανήκει.

Έρχεσαι σε αυτή την ταινία για τον Γκαντολφίνι, μα μένεις για τον Χάρντι.

Στην πορεία, απολαμβάνεις και τους δύο.

*Το “The Drop” (“H Συγκάλυψη”) βγαίνει στις αίθουσες αυτή την Πέμπτη.