REVIEWS

‘Braindead’: Μυαλά, εξωγήινα ζουζούνια και ‘Good Wife’ πολιτική

H πολιτική σάτιρα από τους δημιουργούς του ‘Good Wife’ με τη Mary Elizabeth Winstead είναι η νέα σειρά σου για αυτό το καλοκαίρι.

Τo ‘Braindead’ ανοίγει με ένα ψηφιδωτό πλάνο από οθόνες ειδήσεων με τον Trump, την Clinton και τον Bernie Sanders σε πρώτο πλάνο να μιλούν ο ένας δίπλα στον άλλον καθώς η σειρά αναρωτιέται, βάζοντάς σε στο παιχνίδι, “πού πήγαν όλα τόσο λάθος;” Η αρχή αυτή μας προδιαθέτει για κάποιο παλιομοδίτικο επικήδειο αρχών που απωλέσαμε, σαν κάτι που θα έφτιαχνε ο Aaron Sorkin ας πούμε, όμως σταδιακά αρχίζει να φαίνεται πως αυτό δεν είναι απαραιτήτως το παιχνίδι της σειράς.

Αλλά πρώτα ας μιλήσουμε για τα εξωγήινα μυρμήγκια που τρώνε τους εγκεφάλους των κατοίκων της Ουάσινγκτον.

Δεν είναι πολύ δύσκολο να δεις τη γραμμή σκεπτικού που οδήγησε δύο οξυδερκείς σεναριογράφους σαν τον Robert και τη Michelle King (δημιουργοί του ‘Good Wife’, με το οποίο το ‘Braindead’ μοιράζεται ουκ ολίγα χαρακτηριστικά στοιχεία αισθητικής και περιεχομένου) στο να φτάσουν μια μέρα στο όριό τους και να πουν, “ε φτάνει πια, οι πολιτικοί αυτής της χώρας πρέπει να έχουν καταληφθεί από χαοτικούς εξωγήινους εισβολείς”. Θέλω να πω, το καταλαβαίνω. Στην Ελλάδα ζω. Στη χώρα που έχει κάνει το ‘Veep’ να χάσει το 30% της σατιρικής αξίας του χάρη στον πολιτικό παραλογισμό διαρκείας που ζούμε.

Οπότε ναι. Εξωγήινα μυρμήγκια που περπατούν σε διάταξη, μπαίνουν στον εγκέφαλο και είτε τον διαλύουν είτε τον αντικαθιστούν με μια νέα, βελτιωμένη, ελεγχόμενη βερσιόν. Γιατί όχι. Εξωγήινα μυρμήγκια – εισβολείς. Αυτό θα εξηγούσε πολλά.

Ή και όχι.

 

Γιατί, και εδώ είναι το κλειδί της όλης υπόθεσης, η πολιτική και ο παραλογισμός ήταν πάντοτε συνοδοιπόροι. Η Ελλάδα, μιας και την ανέφερα, δεν τρελάθηκε ξαφνικά το 2011 ή το 2008 ή το 2015. Τα πάντα ήταν αποτέλεσμα μιας αλυσίδας πολιτικών επιλογών και κοινωνικής ηθικής. Στην Αμερική, για να γυρίσουμε σε εκείνο το πρώτο πλάνο, ο Trump δεν φύτρωσε από τη μια μέρα στην άλλη. Χρειάστηκε να γαλουχηθούν γενιές ολόκληρες πολιτών που πιστεύουν ότι ο πολιτικός λόγος οφείλει να είναι φτηνός, αγενής και ανήθικος (επειδή αυτό εκλαμβάνεται, και μόνον αυτό, ως ειλικρίνεια). Δεν ξύπνησε μια μέρα ο Trump κι είπε, “ας σηκώσουμε ένα τείχος για να κρατήσουμε έξω τους Μεξικάνους κι ας βάλουμε τους Μουσουλμάνους σε μια λίστα (αλλά υστερόγραφο, ο Μοχάμεντ Άλι ήταν ένας σπουδαίος Αμερικάνος ε μη ξεχνιόμαστε)”.

Έχει λοιπόν μεγάλο ενδιαφέρον πώς αυτό το κομμάτι σάτιρας θα παίξει σε μια σειρά σαν το ‘Braindead’, το οποίο δεν προτείνει πως οι Trump του κόσμου υπάρχουν επειδή τους κατέλαβαν εξωγήινα μαμούνια. Ή έτσι νομίζω τουλάχιστον. Νιώθω πως αυτό που βλέπουμε στα πρώτα επεισόδια είναι η αρχή της εισβολής. Ο Trump γεννήθηκε μόνος του, είναι 100% ανθρώπινος. Αντιθέτως η σειρά κάνει κάτι πολύ πιο ενδιαφέρον. Δίνει στους χαρακτήρες που καταλαμβάνονται από τους εξωγήινους, μια αίσθηση συνοχής, μια αίσθηση ελέγχου. Τους δίνουν στόχο, και ψυχραιμία που πριν δεν είχαν.

Ο Red Wheatus, ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής που υποδύεται ο Tony Shalhoub ας πούμε, είναι στην αρχή του πιλότου ένα ανθρώπινο χάος, μεθάει, τη βγάζει στον καναπέ του όλη τη μέρα ενώ η χώρα είναι στα πρόθυρα της κατάρρευσης, είναι σχετικά ανίσχυρος. Είναι άνθρωπος, με άλλα λόγια. Όταν αλλάζει, η αδυναμίες χάνονται και η αποτελεσματικότητά του ξεπερνά κάθε φαντασία. Είναι αυτός ένας τρόπος της σειράς να προτείνει το χάος ως αναπόσπαστα ανθρώπινη αδυναμία;

 

Κάνω τρία βήματα πίσω να το πάρω από την αρχή.

Πρωταγωνίστρια είναι η φανταστική Mary Elizabeth Winstead που “κάποτε έβαφε τα μαλλιά της μπλε”, όπως λέει σε μια σκηνή του πρώτου επεισοδίου, σα να λέει πως έχει περάσει καιρός από τότε που ήταν η Ramona του ‘Scott Pilgrim’, αλλά είναι το ίδιο κορίτσι. Την είδαμε πρόσφατα στο ‘10 Cloverfield Lane’, μια θαυμάσια κλειστοφοβική ταινία ψυχολογικού τρόμου που στηριζόταν σχεδόν όλη πάνω της. Η Winstead μπορεί και να είναι μια από τις αληθινά υποτιμημένες ηθοποιούς της γενιάς της.

Εδώ παίζει την αδερφή του Luke Healy, ενός δημοκρατικού γερουσιαστή, ο οποίος έχει τον έλεγχο της δημοκρατικής πλευράς της γερουσίας. Η Laurel ξεκινά δουλειά στο πολιτικό γραφείο του αδερφού της καθώς αρχίζει η σειρά, μια δουλειά που μισεί, σε μια πόλη που μισεί, χωμένη μες στην πολιτική που επίσης μισεί. Θέλει να γίνει σκηνοθέτης, έχει γυρίσει κάτι ντοκιμαντέρ για απίστευτα θέματα, αλλά τι τα θες, όλοι να ζήσουμε έχουμε ανάγκη. Έτσι πάει στην Ουάσινγκτον στην πιο κρίσιμη πιθανή στιγμή. Όχι, δεν εννοώ την εξωγήινη εισβολή, αν και αυτή επίσης κρισιμότατη μοιάζει. Εννοώ την άλλη κρίση, την καθαρά πολιτική, όπου δημοκρατικοί και ρεπουμπλικάνοι δε μπορούν να συμφωνήσουν για το μπάτζετ της κυβέρνησης με αποτέλεσμα να μην ψηφιστεί τίποτα, η προθεσμία να περάσει, και το κράτος να κλείσει.

Είναι ένα έξοχο σημείο εκκίνησης για ένα πολιτικό δράμα, καθώς αφενός είναι, όπως ήταν και το ‘Good Wife’ εξάλλου, εμπνευσμένο από μια παρολίγο αληθινή συγκυρία (τελικά το κλείσιμο της κυβέρνησης αποφεύχθηκε την τελευταία πιθανή στιγμή) και αφετέρου δίνει στα πάντα μια άμεση αίσθηση σκοπού και σημασίας. Δεν βλέπουμε απλώς ένα δράμα ‘στους διαδρόμους της Ουάσινγκτον’, βλέπουμε ένα δράμα για μια νεοφερμένη που προσπαθεί να κάνει την κυβέρνηση της χώρας της να λειτουργήσει ξανά.

Την ώρα που εξωγήινα μυρμήγκια εισβάλλουν στη Γη. Γιατί συνέχεια το ξεχνάω αυτό;

 

Ναι, τα μυρμήγκια λοιπόν. Σε μια ξεκάθαρη ‘Invasion of the Body Snatchers’ χροιά, οι Kings γράφουν την ιστορία μιας εισβολής στη διάρκεια της οποίας (ακαθόριστα ως τώρα τα κριτήρια), οι μισοί άνθρωποι που καταλαμβάνονται αντικαθιστούν τον εγκέφαλό τους με έναν καινούριο αλλάζοντας προσωπικότητα, και οι άλλοι μισοί πεθαίνουν. Με τον εγκέφαλό τους να σκάει σα μπαλόνι.

Και έχει φυσικά η σειρά πλήρη επίγνωση της σαχλαμάρας της- η σκηνή κλιμάκωσης του πρώτου επεισοδίου [ελαφρύ spoilers λίγων αράδων] κατά την οποία η Laurel συνοδεύει τον δόκτωρα του μουσείου στο ασθενοφόρο απλά για να δει το κεφάλι του να σκάει στα μούτρα της, επαναλαμβάνεται στο previously on του δεύτερου επεισοδίου τόσες φορές (και μάλιστα υπό τους ήχους μιας τραγουδιστά φολκ περίληψης) που θες-δε θες αρχίζεις να γελάς νευρικά.

Η Laurel φυσικά δεν αργεί να καταλάβει ότι κάτι πάει στραβά στην υπόθεση και ειλικρινά πολύ της πήρε κιόλας. Όλοι οι υπό κατάληψοι άνθρωποι τρώνε τα ίδια πράγματα και ακούνε το ίδιο εκνευριστικό ‘80s χιτάκι- όμως πρόσεξε, δεν είναι όλοι ρεπουμπλικάνοι ή όλοι δημοκρατικοί. Αλλά φαίνονται παρόλαυτά να έχουν έναν κοινό σκοπό. Ποιος είναι αυτός δεν ξέρουμε ακόμα, υποθέτουμε η παντελής κατάλυση της χώρας. Είναι άραγε αυτός ο μοναδικός τρόπος να δούμε εκπροσώπως αντιπάλων κομμάτων να εργάζονται μαζί, για έναν κοινό στόχο; Ευχαριστούμε για τον κυνισμό, ‘BrainDead’, τον έχουμε πάντα ανάγκη.

Μαζί με την Laurel δουλεύει ο Gareth, ένας Ρωμαίος για την Ιουλιέτα της, αν ρεπουμπλικάνοι και δημοκρατικοί είναι οι νέοι Μοντέγοι και Καπουλέτοι. Προς το παρόν ο ένας προσπαθεί να παίξει διαρκώς τον άλλον, όμως είναι εμφανές πως υπάρχει και μια αληθινή έγνοια εκεί, μέσα από σκηνές όπως αυτή του ‘tax prom’. Το οποίο tax prom αν υπάρχει είναι φανταστικό πράγμα και μπράβο που υπάρχει και θέλουμε η σειρά να μας συστήσει κι άλλα τέτοια απίστευτα σαχλά αληθινά πράγματα του πολιτικού κόσμου.

 

Είναι εμφανές πως οι δυο τους είναι που θα πρέπει να παραμερίσουν τις πολιτικές τους διαφορές και να σώσουν την Αμερική, όμως η σειρά είναι τόσο διαρκώς απολαυστική που μετά το πρώτο επεισόδιο κάπου παύεις να σκέφτεσαι μελλοντικά, παίζοντας τον έξυπνο, διερωτώμενος τι πάει πού και πόσο μπορεί να συντηρηθεί το τάδει κόνσεπτ. Περνάς απλά πολύ καλά- η σειρά είναι απολαυστικά περίεργη και ακατάπαυστα διασκεδαστική.

Οι Kings έχουν κρατήσει τον David Buckley για συνθέτη, και μαζί τις τηλε-οπερέτες του, μαζί με μια γενική αίσθηση ρυθμού που παραπέμπει τελείως στο “Good Wife”, από τα χρώματα και τη μουσική μέχρι την ισορροπία σάτιρας και δράματος και τις θεματικές αναζητήσεις. (Επίσης η κάρτα των τίτλων αρχής πέφτει και πάλι σε παράλογα προχωρημένο σημείο του επεισοδίου, κάτι 13 και κάτι 18 λεπτά. Νά’ναι καλά οι Kings, τους αγαπώ.)

Αυτή η οπερατική μανία είναι και ο ιδανικός τρόπος να πλαισιώσεις αφηγηματικά μια τέτοια ιστορία. Τα αστεία είναι εκεί, οι χαρακτήρες είναι άμεσα αναγνωρίσιμοι και ενδιαφέροντες και καλοπαιγμένοι, και το δράμα είναι και πάλι υψηλού βεληνεκούς. Μα αυτό που δείχνει πιο καθαρά το πώς θέλει η σειρά να βλέπει τον εαυτό της, ως σαχλή, σκεπτόμενη σάτιρα εισβολής, είναι ο τρόπος που -ενώ είναι ανάλαφρη σε ύφος- δεν παίρνει ελαφρά αυτά για τα οποία μιλά, με όσο cheesy τρόπο κι αν τα απεικονίζει. Και κάνει ενδιαφέροντα πράγματα με την ιδέα της νοητικής κατάληψης, δίχως να ακολουθεί τον σατιρικά προφανέστερο δρόμο του να αποδώσει όλα μας τα δεινά δε μια τέτοια πράλογη εισβολή.

“Πότε σταμάτησαν οι άνθρωποι σε αυτή την πόλη να πιστεύουν σε αυτό που κάνουν;,” αναρωτιέται η  Laurel έχοντας επισκεφθεί το μνημείο του Lincoln με ένα μικρό κορίτσι που θαυμάζει τα μνημεία και τα σύμβολα της χώρας, ενώ χαρακτήρες από την άλλη πλευρά του πολιτικού φάσματος αναπολούν τον Reagan. “Και την εποχή του Lincoln έτσι ήταν,” τρέχει να τη διορθώσει η μικρή, εξαφανίζοντας μεμιάς αβάσιμες ονειροπολήσεις περί Παλιού Καλού Καιρού και θυμίζοντάς της το προφανές. Πώς οι άνθρωποι πάντα ήταν σκληροί, πάντα ήταν ρομαντικοί, πάντα ήταν κυνικοί, πάντα ήταν παράλογοι. Για την πολιτική και κοινωνική μας κληρονομιά δεν ευθύνεται κανένα εξωγήινο μυρμήγκι. Ό,τι πετυχαίνουμε, όπου αποτυγχάνουμε: Eίναι όλα δικά μας.