BREAKING BAD

Breaking Bad, Επεισόδιο 5×13: “To’hajiilee”

Όσα είδαμε στo τέταρτο-από-το-τέλος επεισόδιο του “Breaking Bad”. Spoilers!

Κάθε βδομάδα τέτοια μέρα θα μιλάμε για τα καινούρια επεισόδια της καλύτερης σειράς του φθινοπώρου. Ακολουθούν spoilers για το 13ο επεισόδιο της 5ης και τελευταίας σεζόν.

Ας μοιραστώ μαζί σας την αντίδρασή μου από τη στιγμή που τελείωσα αυτό το επεισόδιο:

Θα ήθελα να μιλήσω για αυτό το επεισόδιο βάσει αυτής της αντίδρασης τώρα. Γιατί είναι ο λόγος για τον οποίο ήταν τόσο μοναδικό αυτό που έφτιαξαν οι Τζορτζ Μάστρας (σενάριο) και Μισέλ Μακλάρεν (σκηνοθεσία). Πριν 2 βδομάδες λέγαμε για το πόσο παράξενο φάνηκε για το “Breaking Bad” να τελειώνει επεισόδιο πάνω στο αποκορύφωμα μιας σκηνής οργής και πανικού, αλλά από ό,τι φαίνεται δεν ήταν τυχαίο. Όσο η σειρά πλησιάζει στο εκρηκτικό της φινάλε, η αίσθηση του χάους διαχύεται σε κάθε δομική της ρωγμή, στα ταραγμένα καδραρίσματα, στον πανικό του Γουώλτ, στις αγωνιώδεις συνευρέσεις- και φυσικά στα απότομα cliffhangers.

Αυτά τα κλεισίματα των επεισοδίων δεν είναι λοιπόν τυχαία. Δεν είναι εκεί για να έχουμε αγωνία και να επιστρέψουμε την επόμενη βδομάδα. (Διότι προφανέστατα θα επιστρέψουμε, δεν χρειαζόταν κάποιο cliffhanger για να μας πείσει σε αυτό το σημείο.) Συμβολίζουν -και κυριότερα, μεταδίδουν- μια ταραχή, ότι τίποτα δεν είναι στη θέση του τακτοποιημένο. Όλα έχουν ξεφύγει από τον έλεγχο.

Ο Τζέσι επιχειρεί να κάψει το σπίτι του Γουωλτ. Τίτλοι τέλους. Ο Γουωλτ βάζει (άθελά του; πληζ!) ένα μάτσο ναζί εμπόρους ναρκωτικών να δολοφονήσουν τον Τζέσι (και μαζί να πάρει η μπάλα τον Χανκ).

Τίτλοι τέλους.

Εκτός του καθαρά λειτουργικού ρόλου που είχε αυτό το πανικόβλητο φινάλε σε μια από τις πιο αγωνιώδεις στιγμές στην ιστορία της σειράς, υπάρχει κι η άλλη παράμετρος, το πώς ο Γκίλιγκαν διαρκώς ανατρέπει κάθε προσδοκία που έχει προηγουμένως χτίσει.

Αναλογίσου αυτό. Οι αναφορές του “Breaking Bad” πάντοτε επέστρεφαν σε μεγάλο βαθμό στο γουέστερν, και αυτό το επεισόδιο ήταν πιο γουέστερν κι από τα γουέστερν από τα οποία αντλεί έμπνευση. Οι πρώτες δύο πράξεις είναι ένα μανιώδες κυνήγι στοιχείων και παρτίδας ‘κρυφτό’ καθώς ο κάθε χαρακτήρας επιχειρεί να ξετρυπώσει τον άλλον μέσα από κολπάκια τύπου ”κάνω έναν αγαπημένο σου να σου τηλέφωνήσει λέγοντας ψέματα για σένα” ή “πείθω κάποιον να μου πει αυτό που θέλω λέγοντας ψέματα ότι τον έχεις καταδώσει”. Τα πάντα κινούνται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Αυτό είναι ένα “Breaking Bad” με πατημένο το γκάζι.

Κι όταν όλοι βρίσκονται σε θέση μάχης, τα πάντα καταλήγουν σε μια μονομαχία στην έρημο. Κι όχι ανάμεσα σε δύο. Αλλά σε τρεις. Σε τέσσερις. Σε πολλούς. Καθένας έχει άλλο λόγο να είναι εκεί, έχει άλλο λόγο να θέλει κάποιον άλλον νεκρό, έχει άλλο κίνητρο να επιτρέψει σε κάποιον να ζήσει. Και μέσα από τους μηχανισμούς πλοκής που έχουμε εξηγήσει στα προηγούμενα κείμενα, η νομιμότητα έχει φύγει απ’το παράθυρο. Είναι ο καθένας για τον εαυτό του, είναι ξερά καουμποϊλίκια. Αυτό που βλέπουμε είναι Λεόνε.

Οπότε γυρνάμε ξανά σε αυτή την τελευταία σκηνή.

Ο Τζέσι είναι εκεί θέλοντας να παρασύρει τον Γουώλτ μακριά απο τη δική του ασφάλεια, κάπου τόσο απομονωμένα όπου δε θα μπορούσε με κανένα μαγικό τρόπο να τους ξεφύγει. Ο Χανκ κι ο Γκόμεζ ακολουθούν το σχέδιό του κι είναι εκεί για να τον προστατέψουν και να πιάσουν τον Γουώλτ.

Ο Γουώλτ είναι εκεί επειδή ο Τζέσι τον απειλεί πως θα λαμπαδιάσει τα λεφτά- και πόσο απίστευτα αγωνιώδης ήταν η σκηνάρα όπου ο Γουώλτ οδηγάει πανικόβλητος να φτάσει στο σημείο, και η φωνή του Τζέσι στο τηλέφωνο δε μοιάζει πια να έρχεται από το τηλέφωνο, αλλά ακούγεται σαν ένα voice-over από τον ουρανό (από την κόλαση, για την ακρίβεια) ή σαν ένας εσωτερικός μονόλογος του Γουώλτ που προσπαθεί να δικαιολογήσει τις πράξεις του στην έξαλλη συνείδησή του. Αυτές οι μικρές λεπτομέρειες είναι που κάνουν όλη τη διαφορά.

Τέλος, οι ναζί είναι εκεί επειδή κάποιος τους έβαλε να είναι εκεί. Ο Γουώλτ δηλαδή. Και όταν αλλάζει γνώμη για την φονική επίθεση στον Τζέσι (και αναγκαστικά, και τον Χανκ), είναι αργά, γιατί οι ναζί θέλουν να κερδίσουν αυτά που τους έχει υποσχεθεί ο Γουώλτ και τώρα είναι έξω από τον έλεγχό του. Υποθέτω όταν χρησιμοποιείς τους ναζί για το συμφέρον σου, μετά δεν πρέπει να απορείς αν ξεφύγουν από τον έλεγχό σου και ρημάξουν τα πάντα, μεταξύ αυτών και εσένα. (#ena_sxolio)

Αυτό που έχουμε εδώ είναι μια πατροπαράδοτη μάχη στην Άγρια Δύση, κυρίες και κύριοι, από αυτές που ξέρεις πως όλα θα πάνε σκατά, και εδώ είναι που επανερχόμαστε στο cliffhanger και οι Γκίλιγκαν, Μάστρας & Μακλάρεν τα αλλάζουν όλα. Λίγο πριν την τελική σκηνή, ο Χανκ τηλεφωνεί στη Μαρί για να μοιραστεί την ευτυχία του για τη σύλληψη του Γουώλτ. Είναι γνωστό σε όποιον έχει δει δυο σειρές στη ζωή του πως τέτοιου είδους ευτυχισμένα happy ends υπάρχουν μόνο για να δώσουν πάσα σε μεγάλες τραγωδίες. Είναι ο γνωστός Κανόνας Τζος Γουήντον: Όταν βλέπεις δυο χαρακτήρες να μοιράζονται την ευτυχισμένη στιγμή που για επεισόδια ή σεζόν κυνηγούσαν, έχε έτοιμα τα softex.

Τη στιγμή που σκάνε από τη γωνία οι έμποροι νεο-ναζί θείοι του Λάντρι/Τοντ, απλά ήξερες πως θα δεις το τέλος του Χανκ. Υπάρχει μια στιγμή αγωνίας όπου δε συμβαίνει τίποτα. Αυτές οι σιωπές σε σειρές που κατά τα άλλα είναι γεμάτες ένταση, είναι οι χειρότερες. Και όταν λέω οι χειρότερες εννοώ οι καλύτερες. Πανικός. Έφαγα όλα μου τα νύχια περιμένοντας, αναπόφευκτα, κάποιος να κάνει την πρώτη λάθος κίνηση.

Όταν αναπόφευκτα ανοίγουν όλοι πυρ, έχουμε ένα δίλεπτο ανταλλαγής πυρών που (απίθανα, για να είμαστε ειλικρινείς) δεν οδηγεί πουθενά. Ο Γουώλτ κρύβεται, ο Τζέσι πάει να το σκάσει, ο Χανκ βρίσκεται ξανά σε μια γνώριμη θέση, που φέρνει στο μυαλό μια αντίστοιχη απίθανη κατάσταση από παλιότερη σεζόν: Όταν του επιτέθηκαν οι δίδυμοι, και γλίτωσε.

Μπορεί να το κάνει και τώρα; Αποκλείεται, έτσι δεν είναι; Περιμένεις απλά να συμβεί. Το ξέρεις ότι θα συμβεί.

Και εκεί ο Γκίλιγκαν ρίχνει τίτλους τέλους. Είναι για να μας κρατήσει σε αγωνία για μια ακόμα βδομάδα αντί για λίγα λεπτά; Είναι για να μη χρειαστεί καν να δείξει αυτό που μέχρι λίγες στιγμές πριν απλά ήμασταν *σίγουροι* ότι θα συμβεί;

Όπως και νά’χει είδαμε ένα από τα πιο πολυεπίπεδα cliffhangers των τελευταίων χρόνων. Κι έχουμε ακόμα τρία επεισόδια. Άει παράτα μας, Βινς Γκίλιγκαν.