© Outnow.ch
REVIEWS

Από Candyman μέχρι Batman: Οι 10 καλύτερες ταινίες που μπορείς να δεις αυτό το ΣΚ

Από την επιστροφή του Candyman μέχρι το εκρηκτικό Bacurau και το Long Halloween του Batman, αυτές είναι 10 κριτικές για τις 10 ταινίες που επιλέξαμε για σένα.

Το φετινό κινηματογραφικό καλοκαίρι θέλει να αποζημιώσει για την ξηρασία της περασμένης χρονιάς. Εδώ και μήνες ο προγραμματισμός στα θερινά, τις αίθουσες και το streaming είναι ασφυκτικός και το ξεσκαρτάρισμα απαραίτητο. Μπορεί αυτή η εβδομάδα να είναι φτωχή τηλεοπτικά, αλλά οι καλές της ταινίες είναι ίσως οι περισσότερες που έχουν μαζευτεί πια από ολόκληρη τη σεζόν. Candyman, Lynch και Kieslowski, Suicide Squad και Batman, Κάννες, και εκλεκτές επιλογές στο streaming.

Από την επιστροφή του Candyman μέχρι το εκρηκτικό Bacurau και το Long Halloween του Batman, αυτές είναι 10 κριτικές για τις 10 ταινίες που επιλέξαμε για σένα:

Candyman

Ένας υπερφυσικός ψυχοπαθής δολοφόνος με γάντζο στη θέση του χεριού του, εμφανίζεται σε όποιον κάτοικο της γειτονιάς Cabrini-Green στο Σικάγο έχει το κουράγιο να πει το όνομά του πέντε φορές συνεχόμενα μπροστά στον καθρέφτη: Candyman.

Η Nia DaCosta (Little Woods), μαζί με τον Jordan Peele του Get Out και τον Win Rosenfeld στο σενάριο, χτίζουν την ταινία τους αποδομώντας μία προηγούμενη. Το Candyman του Bernard Rose από το 1992 που τότε είχε γράψει ιστορία ως ταινία τρόμου με villain (ή καλύτερα αντι-ήρωα) έναν μαύρο πρωταγωνιστή, υπήρξε ταυτόχρονα προϊόν της εποχής του. Εδώ, στο πνευματικό του σίκουελ, ο πραγματικός villain είναι η ιστορία της βίας εναντίον των Αφροαμερικανών, σε τόσες, μα τόσες εκφάνσεις της: το διαγενεακό τραύμα τους, την αστυνομική βιαιότητα, την εμπορευματοποίηση του μαύρου πόνου και -μία θεματική που κερδίζει ολοένα έδαφος στις αφηγήσεις μαύρων δημιουργών όπως θα δεις παρακάτω στη λίστα- την ανάπλαση περιοχών που το ίδιο το σύστημα είχε γκετοποιήσει για να τις «εξευγενίσει» αργότερα και να προσελκύσει το (λευκό κυρίως) χρήμα. Είναι ένα τρομερά φιλόδοξο εγχείρημα που βρίθει ιδέες και δε μπορεί να τις εκτελέσει όλες εξίσου καλά, όμως ούτως ή άλλως η ταινία ενδιαφέρεται περισσότερο για τις ερωτήσεις που έχει την ευκαιρία να κάνει παρά για βολικές απαντήσεις.

Στο κέντρο της ιστορίας βλέπουμε ένα νέο ζευγάρι, τον εικαστικό καλλιτέχνη Anthony (Yahya Abdul-Mateen II) και τη διευθύντρια γκαλερί (Teyonah Parris). Η αγωνία του Anthony να εδραιωθεί στην καλλιτεχνική σκηνή του Σικάγο τον ωθεί σε μια μακάβρια συναλλαγή, με ανταλλάγματα που ανοίγουν τις πύλες σε ένα πολύπλοκο παρελθόν, απειλούν την πνευματική του ισορροπία, και οδηγούν σε ένα νέο κύμα βίας και τρόμου που εξαπλώνεται.

Η τέχνη της DaCosta τρυπώνει παντού. Καδράρει πύργους, ορίζοντες και διαδρόμους με μία σουρεαλιστική αποσύνδεση που κάνει την αστική τοπογραφία ολοένα και πιο ανησυχητική. Απροσδόκητες οπτικές και νωχελικά ζουμ συνοδεύονται από ένα υπόκωφο, αφηρημένο μουσικό σκορ που ζαλίζει κατά τη διάρκεια κάθε σφαγής στην ταινία. Μπορεί η πραγματική φύση του Candyman να έχει αλλάξει, όμως οι λάτρεις του τρόμου που θα έρθουν για το αίμα θα το δουν να ξεχειλίζει.

Και το “say his name” που επαναλαμβάνεται συνεχώς τόσο στην ταινία, όσο και στο μάρκετινγκ της, δεν είναι απλώς ένα κόλπο σχεδιασμένο για να κάνουμε τη σύνδεση με τον George Floyd. Η ταινία χρησιμοποιεί την έκφραση με σκοπό που καθρεφτίζει μέσα από τις τεχνικές της. Τα ονόματα των μαύρων ανδρών στην ιστορία του Cabrini που δολοφονήθηκαν βρίσκουν τις δικές τους σύντομες αλλά επίμονες δοξολογίες. Μία πιο ζοφερή εκδοχή του ποπ ακτιβισμού του Spike Lee.

Μέχρι το ισχυρό φινάλε του, το νέο Candyman υποδηλώνει πως όχι μόνο πρέπει καμιά φορά να να καλούμε αυτό που φοβόμαστε, αλλά πρέπει να βρίσκουμε τρόπους να το αντιμετωπίζουμε.

Η ταινία κυκλοφορεί στις αίθουσες.

Bacurau

Το Cinema Novo εκπέμπει ακόμα στη Βραζιλία του Jair Bolsonaro. Ο Kleber Mendonça Filho του εκπληκτικού Aquarius και ο Juliano Dornelles (διευθυντής σκηνογραφίας του Filho σε προηγούμενες δουλειές του) συνεργάζονται ξανά με τη Sônia Braga και παραδίδουν ένα κοινωνικοπολιτικό φιλμ που αρνείται με αυτοπεποίθηση την κατηγοριοποίηση.

Όσο ακόμα θρηνούν τον χαμό της μητριάρχη τους, Carmelita, οι κάτοικοι του μικρού, φτωχού χωριού της επαρχιακής Βραζιλίας, Bacurau, συνειδητοποιούν ότι η κοινότητά τους έχει εξαφανιστεί από τους περισσότερους χάρτες. Τα κινητά τους πια δεν έχουν σήμα, στο χωριό καταφθάνουν μυστηριώδεις επισκέπτες, και ένα εξωγηινοφανές drone τούς παρακολουθεί από ψηλά. Υπάρχουν δυνάμεις εκεί έξω που θέλουν να τους εξοστρακίσουν από τον τόπο τους, αλλά οι κάτοικοι θα κοιτάξουν να τον προστατεύσουν με κάθε κόστος. Ακόμα και με τη χρήση μίας ψυχότροπης ουσίας.

Το φιλμ που είχε πάρει το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής του Φεστιβάλ Καννών και που έχουμε ήδη συμπεριλάβει στις καλύτερες ταινίες προηγούμενων σεζόν από το POP για τις Δύσκολες Ώρες, είναι μία βαθιά πολιτική ταινία που ξεκινάει αθόρυβα και καταλήγει σε μία καθαρτήρια αιματοχυσία ενός χαοτικού φινάλε. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι μία πολιτική ταινία μπορεί να γίνει τόσο εκρηκτικά διασκεδαστική όσο γίνεται το Bacurau. Αν η κληρονομιά του αμερικανικού western απ’ όπου αντλεί έμπνευση -μαζί με τον τρόμο του John Carpenter και του Wes Craven (ο πρώτος είχε βραβευτεί τιμητικά κιόλας στις ίδιες Κάννες), τους Επτά Σαμουράι του Akira Kurosawa, την περιπέτεια και το sci-fi μεταξύ άλλων- αποδεικνύει κάτι, είναι αυτό. Το Bacurau όμως δεν αντικατοπτρίζει απλώς αυτήν την κληρονομιά. Η εύθυμη οργή του την ξεπερνά.

Η ταινία κυκλοφορεί στις αίθουσες.

M*A*S*H*

Αν και εξαιρετικά ικανοί και αφοσιωμένοι, τρεις χειρούργοι στον Πόλεμο της Κορέας υιοθετούν έναν ξεκαρδιστικό, τρελό τρόπο ζωής ως αντίδοτο στις τραγωδίες που αντικρίζουν στο κινητού νοσοκομείο όπου υπηρετούν. Στην πορεία θα εξοργίσουν τους γραφειοκράτες του στρατού.

Κορυφαία στιγμή στην καριέρα του «αντικομφορμιστή» Robert Altman -όπως τον αποκαλούσε κάποτε το Hollywood- που εδώ τόλμησε, ανέτρεψε, και έφτιαξε μία μαύρη κωμωδία οδυνηρά αστεία και ως σήμερα επίκαιρη, εκφράζοντας το επαναστατικό πνεύμα των ‘70s. Το M*A*S*H* είναι η υπογραφή του Altman στο αρχικό της στάδιο, αλλά σπανίως έχουμε δει καλύτερη κωμωδία για την εξέγερση ενός ανθρώπου απέναντι στον θάνατο έκτοτε.

Η ταινία κυκλοφορεί στις αίθουσες.

Τρία Χρώματα: Η Λευκή Ταινία

Ο Πολωνός μετανάστης Karol Karol (Zbigniew Zamachowski) βρίσκεται εκτός γάμου, εργασίας και χώρας όταν η Γαλλίδα σύζυγός του, Dominique (Julie Delpy), τον χωρίζει μετά από έξι μήνες λόγω σεξουαλικής ανικανότητας. Αναγκασμένος να εγκαταλείψει τη Γαλλία μετά την απώλεια της επιχείρησης που είχαν από κοινού, ο Karol επιστρατεύει τον ομογενή Πολωνό Mikolah (Janusz Gajos) για να τον μεταφέρει λαθραία πίσω στην πατρίδα τους. Αφού επιστρέφει με επιτυχία, ο Karol αρχίζει να χτίζει τη νέα του ζωή, χωρίς όμως να ξεχνά ποτέ την παλιά του.

Όπως όλα τα έργα του Krzysztof Kieslowski, έτσι και η Λευκή Ταινία αρθρώνει μία ολόκληρη γλώσσα αισθήσεων, εικόνων, ειρωνείας και μυστηρίου χωρίς αναλυτικούς διαλόγους. Παρότι θεωρήθηκε μία από τις ελαφρές δημιουργίες του, το φιλμ πλημμυρίζει από την ανθρώπινη διάσταση. Και η αντικαπιταλιστική σάτιρα που τροφοδοτεί την πορεία του Karol παραμένει το πιο ικανοποιητικό μέρος του.

Η ταινία κυκλοφορεί στις αίθουσες.

The Elephant Man

Ο David Lynch είναι τόσο συσχετισμένος με τη διαστροφική America, που είναι εύκολο να ξεχάσει κανείς ότι η πρώτη του μεγάλη επιτυχία είχε τοποθετηθεί στο Βικτωριανό Λονδίνο και επιστράτευε μία αφρόκρεμα βρετανικού ταλέντου.

Γεννημένος με εκ γενετής δυσμορφία, ο Merrick (John Hurt σε tour de force ερμηνεία) χρησιμοποιεί την παραμόρφωσή του για να κερδίζει τα προς το ζην ως «Άνθρωπος Ελέφαντας» σε παραστάσεις τσίρκου. Εκεί τον είδε για πρώτη φορά ο Δρ. Frederic Treves (Anthony Hopkins). Ο γιατρός τον παίρνει σπίτι του για να ανακαλύψει πως ο Merrick, με την ευαίσθητη ψυχή του, θα μπορούσε να δώσει ένα μάθημα αξιοπρέπειας στη ανώτερη κοινωνική τάξη της εποχής στη Βρετανία. Πρωταγωνιστεί επίσης η Anne Bancroft.

Έξοχο, διακριτικά ειρωνικό, χωρίς τις καθιερωμένες περιστροφές του Lynch για όσους τις φοβούνται, το Elephant Man διατηρεί κάποια από τα αγαπημένα tropes του δημιουργού του: από την αίσθηση του ύπουλου τρόμου ως τη γοητεία με το γκροτέσκ.

Η ταινία κυκλοφορεί στις αίθουσες.

Batman: The Long Halloween, Part Two

Εμπνευσμένο από την εμβληματική ιστορία των Jeph Loeb και Tim Sale στα ‘90s της DC, το Batman: The Long Halloween συνεχίζεται με το Part Two καθώς ο Holiday Killer είναι ακόμα ελεύθερος. Και με τον Bruce Wayne υπό το ξόρκι της Poison Ivy, ο Batman δεν είναι πουθενά. Απελευθερωμένος από έναν απίθανο σύμμαχο, ο Bruce ανακαλύπτει γρήγορα τον πραγματικό ένοχο: το αφεντικό της Poison Ivy, Carmine Falcone. Με τις τάξεις του αποδεκατισμένες από τον Holiday KIller, ο Falcone έχει αναγκαστεί να συνεργαστεί με τους γνωστούς απατεώνες της Gotham.

Στο μεταξύ ο Harvey Dent μάχεται σε δύο μέτωπα: από τη μία για να σταματήσει τον πόλεμο των μαφιόζων και από την άλλη για να σώσει έναν καταδικασμένο γάμο. Μετά από μια επίθεση που τον αφήνει παραμορφωμένο, ο Εισαγγελέας εξαπολύει τη δυαδικότητα προσπάθησε να καταστείλει όλη του τη ζωή και γίνεται ο Two-Face σε ένα κυνήγι εκδίκησης.

Το Part Two οδηγεί με συναρπαστικό τρόπο το πασίγνωστο έπος της DC στο φινάλε του, με ακόμα περισσότερες έξοχες ερμηνείες από το καστ του. Στα highlights η Naya Rivera ως Catwoman.

Η ταινία στριμάρει στο Vodafone TV.

The Souvenir

Η Joanna Hogg δε φοβήθηκε ποτέ το σκοτάδι μέσα στις σχέσεις που φαινομενικά είναι, ή θα έπρεπε να είναι, οικείες. Στο Archipelago (2010) έφτιαξε ένα πορτρέτο μίας οικογένειας, τόσο ραγισμένο όσο και τα μοναχικά νησιά Scilly που είχαν επισκεφθεί για τις διακοπές τους. Στο Exhibition (2013) είχε τοποθετήσει ένα ευερέθιστο ζευγάρι σε μία μονοκατοικία προς πώληση που έμοιαζε να έχει σχεδιαστεί για να τους κρατήσει χωρισμένους.

Η ημι-αυτοβιογραφική ταινία -στην οποία ο Martin Scorsese εκτέλεσε χρέη συμπαραγωγού- δίνει χώρο στη γέννηση μίας γυναίκας καλλιτέχνη όταν τόσο συχνά αυτός αφιερώνεται στους άνδρες δημιουργούς, στην ανάπτυξη μίας νεαρής γυναίκας μέσα από την πρώτη της τραυματική σχέση -και το πώς μία τέτοια εμπειρία μπορεί να τροφοδοτήσει την τέχνη- και στην εξερεύνηση των αναμνήσεων: την εξάρτησή μας από τις καλές στιγμές όταν οι σχέσεις μας μεταλλάσσονται ή δείχνουν το αληθινό τους πρόσωπο. Πολλές από τις σκηνές της ταινίας ξεδιπλώνονται όπως σκισμένες σελίδες ημερολογίου.

Κέντρο της ιστορίας είναι μία ντροπαλή αλλά φιλόδοξη φοιτήτρια κινηματογράφου (Honor Swinton Byrne) αρχίζει να βρίσκει την καλλιτεχνική της φωνή όσο βρίσκεται σε σχέση με ένα χαρισματικό αλλά αναξιόπιστο άντρα (Tom Burke). Αψηφά την προστατευτική της μητέρα (Tilda Swinton) αλλά και όσους φίλους της ανησυχούν, και γλιστρά όλο και πιο βαθιά σε μία χειριστική σχέση που απειλεί τα όνειρά της. Πριν φτάσει στο Netflix, το φιλμ της Joanna Hogg βραβεύτηκε από το Φεστιβάλ Sundance, συνέχισε την επέλασή του σε άλλα παγκόσμια φεστιβάλ και βραβεία κριτικών, και είχε φέτος το sequel του στο Φεστιβάλ των Καννών.

Η ταινία στριμάρει στο Netflix.

The Last Black Man in San Francisco

Έναν τύπο που κάνει κάθε τόσο μικροαλλαγές στο βικτωριανό σπίτι που ανήκε κάποτε στον παππού του. Όταν το σπίτι αδειάζει από ενοίκους μάλιστα, αποφασίζει να το διεκδικήσει με έναν παραδοσιακό τρόπο – την κατάληψη. Σε αυτό θα τον βοηθήσει ο κολλητός του φίλος, Mont (Jonathan Majors), με τους δυο τους να ξεκινούν μία συγκινητική οδύσσεια που τους συνδέει με το παρελθόν τους, ακόμα κι όταν δοκιμάζει τη φιλία τους ή την αίσθηση του ανήκειν στο μέρος που αποκαλούν σπίτι.

Μετά το Blindspotting και πριν από το νέο Candyman, το Last Black Man in San Francisco είναι μία ακόμα ταινία που καταπιάνεται με τις επιπτώσεις της ανάπλασης της Bay Area, κυρίως μέσα από το πρίσμα των διαφυλετικών σχέσεων. Ένα ακόμη κοινό θέμα μεταξύ των δύο αυτών ταινιών είναι η εξερεύνηση των συγκρούσεων, εσωτερικών και μη, που προκύπτουν από την αρρενωπότητα, συνοδευόμενες από την επιθυμία να την καταπολεμήσουν. Εκτός από τη διερεύνηση της στεγαστικής κρίσης δηλαδή, η ταινία βρίσκει το κέντρο της στη φιλία δύο ανδρών, των οποίων ο δεσμός προσπερνά κάθε ανάγκη για προσποίηση μαγκιάς.

Τόσο ψυχογράφημα όσο και mood piece, το Last Black Man in San Francisco στο Netflix είναι μία αστεία, ευαίσθητη και οξυδερκής περιήγηση στη φούσκα μίας αναβαθμισμένης πόλης. Θα μπορούσες να το δεις και ως μία ρομαντική κομεντί όπου ο ένας από τους ενδιαφερόμενους είναι ένας άνθρωπος και ο άλλος ένα σπίτι.

Η ταινία στριμάρει στο Netflix.

Little Women

Η υποψήφια για Όσκαρ με το Lady Bird, Greta Gerwig, καταπιάνεται με έναν ογκόλιθο της αμερικανικής λογοτεχνικής και όχι μόνο κουλτούρας και το αποτέλεσμα είναι αριστουργηματικό. Οι Μικρές Κυρίες της Louisa May Alcott ακολουθούν τέσσερις αδερφές και τη μητέρα τους στην Αμερική του Εμφυλίου Πολέμου όσο μεγαλώνουν, όσο ωριμάζουν, όσο μαθαίνουν, όσο μένουν στάσιμες, όσο πληγώνουν και πληγώνονται, όσο γελάνε και πηγαίνουν παρακάτω. Οι Μικρές Κυρίες της Gerwig έχουν το ίδιο πνεύμα όσον αφορά την αναπαράσταση της καθημερινότητάς τους, με μία ζωτικής σημασίας διαφοροποίηση που ενισχύει την καρδιά στη δημιουργία της Alcott. Διάβασε εδώ γιατί πρόκειται για μία ριζοσπαστική μεταφορά λογοτεχνίας στο σινεμά και μία από πιο άδικες χασούρες του Όσκαρ Διασκευασμένου Σεναρίου.

Η ταινία στριμάρει στο Netflix.

The Suicide Squad

Το Suicide Squad του James Gunn δεν έχει καμία διάθεση να εξηγήσει τη θέση του στο Extended Universe και ούτε θα έπρεπε. Ο σκηνοθέτης των Guardians of the Galaxy λογίζει τη συγκεκριμένη ταινία ως την πιο ευτυχισμένη εμπειρία της καριέρας του και βλέποντας το μπλοκμπάστερ βλέπει πανεύκολα κανείς γιατί. Αυτό το Suicide Squad, σε αντίθεση με το φρανκενστάιν-έκτρωμα που προηγήθηκε το 2016, εκρήγνυται από συναίσθημα για τους ήρωές της. Κι ας φαίνεται στην αρχή ότι τους θεωρεί τόσο αναλώσιμους όσο και η Amanda Waller.

Η Waller ζητά από μία ανανεωμένη Task Force X να μεταβεί στο απομακρυσμένο, εχθρικό νησί Corto Maltese υπό τις οδηγίες του Rick Flag, για να εκτελέσει μία μυστική αποστολή. Να βρει και να καταστρέψει τις εγκαταστάσεις της φυλακής-εργαστηρίου Jotunheim που χτίστηκε στο νησί από τους Ναζί. Το Corto Maltese στο μεταξύ κυβερνάται από τον Στρατηγό Silvio Luna, έναν άνδρα ξεφορτώθηκε την προηγούμενη δικτατορία για να στήσει τώρα τη δική του, όμως βρίσκει αντίσταση από μία ομάδα ανταρτών που ηγείται η Alice Braga ως Sol Soria. Ο ερχομός της Suicide Squad συμβάλλει στο ήδη υπάρχον χάος στο νησί, με τον Gunn να τραβάει το χαλί από κάθε είδους ασφάλεια που μπορεί να δημιουργεί η ύπαρξη δυνάμεων και υψηλών ικανοτήτων στην ομάδα: Όλοι τους βρίσκονται σε αληθινό κίνδυνο και όλοι τους μπορούν να πεθάνουν.

H ταινία είναι ένας εορτασμός του παράλογου που αγκαλιάζει τις αναρχικές αρετές των κόμικ, αναδεικνύοντας όσα μπορεί να είναι μία υπερηρωική ταινία όταν της επιτρέπεται η αγνή ζωηράδα και η συνείδηση. Υπάρχει, μάλιστα, μία απόπειρα σχολιασμού του παρεμβατισμού των Ηνωμένων Πολιτειών σε άλλες χώρες που, παραδόξως, δε μένει μόνο σε υπόνοιες. Είναι μισοψημένη – και το The Suicide Squad γενικώς δεν έχει κάποιο πολύ ξεκάθαρο νόημα – αλλά υπάρχει κάτι να πει κανείς για μία τόσο mainstream ταινία, στο παρόν χολιγουντιανό σύστημα υψίστης ανασφάλειας, όταν είναι διατεθειμένη να μιλήσει για τέτοιες εμπλοκές των Η.Π.Α.

Η ταινία έχει ήδη κυκλοφορήσει, αλλά την υπενθυμίζουμε.