ΣΙΝΕΜΑ

‘Cuties’: Γιατί έχει ξεσπάσει πόλεμος ηθικής για μια ταινία του Netflix;

Η πρεμιέρα της βραβευμένης γαλλικής ταινίας ‘Cuties’ έχει γίνει αντικείμενο συζήτησης μέχρι κι ανάμεσα σε Αμερικάνους γερουσιαστές.

«Στη διάρκεια της έρευνάς μου γνώρισα όλα αυτά τα νεαρά κορίτσια που είναι πολύ εκτεθειμένα στα social media», λέει η Γαλλο-Σενεγαλέζα σκηνοθέτης Maïmouna Doucouré εξηγώντας την προέλευση του σκηνοθετικού της ντεμπούτου. «Με τους νέους social κώδικές, ο τρόπος που παρουσιάζεις τον εαυτό σου αλλάζει. Είδα κάποια πολύ νεαρά κορίτσια που τα ακολουθούσαν 400,000 άνθρωποι στα social και προσπάθησα να καταλάβω το γιατί. Δεν υπήρχαν ιδιαίτεροι λόγοι, πέρα από το γεγονός πως είχαν ποστάρει σέξι ή έστω πολύ αποκαλυπτικές φωτογραφίες: Αυτό είναι που τους είχε φέρει αυτή τη φήμη».

Αυτό είναι που την οδήγησε στη δημιουργία ενός βραβευμένου Γαλλικού φιλμ του φεστιβαλικού στερεώματος που, χάρη σε μια απίθανη ακολουθία γεγονότων, την έφερε στο επίκεντρο ακόμα και των πολιτικών διαξιφισμών(!) στις ΗΠΑ.

Το Netflix, που αγόρασε τα παγκόσμια δικαιώματα της ταινίας μετά τη βράβευσή της στο Φεστιβάλ Σάντανς, πόσταρε πριν λίγες μέρες μια συνέντευξη με τη σκηνοθέτη, όπου εξηγεί το «βαθύτατα φεμινιστικό» μήνυμα του έργου της- μια ιστορία άγριας, απότομης ενηλικίωσης ενός γκρουπ νεαρών κοριτσιών ανάμεσα στο παραδοσιακό τους οικογενειακό περιβάλλον και την στρεβλή λάμψη της social δημοσιότητας.

Φτιαγμένο ως κριτική απέναντι σε μια κοινωνία συνηθισμένη να σεξουαλικοποιεί κορίτσια από μικρές ηλικίες, και στο πώς τα social media καθιστούν κάθε τέτοιο ένστικτο λίγο-πολύ ανεξέλεγκτο, το φιλμ βρέθηκε στο κέντρο ενός culture war τυφώνα χάρη σε μια άθλια αρχική πρόμο καμπάνια από το ίδιο το Netflix, που τώρα με βίντεο σαν το παραπάνω προσπαθεί να καλμάρει τις αντιδράσεις.

Η προσέγγιση του Netflix απέναντι στο περιεχόμενό του ήταν βέβαιο πως κάποια στιγμή θα οδηγούσε σε ένα τέτοιο φαινόμενο, κι όταν λέω του Netflix εννοώ κατ’επέκταση όλης της ιντερνετικής κουλτούρας ‘περιεχομένου’, όπου ό,τι παράγεται είναι απλώς κρέας στη μηχανή κιμά των κλικς. Δεν έχει σημασία το context, όλο το ίντερνετ είναι πλέον ένα ξέφραγο context, δίχως καθοδήγηση ή δομή ή προσπάθεια εκπαίδευσης.

Το Netflix, σαν κάθε άλλη ιντερνετική clickbait μηχανή, έκανε αυτό που ξέρει να κάνει: Προσπάθησε να πουλήσει την ταινία σε όλο του το κοινό, που θα πει σε όλο το ίντερνετ. Προφανώς δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει- πρόσφατα σχολιάζαμε με φίλους πόσο αστείο είναι να βλέπουμε στο top-10 της πλατφόρμας την ταινία ‘An Easy Girl’ της Rebecca Zlotowski, ένα Γαλλικό φιλμ ενηλικίωσης από το περσινό Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών των Καννών, ακουμπημένο από το Netflix ανάμεσα σε διάφορους soft erotica τίτλους που streamαρουν σαν τρελοί εκεί. Η υπόσχεση εκεί είναι ανάμεσα στις γραμμές- αλλά είναι εκεί. Το κατά πόσο εκπληρώνεται το καταλαβαίνει κανείς εύκολα: Στο Rotten Tomatoes η ταινία έχει 95% από την κριτική και 46% από το κοινό αυτή τη στιγμή.

Η αρχική καμπάνια για το ‘Cuties’ ήταν ο ορισμός του άνιωθου clickbait: Μια αφίσα και μια περιγραφή που κάνουν την ταινία να φαίνεται ακριβώς το οποίο φτιάχτηκε ώστε να κριτικάρει. Και στην α-context-ική ιντερνετική μαζικότητα, οι υποσημειώσεις και οι αστερίσκοι φυσικά και δεν ταξιδεύουν ποτέ παρέα με τα viral memes ή τα χιλιάδες οργισμένα retweets. Αυτό που μεταδίδεται είναι το ψήγμα πληροφορίας, και το ψήγμα πληροφορίας ήταν αυτό:

Η ταινία έγινε στόχος ιντερνετικής οργής με κόσμο (που φυσικά δεν είχε δει την ταινία, που σε αυτό το σημείο είχε παιχτεί μόνο σε Φεστιβάλ) να απειλεί να μποϊκοτάρει το Netflix, στέλνοντας ταυτόχρονα κύματα οργής προς την Γαλλο-Σενεγαλέζα σκηνοθέτη. Όπως αναφέρει το Vulture, η αρχική περιγραφή που συνόδευε την παραπάνω τραγική αφίσα, ήταν πως «Η Έιμι, 11, συναρπάζεται με μια twerking χορευτική ομάδα. Ελπίζοντας να γίνει μέλος της, αρχίζει να εξερευνά την θηλυκότητά της, αγνοώντας τις παραδόσεις της οικογένειάς της». Το Netflix γρήγορα τα μάζεψε, αλλάζοντας την αφίσα και το focus της περιγραφής, αλλά ήταν αργά- το φιλμ είχε ήδη φτάσει σε λάθος μέρη, με τον λάθος τρόπο.

Πριν λίγες μέρες το φιλμ κυκλοφόρησε πράγματι, ξεσηκώνοντας νέο γύρο διαμαρτυριών. Οι, εκτός φεστιβαλικής φούσκας πλέον, κριτικές είναι και πάλι κατά βάση θετικές, ενώ σαφώς υπάρχουν και αρκετές πιο αβέβαιες, που ερευνούν το κατά πόσο το φιλμ πετυχαίνει κατασκευαστικό τον στόχο του. Η πρόθεση ωστόσο της Doucouré δεν αμφισβητείται, ακόμα και στα πιο αρνητικά κείμενα.

Ο Bilge Ebiri του Vulture χαρακτηρίζει την ταινία “ένα συγκινητικό δράμα ενηλικίωσης”. Στο RogerEbert.com η Monica Castillo γράφει για το πώς στην τέχνη “η καταγραφή δεν σημαίνει επιδοκιμασία”, κάτι που κάπως πρέπει να εννοείται αλλά από την άλλη ακόμα συζητάμε αν ο Scorsese εγκρίνει τη συμπεριφορά του Jordan Belfort στο ‘Wolf of Wall Street’. H κουλτούρα της κυριολεξίας στην τέχνη συναντά την κουλτούρα της out of context ιντερνετικής εξάπλωσης, και voila.

Αλλού, το ScreenDaily γράφοντας τον Γενάρη από το Σάντανς ήταν λιγότερο ενθουσιασμένο με το φιλμ, λέγοντας πως «η Doucoure θέλει να γίνει επικριτική αλλά αποτυγχάνει ακριβώς επειδή προσπαθεί υπερβολικά», μια legit κατηγορία εναντίον της ταινίας που βρίσκεται στο απέναντι άκρο αυτού που της προσάπτουν αβλεπί οι κατήγοροί της: Ότι είναι υπερβολικά προφανής στο “κατηγορώ” της ώστε να καταλήγει δραματουργικά επίπεδη.

Σε ένα πολύ ενδιαφέρον αμφιταλαντευόμενο κείμενο, συζητιέται η θέση του φιλμ ανάμεσα σε αμέτρητες άλλες παραγωγές που μετατρέπουν άθελά τους ή μη, τον θεατή σε voyer. Αλλά ταυτόχρονα, καταλήγει, «είναι πνευματικά ανειλικρινές να σκεφτείς πως μια γυναίκα που δημιουργεί ένα σχόλιο πάνω στην υπερσεξουαλικοποίηση είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα με την εκμετάλλευση δύναμης πάνω σε ανθρώπους», που επικρατεί στην κοινωνία γενικότερα και στη βιομηχανία του θεάματος, ειδικότερα.

Η ίδια η Doucoure δημιουργώντας το φιλμ χρησιμοποίησε ψυχολόγους για να υποστηρίξει τα παιδιά πάντα με τους γονείς δίπλα, πολλοί από τους οποίους όπως λέει, είναι κι οι ίδιοι ακτιβιστές. Το φιλμ, σύμφωνα με μια συνέντευξή της στο Cineuropa, πηγάζει από ερωτήματα που κι η ίδια μεγαλώνοντας είχε πάνω στην ίδια της τη θηλυκότητα και τη θέση της ανάμεσα σε δύο κουλτούρες, τη Σενεγαλέζικη παράδοση και την δυτική κοινωνία στην οποία ζούσε πλέον.

«Αλλά χρειαζόμουν την 2020 εκδοχή αυτής της νεότητας, οπότε για ενάμιση χρόνο μιλούσα με γκρουπ νεαρών κοριτσιών, σε σχολεία ή όταν οργανισμοί μου το επέτρεπαν». Μιλούσε μαζί τους πάντα με την έγκριση των γονιών, και μάζευε ιστορίες για να μάθει «πού τοποθετούσαν τους εαυτούς τους στην κοινωνία, ως κορίτσια, ως μελλοντικές γυναίκες- πώς τοποθετούσαν τους εαυτούς τους στην κοινωνία με τις φίλες τους, με τις οικογένειές τους, στο σχολείο τους ,στα social δίκτυά τους. Αυτές οι ιστορίες γέννησαν το ‘Cuties’».

Αυτές είναι πτυχές που φυσικά κονιορτοποιούνται όταν κάτι -ειδικά τόσο ξένο στην αμερικάνικη mass κουλτούρα όσο ένα Γαλλικό φιλμ ενηλικίωσης γυρισμένο από μια μαύρη γυναίκα- γίνεται αντικείμενο δημόσιου πολέμου. Αυτή τη στιγμή, το θέμα έχει γιγαντωθεί τόσο πολύ που τοποθετούνται (δηλαδή καταδικάζουν) δημόσια άνθρωποι σαν τον ρεπουμπλικάνο γερουσιαστή του Τεξας Ted Cruz, εξαπολύοντας επίθεση κατά του Netflix, πασπαλισμένη με λίγη από ηθική οργή κατά των “cultural elites” και με λίγο από fake news (ο Cruz ανέφερε ψευδώς πως η ταινία περιλαμβάνει γυμνό).

Καθώς είναι απλώς θέμα χρόνου μέχρι η ταινία να γίνει σημείο αναφοράς κι από τον ίδιο τον Trump (που πιθανότατα θα την χαρακτηρίσει “show” γιατί δεν έχει ιδέα κι ούτε τον νοιάζει αν είναι ταινία ή τι είναι γενικότερα), η καριέρα της Doucoure μοιάζει διαλυμένη λίγους μήνες μετά από τον θρίαμβό της στο Σάντανς. Και πραγματικά, πρέπει να αναρωτηθεί κανείς αν *κάνει γενική κίνηση προς τα έξω* όλοι ανακαλύπτανε περισσότερο (και ακόμα πιο provocative!) Γαλλικό σινεμά τι σεισμός θα γινόταν τότε.