ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΙΝΕΜΑ

«Δεν θέλω να γίνω δυσάρεστος…»: Ένας φονικός ιός, πολλοί κατεστραμμένοι έρωτες

Μιλήσαμε για κάτι πολύ σοβαρό με τον σκηνοθέτη Γιώργο Γεωργόπουλο. Συγκεκριμένα, για άλλη μια πολύ καλή ελληνική ταινία του φετινού καλοκαιριού, από σήμερα στις αίθουσες.

«Δεν θέλω να γίνω δυσάρεστος, αλλά πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό».

Αυτή είναι η φράση με την οποία ξεκινά ο Άρης κάθε συζήτηση με κάθε μία από τις πρώην του τις οποίες συναντά σε ένα ταξίδι στο συναισθηματικό του παρελθόν, στην ευρηματική δυστοπική μαύρη κωμωδία του Γιώργου Γεωργόπουλου.

To Δεν Θέλω Να Γίνω Δυσάρεστος Αλλά Πρέπει Να Μιλήσουμε Για Κάτι Πολύ Σοβαρό κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Weirdwave.

Το ντεμπούτο του Γεωργόπουλου ήρθε μια δεκαετία πριν με το Tungsten, στο οποίο τρεις αγωνιώδεις ιστορίες συνδέονται μια καλοκαιρινή μέρα στην Αθήνα. Σήμερα, μεγάλο μέρος του καστ εκείνης της ταινίας επανενώνεται για το νέο ευρηματικότατο φιλμ του σκηνοθέτη, με τον Όμηρο Πουλάκη στο ρόλο του Άρη και τον Βαγγέλη Μουρίκη σε ένα βέβαιο scene-stealer δεύτερο ρόλο.

Στην ταινία, ο Άρης είναι πετυχημένο στέλεχος εταιρείας που μια μέρα μαθαίνει πως είναι φορέας ενός φονικού ιού που μεταδίδεται σεξουαλικά και είναι φονικός μόνο για τις γυναίκες. Καθώς η αναζήτηση του εμβολίου εντείνεται, ο Άρης πρέπει να ενημερώσει όλες τις πρώην του προσπαθώντας να μάθει ποια του μετέδωσε τον ιό.

Η ταινία, μέσα από μια εντυπωσιακή ισορροπία δραματικής βαρύτητας και μαύρου χιούμορ, και χάρη στον αποστασιοποιημένα quirky χαρακτήρα των αισθητικών της στοιχείων, πετυχαίνει μια μίξη high concept και υπαρξιακής αναζήτησης φτάνοντας σε ένα αληθινά αξιομνημόνευτο αποτέλεσμα.

Υποψήφιο πέρυσι για 3 βραβεία Ίρις, ανάμεσα στα οποία και το Καλύτερης Ταινίας, το φιλμ του Γιώργου Γεωργόπουλου καταφέρνει φέτος ύστερα από μια πολύπαθη διαδρομή (που πέρασε φυσικά και μέσα από μια actual φονική πανδημία) να βρει το δρόμο του προς τις αίθουσες. Ο σκηνοθέτης μίλησε μαζί μας όταν η δουλειά του βρέθηκε υποψήφια για τα βραβεία Ίρις και, με αφορμή την κυκλοφορία του φιλμ, θυμόμαστε όσα μας είπε- και όσα πρέπει να ξέρετε πηγαίνοντας στην αίθουσα.

***

Περιγράφοντας την ταινία στο κοινό:

Είναι µία ιδιαίτερη ταινία. Έχει στοιχεία δράµατος, µαύρης κωµωδίας, δυστοπίας και κυρίως έναν ξεκάθαρα, για εµένα, αρνητικό ήρωα στο κέντρο της ιστορίας. Δεν το λες αγάπη αυτό που σκορπάει. Είναι, νοµίζω, η ιστορία ενός τύπου που το βάρος των λάθος επιλογών του είναι το βάρος όλου του κόσµου.

Πώς γεννήθηκε η ιδέα του φιλμ:

Αυτό ήταν ακριβώς το ζητούµενο, αυτή η ισορροπία µεταξύ high concept και υπαρξιακής αναζήτησης. Μου φαινόταν πρόκληση να πάρω κάτι διαδεδοµένο στην ποπ κουλτούρα, όπως το virus outbreak, και να προσπαθήσω να το ανανοηµατοδοτήσω. Να του φτιάξω κάποια layers ανάγνωσης. Η αρχική ιδέα µου ήρθε τελείως τυχαία πριν από αρκετά χρόνια.

Γενικώς πάντα ήθελα να φτιάξω µία ιστορία που να έχει τη σεναριακή δοµή του The Swimmer του Frank Perry, η οποία είναι µία από τις αγαπηµένες ταινίες µου. Ένας ήρωας που προκειµένου να προχωρήσει µπροστά πρέπει να γυρίσει πίσω, στο παρελθόν του. Και αυτή η γραµµική διαδροµή να αποκαλύπτει σιγά σιγά ολόκληρο τον χαρακτήρα του στα µάτια του θεατή. Σαν ένα παζλ που συµπληρώνεται. Οπότε άρχισα να επεξεργάζοµαι την αρχική ιδέα κατά αυτόν τον τρόπο.

«Ένας αρνητικός ήρωας στο κέντρο της ιστορίας. Δεν το λες αγάπη αυτό που σκορπάει».

Όσο έκανα έρευνα, παράλληλα µε το γράψιµο, έµπαιναν στοιχεία στην ιστορία από διάφορους κόσµους. Το Journals of the plague years, ένα διήγηµα του Norman Spinrad, ήταν µία βασική επιρροή. Υπάρχουν στοιχεία ακόµα και από τον χαρακτήρα του Δον Ζουάν στην ιστορία. Έπεσα µάλιστα πάνω σε µία εκδοχή του Don Giovanni, σκηνοθετηµένη από τον Haneke για την όπερα του Παρισίου, στην οποία όλη η ιστορία εξελισσόταν σε γραφεία πολυεθνικών εταιρειών. Και ο Don Giovanni ήταν µεγαλοστέλεχος φυσικά. Και λέω, εδώ είµαστε. Φυσικά ξεψάχνισα και οτιδήποτε κινηµατογραφικό είχε να κάνει µε το θέµα ή την συγκεκριµένη σεναριακή δοµή. Mauvais Sang, High Fidelity, Broken Flowers κλπ κλπ.

Οι πρώτες αντιδράσεις του κοινού:

Είχα µεγάλη περιέργεια για την αντίδραση του κοινού στη Θεσσαλονίκη. Ακριβώς πριν τη Θεσσαλονίκη βέβαια, η ταινία είχε κάνει πρεµιέρα στο Όστιν, στο Τέξας, οπότε είχα ήδη πάρει µία γεύση από εκεί. Γενικά περιµένω λίγο καιρό για να βγάλω ασφαλές συµπέρασµα σε σχέση µε την επαφή µίας ταινίας µε το κοινό. Στα φεστιβάλ η ατµόσφαιρα είναι πιο εορταστική και το κοινό πιο εξειδικευµένο. Και µπορεί να βγουν λάθος συµπεράσµατα. Αυτό που κατάλαβα σίγουρα είναι ότι λειτούργησε καλά η ισορροπία µεταξύ χιούµορ και δράµατος, τόσο στη Θεσσαλονίκη, όσο και στο Όστιν.

Στη δημιουργία του φιλμ, τα πάντα ήταν δύσκολα:

Η αλήθεια είναι ότι κατάλαβα πόσο απαιτητική ταινία είναι, αφού είχαµε ξεκινήσει. Δεν υπάρχει τίποτα που να µη µε δυσκόλεψε. Από την εύρεση του budget µέχρι και την τελική αποπεράτωση, ήταν όλα δύσκολα. Γενικά επειδή έχω µάθει να δουλεύω µε χαµηλά budget, ρίχνω µεγάλο βάρος στην προετοιµασία και την οργάνωση πριν ξεκινήσουν τα γυρίσµατα. Στην προετοιµασία φτιάξαµε το σύµπαν και το ύφος της ταινίας. Κάναµε αρκετές πρόβες µε τους ηθοποιούς έτσι ώστε όταν έρθει η ώρα των γυρισµάτων να έχουµε να λύσουµε µόνο χωροταξικά ζητήµατα µαζί τους.

Το πιο δύσκολο ήταν να βρεθεί η ακριβής ισορροπία µεταξύ κωµωδίας και δράµατος. Ελπίζω ότι βρέθηκε. Μας πήρε επίσης πάρα πολύ χρόνο να βρούµε τα κατάλληλα locations, γιατί παίζουν πολύ σηµαντικό ρόλο στην ταινία.

Πώς έγιναν τα γυρίσματα:

Έγιναν 42 γυρίσµατα σε τρεις χρονικές φάσεις. Η πρώτη φάση των γυρισµάτων περιείχε όλες τις σκηνές µε αυτοκίνητα, δρόµους και πόλη. Η δεύτερη φάση ήταν ο βασικός κορµός της ταινίας. Έπρεπε να κάνουµε µία διακοπή όµως για έναν µήνα περίπου γιατί µας είχε τελειώσει το budget. Όταν βρέθηκαν τα χρήµατα έγινε και η τρίτη φάση που συµπεριλάµβανε τα υπόλοιπα γυρίσµατα του κυρίως κορµού καθώς και τα πραγµατικά events.

Τι συνδέει τον Δυσάρεστο με την πρώτη του ταινία:

Σίγουρα δεν έχουν και πολλά κοινά σαν ταινίες. Κυρίως σαν ύφος. Αλλά γενικά δε µε απασχολεί να ακολουθώ κάποιο συγκεκριµένο ύφος σα δηµιουργός. Τουλάχιστον όχι συνειδητά. Θέλω να µε οδηγεί η κάθε ιστορία. Και προσωπικά µε συναρπάζουν οι σκηνοθέτες απο τους οποίους δεν ξέρω τι να περιµένω ως επόµενο βήµα.

«Μου φαινόταν πρόκληση να πάρω κάτι διαδεδοµένο στην ποπ κουλτούρα, όπως το virus outbreak, και να προσπαθήσω να δώσω layers ανάγνωσης».

Έχω πολλά χρόνια να δω το Tungsten. Φαντάζοµαι πως αν το δω θα είναι σαν να βλέπω τον εαυτό µου και τον κόσµο όπως ήταν πριν δέκα χρόνια. Είναι από µόνο του creepy αυτό. Αυτό που έχουν κοινό και οι δύο ταινίες είναι η προσπάθεια σύνδεσης της συµπεριφοράς την µονάδας µε το κοινωνικό περιβάλλον. Στο Tungsten, οι ήρωες επηρεάζονται από αυτό που συµβαίνει γύρω τους κοινωνικά, διαµορφώνουν µία συµπεριφορά, την εξωτερικεύουν και αναδιαµορφώνουν το περιβάλλον τους σύµφωνα µε αυτή. Το νέο περιβάλλον θα τους επηρεάσει εκ νέου, και πάει λέγοντας. Είναι ένας φαύλος κύκλος.

Στον Δυσάρεστο έχουµε έναν ήρωα που προσπαθεί να ανέλθει µέσα σε ένα περιβάλλον ανταγωνισµού, µεσολαβηµένης επικοινωνίας και απουσίας έκφρασης συναισθήµατος. Η ηθική του πυξίδα διαµορφώνεται από αυτά τα χαρακτηριστικά. Αυτή είναι όµως µία πλευρά της ζωής. Υπάρχει και η άλλη. Αυτή των ανθρώπινων σχέσεων (οικογένεια, φίλοι κλπ). Η οποία λειτουργεί µε τελείως διαφορετικά ηθικά χαρακτηριστικά. Τα οποία ο ήρωας έχει πλέον χάσει.

Πώς γεννήθηκε ο τίτλος της ταινίας:

Το «Δε θέλω να γίνω Δυσάρεστος, αλλά πρέπει να µιλήσουµε για κάτι πολύ σοβαρό» είναι ουσιαστικά η φράση µε την οποία ανοίγει την κουβέντα µε τις πρώην του, ο ήρωας. Δε µπορούσα να σκεφτώ κάτι που να αποτυπώνει καλύτερα αυτό που πραγµατεύεται η ταινία. Μου αρέσει που όταν τον αναφέρω, συνήθως ο συνοµιλητής µου πιστεύει ότι ετοιµάζοµαι να του µεταφέρω κάποιο κακό νέο.

*Το καλό νέο είναι ότι το Δεν Θέλω Να Γίνω Δυσάρεστος, Αλλά Πρέπει Να ΜΙλήσουμε Για Κάτι Πολύ Σοβαρό κυκλοφορεί 15 Ιουλίου στις αίθουσες από την Weirdwave.