REVIEWS

To ‘Dick Johnson is Dead’ του Netflix κοιτάζει τον θάνατο κατάματα

Στο βραβευμένο ντοκιμαντέρ από το Σάντανς που μόλις έκανε πρεμιέρα στο Netflix, μια σκηνοθέτης σκοτώνει ξανά και ξανά τον πατέρα της on camera, πριν τον χάσει για πάντα.

«Μπαμπά, πώς θα σου φαινόταν αν κάναμε μια ταινία όπου σε σκοτώνω ξανά και ξανά μέχρι να πεθάνεις στα αλήθεια;». Εκείνος γέλασε.

Έτσι πρότεινε η σκηνοθέτης Kirsten Johnson στον πατέρα της, Dick Johnson, την ιδέα της για ένα ντοκιμαντέρ που θα βοηθούσε και τους δύο να έρθουν αντιμέτωποι με μια αναπόφευκτη αλήθεια: Πως ο Dick πεθαίνει. Στα αλήθεια, αλλά και για τις ανάγκες του φιλμ. Ξανά. Και ξανά. Και ξανά. Μέχρι το σοκ να γίνει αστείο και μέχρι το αστείο να γίνει σοκ, και μέχρι αυτά τα δύο να μην διαχωρίζονται πλέον ως έννοιες και αντιδράσεις.

Ψυχίατρος στο Σιατλ με τεράστια πείρα δεκαετιών, ο Dick Johnson διαγνώστηκε με τα πρώτα σημάδια άνοιας. Η κόρη του εξομολογείται μέσα από την αφήγησή της στο ντοκιμαντέρ, πως τα πρώτα καμπανάκια ήταν όταν ξεκίνησαν τα τηλεφωνήματα. Ο πατέρας της διπλοπερνούσε ραντεβού, αναζητούσε ασθενείς που δεν είχε πια, ξεχνούσε, οδηγούσε σε λάθος κατεύθυνση για ώρες.

Σε μια φανταστική συνέντευξη στο Vulture, θυμάται την στιγμή που κατέρρευσε η ίδια για πρώτη φορά. Ήταν ένα βράδυ, αφού ο πατέρας της είχε πια έρθει να μείνει μαζί της στη Νέα Υόρκη, όταν ξύπνησε ένα βράδυ πεπεισμένος πως ένας ασθενής έχει έρθει στο σπίτι και τον ψάχνει μες στη νύχτα. Η Kirsten του είπε πως κανείς δε θα ερχόταν 1 τη νύχτα κι εκείνος απάντησε πως αυτή είναι η ώρα που είναι πιο απεγνωσμένοι. Κατέβηκε και έψαχνε στο σαλόνι, αλλά κανείς δεν ήταν εκεί.

«Πρέπει να είναι τόσο δύσκολο να βλέπεις τον πατέρα σου να χάνει το μυαλό του», της είπε κι εκείνη ξέσπασε σε κλάματα.

H Kirsten Johnson έχει μεγάλη καριέρα στο χώρο έχοντας δουλέψει ως διευθύντρια φωτογραφίας σε δεκάδες ταινίες (ανάμεσα στις οποίες το πολύ σημαντικό ‘Citizenfour’ για τον Edward Snowden) αλλά κέρδισε την προσοχή του σινεφίλ κοινού 4 χρόνια νωρίτερα με το αυτοβιογραφικό κολάζ φιλμ ‘Cameraperson’, όπου μέσα από διάσπαρτες εικόνες της ζωής της συνθέτει on camera ένα αναλυτικό πορτρέτο για την ζωή και την καριέρα της.

Διαπιστώνοντας πως σύντομα θα χάσει τον πατέρα της, του προτείνει αυτή την κατάμαυρα αστεία ιδέα. Εκείνος, ως φαν των Monty Python και του Mel Brooks, εκτίμησε την πρόταση. «Πάντα ήθελα να είμαι στις ταινίες!» λέει γελώντας προς την κάμερα σε μια από τις πρώτες σκηνές του φιλμ, έχοντας μόλις γλιστρήσει άγαρμπα και πέσει στο έδαφος, θέλοντας να βεβαιωθεί πως η κόρη του κατέγραψε το ατύχημα.

Στη διάρκεια του φιλμ, η Kirsten Johnson κάνει τελικά αυτό που υποσχέθηκε: Σκοτώνει τον πατέρα της, ξανά και ξανά. Με τρόπους που μοιάζουν να βγήκαν από την πεζή καθημερινότητα ή ίσως από κάποιο καρτούν του Chuck Jones- πολύ συχνά αυτές οι δύο αισθητικές ταυτίζονται, άλλο που η εμπλοκή μας και οι μικρές τραγωδίες δεν μας επιτρέπουν να το εκτιμήσουμε. Η Johnson σκοτώνει τον πατέρα της ρίχνοντας στο κεφάλι του ψυγεία που πέφτουν από ψηλά, ή με περαστικούς που του κόβουν κατά λάθος του λαιμό, ή ρίχνοντάς τον από τις σκάλες- όταν και τρέχει να βεβαιωθεί πως το πόδι του είναι επαρκώς γυρισμένο προς τον τοίχο για το μέγιστο εφέ της σκηνής.

Όποτε τον σκοτώνει, το κάδρο καταγράφει τις σκηνοθετικές οδηγίες, τους κομπάρσους, το στήσιμο της σκηνής, τις ίδιες τις κάμερες. Σε αυτή τη διαδικασία καταγραφής και κάθαρσης, το σινεμά είναι larger than life.

Στην πορεία αυτής της διαδικασίας, που μεταπηδά στο χρόνο και στο χώρο, η Johnson μπλέκει αισθητικές, τεχνικές και moods σα να επρόκειτο πράγματι για μια άναρχη και αταξινόμητη διαδρομή αναμνήσεων την ώρα του Τέλους. Η Kristen μιλά με τον Dick με τις ώρες για την μητέρα της, που την έχασε αρκετά χρόνια νωρίτερα από Αλτσχάιμερ, και λυπάται που δεν έχει μαζί της μια αντίστοιχη αναμνησιακή διαδικασία. Εισαγάγει στοιχεία φανταστικού, ενώ μέσα από φαντασιακά ιντερλούδια οδηγεί τον πατέρα της μέχρι τις πύλες του Παραδείσου όπου γλεντάει ενώ δύο νεανικές φιγούρες με τα ασπρόμαυρα πρόσωπα του ίδιου και της συζύγου του όταν ακόμα ήταν νέοι, χορεύουν ανεξάντλητα.

Από την άλλη, η φαντασία και η αλήθεια δεν διαχωρίζονται σε αυτό το φιλμ κι αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός του. Η αγωνία του θανάτου γίνεται ένα συντροφικό παιχνίδι καθώς η Kristen κι ο πατέρας της ζουν τον θάνατό του ξανά και ξανά, με τους ίδιους όμως να έχουν τον έλεγχο. Με την περιορισμένη πραγματικότητα να μεταμορφώνεται σε σινεμά, δηλαδή κάτι μεγαλύτερο, κάτι παντοτινό.

Ο θάνατος είναι στην κουλτούρα μας το ύστατο ταμπού, κάτι το οποίο το μυαλό μας δεν είναι ποτέ σε θέση να διαχειριστεί. Μια σκέψη που όποτε κατορθώνει να τρυπώνει στο κεφάλι μας για μια στιγμή, την διώχνουμε ενστικτωδώς μακριά σαν από αμυντικό μηχανισμό, και συνεχίζουμε τη μέρα μας κανονικά, σαν όλες τις άλλες, σα να είχαμε μόλις έρθει σε φευγαλέα επαφή με τον παραλογισμό της ύπαρξής μας. H Johnson παίρνει και την σκέψη και τον παραλογισμό, και τα τεντώνει μέχρι τέλους.

Συνθέτει ένα γλυκό και πολύ αστείο ημερολόγιο θανάτου για τον άνθρωπο που τρέμει πως θα χάσει, και σα φόρο τιμής σε εκείνη που ήδη έχασε. Μέσα από παλιά φιλμάκια, σκληρές candid camera φάρσες μαύρου χιούμορ, απροβάριστο υλικό εξομολόγησης, και αναπαραστάσεις θανάτων που θα μπορούσαν να έχουν ίσως συμβεί, δημιουργεί ένα εφευρετικό μίγμα κάπου ανάμεσα στο αυτοσχεδιαστικό, ουμανιστικό meta-σινεμά του Jafar Panahi και στις περιπέτειες του Road Runner όπου το Κογιότ ζει έναν διαρκή κύκλο θανάτου προς δική μας διασκέδαση.

Κοιτάζει τον θάνατο κατάματα ως μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας και αυτό που κάνει μπροστά του είναι, να βάλει τον πατέρα της να χορεύει. Κινηματογραφικά. Ανθρώπινα. «Το σινεμά είναι χρόνος», λέει η Johnson.

«Κοιτάμε όλους αυτούς του νεκρούς ανθρώπους στην οθόνη. Όταν κοιτάζεις τον Buster Keaton, κοιτάζεις έναν νεκρό άνθρωπο. Κι όμως είναι ο πιο ζωντανός άνθρωπος που υπάρχει». Ο Dick Johnson, όπως κι ο Buster Keaton, είναι ζωντανός.

*Το ‘Dick Johnson is Dead’ προβλήθηκε και βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Σάντανς και streamάρει στο Netflix.