ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΙΝΕΜΑ

Πώς συνδέεται ένας φονικός ιός με πολλούς κατεστραμμένους έρωτες;

Δεν θέλω να γίνω δυσάρεστος, αλλά αυτή είναι η καλύτερη Ελληνική ταινία που (δεν) είδαμε φέτος. Γι’αυτό μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη της, Γιώργο Γεωργόπουλο.

“Δεν θέλω να γίνω δυσάρεστος, αλλά πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό.”

Αυτή είναι η φράση με την οποία ξεκινά ο Άρης κάθε συζήτηση με κάθε μία από τις πρώην του τις οποίες συναντά σε ένα ταξίδι στο συναισθηματικό του παρελθόν, στην ευρηματική δυστοπική μαύρη κωμωδία του Γιώργου Γεωργόπουλου.

Το “Δεν θέλω να γίνω δυσάρεστος, αλλά πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό” είναι υποψήφιο για 3 βραβεία Ίρις. Η απονομή των βραβείων θα γίνει στις 14 Απριλίου.

Το ντεμπούτο του Γεωργόπουλου ήρθε 9 χρόνια πριν, με το “Tungsten” στο οποίο τρεις αγωνιώδεις ιστορίες συνδέονται μια καλοκαιρινή μέρα στην Αθήνα. Σχεδόν μια δεκαετία αργότερα, μεγάλο μέρους του καστ εκείνης της ταινίας επανενώνεται για το νέο ευρηματικότατο φιλμ του σκηνοθέτη, με τον Όμηρο Πουλάκη στο ρόλο του Άρη και τον Βαγγέλη Μουρίκη σε ένα βέβαιο scene-stealer δεύτερο ρόλο.

Στην ταινία, ο Άρης είναι πετυχημένο στέλεχος εταιρείας που μια μέρα μαθαίνει πως είναι φορέας ενός φονικού ιού που μεταδίδεται σεξουαλικά και είναι φονικός μόνο για τις γυναίκες. Καθώς η αναζήτηση του εμβολίου εντείνεται, ο Άρης πρέπει να ενημερώσει όλες τις πρώην του προσπαθώντας να μάθει ποια του μετέδωσε τον ιό.

Η ταινία, μέσα από μια εντυπωσιακή ισορροπία δραματικής βαρύτητας και μαύρου χιούμορ, και χάρη στον αποστασιοποιημένα quirky χαρακτήρα των αισθητικών της στοιχείων, πετυχαίνει μια μίξη high concept και υπαρξιακής αναζήτησης φτάνοντας σε ένα αληθινά αξιομνημόνευτο αποτέλεσμα.

Αρκετά ειρωνικά, το πλάνο διανομής του φιλμ διαταράχθηκε λόγω της εξάπλωσης ενός πραγματικού ιού. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Austin Film Festival και παίχτηκε και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης αποσπώντας πολύ θετικά σχόλια και word of mouth, όμως για την ώρα παραμένει σε μια κάποια limbo όσο αφορά την κυκλοφορία της.

Όμως οι θαυμαστές της ήταν ήδη αρκετοί, μέσα από τις φεστιβαλικές της προβολές, ώστε να καταφέρει κάτι εντυπωσιακό: Να προταθεί για το βραβείο Ίρις Καλύτερης Ταινίας της χρονιάς, μαζί με τα φιλμ “Ευτυχία”, “Το Θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών”, “Winona” και “Απόστρατος”. Μαζί με άλλες δύο μεγάλες υποψηφιότητες, για Καλύτερο Σενάριο και Καλύτερο Β’ Ανδρικό Ρόλο για τον Μουρίκη.

Είναι μια δυνατή αναγνώριση για μια αληθινά διαφορετική ταινία που αναζητά το δρόμο της προς το κοινό. Στο πλαίσιο της κάλυψης των βραβείων Ίρις και της φετινής εξαιρετικής σεζόν για το ελληνικό σινεμά, θελήσαμε να παρουσιάσουμε την ταινία στους αναγνώστες μας. Και ποιος καλύτερος για να το κάνει αυτό, από τον ίδιο τον σκηνοθέτη της. Ο Γιώργος Γεωργόπουλος απάντησε στις ερωτήσεις μας για το φιλμ του, για τις επιρροές του και για το ταξίδι του κεντρικού του ήρωα, καθώς και για το τι μέλλει γενέσθαι για την κυκλοφορία του φιλμ.

***

Πώς θα περιέγραφες σήμερα την ταινία σου στο κοινό που ακόμα δεν είχε την ευκαιρία να την δει;

Είναι µία ιδιαίτερη ταινία. Έχει στοιχεία δράµατος, µαύρης κωµωδίας, δυστοπίας και κυρίως έναν ξεκάθαρα, για εµένα, αρνητικό ήρωα στο κέντρο της ιστορίας. Δεν το λες αγάπη αυτό που σκορπάει. Είναι, νοµίζω, η ιστορία ενός τύπου που το βάρος των λάθος επιλογών του είναι το βάρος όλου του κόσµου.

Η ιδέα για την ταινία από πού προέκυψε; Έχει μεγάλο ενδιαφέρον ο τρόπος που συνδέεται το high concept με κάτι πολύ συγκεκριμένο ως προς την υπαρξιακή αναζήτηση και την σκιαγράφηση του κεντρικού χαρακτήρα.

Χαίροµαι που το περιγράφεις έτσι γιατί αυτό ήταν ακριβώς το ζητούµενο. Αυτή η ισορροπία µεταξύ high concept και υπαρξιακής αναζήτησης. Μου φαινόταν πρόκληση να πάρω κάτι διαδεδοµένο στην ποπ κουλτούρα, όπως το virus outbreak, και να προσπαθήσω να το ανανοηµατοδοτήσω. Να του φτιάξω κάποια layers ανάγνωσης. Η αρχική ιδέα µου ήρθε τελείως τυχαία πριν από αρκετά χρόνια.

«Μου φαινόταν πρόκληση να πάρω κάτι διαδεδοµένο στην ποπ κουλτούρα, όπως το virus outbreak, και να προσπαθήσω να το ανανοηµατο- δοτήσω.»

Γενικώς πάντα ήθελα να φτιάξω µία ιστορία που να έχει τη σεναριακή δοµή του “The swimmer” του Frank Perry, η οποία είναι µία από τις αγαπηµένες ταινίες µου. Ένας ήρωας που προκειµένου να προχωρήσει µπροστά πρέπει να γυρίσει πίσω, στο παρελθόν του.

Και αυτή η γραµµική διαδροµή να αποκαλύπτει σιγά σιγά ολόκληρο τον χαρακτήρα του στα µάτια του θεατή. Σαν ένα παζλ που συµπληρώνεται. Οπότε άρχισα να επεξεργάζοµαι την αρχική ιδέα κατά αυτόν τον τρόπο.

Όσο έκανα έρευνα, παράλληλα µε το γράψιµο, έµπαιναν στοιχεία στην ιστορία από διάφορους κόσµους. Το “Journals of the plague years”, ένα διήγηµα του Norman Spinrad, ήταν µία βασική επιρροή. Υπάρχουν στοιχεία ακόµα και από τον χαρακτήρα του Δον Ζουάν στην ιστορία. Έπεσα µάλιστα πάνω σε µία εκδοχή του Don Giovanni, σκηνοθετηµένη από τον Haneke για την όπερα του Παρισίου, στην οποία όλη η ιστορία εξελισσόταν σε γραφεία πολυεθνικών εταιριών. Και ο Don Giovanni ήταν µεγαλοστέλεχος φυσικά. Και λέω, εδώ είµαστε. Φυσικά ξεψάχνισα και οτιδήποτε κινηµατογραφικό είχε να κάνει µε το θέµα ή την συγκεκριµένη σεναριακή δοµή. Mauvais Sang, High Fidelity, Broken Flowers κλπ κλπ.

Είναι μια ταινία που δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμα εκτός φεστιβαλικών προβολών. Πώς είδες εσύ την αντίδραση στη Θεσσαλονίκη, και πώς σου φαίνεται που η ταινία πέτυχε κάποιες μεγάλες υποψηφιότητες βάσει αυτής της περιορισμένης ακόμα προβολής;

Είχα µεγάλη περιέργεια για την αντίδραση του κοινού στη Θεσσαλονίκη. Ακριβώς πριν τη Θεσσαλονίκη βέβαια, η ταινία είχε κάνει πρεµιέρα στο Austin, στο Τέξας, οπότε είχα ήδη πάρει µία γεύση από εκεί. Γενικά περιµένω λίγο καιρό για να βγάλω ασφαλές συµπέρασµα σε σχέση µε την επαφή µίας ταινίας µε το κοινό. Στα φεστιβάλ η ατµόσφαιρα είναι πιο εορταστική και το κοινό πιο εξειδικευµένο. Και µπορεί να βγουν λάθος συµπεράσµατα.

Αυτό που κατάλαβα σίγουρα είναι ότι λειτούργησε καλά η ισορροπία µεταξύ χιούµορ και δράµατος, τόσο στη Θεσσαλονίκη, όσο και στο Austin. Οι υποψηφιότητες ήταν κάπως αναπάντεχες. Σίγουρα µία ταινία που δεν έχει έρθει ακόµα σε επαφή µε το ευρύ κοινό ξεκινάει από διαφορετική αφετηρία σε σχέση µε τις ταινίες που το έχουν κάνει. Φαίνεται πάντως ότι µε κάποιο τρόπο λειτουργεί και σε µικρή οθόνη η ταινία. Αν και όλος ο σχεδιασµός της ήταν για την µεγάλη. Ήταν πάντως πολύ ευχάριστη έκπληξη.

Φαίνεται σαν μια αρκετά απαιτητική ταινία, από την καλλιτεχνική διεύθυνση μέχρι τη συγκέντρωση ενός μεγάλου καστ, και τελικά στη διατήρηση μιας ισορροπίας στο ύφος και τις ερμηνείες. Πώς ήταν όντως σαν εμπειρία; Τι σε δυσκόλεψε πιο πολύ;

Η αλήθεια είναι ότι και εγώ κατάλαβα πόσο απαιτητική ταινία είναι, αφού είχαµε ξεκινήσει. Δεν υπάρχει τίποτα που να µη µε δυσκόλεψε. Από την εύρεση του budget µέχρι και την τελική αποπεράτωση, ήταν όλα δύσκολα. Γενικά επειδή έχω µάθει να δουλεύω µε χαµηλά budget, ρίχνω µεγάλο βάρος στην προετοιµασία και την οργάνωση πριν ξεκινήσουν τα γυρίσµατα. Στην προετοιµασία φτιάξαµε το σύµπαν και το ύφος της ταινίας. Κάναµε αρκετές πρόβες µε τους ηθοποιούς έτσι ώστε όταν έρθει η ώρα των γυρισµάτων να έχουµε να λύσουµε µόνο χωροταξικά ζητήµατα µαζί τους.

Το πιο δύσκολο ήταν να βρεθεί η ακριβής ισορροπία µεταξύ κωµωδίας και δράµατος. Ελπίζω ότι βρέθηκε. Μας πήρε επίσης πάρα πολύ χρόνο να βρούµε τα κατάλληλα locations, γιατί παίζουν πολύ σηµαντικό ρόλο στην ταινία. Όταν τα βρήκαµε, προετοιµάστηκα πολύ καλά ώστε να διαχειριστώ σωστά τον χρόνο που θα έχω στο γύρισµα. Έχω πάντα εναλλακτικές σε περίπτωση που βγούµε εκτός χρόνου (που σηµαίνει και εκτός budget). Εναλλακτικές που δεν θα επηρεάσουν το ύφος.

Στο πρακτικό κομμάτι, πόσο καιρό περίπου κράτησε το γύρισμα και πώς δούλεψες με το καστ, δουλεύατε σπαστά ανά “επεισόδιο” (ανά πρώην, ας πούμε) ή με διαφορετικό τρόπο;

Έγιναν 42 γυρίσµατα σε τρεις χρονικές φάσεις. Ήθελα πολύ να οργανωθούν τα γυρίσµατα ανά επεισόδιο αλλά δεν ήταν εφικτό. Έπρεπε να προσαρµοστούµε στο πρόγραµµα των ηθοποιών και των οικονοµικών δεδοµένων. Επίσης κάποια από τα events που φαίνονται στην ταινία είναι πραγµατικά, οπότε και αυτά είχαν προκαθορισµένη ηµεροµηνία. Όλα αυτά τα γνωρίζαµε εξαρχής οπότε είχαµε προετοιµαστεί µε τους ηθοποιούς από τις πρόβες για να δουλέψουµε µε αυτόν τον τρόπο.

Η πρώτη φάση των γυρισµάτων περιείχε όλες τις σκηνές µε αυτοκίνητα, δρόµους και πόλη. Η δεύτερη φάση ήταν ο βασικός κορµός της ταινίας. Έπρεπε να κάνουµε µία διακοπή όµως για έναν µήνα περίπου γιατί µας είχε τελειώσει το budget. Όταν βρέθηκαν τα χρήµατα έγινε και η τρίτη φάση που συµπεριλάµβανε τα υπόλοιπα γυρίσµατα του κυρίως κορµού καθώς και τα πραγµατικά events.

Τι πιστεύεις ότι συνδέει τον “Δυσάρεστο” με την πρώτη σου ταινία; Υπάρχει μια σημαντική χρονική απόσταση ανάμεσά τους, πώς σου φαίνεται το ντεμπούτο σου τώρα κοιτώντας πίσω;

Σίγουρα δεν έχουν και πολλά κοινά σαν ταινίες. Κυρίως σαν ύφος. Αλλά γενικά δε µε απασχολεί να ακολουθώ κάποιο συγκεκριµένο ύφος σα δηµιουργός. Τουλάχιστον όχι συνειδητά. Θέλω να µε οδηγεί η κάθε ιστορία. Και προσωπικά µε συναρπάζουν οι σκηνοθέτες απο τους οποίους δεν ξέρω τι να περιµένω ως επόµενο βήµα.

«Είναι, νοµίζω, η ιστορία ενός τύπου που το βάρος των λάθος επιλογών του είναι το βάρος όλου του κόσµου. Δεν το λες αγάπη αυτό που σκορπάει.»

Έχω πολλά χρόνια να δω το “Tungsten”. Φαντάζοµαι πως αν το δω θα είναι σαν να βλέπω τον εαυτό µου και τον κόσµο όπως ήταν πριν δέκα χρόνια. Είναι από µόνο του creepy αυτό. Αυτό που έχουν κοινό και οι δύο ταινίες είναι η προσπάθεια σύνδεσης της συµπεριφοράς την µονάδας µε το κοινωνικό περιβάλλον.

Στο “Tungsten”, οι ήρωες επηρεάζονται από αυτό που συµβαίνει γύρω τους κοινωνικά, διαµορφώνουν µία συµπεριφορά, την εξωτερικεύουν και αναδιαµορφώνουν το περιβάλλον τους σύµφωνα µε αυτή. Το νέο περιβάλλον θα τους επηρεάσει εκ νέου, και πάει λέγοντας. Είναι ένας φαύλος κύκλος.

Στον “Δυσάρεστο” έχουµε έναν ήρωα που προσπαθεί να ανέλθει µέσα σε ένα περιβάλλον ανταγωνισµού, µεσολαβηµένης επικοινωνίας και απουσίας έκφρασης συναισθήµατος. Η ηθική του πυξίδα διαµορφώνεται από αυτά τα χαρακτηριστικά. Αυτή είναι όµως µία πλευρά της ζωής. Υπάρχει και η άλλη. Αυτή των ανθρώπινων σχέσεων (οικογένεια, φίλοι κλπ). Η οποία λειτουργεί µε τελείως διαφορετικά ηθικά χαρακτηριστικά. Τα οποία ο ήρωας έχει πλέον χάσει.

Πώς γεννήθηκε ο φανταστικός τίτλος του “Δυσάρεστου”;

Το “Δε θέλω να γίνω Δυσάρεστος, αλλά πρέπει να µιλήσουµε για κάτι πολύ σοβαρό” είναι ουσιαστικά η φράση µε την οποία ανοίγει την κουβέντα µε τις πρώην του, ο ήρωας. Δε µπορούσα να σκεφτώ κάτι που να αποτυπώνει καλύτερα αυτό που πραγµατεύεται η ταινία. Μου αρέσει που όταν τον αναφέρω, συνήθως ο συνοµιλητής µου πιστεύει ότι ετοιµάζοµαι να του µεταφέρω κάποιο κακό νέο.

Φαντάζομαι πως η κατάσταση αυτή τη στιγμή δεν διευκολύνει κανένα πλάνο, αλλά υπάρχει κάποια ιδέα αυτή τη στιγμή για το στάτους και το μέλλον της ταινίας;

Η προγραµµατισµένη διανοµή της ταινίας φυσικά αναβλήθηκε λόγω των συνθηκών. Όπως και οι φεστιβαλικές προβολές της. Ψάχνουµε για νέα ηµεροµηνία µέσα στο φθινόπωρο του 2020. Αν όλα γύρω µας πάνε καλά φυσικά. Παράλληλα σκεφτόµαστε και τρόπους εναλλακτικής διανοµής, προσαρµοσµένης στις υπάρχουσες συνθήκες. Μόλις έχουµε νέα θα ενηµερώσουµε.

*Το “Δεν θέλω να γίνω δυσάρεστος, αλλά πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό” είναι υποψήφιο για 3 βραβεία Ίρις. Η απονομή των βραβείων θα γίνει στις 14 Απριλίου.