EXIT FESTIVAL

Επέζησα τρία φεστιβάλ σε δύο βδομάδες

Ένας συντάκτης ξόδεψε όλη του την άδεια βλέποντας μουσικές στο Werchter, το Exit και το Ejekt. 3 χώρες, 6 πτήσεις, 60 μπάντες και [x] μπύρες αργότερα, επιστρέφει και προσπαθεί να τα βάλει όλα σε μια σειρά.

“Δηλαδή θα δεις διαφορετικά πράγματα στα δύο φεστιβάλ που θα πας;”

Δεν είχα ιδέα.

***

Τα δύο ωραιότερα συναισθήματα σε ένα ταξίδι: Το απόλυτα γνώριμο και το απόλυτα διαφορετικό. Είμαι ικανοποιημένος με όποιο από τα δύο κι αν συμβαίνει. Αυτό που δε μπορούσα να φανταστώ φέτος, ήταν πως θα τα βίωνα και τα δύο σε απόσταση λίγων ωρών- μια αντίθεση απίστευτα έντονη, όσο η εμπειρία που εικάζω πως θα μου μείνει αξέχαστη.

Εν προκειμένω, αφορούσε δύο φεστιβάλ. Στο ένα έχω πάει 6 φορές. Στο άλλο πήγα για πρώτη.

Κάθε καλοκαίρι έτσι κι αλλιώς οι διακοπές μου ξεκινούν από το Βέλγιο. Και συνήθως εκεί τελειώνουν κιόλας, γιατί το Rock Werchter είναι μεν ο αγαπημένος μου προορισμός, είναι και ακριβούτσικος δε- πάντοτε περνάω όλο το χρόνο απλώνοντας τα έξοδα ώστε να μπορέσει να βγει το ταξίδι και να μη χρειαστεί στα 30 μου να κόβω βόλτες στις Βρυξέλλες με μια σκηνή παραμάσχαλα.

Φέτος το συνδύασα με την άδεια κι αντί να πάω να αφήσω τον κόσμο πίσω μου σε κανά ξερονήσι (διότι βαριέμαι αφόρητα τα νησιά, “I don’t do beaches” είναι μια ατάκα μου που δε σταματά να διασκεδάζει τον κολλητό μου, ο οποίος αρέσκεται στο να μου την υπενθυμίζει γελώντας ανά τακτά διαστήματα) έκανα ό,τι κάθε άλλος βαρεμένος θα έκανε στη θέση μου: Το κόλλησα με άλλο ένα φεστιβάλ, το σέρβικο Exit Festival, όταν συνειδητοποίησα πόσο φτηνό είναι.

Σταδιακά άρχισε να με ενθουσιάζει περισσότερο η ιδέα-πρόκληση του να τρέχω σε συναυλίες επί δέκα μέρες παρά οι ίδιες οι συναυλίες.

Τελοσπάντων, κάτι έπρεπε να πω στον εαυτό μου όταν συνειδητοποίησα πως το υπόλοιπο καλοκαίρι θα πρέπει να το βγάλω κλεισμένος σπίτι χωρίς να ανάβω air-condition. (Περιεχόμενο πορτοφολιού αυτή τη στιγμή: 80 δηνάρια ~ κάτι λιγότερο από 90 σεντς του ευρώ, ένα ακυρωμένο εισιτήριο σέρβικου λεωφορείου, η κάρτα ενός σέρβου ταξιτζή και ένα περσινό κουπονάκι του Werchter. Στην τσέπη μου έχω 1 ευρώ. Κάποιος δε θα βγει το Σαββατοκύριακο.)

Τελείωσα όλες μου τις δουλειές, δεν άφησα πίσω την παραμικρή εκκρεμότητα, για πρώτη φορά ίσως και σε ολόκληρη την ενήλικη ζωή μου, και τα χαράματα της Πέμπτης 4 Ιουλίου παράτησα τα πάντα πίσω μου φεύγοντας.

Μέρα 1η, Μένοντας ξύπνιος

Υπάρχει ένα πράγμα στα ταξίδια που απολαμβάνω περισσότερο από το να γνωρίζω ένα μέρος για πρώτη φορά: Το να φτάνω κάπου και να νιώθω οικειότητα. Βέβαια το ότι θα μπορούσε κάποιος να νιώσει ζεστασιά σε ένα μέρος σαν το Βέλγιο; ΟΚ, η ζωή είναι γεμάτη απροσδόκητα κι αυτό την κάνει όμορφη, οπότε απλά χαμογελάω και πάω παρακάτω.

Ως οι ‘παλιοί’ (να τα παράσημα) αναλάβαμε να ξεναγήσουμε τρόπον τινά τη φετινή μας παρέα με τον αδερφό μου, από τα δρομάκια του γραφικού Λέβεν όπου μέναμε, μέχρι τους χώρους και τα μυστικά του ίδιου του φεστιβάλ.

“Εδώ η κεντρική σκηνή. Ααααχ σε αυτό το σημείο θυμάμαι το ‘09 στεκόμασταν όταν έβγαλαν τα φλογοβόλα οι Rammstein.” “Να το πέρασμα για τις μικρές σκηνές. Μέχρι το ‘11 ήταν μικρότερο.” “Ωχ, έφεραν απέναντι τα μπλουζάκια!” “Εδώ ήταν η Πυραμίδα που την κατάργησαν φέτος. Ε ρε τι ζήσαμε εδώ, θυμάμαι στους Fleet Foxes τι είχε γίνει…”

*αυτοχαστουκίζεται*

Μοιράστε μας και από μια μαγκούρα και δώστε μας έναν εξώστη πάνω από την είσοδο για να σχολιάζουμε σαν τους γέρους του Μάπετ Σόου από του χρόνου, έτσι;

Όμως έτσι γλιτώνεις άπειρο χρόνο από περιττές διαδρομές και μπλέξιμο στα σημεία με το μεγαλύτερο μποτιλιάρισμα. Είναι ωραίο να παίρνεις το χρόνο σου όταν τον διαθέτεις, αλλά όταν με το καλημέρα έχεις στόχο και σκοπό να φτάσεις στο κάγκελο για να δεις δυο αγαπημένες σου μπάντες, χρειάζεται σχέδιο βελτιστοποίησης διαδρομών. Από ποιο κιόσκι θα πάρεις μπύρες, τι ώρα θα κινηθείς μπροστά, ποια live θα πρέπει να θυσιάσεις ώστε να μη χάσεις τη θέση σου στο μπροστά κομμάτι της χαώδους κεντρικής αρένας.

Το Werchter μοιάζει κάπως έτσι:

Κοιτώντας λοιπόν το πρόγραμμα διαλέγεις τις μάχες σου, και αν κάποιες μπάντες θες οπωσδήποτε να τις δεις από το κάγκελο, τότε καταστρώνεις σχέδιο ανάλογα το πόσο μεγάλα ονόματα ή/και βαθιά μες στη μέρα είναι. Για headliner ας πούμε θα πρέπει να αρχίσεις να κινείσαι από 2 ονόματα πριν.

Στάδιο 1

Πας στο ενδιάμεσο κάγκελο την ώρα που παίζει το προ-προηγούμενο όνομα, ώστε με το που θα ανοίξει το μπροστά section να είσαι στους πρώτους που θα μπουν.

Στάδιο 2

Μπαίνεις στο μπροστά section για να δεις το προηγούμενο όνομα, κι ελπίζεις ότι μετά θα φύγουν αρκετοί από δεξιομπροστά σου για να κινηθείς όσο πιο κέντρο γίνεται.

Στάδιο 3

Είσαι εκεί! Καλή διασκέδαση.

Αυτό που πάντα ξεχνάμε για κάποιο λόγο, είναι το πόσο κουρασμένος μπορείς να νιώθεις στο τέλος μιας μέρας που έχει ξεκινήσει με 2 πτήσεις στις 4 το πρωί και ολοκληρώνεται στις 12 το βράδυ ύστερα από 3 ώρες περπάτημα και 6-7 ώρες ορθοστασίας. Και ήταν και κατευθείαν στα βαθιά φέτος το πρόγραμμα, που την πρώτη κιόλας μέρας μας μόστραρε ένα διαδοχικό Vampire Weekend – National – Sigur Ros, έτσι για να τρίβεις τα μάτια σου και να λες “πού ήρθα”.

Υπήρξαν στιγμές που ειλικρινά πίστεψα πως θα κοιμόμουν όρθιος σε κάποια από τα προηγούμενα acts (στο Στάδιο 1 είχαμε τους Black Rebel Motorcycle Club), όμως είδα live τον αγαπημένο μου φετινό δίσκο (Στάδιο 2, Vampire Weekend) κι αμέσως μετά έπιασα το χέρι του Matt Berninger (Στάδιο 3, The National), οπότε ξέρεις.

Γενικά από ένα σημείο και μετά αυτές οι εμπειρίες έχουν την τάση να διαχέονται η μία μες στην άλλη με αποτέλεσμα να μη θυμάσαι πότε είδες τι. Οι ωραιότερες διακοπές είναι εκείνες που έχουν ένα μεγάλο, εμφανές highlight, γύρω από το οποίο περιστρέφονται και καθορίζονται όλα τα υπόλοιπα. Που θα θυμάσαι πολλά χρόνια μετά και θα λες “α, το 2013 ήταν τότε που…”

Το φετινό ταξίδι τα είχε ήδη βγάλει τα λεφτά του.

Μέρα 2η, Στα ετερώνυμα έλκομαι

Υπάρχει εκείνο το ρητό που λέει, “δείξε μου το Φεστιβάλ σου να σου πω ποιος είσαι.” Όχι, δεν υπάρχει, αλλά θα μπορούσε κάλλιστα. Ας πούμε αν είχα ένα ευρώ για κάθε φορά στη ζωή μου που κάποιος εκπλησσόταν από τις μουσικές που ακούω, τότε… εχμ, θα πήγαινα σε ακόμα περισσότερα φεστιβάλ υποθέτω.

Ο λόγος που αγαπώ ετούτο εδώ και συνεχίζω να επιστρέφω στην αγκαλιά του χρόνο μετά το χρόνο είναι ότι μου προσφέρει κάθε πιθανή μουσική που μπορεί να γουστάρω σε μια δεδομένη στιγμή, σε ένα πακέτο του ενός. Η φράση που πάντα μου άρεσε να χρησιμοποιώ για περιγράψω το Werchter σε κάποιον που ήθελε να μάθει περισσότερα, ήταν “είναι εκεί που είδα διαδοχικά την Pink και τους Rammstein, και ήταν και οι δύο επικοί.”

Τώρα νομίζω δικαιωματικά η φράση μπορεί να αποσυρθεί (τρία χρόνια έχουν περάσει εξάλλου) και να αντικατασταθεί από μια ακόμα πιο εριστική: Είναι το φεστιβάλ όπου τα δύο καλύτερα live μιας μέρας μπορεί να είναι αυτά των Blur και της Ke$ha.

Πράγματα που βαριέμαι αφόρητα στη ζωή μου: Την ουρά στο ΙΚΑ. Τις ταινίες του Αγγελόπουλου. Τις διαδρομές με τον Προαστιακό από το αεροδρόμιο. Τα ίδια και τα ίδια. Τα ψάρι. Τον ίντι σνομπισμό.

Γι’αυτό κι εδώ είναι ο Παράδεισός μου. Είναι το κοινό αυτού του φεστιβάλ το πιο μουσικά υποψιασμένο; Μχμ, όχι. Είναι (όπως λέει η Εύη του cosmo.gr) κοινό τύπου “spring break”; Ναι, εντελώς. Με πειράζει; Όχι, το αντίθετο. Γιατί σημαίνει πως δε θα δεις κανέναν να πολυ-αγχώνεται για το τι θα πάει να δει, κι αυτό βγαίνει στον χαρακτήρα του φεστιβάλ.

Κι άρα θα απολαύσεις ένα πρόγραμμα που ακομπλεξάριστα μεταπηδά από την ποπ στη μέταλ κι από την dubstep στις αγνές κιθάρες, σα να μη συμβαίνει τίποτα. Σημασία έχει να περνάς καλά. Και διάβολε, αυτή την Παρασκευή πέρασα φανταστικά τόσο χαζεύοντας μια υπερσεξουαλική τσιχλόφουσκα να αλλάζει outfits κάθε τρία τραγούδια, λέγοντας ατάκες όπως “να μιλήσουμε για αγάπη; ποιος γουστάρει ΜΠΑΛΕΣ;”, όσο και ανατριχιάζοντας καθώς με δέος αντίρυζα ένα από τα Μεγάλα Συγκροτήματα να παίζει για πάνω από μιάμιση ώρα, σχεδόν ακριβώς μπροστά μου, το ένα μετά το άλλο, τα σπουδαιότερα τραγούδια του.

Στους Blur είδα τους σεκιουριτάδες στα κάγκελα να πιάνονται αγκαλιά και να τραγουδάνε το “Universal”, όσο στο ακριβώς μπροστά κομμάτι, εκατοντάδες ζευγάρια χέρια έμοιαζαν κρεμασμένα στον αέρα, όρθια εκεί για πάντα, αρνούμενα να χαμηλώσουν. Μέχρι να κλείσουν με το “Song 2”, χοροπηδούσα σαν κατσίκι πάνω στα ήδη καταπονημένα πόδια μου.

Ήταν η ωραιότερη συναυλία που έχω δει στο Βέλγιο εδώ και 4 χρόνια, και καθώς έφευγα σκεφτόμουν πως έτυχε να την δω την ίδια μέρα με ένα τρελά διασκεδαστικό, πολύχρωμο, κιτσάτο, αθυρόστομο pop show, από αυτά που τόσο σπάνια έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε.

Γι’αυτό πάω εκεί συνέχεια, γιατί είδα την Katy Perry και τους Sigur Ros, και γιατί κάποτε έπαιζε η Lady Gaga παράλληλα με τους Coldplay. Και γιατί σήμερα φεύγοντας, σέρνοντας τον σμπαραλιασμένο εαυτό μου ως το ξενοδοχείο ανήμπορος να πατήσω δεύτερο διαδοχικό βήμα στο ίδιο σημείο του πέλματος, σκεφτόμουν πως εκείνη τη στιγμή, δε θα προτιμούσα να είμαι πουθενά αλλού.

Μέρα 3η, Αούα

Ξύπνησα με τα πόδια μου να πονάνε πριν καν τα πατήσω στο έδαφος και μια σειρά από σκέψεις άρχισαν να παίζουν αμέσως ξύλο μες στο κεφάλι μου για το ποια θα προλάβει να πρωτοσχηματιστεί.

“Δε θέλω καν να ξέρω τι θα γίνει όταν πατήσω το πάτωμα.”

“Σήμερα η μέρα ξεκινάει με τους Disclosure, πώς θα χορεύω για μια ώρα;”

“Είμαι σίγουρος ότι ήταν καλή ιδέα τα 2 διαδοχικά φεστιβάλ;”

“Πεινάω.”

“Είναι ιδέα μου ή η σόλα των παπουτσιών μου έχει αποσυντεθεί πλήρως;” (#yolo)

“ΠΕΙΝΑΩ.”

Μέναμε σε ένα γραφικό b&b περίπου 30’ περπάτημα από το σιδηροδρομικό σταθμό του Λέβεν, από όπου πέρναμε το λεωφορειάκι του φεστιβάλ (έχει διαρκώς, δε χρειάζεται ποτέ να περιμένεις λεπτό) για κανά τέταρτο, και μετά άλλα 20’ ως τη σκηνή. Αυτά ήταν πράγματα που δεν ήθελα να σκέφτομαι όσο έτρωγα ό,τι έβρισκα μπροστά μου στην κοινή κουζινούλα του 3ου ορόφου. Πρέπει να δοκιμάσαμε κάθε συνδυασμό πάνω στις ψημένες φέτες ψωμιού.

(Γενικά το πρωινό είναι τεράστια υπόθεση. Αν ντερλικώσεις από το φαγητό από νωρίς, σημαίνει πως θα χρειαστείς να ξοδέψεις πολύ λιγότερα κουπόνια μες στο χώρο του φεστιβάλ σε -φανταστικές μεν- πατάτες -των 5 ευρώ δε-, και ό,τι άλλο μπορεί ο καθένας να τολμά να φάει εκεί μέσα.)

Αυτή ήταν η πιο συναρπαστική μέρα του φεστιβάλ από πλευράς line-up, γιατί είχε μαζεμένα όλα τα καυτά, φρέσκα ονόματα (συν τον Nick Cave, πού πας χωρίς Nick Cave), διασκορπισμένα σε όλες τις σκηνές, που σήμαινε πως σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη μέρα, κάθε μέλος της παρέας ήταν μόνο στη μοίρα του.

Καθώς εγώ προσωπικά κατάφερα ένα τρελό Disclosure-Odd Future-Kendrick Lamar-Django Django-Azealia Banks-Tame Impala-Volbeat-Frank Ocean-Goose-Rammstein, θυσιάζοντας Nick Cave (που θα τον έβλεπα στο Exit), Rudimental (που νόμιζα πως θα τους έβλεπα στο Exit) και James Blake (που θα τον ‘έβλεπα’ στο Ejekt), η διαδρομή μου εκείνη τη μέρα θα πρέπει να έμοιαζε κάπως έτσι:

Αν ήξερα photoshop θα έβαζα και διαφορετικά χρώματα ανάλογα με την παρέα που είχα στο κάθε live. Ευτυχώς τώρα είναι καθαρό και ευκρινές -.-

Η ουσία είναι ότι με κάποιο τρόπο αυτή η μέρα όχι μόνο δε με αποτελείωσε, αλλά με αναζωογόνησε κιόλας. Ίσως επειδή έβλεπα σερί πράγματα που δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου, ίσως επειδή ξεκίνησα χορεύοντας για μια ώρα τα καγκουρίντι των Disclosure κλείνοντας με χορό στα νταρκοηλεκτροντεθ (ή ό,τι) των Βέλγων Goose, ίσως επειδή διαρκώς περπατάγαμε αντί να στεκόμαστε σε ένα σημείο, ίσως επειδή στους Django Django το κοινό έκανε παλλόμενη εξέδρα, ίσως επειδή κάπου στο χώρο υπήρχε η ανεξάντλητη ενέργεια του Nick Cave, ίσως επειδή αντίκρυσα ζωντανά το outfit του τρελού που φόραγε η Azealia Banks.

Ή απλά ίσως επειδή άκουσα live το “It Feels Like We Only Go Backwards” σε μια μέρα που, ξέρεις, κάθε άλλο.

Μέρα 4η, Of Monsters and Anthems

Η άχαρη στιγμή που συνειδητοποιείς πως πρέπει να αρχίσεις να σκέφτεσαι πότε θα φτιάξεις βαλίτσα και πότε θα κάνεις check out την ίδια στιγμή που λες “μα τώρα ήρθαμε, μόλις χτες ήταν!… προχτές… ουάο, πέρασε όλο το φεστιβάλ…”

Και τι κάνεις την τελευταία μέρα; Μα ναι, αν το πρόγραμμα σε βοηθάει, αράζεις σε μια από τις μικρές σκηνές και κάθεσαι εκεί να δεις μερικά αγαπημένα αντί να στριμώχνεσαι ανάμεσα σε χιλιάδες μεθυσμένους ΒελγοΟλλανδούς που φοράνε μαγιό στην κεντρική σκηνή.

Να λοιπόν πώς ήταν για εμάς η μέρα.

Σε αυτή την κάτοψη της μικρής σκηνής Barn, βλέπουμε τους Gaslight Anthem στο κέντρο της σκηνής, τους φουσκωτούς στο διαχωριστικό διάδρομο, τους φωτογράφους στο μέσον, και εκεί στη μπροστά δεξιά γωνία στο κάγκελο, εμένα και τον αδερφό μου. (Τα κεφαλάκια που βλέπεις.) Ξεκινώντας από τους Alt-J προχωρούσαμε και λίγο σε κάθε live, φτάνοντας τελικά όσο πιο μπροστά έχουμε φτάσει ποτέ ή όσο γίνεται να φτάσεις γενικώς. (Αυτές οι μουσταρδί γραμμές που βλέπεις.)

#αυτοδιδακτος_γραφιστας

Αντλώντας δύναμη από: α) τη λατρεία μου για τους Gaslight Anthem, β) το ότι είχαμε περάσει 6 ώρες χωρίς μπύρα ή φαγητό μέσα σε αυτή τη σάουνα για να φτάσουμε μπροστά, γ) το ότι το φεστιβάλ θα τελείωνε 3 ώρες μετά, τα δώσαμε όλα σε αυτό το live, ό,τι είχε απομείνει στο ντεπόζιτο μετά από 4 μέρες εκεί.

Το αποτέλεσμα ήταν διάλυση στο βαθμό του να αναζητήσουμε το βέλτιστο σημείο στο γρασίδι αμέσως μετά από όπου να μπορούμε να ‘δούμε’ ταυτόχρονα ό,τι live θα ακολουθούσε και στις 3 σκηνές. (Να τι σου αγοράζει η πείρα φίλοι μου.)

Έτσι, από τις 10 ως τις 12 το βράδυ απολαύσαμε μπύρες αρκετές και πατάτες μπόλικες καθώς:

Τα πυροτεχνήματα λήξης τα ακούσαμε/είδαμε καθώς επιβιβαζόμασταν στο λεωφορειάκι για Λέβεν, μακριά πλέον από τις σκηνές του φεστιβάλ.

ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ.

Μέρα 5η, Επιστρέφοντας στη Lana

Ξέρεις αυτό το πράγμα καμιά φορά που δεν έχεις όρεξη να υπάρξεις, ξυπνάς το πρωί, αρχίζεις να σπαταλάς ώρα μην κάνοντας απολύτοντας τίποτα δημιουργικό (ούτε καν βλέποντας ταινίες, ούτε καν ακούγοντας μουσική) και ξαφνικά πεινάς πολύ και λες “μμμ, ώρα να φάω για μεσημέρι” αλλά κοιτάς το ρολόι και ειναι 7 το απόγευμα και τελικά τρως κατευθείαν για βράδυ;

Ναι, αυτή ήταν η μέρα μου. Πιο ανούσιο πράγμα από πτήσεις μες στα μεσημεροαπογεύματα δεν υπάρχει. Έχεις χαλάσει όλη τη μέρα και το πιο δημιουργικό πράγμα που κάνεις πριν πας για ύπνο, κατάκοπος, το βράδυ, είναι να διαβάσεις τι γράφτηκε για τη συναυλία της Lana del Rey που πολύ ήθελες να πας (παρότι την είχες ξαναδεί πέρσι και τη βρήκες φρικτή) αλλά δυστυχώς αυτό το φεστιβάλ-σφήνα δε μπόρεσε να γίνει μέρος των σχεδίων σου.

Ζζζζζ.

Μέρα 6η, Η ιστορία μιας βαλίτσας

H αλήθεια είναι πως αυτό ήταν το γρηγορότερο άδειασμα βαλίτσας που έχω κάνει στη ζωή μου. Συνήθως η άμοιρη στέκεται εκεί στο πάτωμα για μέρες, βδομάδες, (αχέμ) αλλά τώρα μη έχοντας άλλη επιλογή (δηλαδή βαλίτσα) πέρασα μια μέρα πανικού βάζοντας πλυντήρια και στεγνώνοντας ρούχα. Σε λίγες ώρες ξεκινούσα διακοπές! Πάλι.

Μέρα 7η, Festival chic

Δεν ήταν απλά μια πτήση σε ένα άλλο φεστιβάλ. Ήταν μια πτήση σε έναν άλλο κόσμο, σε μια άλλη εμπειρία. Το γνώριμο έδωσε τη θέση του στο φρέσκο καθώς η βαθιά Ευρώπη έδινε τη θέση της στα βαθιά Βαλκάνια. Άλλος κόσμος, άλλη χώρα, άλλοι ρυθμοί.

Στο Βελιγράδι ταξιδέψαμε με ένα αεροπλάνο που μέσα έμοιαζε με λεωφορείο (και πέταγε κάπως έτσι κιόλας), κάθε διαδρομή με ταξί ήταν αποτέλεσμα παζαριών (tip: μην πας Σερβία αν δεν έχεις μαζί άνθρωπο που ξέρει πώς να κάνει πειστικά ένα παζάρι), στο Νόβισαντ τα λεωφορεία θύμιζαν αυτά που στην Αθήνα έχουν μείνει μόνο στον περιφερειακό του Λυκαβητού.

Επίσης οι άνθρωποι είναι ωραίοι, τα φαγητά φανταστικά και οι τιμές χαμηλές.

Το σκηνικό με βοήθησε να βολευτώ γρήγορα στον αντίθετο ρόλο. Μέχρι πριν 2 μέρες οδηγούσα, τώρα δέχτηκα άνετα το ρόλο του τουρίστα που τον ξεναγούν. Πρώτη φορά σε μια νέα χώρα, σε ένα νέο φεστιβάλ που όπως άμεσα θα διαπίστωνα, δεν είχε την παραμικρή σχέση με εκείνα που ήξερα.

Το Exit πραγματοποιείται σε ένα φρούριο εκατοντάδων ετών, όπου κάθε σκηνή υψώνεται δίπλα σε τούνελ, εκεί που βαθαίνουν τα ξέφωτα, πίσω από γωνίες, μέσα σε γούβες. Είναι ένας χώρος ομορφιάς και επιβλητικότητας που σου κόβει την ανάσα, και ακόμα και καθώς τον περπατούσα εκείνο το πρώτο χαλαρό απόγευμα, πριν ανοίξει επισήμως τις πόρτες του, πριν τον κόσμο, πριν τους καλλιτέχνες, δεν έβλεπα την ώρα να τον ζήσω στο φουλ.

Να ένας χάρτης. Χοντρά-χοντρά, στο δεξιά μέρος υπάρχουν ουσιαστικά οι 2 μεγάλες συν η μία γαμάτη σκηνή. Κάτι σαν το 70% του χρόνου και της διασκέδασης δηλαδή. Όμως το κερασάκι στην τούρτα είναι ο χαμός εκεί στα αριστερά, σε αυτό το συναρπαστικό, πανέμορφο σύμπλεγμα μικρών σκηνών κάθε λογής. Περπατάς και παντού, αριστερά σου, πάνω, κάτω, σε ένα υψωματάκι εκεί στο βάθος, κάτω από μια γέφυρα, παντού!, υπάρχει κάτι, συμβαίνει κάτι.

Αν πας στο Exit και βαρεθείς, συγχαρητήρια, καλή συνταξιοδότηση εύχομαι.

Η εμπειρία του νέου και διαφορετικού ενισχύεται καθώς περπατάς σε διαδρομές ακόμα χωμάτινες, ασχημάτιστες, ανάμεσα σε σίδερα που απέχουν μερικές ώρες από το να γίνουν σκηνές stages (σόρι), σε μια αχανή έκταση ολόαδεια, φαινομενικά εκεί μόνο για σένα, αποκλειστικά για σένα, για να τη διασχίσεις καθώς σουρουπώνει, χαζεύοντας τον Δούναβη που αράζει εκεί παραδίπλα.

Επειδή θα ακολουθήσουν ακόμα 4 μέρες με Exit σε φουλ ρυθμούς, να ένα photostory με το φεστιβάλ στην πανέμορφη making of φάση του. exit festival

Κάποια στιγμή σε μια από τις χαλαρές βόλτες θα διαπιστώσεις πως ο χώρος έχει αρχίσει να γεμίζει μπροστά στην Main Stage, τη μοναδική ανοιχτή για αυτή την πρώτη μέρα (φέτος εξάλλου προστέθηκε 5η μέρα για το Exit, και είναι ουσιαστικά μια τελετή έναρξης με πυροτεχνήματα και 3 acts στο Main Stage). Η ανυπαρξία κούρασης επιβεβαιώνει πως όταν κάνεις κάτι νέο και διαφορετικό, δεν έχει σημασία πόσες ώρες πετούσες, πόσες ώρες περπατούσες, και πόσο… βασικά, τώρα που το σκέφτομαι, απολύτως τίποτα έφαγες.

Με κέφι (δεν γίνεται αλλιώς εξάλλου) χορεύουμε και τραγουδάμε τα χιτάκια που αδειάζει πάνω μας ο Nile Rodgers των Chic λίγο μετά τα απαραίτητα πυροτεχνήματα. Η βραδιά κλείνει με το “Get Lucky” να παίζει από τα ηχεία και τον Rodgers απλά να χειροκροτάει με ενθουσιασμό πάνω στη σκηνή εξηγώντας στο κοινό πως είναι “το νέο μας κομμάτι”. Σε όλο το υπόλοιπο φεστιβάλ, δε θα υπήρχε βραδιά χωρίς να το ακούσουμε σε κάποιο από τα stages, από κάποιον από τους too many DJs.

Για την ώρα όμως, το κλείσιμο θα ερχόταν απόψε νωρίς. “Από αύριο που θα είναι ανοιχτά και τα υπόλοιπα θα καταλάβεις το Exit.” Με είχαν προειδοποιήσει.

Μέρα 8η, Happy, sad

Ως η πρώτη αληθινή μέρα μου στο Exit, δεν δυσκολεύομαι να την ξεχωρίσω στο μυαλό μου ως και την καλύτερη- ήταν μαζεμένα, εδώ, όλα όσα χαρακτήρισαν αυτό το φεστιβάλ και τις υπόλοιπες ημέρες.

Αυτό που δεν είχα συνειδητοποιήσει ήταν πόσο αργά ξεκινά ο όλος χαμός. Στο φρούριο δεν πηγαίναμε πριν τις 9-10 συνήθως. Το οποίο προκαλεί δύο απορίες: 1) Τι κάνει κάποιος ως τότε και 2) Μέχρι τι ώρα τραβάει το πάρτι;

Οι δύο ερωτήσεις φυσικά συνδέονται και ουσιαστικά απαντούν η μία την άλλη. Διότι ναι, πριν τις 6 δεν φεύγεις από το φεστιβάλ και, κατ’επέκταση, πριν τις 4-5 δεν ξυπνάς.

Στο άκρως επιστημονικό αυτό διάγραμμα παρατηρούμε τις διάφορες φάσεις ύπνου και υποτυπώδους προσπάθειας ξυπνήματος μέχρι το απόγευμα, εκεί που αρχίζουν να ανεβαίνουν τα πράγματα είναι στον καφέ/βόλτα/φαγητό στο κέντρο του Νόβισαντ, όταν πια φτάσουμε φεστιβάλ έχουμε ξυπνήσει για τα καλά, στο βαθιά μεταμεσονύκτιο τρίωρο αιχμής γίνεται ο χαμός όταν απλά πηγαινοέρχεσαι σε stages για να βρεις πού θα χορέψεις καλύτερα.

Εκεί κατά τις 5 έρχεται η φυσική φθορά, αλλά έχεις τη δύναμη για ένα τελευταίο κέφι όταν συνειδητοποιείς πως έχει ξημερώσει για τα καλά και ακούς κάτι όμορφο και χορευτικό. Το υπόλοιπο είναι απλά η απεγνωσμένη προσπάθεια να σύρεις τον εαυτό σου μέχρι το κρεβάτι.

Οπότε, πάμε ένα ένα.

Αρχικά είναι η κεντρική σκηνή. Εδώ σήμερα είδαμε τον Snoop Dogg a.k.a. Snoop Lion επειδή απλά μπορούμε. Γέλαγα καθόλη τη διάρκεια αλλά δε μπορώ να πω, πέρασα φίνα. Το χαϊλάιτ ήρθε μετά, όταν υπήρξε και συνέντευξη τύπου με τον Snoop αυτοπροσώπως. Καθόλη τη διάρκεια της αναμονής ήλπιζα να μπει μέσα ένας publicist και να ανακοινώσει “Mr. Dogg is now here.” Δυστυχώς αυτό δεν έγινε ποτέ.

Από την άλλη βέβαια είχα μπροστά μου για 15 λεπτά έναν άνθρωπο που φορούσε τρικολόρ στρασαριστά γυαλιά ηλίου κάτω από μια τέντα στις 12 το βράδυ, οπότε κι αυτό κάτι είναι.

Μετά από αυτό ήμασταν έτοιμοι για το κυρίως πιάτο.

Μάλλον πρώτα να πούμε όχι για το κυρίως πιάτο, αλλά για τη Jack Daniels sauce που θες να την έχεις πάντα δίπλα σου ό,τι και να τρως. Silent Disco και τα μυαλά στα κάγκελα. Η αίσθηση του να χορεύεις έχοντας αυτιά γεμάτα ήχους, σε ένα απολύτως σιωπηλό χώρο, να βλέπεις μια ομάδα ανθρώπων να κινούν ταυτόχρονα τα χέρια τους στον ίδιο (διαφορετικό από σένα) ρυθμό, να αλλάζεις DJ και να διαπιστώνεις πως τόση ώρα άκουγαν πχ το “I Follow Rivers”. Στο επόμενο ρεφρέν, όλη η Σιωπηλή Ντίσκο ακούει εκείνο.

Αυτό είναι το κυρίως πιάτο.

Μέσα σε μια τεράστια γούβα, σε ένα αδιανόητα αμφιθεατρικό στήσιμο, βρίσκεται η Dance Arena, δηλαδή Εκεί Που Συμβαίνει σε αυτό το φεστιβάλ. Την πρώτη βραδιά της αρένας είδαμε εδώ Kate Boy (φανταστικό δίδυμο με την κομματάρα “Northern Lights”, που κατάφερε κι έβγαλε 45λεπτο σετ παίζοντας 5 τραγούδια ή έτσι μου φάνηκε) κι αμέσως μετά Fatboy Slim που με το “Eat. Sleep. Rave. Repeat.” έδωσε το στίγμα του 5ημέρου.

Κι αυτό είναι το γλυκό για μετά. Πόσο βολικό που στην άκρη της Dance Arena, περνώντας από ένα μικρό τούνελ, βρίσκεσαι στο ξέφωτο της Happynovisad Stage, εκεί όπου είναι λες και ζεις σε ένα μόνιμο 4-6 το πρωί στα YiD!!SiD!! πάρτι. Άσε που ζεις απελευθερωμένος από το φασισμό του line-up: Απλά εμπιστεύεσαι πως όταν βαρεθείς όλα τα άλλα, θα πας εδώ και θα είναι φανταστικά.

(Δε λέω πως το line-up στους DJs δε μετράει, φυσικά. Απλά πως εγώ δεν τους ξέρω, οπότε δεν κάνει διαφορά να κοιτάξω ποιοι παίζουν.)

Happy.

Μέρα 9η, Βόλτα και ξύλο

Γενικά Exit και Werchter είναι τόσο διαφορετικά φεστιβάλ που δεν έχει νόημα να συγκρίνεις, είναι σα να βάζεις δίλημμα “Λίστα του Σίντλερ” ή “Hostel”, αλλά να που σε ένα πράγμα μπορώ ευθέως να τα φέρω κόντρα και να διαλέξω το Exit κιόλας: Το μέρος.

Όχι το μέρος διεξαγωγής (αν και σε αυτό, ΟΚ, με το μεσαιωνικό φρούριο δύσκολα να διαφωνήσεις), όσο την κοντινή πόλη. Στο Βέλγιο έχουμε το Λέβεν που, εχμ, εντάξει, το αγαπώ γιατί τόσα χρόνια το περπατάμε, αλλά ας πούμε πως επιστρέφουμε 12 το βράδυ από το φεστιβάλ και το μόνο ανοιχτό πράγμα για να φας είναι ένα βρώμικο πάνω στην πλατεία.

Στη Σερβία έχεις το φανταστικό Νόβισαντ όμως. Είναι κι αλλιώτικες οι ώρες βέβαια, αλλά τι να γίνει, κι αυτά μες στην εμπειρία του φεστιβάλ είναι. Κατά το απόγευμα λοιπόν, αυτή την Παρασκευή, έκανα αυτό που πάντα μου αρέσει να κάνω όποτε βρίσκομαι σε μια νέα πόλη: Βάζω κάποια νοητά όρια στο περίπου μες στο μυαλό μου, κι απλά αφήνω τον εαυτό μου να χαθεί στους δρόμους της πόλης. Ελεγχόμενα πάντα, αλλά θέλω να πω, περπάτημα δίχως στόχο, δίχως χάρτη, δίχως χρονικό όριο.

Απλά μια ώρα αφιερωμένη σε αυτούς τους δρόμους, για να αποκτήσω μια αίσθηση του πώς είναι εκεί.

Α, κι επίσης έφαγα αυτό το μαγικό πράγμα.

Και ήπια και καφέ. (Άπειρα wi-fi spots, να το πούμε κι αυτό.)

Από το Νόβισαντ περνάς μέσα από ένα όμορφο πάρκο για να βγεις στο δρόμο της μεγάλης γέφυρας, που σε οδηγεί έξω από τα όρια της πόλης, και κατευθείαν στη ρίζα του φρουρίου. Το περπάτημα μοιάζει μπόλικο, αλλά κυλάει νεράκι. Σε αυτό το σημείο του ταξιδιού, παρότι είχα περπατήσει σαφώς περισσότερο (και χοροπηδήσει ακόμα περισσότερο) από ό,τι στο αντίστοιχο χρονικό spot του Βελγίου, δεν ένιωθα την παραμικρή κούραση. Πόσο μάλλον που οι μέρες αθροίζονται κιόλας.

Αυτό τον ενθουσιασμό και την αφέλεια θα έρχονταν να τεστάρουν οι Prodigy που σήμερα κατέλαβαν την κεντρική σκηνή με αυτό το Warrior’s Dance που για μέρες πριν το κοιτάζαμε κι αναρωτιόμασταν: “Τι είναι το Warrior’s Dance;;” Μμμ, μάλλον χαζή ερώτηση. Τελοσπάντων, το διαπιστώσαμε.

Ας πούμε πως είχα καιρό να δω τόσο ξύλο σε συναυλία. Μιάμιση ώρα σπρώξιμο, ιδρώτας, γκαρίσματα, τσαλαπατημένα πόδια, κάτι ξώφαλτσες μελανιές- κι όλα αυτά δίχως καν να είμαστε ιδιαίτερα μπροστά. Ένας Άγγλος δίπλα μου έλεγε σε όποιον έβρισκε ότι τους έχει δει ένα κάρο φορές φέτος, τέτοιο πράγμα δεν έχει γίνει πουθενά.

Achievement unlocked: Επιβίωσα κι εγώ τον Warrior’s Dance!

Μέρα 10η, Peace

Υπάρχουν διάφοροι λόγοι για τους οποίους αξίζει να θυμάμαι αυτή τη μέρα.

  • Ανακαλύψαμε ένα κρυφό κλαμπάκι μέσα σε ένα μπουντρούμι (;) κάπου μέσα σε έναν πύργο του φρουρίου.
  • Υπήρχε κάτι που λεγόταν Lollobrigida το οποίο παραλίγο να κάψουμε Atoms for Peace για να δούμε. (Άμα μπεις στο mood των ονομάτων στις μικρές σκηνές, δε σε ξεκολλάει τίποτα.)
  • Το “Atoms for Peace ή David Guetta” ήταν υπαρκτό δίλημμα.
  • Στο Latin Stage μια κοπέλα έκανε pole dancing.
  • Είδα έναν DJ να κάνει τους Muse να μοιάζουν μετρημένοι επί σκηνής.
  • Στην Silent Disco παίζαν και οι δύο DJ φανταστικά. Ομολογώ μου πέρασε από το μυαλό να κάψω τον Thom Yorke και δεν ντρέπομαι γι’αυτό.

Μετά από όλα τα παραπάνω, και το πόσα παραλιγοάκυρα να φάει ο Thom και οι Atoms, είναι μόνο δίκαιο που όχι απλά είδα κανονικά το live, αλλά το βρήκα και φανταστικό, παρότι ούτε κατά διάνοια δεν είμαι φαν του Yorke, των Atoms ή ακόμα και των Radiohead. Τι να πω, ίσως με συνεπήραν οι χοροί του πιο απροσδόκητου των ενεργητικών frontmen.

Ο David Guetta μπορεί να μην τιμήθηκε λοιπόν, αλλά αμέσως μετά, για να πάει κάτω το πειραματικόν των Atoms live, υπήρξε έναν απολαυστικά, ξέφρενα over-the-top DJ στην Dance, του οποίου το όνομα ήταν Mark Knight ή Steve Angello ή Mark Angello, τα έχω μπερδέψει, δεν είμαι τελικά σίγουρος τι απ’όλα.

Τελοσπάντων, ο τύπος είχε πάνω στη σκηνή ρομπότ, έπαιζε από μια υπερυψωμένη θέση, και βάραγε βεγγαλικά και πυροτεχνήματα. Και φυσικά φωτιές, κάτι τόσες δα φωτίτσες. Γενικά όχι αυτό που θα σκέφτομαι ως συνώνυμο της λέξης ‘μέτρο’. Ήταν ωραία; Ήταν φανταστικά, οπότε ΟΚ.

Και τώρα ας δούμε πώς μοιάζει στο μυαλό μου ο καταμερισμός ωρών και fun που ξοδεύτηκε στο κάθε ένα από τα βασικά σημεία του φεστιβάλ.

“Στην ρέγκε τραβάω τη γραμμή”, εκτός κι αν η ρέγκε μου εμφανιστεί στα μουλωχτά στην κεντρική σκηνή, οπότε τι να κάνω, να μη δω ολόκληρο Snoop Dogg a.k.a. Snoop Lion; Κλείνουμε παρένθεση και συνεχίζουμε με την προτελευταία νύχτα που πλέον είχε παραδώσει κι αυτή το πνεύμα της.

Υπήρξε προσωρινά στο τραπέζι και η ιδέα για after party, επειδή ναι, φυσικά και το Exit, που τελειώνει στις 7 το πρωί, έχει επίσημα after parties που ξεκινούν στις 7 και πάνε ως τις 2 το μεσημέρι. Τι; Λογικό.

“Κι αν πάμε για ύπνο νωρίς και ξυπνήσουμε να πάμε στα after για καφέ;”

Η απάντηση ήταν ένα facepalm. Συνέχισα να πίνω τη μπύρα μου.

Μέρα 11η, Exit

Δεν καταλαβαίνεις πώς και πότε ακριβώς συνέβη, αλλά σε πιάνει.

Έρχεται η μέρα που ξυπνάς και, εντελώς ξαφνικά, δίχως προειδοποίηση, τα πόδια σου είναι σχεδόν θρύψαλλα. Παραπατάς για να φτάσεις στην τουαλέτα. Τι, όχι; Μόνο σε εμένα; ΟΚ, ίσως είναι που αυτό το ταξίδι με έφερε 10 ακόμα μέρες πιο κοντά στα 30. Πάντως αυτή, την 11η, ένιωσα όλη την κούραση να έρχεται μαζεμένη.

Μπορεί και να είναι ψυχολογικό. Ήξερα πως ήταν η τελευταία μέρα που ξύπναγα εδώ, γιατί η πτήση της επιστροφής ήταν τόσο νωρίς που θα πηγαίναμε σερί στο αεροδρόμιο. Άρα, βαλίτσες. Άρα, μάζεμα. Άρα, τέλος.

Άρα, ράκος.

Το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί σε ένα ταξίδι σου είναι το να μπεις (αναπόφευκτα ενδεχομένως) στο μοτίβο του “μένουν τόσες ώρες, πρέπει να είναι γαμάτες!” γιατί έτσι φυσικά και δεν πρόκειται να είναι γαμάτες. Ευτυχώς στα φεστιβάλ το πρόγραμμά σου το γεμίζουν κάπως αυτόματα άλλοι παράγοντες.

Κι ευτυχώς, η τελευταία αυτή μέρα είχε τέλειο line-up, στην κεντρική σκηνή κιόλας.

Υπήρξε ένα κάγκελο στους Bloc Party, τη μόνη μπάντα που είδα εν τέλει δύο φορές στη διάρκεια αυτών των ημερών. Ο Kele Okereke παίζει με μια χαλαρότητα χαρισματικού frontman που έχει σταματήσει να Νοιάζεται κι απλά το διασκεδάζει. Φανταστικό live, όχι με όση ενέργεια είχε στο κλειστό Werchter των αφηνιασμένων Βέλγων spring breakers βέβαια, αλλά και πάλι φανταστικοί.

Μετά υπήρξε ένας μαγευτικός Nick Cave, που επιτέλους, κάλλιο αργά παρά ποτέ, ένιωθα πως τον αγάπησα. Βλέποντάς τον να παίζει μου ήρθε μια ιδέα στο κεφάλι: “Έτσι μοιάζει κάποιος που λατρεύει τα τραγούδια που παίζει.” Δεν ξέρω γιατί το σκέφτηκα αυτό. Λες και οι άλλοι τα βαριούνται; Ίσως, τι να πω. Ή απλά μπορεί ο Cave να ήταν τόσο καλός.

Παίζοντας τον “Stagger Lee” φλέρταρε καθόλη τη διάρκεια του κομματιού με μια κοπέλα που ήταν στους ώμους φίλου της. Αγγίζοντας, χαϊδεύονταν, κοιτάζονταν. Την ώρα της κορύφωσης, στο επεισόδιο με τον Θάνατο, εμφανίζεται ξαφνικά από πίσω μια άλλη κοπέλα, η οποία όμως είναι όρθια πάνω στους ώμους. Ο Cave παρατάει την πρώτη και τελειώνει το τραγούδι με/σε αυτή. Είναι η μία στιγμή του φεστιβάλ που δε μπορώ να διώξω από το κεφάλι μου.

 

(Αυτή κι όταν φεύγοντας από το Happynovisad το πρώτο βράδυ, 6.30 το πρωί πια, άδειοι και διαλυμένοι, είδαμε στη Dance Arena αυτό:

OK. Γιατί όχι.)

Οι Rudimental δεν εμφανίστηκαν, οι SBTRKT πήραν όση ελάχιστη ενέργεια μου είχε απομείνει, και μια τελευταία, αποκαμωμένη, καθιστή μπύρα στο Happynovisad λίγες στιγμές πριν το τελευταίο ξημέρωμα ήταν ο μόνος ταιριαστός επίλογος για αυτό το φεστιβάλ-εμπειρία.

Λίγες ώρες μετά, προσπαθώντας να μείνω ξύπνιος στην αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου, ο Nick Cave κι οι Πάρα Πολλοί DJs είχαν γίνει ένα, στο κάτι-σαν-όνειρο-πυρετού που βίωνα.

Στο μέλλον θα μου είναι πολύ πιο δύσκολο να διαχωρίσω μέρες και προγράμματα στο Exit, αλλά δεν πειράζει. Αυτό το κάνει την εμπειρία που είναι.

Μέρα 12η, Catching up

Αυτή η Δευτέρα δεν ξεκινά Δευτέρα πρωί (γιατί τότε ακόμα έληγε η προηγούμενη Κυριακή) αλλά περισσότερο κατά το απόγευμα, όταν ξύπνησα νυσταγμένος, κουρασμένος, ζεσταμένος, και με λαιμό σε χειρότερη κατάσταση από χωράφι που έχει μόλις περάσει τρακτέρ.

Όλη τη Δευτέρα την ξόδεψα κάνοντας ένα πράγμα: Διαβάζοντας τα εκατοντάδες αδιάβαστα μέιλ που στοιβάζονταν όλες αυτές τις μέρες. Δεν είναι τίποτα, χρειάστηκαν μόνο 5 ώρες. Όσο ένα πέρασμα από τη Dance Arena.

Μέρα 13η, Εκτόξευση

Έχω πάρα πολλά χρόνια να κάνω πλήρως αναπόσπαστες, πολυήμερες διακοπές, και όταν έκανα ήταν πριν τόσα χρόνια που ακόμα δεν είχα δουλειά. Το πολύ-πολύ καμιά σχολή. Οπότε θέλω να καταλήξω στο ότι δεν ξέρω πως είναι για τους συνανθρώπους μου η μετάβαση “ΑΟΥΑΑΑΑΑΑ WOO HOOOOOO SPRING BREEEEEEEEAK” -> “δύο deadlines, δύο meetings, τέσσερις ώρες, GO!”, αλλά εμένα σίγουρα με βοήθησε που στο τέλος αυτής της πρώτης μέρας επιστροφής στα εγκόσμια, με περίμενε… well, τι άλλο. Άλλο ένα φεστιβάλ.

Στην Πλατεία Νερού στο Φάληρο, στο μονοήμερο Ejekt, τα πάντα ήταν πλέον γνώριμα και διαφορετικά σε σχέση με τις αμέσως προηγούμενες μέρες. Ήμουν σε ένα live αλλά αισθανόμουν πως ήταν κάτι άλλο. Ήταν εκεί πολλοί από τους ίδιους ανθρώπους που μαζί τραγουδάγαμε μερικές μέρες πριν, αλλά το περιβάλλον ήταν αλλιώτικο.

Ο James Blake έπαιξε όσο καλά μπορούσε αυτό το ηλιόλουστο απόγευμα, μπροστά σε 25 ανθρώπους που τον πρόσεχαν. Έπαιξε και στο Werchter, αλλά όπως άμεσα πληροφορήθηκα, όχι πως αμφέβαλα, εκεί ήταν “αλλιώς”.

Θα έπαιζαν, ακόμα πιο νωρίς, και οι Palma Violets, αλλά ακύρωσαν. Πόσο χαίρομαι που τρέχαμε μανιωδώς την πρώτη μέρα του ταξιδιού για να τους δούμε στο Βέλγιο- από πιθανό bookend αυτών των φεστιβαλικών διακοπών, τελικά παραλίγο να μην τους δω καθόλου. Εν τέλει, απλώς αυτό το πολυήμερο μουσικό ταξίδι είχε ξεκινήσει 13 μέρες πριν με το “Best of Friends”.

Δίκαιο.

***

Μια μέρα πριν επιστρέψω, ένας φίλος μου έγραφε “καλά, θα πας και Ejekt; δεν βαρέθηκες;”, ένας άλλος απαντούσε “θα πάει για το σβήσιμο”.

Το σβήσιμο ήταν όταν διασκεδάζαμε στο (τρισάθλιο, αλλά δεν έχει να κάνει) karaoke, γιατί live δεν το λες, του Peter Hook. Όταν απορούσαμε πόσο πιο άβολο μπορεί να γίνει το ιντερλούδιο με ένα τυπάκι που απλά έκανε ήχους με το στόμα του σαν εκείνο τον αστυνομικό από τη “Μεγάλη των Μπάτσων Σχολή”. Όταν πίναμε δίχως άγχος ή αγωνία μπύρες ανταλλάζοντας νέα ή εντυπώσεις ή και κοινές αναμνήσεις (ανάλογα με ποιον από όλους μιλούσα την κάθε στιγμή).

Και, τελικά, όταν βγήκαν στη σκηνή οι Pet Shop Boys, που δε με νοιάζει τι λέτε, μου είναι τρομερά δύσκολο να μη τους απολαύσω γιατί κάνουν φανταστικά live. Και γιατί, δίχως πλέον το φως του ήλιου να με αποσπά, χοροπήδαγα για μια ακόμα φορά, γκαρίζοντας το “Always On My Mind”, ιδανικό σάουντρακ για το κλείσιμο αυτής της ντουζίνας ημερών που δε θα ξεχάσω ποτέ.

Σκεφτόμουν πως αυτή τη φορά, σε αυτό το ταξίδι, για πρώτη φορά ήταν σαν τα σύνορα ανάμεσα στο γνώριμο και το καινούριο να καταργήθηκαν. Αυτή τη χαλαρή νύχτα, ακροβατώντας ανάμεσα στην ξεκούραση και την πλήρη διάλυση, ακόμα και το οικείο μοιάζει διαφορετικό.

Σχεδόν τρεις δεκαετίες ζωής μετά, να κάτι νέο.

 

“Δηλαδή θα δεις διαφορετικά πράγματα στα δύο φεστιβάλ που θα πας;”, με ρωτούσαν δύο βδομάδες πριν.

Δεν έχεις ιδέα.