ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Φέρτε πίσω το Δοξόμπους…

Ο Αντώνης Καρπετόπουλος νοσταλγεί κάποια από τα παλαιά χρόνια του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και τα συνθήματα των Εξωστικών.

Μέσα σε ένα κλίμα νομίζω γενικής αδιαφορίας ολοκληρώθηκε και φέτος το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης που δεν μου μοιάζει ότι ζει τις καλύτερες μέρες του – μακάρι να κάνω λάθος και ξέρω ότι ο Δημητρόπουλος έχει αντίθετη άποψη από εμένα. Νομίζω ότι η διεθνοποίησή του, του στέρησε κατά κάποιο τρόπο ενδιαφέρον, αν όχι και κύρος. Όσο ήταν απλώς Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, ο χαρακτήρας του ήταν πιο σαφής και οι διοργανώσεις του θεαματικότερες.

Κάθε χρόνο, όταν το Φεστιβάλ τελειώνει, νοσταλγώ δυο τουλάχιστον ιστορικές διοργανώσεις του Φεστιβάλ: αυτή του 1987 και αυτή του 1988 – μέρες ένδοξες για το Φεστιβάλ, κι ίσως και για τους διαγωνιζόμενους για τους οποίους το πέρασμα από τη Θεσσαλονίκη ήταν δοκιμασία.

Αιτία; Η δυναμική παρουσία του ιστορικού «Εξώστη Β΄», του σκληρότερου ίσως κινήματος αποδοκιμασίας ταινιών που έχει γνωρίσει η χώρα! Ο «Εξώστης Β΄», τα μέλη του οποίου ονομάζονταν «οι εξωστικοί», χρωστά το όνομά του στον Εξώστη του Θεάτρου Μακεδονικών Σπουδών, στο οποίο ήδη από τη δεκαετία του 70 γίνονταν προβολές ταινιών. Στον Εξώστη δίνουν το παρών κυρίως φοιτητές, που δεν είχαν πρόσβαση στο σύστημα προσκλήσεων των διοργανωτών και πλήρωναν ένα φθηνό εισιτήριο.

Τη δεκαετία του 70 οι «εξωστικοί» κορόιδευαν κυρίως τις ταινίες της χούντας και έκαναν φασαρία συνήθως την ημέρα των βραβεύσεων. Από τα μέσα της δεκαετίας του ΄80, ο στόχος των αντιδράσεων ήταν πλέον οι συχνά ακατανόητες ταινίες του Κέντρου Κινηματογράφου και οι δημιουργοί τους. Στις ιστορικές διοργανώσεις του Φεστιβάλ το 1987 και το 1988 ό,τι έγινε στη Θεσσαλονίκη απλά δεν περιγράφεται!

 

Το 1987 η μόδα δημιουργίας ταινιών με θέμα τον εμφύλιο φτάνει στο φόρτε της. Στο διαγωνιστικό προβάλλονται πέντε ταινίες με αυτό το θέμα: ταινίες στρατευμένες, αργές, ως επί το πλείστον με αισθητική αγγελοπουλική, χωρίς πάντως τη βαρύτητα των ταινιών του μακαρίτη Τεό. Το κοινό μετά την προβολή του «Καπετάν Μεϊντάνου» πραγματικά γονατίζει και αποφασίζει να κανιβαλίσσει το φεστιβάλ όσο δεν έχει ξανασυμβεί. Η παρουσία στο πρόγραμμα του επικού «Δοξόμπους», της πρώτης και ίσως μοναδικής 4ωρης ελληνικής ταινίας με θέμα την καθημερινότητα στο Βυζάντιο (!) γίνεται αφορμή για να ξεκινήσει στον Εξώστη η δημιουργία περίπου μιας νέας γλώσσας!

 

Μετά την δεύτερη μέρα και την προβολή της ταινίας (νομίζω του σκηνοθέτη Φώτου Λαμπρινού), το σύνθημα «Δοξόμπους Δοξόμπους» δονεί τις αίθουσες προβολών. Η παρουσία στο διαγωνιστικό δύο ακόμα ταινιών με παράξενο (ας πούμε…) όνομα, του «Τεριρέμ» (νομίζω του Απόστολου Δοξιάδη, με θέμα ένα καραγιοζοπαίκτη) και των «120 Ντεσιμπέλ» (του Βασίλη Βαφέα, σίγουρα), γεννά το μεγάλο σύνθημα «Τεριρέμ, Ντεσιμπέλ, Δοξόμπους» που ακούγεται ασταμάτητα και γίνεται λόγος, σε ορισμένες περιπτώσεις, για διακοπή των προβολών. Η αλήθεια είναι ότι το 4ωρο Δοξόμπους, που περιέγραφε την επιστροφή ενός ήρωα με το όνομα «Ξένος» στο χωριό του, έχουν αντέξει να το δουν ελάχιστοι, ενώ το «Τεριρέμ» δεν είναι τόσο κακή ταινία: όμως ο «Εξώστης β΄» κουρασμένος από τα… αριστουργήματα του ελληνικού κέντρου κινηματογράφου τα ισοπεδώνει όλα.

Συνεργάτες του Νίκου Κούνδουρου, προέδρου της κριτικής επιτροπής σε εκείνο το Φεστιβάλ, καταγγέλλουν ως υποκινητές των συνθημάτων του «Εξώστη β΄» τους συντάκτες του δοξασμένου cult κινηματογραφικού περιοδικού «Cine 7», που εκδίδει τότε στην Αθήνα (μαζί με κάποιους φίλους του που δημοσιεύουν κείμενα ανιδιοτελώς) ο Βάσος Γεωργάς, σκηνοθέτης και φίλος του Κώστα Φέρη, αν θυμάμαι καλά. Ένα χρόνο μετά, στους συντάκτες του περιοδικού απαγορεύονται οι διαπιστεύσεις – πράγμα που ποσώς τους ενοχλεί. Σε ιστορικές ανταποκρίσεις του από τη Θεσσαλονίκη, το Νοέμβριο του 1988, ο απεσταλμένος συντάκτης Δημήτρης Βανέλλης αναφέρει ότι έχασε μια μέρα προβολών γιατί κοιμήθηκε κατά τη διάρκεια της ταινίας «Ακατανίκητοι Εραστές» (του Τσιώλη, αν δεν με απατά η μνήμη μου…) και ξύπνησε μια μέρα αργότερα με αποτέλεσμα, όπως έγραφε, «να μην δει το «Τριμίθι», ταινία που όποιος είδε ορκίστηκε να μην ξαναπατήσει στο σινεμά στη ζωή του».

 

Το 1988, δεν υπάρχουν συνθήματα, αλλά πολλά χάπενινγκ: κατά τη διάρκεια της προβολής της «Σκιάς του Φόβου» (ταινίας πολυβραβευμένης, αλλά περισσότερο ακατανόητης και από το «Δοξόμπους») περιφέρεται εντός της αίθουσας ένα φέρετρο, γεγονός που προκαλεί την οργή κάποιου συντελεστή της, νομίζω του παραγωγού, που ζητάει «να κατεβούν οι αληταράδες του Εξώστη» για να πλακωθούν μαζί του στο ξύλο, τονίζοντας ότι «πρέπει όμως να το κάνουν ένας ένας». Αξέχαστο μου έχει μείνει και το φυλλάδιο που κυκλοφορούσαν οι «Εξωστικοί» με το υποτιθέμενο πρόγραμμα του Φεστιβάλ, στο οποίο ειρωνεύονταν κριτικούς κινηματογράφου της εποχής γιατί βάφτιζαν όλες τις διαγωνιζόμενες ταινίες αριστουργήματα. Οι τίτλοι «Εφιάλτης στο δρόμο με το Φενέκ (για το Φενέκ Μικελίδη της Ελευθεροτυπίας)», «Στη ζώνη του Τσιριγκούλη (που ήταν τότε ο κριτικός κινηματογράφου   της Αυριανής)» και «Καπετάν Μπακογιαννόπουλος (αφιερωμένο στον σπουδαίο κριτικό της ΕΡΤ)» προκαλούσαν την οργή των κριτικών και το δικό μας πηγαίο γέλιο.

 

Οι κριτικές επιτροπές, που αποτελούνταν από συνδικαλιστές κατά βάση, έδιναν βραβεία αποκλειστικά σχεδόν σε ταινίες που δεν μπορούσε να δει ο κόσμος, ενώ οι ταινίες που έκαναν εισιτήρια θεωρούνταν ντροπή της έβδομης Τέχνης. Το 1987, τη χρονιά που κέρδισαν τα βραβεία το «Δοξόμπους» και τα «Παιδιά της Χελιδόνας», αγνοήθηκαν σχεδόν το «Βίος και Πολιτεία» του Περάκη και η «Πρωινή Περίπολος» του Νικολαϊδη με την κατηγορία ότι ήταν πολύ αμερικάνικη. Την επόμενη χρονιά που σάρωσε η «Σκιά του Φόβου», πήρε δυο τεχνικά βραβεία «Η φανέλα με το 9» που έκανε χιλιάδες εισιτήρια.

Μου λείπει εκείνο το φεστιβάλ – το παραδέχομαι. Και φυσικά σας προειδοποιώ να μην δείτε τις βραβευμένες ταινίες στις οποίες αναφέρομαι, έτσι και κατά λάθος τις βρείτε. Αν τις δείτε, η ευθύνη είναι αποκλειστικά δική σας…