ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Geoffrey Rush: Ο μεγάλος ηθοποιός μιλά για το “Book Thief”

Το ΟΝΕΜΑΝ εξασφάλισε ένα Q&A του βραβευμένου με Όσκαρ Αυστραλού ηθοποιού στο οποίο μιλάει για τους Ναζί, το ακορντεόν και την τεχνική του στην ξιφασκία.

Ο Τζέφρι Ρας δεν είναι ένας ακόμα σεβάσμιος ηθοποιός. Είναι ένας αληθινός εθνικός θησαυρός, ένας κινηματογραφικός θησαυρός για την ακρίβεια, και μια από τις πιο περίεργες ιστορίες ανόδου στο κινηματογραφικό στερέωμα. Ο Αυστραλός ηθοποιός άργησε εξάλλου να κάνει κινηματογραφικό ντεμπούτο, το οποίο συνέβη μες στα ‘80s όταν άλλοι μεγάλοι της γενιάς του είχαν ήδη πρωταγωνιστήσει σε ρόλους καριέρας. Ο Ρας τον δικό του μεγάλο ρόλο τον βρήκε επίσης πολύ αργά- ήταν το 1996 στον “Shine – O Σολίστας” του Σκοτ Χικς, μια ανεξάρτητη ταινία από την Αυστραλία, που του έφερε παγκόσμια αναγνώριση κι ένας Όσκαρ που δύσκολα μπορεί κανείς να αμφισβητήσει.

Ήδη σε μεγάλη ηλικία, ηλικία που για τους περισσότερους σταρ σηματοδοτεί μια ‘απόσυρση’ ή έναν συμβιβασμό σε πιο αασήμαντους ρόλους, που ο Ρας άρχισε να γίνεται περιζήτητος. Στα σχεδόν 20 χρόνια από το Όσκαρ του έχει προταθεί ξανά για Όσκαρ, έχει κερδίσει Έμμυ, Τόνι, Χρυσή Σφαίρα και BAFTA (ένα τιμητικό Γκράμι ας του δώσει κάποιος!), έχει παίξει σε ταινίες βραβευμένες (“Shakespeare in Love”, “King’s Speech”), σε μεγάλα μπλοκμπάστερ (ο ρόλος του ως Μπαρμπόσα στους “Πειρατές της Καραϊβικής” ήταν ίσως η πιο ευχάριστη ανατροπή ακαδημαϊκής καριέρας), σε σημαντικές βιογραφίες (“The Life and Death of Peter Sellers”), σε ιστορικές ταινίες (“Quills”, “Elizabeth: The Golden Age”).

 

Τώρα, το “Book Thief” (“Η Κλέφτρα των Βιβλίων”) που βγαίνει αυτή τη βδομάδα στις αίθουσες, ο Ρας παίζει τον Χανς Χούμπερμαν, έναν περίπου θετό πατέρα για τη Λίζελ, τη μικρή πρωταγωνίστρια του έργου, καθώς της μαθαίνει την αξία των λέξεων και τη δύναμή τους να αλλάζουν τον κόσμο. Το “Book Thief”, βασισμένο στο διάσημο ομώνυμο young adult best-seller, γυρίστηκε στη Γερμανία καθώς διαδραματίζεται στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Από τα στούντιο της ταινίας στη Γερμανία, ο Τζέφρι Ρας μίλησε για το σκηνικό της ταινίας, για την επιτυχία (και τη δυσκολία) του βιβλίου, και για το πόσο σημαντικό είναι να μαθαίνει πράγματα στις ταινίες που γυρίζει, είτε είναι να παίζει ακορντεόν, είτε είναι να χρησιμοποιεί το σπαθί.

 

Τι γνώριζες για το Book Thief πριν συμφωνήσεις να συμμετάσχεις στην παραγωγή;

Ο ατζέντης μου στο Λος Άντζελες και στο Σίδνεϊ μου μίλησε για την ύπαρξη μιας ταινίας ονόματι “Book Thief”. Δεν το είχα ξανακούσει και μου κάνει εντύπωση επειδή το βιβλίο βγήκε το 2006. Αργότερα έμαθα για το βιβλίο από το 17χρονό μου. Δεν το είχε διαβάσει τότε, αλλά όλες οι φίλες της είπαν, “Α, ο μπαμπάς σου θα είναι στο Book Thief; Το διάβασα και μου άλλαξε τη ζωή.” Τώρα, μιλώντας για έφηβα κορίτσια, θα περίμενες πως θα έλεγαν κάτι σαν “Δε θέλω να διαβάσω για τη Ναζιστική Γερμανία.” Αλλά νομίζω πως είναι στα μπεστσέλερ του Amazon και των New York Times έκτοτε. Είναι απλά ένα από αυτά τα φαινόμενα.

Δεν ταιριάζει με όλα τα στερεότυπα των young adult ιστοριών.

Ακριβώς. Στην πρώτη σελίδα, ένα 6χρονο αγόρι πεθαίνει στο κρύο, έχοντας αποδράσει με την κομμουνίστρια μητέρα του. Γενικά αυτό είναι που λέμε ‘δύσκολη εισαγωγή’. Και με κάποιο τρόπο, και με τη φωνή του θανάτου για αφηγητή, το βρίσκω απλά εξαιρετικό.

Στο βιβλίο η αφήγηση και η όλη οπτική της ιστορίας είναι από την πλευρά του Θανάτου. Πώς το διασκευάζεις αυτό σε ταινία;

Το βιβλίο παίζει με παρόμοιο τρόπο με ό,τι έκανε ο Λόρενς Στερν με το Tristram Shandy. Παίζει με την ιδέα πως διαβάζεις ένα βιβλίο, με όλους αυτούς τους τίτλους κεφαλαίων και μικρά, σχεδόν Μπρεχτικά, σλόγκαν που λένε “Αυτό θα συμβεί σε αυτή την ιστορία, αλλά μάλλον βιάζομαι λίγο…”

Νομίζω στην ταινία προσπαθούν περισσότερο να πιάσουν μια εικόνα της Γερμανίας σε εκείνη την περίοδο, όλο το πολιτικό και γεωγραφικό πεδίο της εποχής. Και μετά παρουσιάζουν περισσότερο την οπτική της Λίσελ, που εξερευνά. “Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι με τους οποίους ζω; Ποιο είναι αυτό το αγόρι που παίζει ποδόσφαιρο;” Υπάρχουν πράγματα στο βιβλίο, όπως όταν μεταφέρεται για να τους γνωρίσει, όπου ο εσωτερικός μονόλογος του Θανάτου είναι πως αυτή ήταν η πρώτη της φορά σε ένα αυτοκίνητο, και λαμβάνεις αυτή την φανταστική αίσθηση νέων εμπειριών.

Είναι ένας τρομερός πρωταγωνιστικός ρόλος για την μικρή. Και η Σόφι (Νελισε), βλέπεις πως έχει τρομερά πράγματα να δώσει στην οθόνη, όπως όταν κάθεται στο αυτοκίνητο και σκέφτεται, “Δε μπορώ να βγω έξω. Δεν ξέρω αν θέλω να βγω έξω. Ίσως τα καταφέρω.” Είναι λεπτά πράγματα αλλά έχει τόσα όμορφα, λεπτοδουλεμένα, συναρπαστικά πράγματα που συμβαίνουν στο μυαλό της, και η κάμερα τη λατρεύει. Όταν κλείνει η κάμερα είναι πολύ ενθουσιώδης αλλά στο φιλμ μοιάζει σαν μια πολύ cool υπαρξιακή φιλόσοφος που παίρνει τη ζωή όπως της έρχεται.

 

Στο πρόσωπο του Χανς, του χαρακτήρα σου, βρίσκει μια πατρική φιγούρα που την αγαπάει. Αλλά επίσης θέτει την οικογένεια σε μεγάλο κίνδυνο.

Νομίζω στο πρόσωπο του Μάρκους Ζούσακ υπάρχει ένας πολύ ευαίσθητος συγγραφέας που γράφει μια εξωτερική οπτική ενός απλού, φαινομενικά συνηθισμένου Γερμανού της εργατικής τάξης. Ο Χανος ανήκει στο 10% του Γερμανικού πληθυσμού που ήταν αβέβαιος για το όλο θέμα του Χίτλερ και τους Ναζί και την ανάγκη του να γίνεις μέλος. Το αντίτυπο του βιβλίου μου είναι γεμάτο με σημειώσεις επειδή μπορείς να χρησιμοποιήσεις σημεία για να μπεις στο κεφάλι των ηρώων του φιλμ. Από την οπτική της Λίσελ, είναι σα να έχει μπει σε ένα παραμύθι των αδερφών Γκριμ. Είναι ένα πολύ σκοτεινό δάσος αυτό στο οποίο μπαίνει, ονόματι εφηβεία, και συναντά έναν καλό ξυλοκόπο, και μια πολύ κακή μητριά. Και μετά, όσο περισσότερο προχωρά το φιλμ, η ελπίδα είναι πως συμπληρώνουμε αυτούς τους χαρακτήρες και τους δίνουμε διαστάσεις και πληρότητα.

Βοήθησε που η ταινία έγινε στη Γερμανία;

Πολύ. Για μένα, έχοντας μόλις ταξιδέψει από ένα από τα πιο καυτά καλοκαίρια όλων των εποχών στην Αυστραλία, το να οδηγώ μέσα στο δάσος Grunewald ανάμεσα στο Σαρλοτενμπεργκ και στο Μπαμπελσμπεργκ… Ακόμα με συναρπάζει πλήρως όποτε βλέπω μεγάλες περιοχές χιονιού, οπότε το να αντικρύζω αυτό το δάσος ήταν φανταστικό. Το φιλμ μάλιστα διαδραματίζεται ακόμα πιο νότια. Η Molching είναι μια μη υπαρκτή πόλη, αλλά ο Μάρκους είπε πως είναι βασισμένη συγκεκριμένα από εκεί που προέρχονται ο παππούς και η γιαγιά του. Και πράγματι, το μικρό αγόρι, ο Νίκο (Λιρς) που παίζει τον Ρούντι στην ταινία, κατάγεται από εκείνη την πόλη οπότε δίναμε μεγάλη προσοχή στην προφορά του.

Είναι διασκεδαστική η διαδικασία του να προσπαθείς να πετύχεις τη σωστή προφορά;

Ναι, πλάκα έχει. Είναι μια μίξη Αγγλικών, Γερμανικών, εγώ είμαι από την Αυστραλία, η Σόφι είναι Γαλλο-Καναδή, και είναι καλό να ακούς τόσες διαφορετικές φωνές. Αλλά αν το γυρίζαμε αυτό στην Τσεχία, για παράδειγμα, δε θα ακούγαμε καθημερινά την προφορά του τρίτου βοηθού σκηνοθέτη, που είναι Γερμανός. Όλοι μιλούν πολύ καλά Αγγλικά φυσικά, οπότε ακούμε το πώς ηχούν τα Γερμανικά μέσω των Αγγλικών, και απλά πιάνεις τον τόνο. Είναι μάλλον το σημαντικότερο πράγμα. Είναι όπως με το ακορντεόν. Πρέπει να πιάσεις σωστά τα φυσήματα. θες να νιώσεις πως βλέπεις τον Χανς να αναπνέει. Είναι το νευρικό του σύστημα και το ίδιο του το κορμί, όλα συγχρονισμένα.

 

Ήταν δύσκολο να μάθεις να παίζεις το ακορντεόν;

Μαθαίνω πώς να το παίζω και να το κάνω να μοιάζει σα να το παίζω επαγγελματικά. Ο τύπος που μου το μαθαίνει είναι φανταστικός. Παίζει μπαντόνικα, ένα πολύ πιο απλό, πιο χοντροκομμένο όργανο, και έχεις μόλις τρία κλειδιά στα οποία μπορείς να παίξεις οχτώ νότες στο μπάσο και καμιά τριανταριά ψηλότερα. Οπότε μαθαίνω πώς να χρησιμοποιώ τα δάχτυλα με ακρίβεια, κι όλα αυτά.

Πάντα μου αρέσει να έχω μια αποστολή σε κάθε ταινία, επειδή σου λέει κάτι για τον χαρακτήρα. Πάντα θυμάμαι να δουλεύω με τον Μπομπ Άντερσον, ο οποίος ήξερε πώς να χειρίζεται το σπαθί, στους Πειρατές της Καραϊβικής. Έπαιζε τον Νταρθ Βέιντερ, και μετά έκανε τις χορογραφίες στο Princess Bride και συνειδητοποιείς πως δουλεύεις με κάποιον που κουβαλάει σημαντική κληρονομιά και πολλή δεξιοτεχνία.

Στο πρώτο μάθημα ήρθε να επιβλέψει και να δώσει master class, παρότι μαθαίναμε τα βασικά από δασκάλους ξιφασκίας. Και είπε, “Το πρώτο που πρέπει να θυμάσαι – είσαι πειρατής. Πόσο χρονών είσαι;” Τότε ήμουν 52. Και λέει, “Αν είσαι πειρατής και είσαι 52 και είσαι ακόμα ζωντανός, η τεχνική σου στη μάχη θα είναι πολύ βρώμικη. Δε θέλω να δω πόζες από σένα.” Και είπε, “Θυμήσου, μια μάχη με ξίφη είναι ένας διάλογος ανάμεσα σε δυο λεπίδες. Τρικλίσματα, άμυνες, αντιπερισπασμοί, νεύρα.” Οπότε πάντα σκέφτομαι με τέτοιο τρόπο με τα πάντα, ακόμα και σε κάτι σαν το Shine, που είχα ένα πιάνο, κάτι φανταστικό για να ασχοληθώ πολύ. Το ακορντεόν λοιπόν με βοήθησε πολύ. Επειδή τα παιδιά είναι η καρδιά αυτής της ταινίας, στις μέρες που δεν έκανα τίποτα με κρατούσε απασχολημένο και εντός χαρακτήρα.

Η διαδικασία της μάθησης -είτε είναι Ιστορία ή ένα όργανο ή ένα ξίφος- μέρος της χαράς της δουλειάς για σένα;

Απολύτως. Και μάλλον έχει να κάνει και με τις αποφάσεις μου. Όταν διάβασα αυτό τον χαρακτήρα είχα έξαφνα μια μεγάλη επιθυμία να τον δοκιμάσω. Ήταν μια περίοδος της Ιστορίας για την οποία γνώριζα αρκετά αλλά που θα μπορούσα, χάρη στο βιβλίο, να μπω στην ανθρώπινη πλευρά της. Κι αυτό το βρήκα συναρπαστικό.

 

*To “Book Thief” / “Η Κλέφτρα των Βιβλίων” βγαίνει στις αίθουσες αύριο Πέμπτη 23 Ιανουαρίου από την Odeon.