ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Gravity, η επιστροφή του κινηματογράφου

Ο Αντώνης Καρπετόπουλος γράφει έναν διθυραμβικό λόγο για την τρισδιάστατη ταινία του Alfonso Cuaron.

Ένας από τους ελάχιστους αστικούς μύθους που συναντάς σε πολλές και διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες αφορά τις αντιδράσεις των ανθρώπων που έτυχε να δουν τις πρώτες προβολές κινηματογραφικών ταινιών – στην Αθήνα αυτές ξεκινάνε για το κοινό το 1898 περίπου. Οι χρονικογράφοι της εποχής αναφέρουν ότι οι ανυποψίαστοι θεατές το έβαζαν στα πόδια στη θέα των αλόγων και ότι την πρώτη φορά που θεατές είχαν τη δυνατότητα να δουν τρένο να κινείται στην οθόνη λιποθύμησαν ή μπήκαν κάτω από τις καρέκλες.

Αλλά αυτά αναφέρονται στη μυθολογία της εξάπλωσης του κινηματογράφου παντού και φυσικά η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Πιθανότατα δεν συνέβη ποτέ τίποτα από τα υπερβολικά που εξιστορούνται καθώς άλλωστε δεν καταγράφονται σε εφημερίδες της εποχής πανικόβλητες αντιδράσεις – αν υπήρχαν ο τότε πανίσχυρος Τύπος θα είχε ασχοληθεί. Αλλά οι χρονικογράφοι όλα αυτά τα μυθεύματα τα διαδίδουν (σχεδόν σε κάθε χώρα…) γιατί έτσι θα ήθελαν να έχει συμβεί.

 

Τα σκεφτόμουν αυτά αφού γύρισα σπίτι μετά την απόλαυση της 3D προβολής του Gravity. Μετά από κάμποσα χρόνια έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται πώς γυρίστηκε όλο αυτό το υπέροχο, σχεδόν άνευ υπόθεσης, αλλά καθηλωτικό κινηματογραφικό υπερθέαμα.

 

Μια ανάλογη αίσθηση βουτιάς σε ένα νέο κόσμο, μου είχε δημιουργήσει για την 3D αισθητική του χρόνια πριν και το «Αβαταρ», όμως υπάρχει μια μεγάλη διαφορά: σε εκείνο το παραμύθι του Κάμερον, η τεχνολογία υπηρετούσε την μυθοπλασία χτίζοντας ένα μαγικό κόσμο που αν αφηνόσουν σε ρουφούσε.

Η χρήση του 3D φούσκωνε το παραμύθι σαν σκηνικό που ζωντάνευε, όχι για να το κάνει πιο πιστευτό, αλλά για να δώσει στην φαντασία μια απολύτως ρεαλιστική υπόσταση. Δεν ήταν άσχημο, αλλά ήταν σαν παραμύθι που ζωντάνεψε, σαν την ώρα που ήσουν έτοιμος να κοιμηθείς εξαφανίζονταν η καλή γιαγιά που σου διάβαζε την ιστορία και πριν ακούσεις το «κοιμήσου» όπως κάθε βράδυ, αυτή τη μαγική βραδιά ξυπνούσες στον μαγικό πλανήτη έχοντας την ευκαιρία να περιεργαστείς τα θαύματα για τα οποία άκουγες λίγο πριν το όνειρό σου. Το Αβαταρ καθόρισε άθελά του τη χρήση του 3D: μεταβάλλοντας το σε κάτι που βοηθά να στηθούν μεταμοντέρνα σκηνικά το οδήγησε σε εξευτελισμούς.

 

Δεν ξέρω πολλά για τον μεξικάνο Αλφόνσο Κουαρόν, (για τους φίλους του «Αλφι»), αλλά η Τέχνη του κινηματογράφου του χρωστάει ένα ευχαριστώ γιατί θύμισε ξανά την ουσία της. Ο κινηματογράφος, ως Τέχνη τεχνικής, μπήκε λιγάκι στο στόχαστρο όλων των υπόλοιπων. Η ανάγκη να υπάρχουν αισθήματα και υποθέσεις έκανε υποχρεωτική τη λογοτεχνία: τα σενάρια είναι συχνά βιβλία που δεν γράφτηκαν ή που προδόθηκαν ή που σώθηκαν. Ο ήχος και η ομιλία έβαλαν από την πίσω πόρτα το θέατρο. Το χρώμα έβαλε στο μυαλό των σκηνοθετών ένα είδος ζωγραφικής καδροποίησης. Οι συνθέτες βρήκαν στις σκηνές, που έπρεπε να ντύσουν, ευκαιρία για να βγάλουν τα απωθημένα τους.

Με τα χρόνια ο κινηματογράφος έγινε όλο και πιο σύνθετος: απέκτησε σπέσιαλ εφέ ικανά να βανδαλίζουν την πραγματικότητα, φορτώθηκε τους υπολογιστές και τις διαβολιές τους, γιγαντώθηκε για να τα χωρέσει όλα, χάνοντας εντελώς εκείνη την πρώτη μαγεία που έπρεπε να προκαλεί και που περιέχεται στη φράση «πως διάβολο το κάνουν αυτό;». Στην αρχή της τεράστιας πορείας του, αυτό που του έδωσε τη δύναμη να γίνει η μεγάλη Τέχνη που είναι σήμερα, ήταν αυτή η απλή, ανθρώπινη, λογική αυθόρμητη απορία.

 

Εδώ το 3D βρίσκει την αληθινή του χρήση: δεν σε τραβάει μέσα στην ιστορία, αλλά σε στέλνει έξω και μακριά της, ώστε να παρακολουθείς τα δρώμενα από απόσταση με την ψευδαίσθηση όμως, ότι αυτό που βλέπεις είναι αληθινό κι εσύ έχεις την προνομιακή τύχη να το χαίρεσαι καθισμένος σε κάποιο αστέρι στο αχανές διάστημα – ανεξήγητα μπροστά σου και σχεδόν κατά παραγγελία.

 

Το Gravity σπάει τον όρο «επιστημονική φαντασία» στα δύο: είναι η πιο επιστημονική και η λιγότερο φαντασίας ταινία που έχει γίνει. Ο Κουαρόν, κινηματογραφώντας το άπειρο του διαστήματος που κανένας δεν έχει δει, σε κάνει όχι συμμέτοχο στην ιστορία, ούτε απαραίτητο πιόνι στο σκάκι του παιγνιδιού των αισθημάτων, αλλά – επιτέλους- θεατή: το Gravity σε καλεί απλά να το δεις. Μπορείς να συγκινηθείς ή να τρομάξεις ή να αγωνιάς για το τι θα συμβεί, αλλά όλα αυτά είναι πρόβλημά σου: ο κύριος σκοπός των συντελεστών είναι όλο αυτό να το δεις γιατί, αν το δεις, μπορεί να το απολαύσεις. Όλα τα άλλα (ερμηνείες, σεναριακές ανατροπές, πυροβολισμοί, σεξ, αισθήσεις και παραισθήσεις) υπάρχουν σε γενναίες δόσεις κι αλλού.

 

Ναι, οι ταινίες επιβίωσης είναι συνήθως σεναριακά κλισαρισμένες. Ναι, η Σάντρα Μπούλοκ δεν είναι ότι καλύτερο. Ναι, ο Κλούνεϊ είναι και στο διάστημα ο τύπος που ψάχνει μια ατάκα για τη διαφήμιση του μαρτίνι. Ναι, ο Κουαρόν δεν αντέχει να μην μας πει ότι έχει δει το Σολάρις του Ταρκόφσκι και ναι, δεν αποφεύγει τον πειρασμό να βάλει δυο κουταλάκια ψυχανάλυσης που στον καιρό μας πάει με όλα. Ναι, όλα αυτά υπάρχουν και κάποιος μπορεί να βρει και χειρότερα: ακούω τους φυσικούς να διαμαρτύρονται για τις επιστημονικοφανείς ατέλειες και να ορκίζονται ότι πολλά δεν είναι δυνατόν να γίνουν έτσι.

 

Αλλά δεν μπορώ να διώξω από τα μάτια μου την απεραντοσύνη του διαστημικού κενού και από τα αυτιά μου την εκκωφαντική σιωπή που συνοδεύει το χάος. Ώστε να μπορώ να αναρωτηθώ, σαν τους ανθρώπους του 1900 που είδε το σινεμά να γεννιέται, πώς διάβολε γίνονται αυτά.

Δεν θέλω απάντηση. Μου αρκεί η ελπίδα ότι θα ξαναδώ μια ακόμα ταινία με τέτοια τεχνική μαγεία, κάπου κάποτε…