ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Η αγαπημένη σου ελληνική ταινία

Οι συντάκτες του PopCode γράφουν για λούφες, παραλλαγές, δεσποινίδες διευθυντές, σπιρτόκουτα και άλλα τέτοια ελληνικά κινηματογραφικά.

Ποιος είναι ο καλύτερος τηλεοπτικός χαρακτήρας, ο “ναυαρχούκος” ή ο “Μπαλούρδος”; Ο “Θου Βου” ή ο “Δημήτρης του Λίτση στο “Σπιρτόκουτο”; Σε κάτι τέτοια ερωτήματα απαντούν οι συντάκτες του ΟΝΕΜΑΝ περιγράφοντας την αγαπημένη τους ταινία.

Δεσποινίς Διευθυντής για τον Χρήστο Χατζηιωάννου

Πάλεψα λίγο στον εγκέφαλό μου για την Κάλπικη Λίρα που την θεωρώ – για τα ελληνικά μέτρα και σταθμά – τόσο πολυποίκιλη και γεμάτη όσο και το Bohemian Rhapsody αλλά δεν τολμώ καν να μην επιλέξω ταινία στην οποία να είναι το Α και το Ω η Τζένη Καρέζη. Και δεν είμαι σίγουρος αν ήταν σύγχρονη και μπορούσα να την δω στο θέατρο, αν θα της έτρεφα την ίδια λατρεία αλλά κάθε φορά που είναι η Καρέζη στην οθόνη, κάθομαι αναπαυτικά στον καναπέ και δεν αλλάζω κανάλι με τίποτα. Μου άρεσε στο κοροϊδάκι, τρελαινόμουν για το ύφος της στο Τζένη Τζένη αλλά η φωνή, η ομορφιά και οι ατάκες στο Δεσποινίς Διευθυντής είναι κάτι που με διασκεδάζει και την χιλιοστή φορά που θα το δω. Από τον “ναυαρχούκο” στο “γυρίσατε” και το αγαπημένο μου “γιατί πιανόσαστε ρε παιδιά” του Παπαγιαννόπουλου στο τέλος, αυτή την ταινία θα κρατούσα κληρονομιά για τα παιδιά και τα εγγόνια μου.

“Λούφα και Παραλλαγή” ο Στέλιος Αρτεμάκης

Μπορώ να γελάσω και με Βουγιουκλάκη, μπορώ να δω άνετα τη “Στροφή”του Φώσκολου, μπορώ να το κάνω στα καπάκια μετά το “Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα”. Αλλά η μοναδική ταινία που έχω καταχωρήσει στο ίδιο κουτάκι με τις διεθνείς αγαπημένες, στο απόλυτο top 10 όλων των εποχών, αυτή που με έχει πιάσει ντε, είναι η “Λούφα και Παραλλαγή”.  Δε θέλω να κάτσω να το αναλύσω αλλά είναι μάλλον γιατί ενώ είναι μεινστριμίλα του κερατά έχει πολύ edgy σχόλιο. Δηλαδή εντάξει, Καραμαζόφ, Λάμπρου, Μπαλούρδος και Μαρλαφέκας repsect γιατί είναι χαρακτήρες που έχεις ζήσει (ειδικά στο στρατό), τέλεια αφηγηματική γραμμή και όλα τα τεχνικά αλλά έχει γράψει στο υποσυνείδητο γιατί παραμένει πολύ συνεπή με τον εαυτό της. Δεν μπορείς να κάνεις ταινία για τη Δημοκρατία και να είσαι γεμάτος κλισέ και “Κύριες Ελέησον”. Είναι και η εποχή που γυρίστηκε. Είναι και ότι δε χρειάζεται να προσπαθήσεις για να γελάσεις. Είναι όλα αυτά μαζί. Η αγαπημένη μου ελληνική ταινία.

‘Το Σπιρτόκουτο’ ο Ηλίας Αναστασιάδης

Εκτός από η πιο αγαπημένη, είναι και η ελληνική ταινία που έχω δει περισσότερες φορές, νομίζω 8. Δεν θυμάμαι πού και πότε ήταν η πρώτη φορά, αλλά θυμάμαι ότι τις υπόλοιπες, έπαιρνα φίλους μου κατά μόνας και την ξανάβλεπα μαζί τους. Προφανώς ξέρω τους διαλόγους απέξω, αλλά όλη η μαγεία απ’ την τρίτη φορά και μετά ήταν στις αντιδράσεις του εκάστοτε διπλανού μου. Πιο πολύ κοιτούσα αυτόν παρά την οθόνη. Αυτό που κατάφερε ο Οικονομίδης με πρώτο εργαλείο τον Ερρίκο Λίτση ήταν να αποτυπώσει τέλεια, ανεξίτηλα τη μιζέρια και την παθογένεια της ελληνικής οικογένειας που τόσο έχει εμπνεύσει σχεδόν όλους τους σύγχρονους Έλληνες σκηνοθέτες. Με ιδρώτα, Παναγίες, Χριστούς και προβλήματα που γιγαντώνονται στους τέσσερις τοίχους κάθε προβληματικής ελληνικής οικογένειας που σέβεται τον εαυτό της, ο Οικονομίδης έφτιαξε μια όχι και τόσο υπερβολική υπερβολή. 
“Όταν το δημιουργούσαμε όλο αυτό στις πρόβες και ψάχναμε να δούμε πώς μιλάνε αυτοί οι άνθρωποι, γελούσαμε μέχρι δακρύων όταν ακούγαμε αυτά που γράφαμε στο μαγνητόφωνο. Μετά, το παίζαμε με όλη τη σοβαρότητα. (…) (σ.σ. Το Σπιρτόκουτο) είναι στην κόψη του ξυραφιού κι εκεί έδειξε την ικανότητα του ως σκηνοθέτης ο Οικονομίδης κι εμείς ως ηθοποιοί. Το πράγμα δεν έγινε μπαλαφάρα, ούτε κάτι γκροτέσκο. Ήταν ρεαλιστικός κινηματογράφος”, μου είχε πει ο τεράστιος Λίτσης στο υπόγειο του στα Πετράλωνα
Τι να πω εγώ μετά; Θυμάμαι ότι χρόνια μετά είδα το ‘Σπιρτόκουτο’ και στο θέατρο. Το μετάνιωσα, τίποτα δεν μπορεί να το υπερκεράσει.

Θου Βου Φανερός Πράκτωρ 000 (1967) o Χρήστος Δεμέτης

“Εγώ το πρακτοριλίκι το έχω στο αίμα μου. Κάντε μου ανάλυση. Ο πατέρας μου ήταν ναυτικός πράκτορας, ο θείος μου έχει πρακτορείο αυτοκινήτων κι ο αδελφός μου έχει πρακτορείο λαχείων και προ-πο. Είμαστε όλοι πράκτορες από κούνια” Υπάρχουν πράγματα που μπορούν να σε κάνουν “αυτιστικό”. Στη σφαίρα της δικής μου περιήγησης στο Youtube ή στα άδυτα του ζάπινγκ, “διαμάντια” σαν τους “Απαράδεκτους” ή της “Ελλάδος τα Παιδιά”, μπορούν να με κολλήσουν στην πολυθρόνα για ώρες, ακόμα και μετά από 132.546 επαναλήψεις. Και λίγα λέω. Στα των ταινιών όμως. Ναι, θα μπορούσα να βλέπω ξανά και ξανά το “Σπιρτόκουτο”, το “Τσίου”, τη “Ψυχή στο στόμα”, τα κουρέλια που τραγουδάνε ακόμα, το “Όλα είναι δρόμος” ή “Το λιβάδι που δακρύζει” (καμία γκρίνια για τον Αγγελόπουλο,  όσο περνούν τα χρόνια τον εκτιμάς περισσότερο). Είναι όμως το μεγαλείο του πιο αυθεντικού Έλληνα κωμικού, και όχι μόνο κωμικού, εκείνο που πάντα με έκανε να βλέπω τις ταινίες του και να χαμογελάω πονηρά με την ευφυία αυτού του ανθρώπου. Θανάσης Βέγγος. Η ταινία, “Θου-Βου Φανερός πράκτωρ 000”. Η απόλυτη σάτιρα – απάντηση στον πολλά βαρύ Τζέιμς Μποντ αλλά και μια αυθεντική διακωμώδηση των δακρύβρεχτων ταινιών της εποχής και του πρωτοεμφανιζόμενου – τότε – κινήματος των χίπιδων. Τον Βέγγο τον είπαν Έλληνα Σαρλό και εγγόνι του Αριστοφάνη. Μεγαλώνοντας κατάλαβα γιατί. Και τον ευχαριστώ για αυτό. Γιατί κάθε φορά που τον βλέπω να αλωνίζει στην οθόνη μου, με κάνει αυτόματα να γυρίζω τον χρόνο πίσω και να ξεχνώ ποιος τώρα είμαι. Επιστρέφοντας στον καιρό της αθωότητας.

Λούφα και Παραλλαγή ο Στέφανος Τριαντάφυλλος

Respect στον “παλιό καλο ελληνικό κινηματογράφο”, στον Ορέστη Μακρή, τον Θανάση Βέγγο, τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και τα Κοκκινα Φανάρια, αλλά προτιμώ τον σύγχρονο. Ναι, είμαι από αυτούς που μεγαλώνοντας όταν η τηλεόραση αποφάσιζε τα Σαββατοκύριακα να βάζει ασπρόμαυρες ταινίες, ή ακόμη χειρότερα τις εγχρωμες με τύπους με ανοιχτά πουκάμισα σιχτίριζα. Ο νέος ελληνικός κινηματογράφος, όμως, με συναρπάζει περισσότερο. Όπως για παράδειγμα ο “Δεκαπενταύγουστος” του Γιάνναρη, το “Όλα είναι Δρόμος”, η “Στρέλλα”, πιο cult ταινίες όπως το “Τσίου”, ή ταινίες που έγιναν cult άθελα τους, όπως το “Ψυχή στο Στόμα” (“ρε Τάκη, είσαι μαλάκας;”) . Αν έπρεπε, ωστόσο, να διαλέξω α) την ταινία που έχω δε περισσότερες φορές β) αυτή που θα ήθελα να φυλάξω αν για παράδειγμα καταστρεφόντουσαν όλες οι άλλες γ) αυτή που θα έθαβα στο χώμα για να βρουν οι επόμενες γενιές και να δουν (αν φυσικά ανακαλύψουν έναν τρόπο να φτιάχνουν DVD που εχουν θαφτεί στο χώμα) τι σημαίνει ελληνικό χιούμορ, θα ήταν το Λούφα και Παραλλαγή. Καμία άλλη δεν άντεξε έτσι στο χρόνο, οπότε τι να της κάνει λίγο χωμάτακι;

 

Ψυχή στο Στόμα ο Θοδωρής Δημητρόπουλος

Με όλο το σεβασμό στους δύο εξέχοντες εκπροσώπους του σωτήριου έτους 2009, “Στρέλλα” και “Κυνόδοντα” (ταινίες που λατρεύω και που θα συμπλήρωναν το υποθετκό βάθρο), η καρδιά μου πάντα πήγαινε και εξακολουθεί να πηγαίνει στην αποθέωση της νεοελληνικής αστικής απόγνωσης από τον μαέστρο του είδους, Γιάννη Οικονομίδη. Ο Οικονομίδης μπορεί να βάλει την Ελλάδα στην οθόνη όπως κανείς άλλος, κι αν το “Σπιρτόκουτο” ήταν μια κοινωνία έτοιμη να εκραγεί, στην “Ψυχή στο Στόμα” νιώθω πως είδαμε αυτό που απέμεινε μετά την έκρηξη. Πριν λίγα χρόνια είχαμε μιλήσει για το Esquire τότε, και είχε πει για αυτή την ταινία: “Η Ψυχή ήταν ένα παλαβό και ακραίο εγχείρημα, είχαμε πολλή τρέλα στο κεφάλι. Όλες οι σκηνές είναι μία και μία στην ακρότητά τους. Βλέποντας την ταινία κι εγώ τώρα, αναρωτιέμαι τι είχα μες στο κεφάλι μου, τι κουβάλαγα. Τρέλα. Αλλά σοβαρή τρέλα. Εκεί τολμηθήκανε πράγματα.” Η αλήθεια είναι πως θυμάμαι ακόμα κάθε δευτερόλεπτο της βραδιάς που είδα την “Ψυχή”. Μας θυμάμαι να κοιταζόμαστε αποσβολωμένοι για ώρα, να περπατάμε στη λεωφόρο σα να μην έχουμε σκοπό, να αποφασίζουμε πως δεν έχει νόημα να πάμε σπίτια μας  κι αντ’αυτού να μπαίνουμε σαν υπνωτισμένοι στο πρώτο μαγαζί που βρήκαμε μπροστά μας για να πιούμε και να πιούμε, και επίσης να πιούμε. Η ταινία αυτή μας είχε διαλύσει, και χρόνια μετά ακόμα μου φαίνεται απίστευτο που γυρίστηκε ένα τέτοιο έργο. Μιλάμε, ναι, για τρέλα. Αλλά σοβαρή τρέλα.

Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης ο Μάνος Χωριανόπουλος

Μπορεί ο Θανάσης Βέγγος να έχει συνδεθεί με τον Θου-Βου, αλλά στον Πολυτεχνίτη και Ερημοσπίτη, δίνει ΡΕΣΙΤΑΛ. Σουρεαλισμός και ξεκαρδιστικές ατάκες κάθε λεπτό.
Από φωτογράφος (όπως πάμε θα το δεις και το άλλο το πουλάκι), σερβιτόρος (καπελώνει ένα κακομαθημένο) και από διαιτητής μποξ (1,2,3,4,5 και 5, 10-δίνει τη νίκη στον συντοπίτη του) σε φαρμακείο.
Ειδικά η σκηνή του φαρμακείου, μπορεί να συγκριθεί μόνο με τους αυτοσχεδιασμούς του Χατζηχρήστου στον Μπακαλόγατο.
Ετοιμάζει φάρμακα στην τύχη και εύχεται “ζωή σε μας” και όταν έρχεται ένας πονεμένος ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος:
-Πονάω κ. φαρμακοποιέ μου
-Που πονάς;
-Από εδώ μέχρι εδώ, από εδώ μέχρι εδώ και από εδώ μέχρι εδώ (δείχνει σημεία στο σώμα του)
-Και από μένα τι θες; Να πονάς και στα ενδιάμεσα;
Καλέ μας άνθρωπε…

 

Η Στέλλα κρατάει Κοκκίνη

Δεν είναι η καλύτερη ταινία του Κακογιάννη. Ούτε απαραίτητα η καλύτερη της Μελίνας Μερκούρη. Αλλά είναι αυτή που έχω δει τις περισσότερες φορές. Όχι απαραίτητα από πρόθεση, απλά συναντήθηκαν οι δρόμοι μας και δεν μου πήγαινε καρδιά να αλλάξω κανάλι. Ίσως γιατί, στο μυαλό μου, ενσαρκώνει μια ολόκληρη εποχή -καλού κινηματογράφου- που δεν πρόλαβα να ζήσω.Αν και, μεταξύ μας, αισθάνομαι τύψεις απέναντι στον Γιώργο Τζαβέλλα, την Κάλπικη Λίρα και το Μια ζωή την έχουμε του οποίου ήμουν στο τσακ να διαλέξω. Το μόνο σίγουρο είναι ότι, κατά τη γνώμη μου, καμία ελληνική ταινία που γυρίστηκε μετά το 1970 δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί τους. Τουλάχιστον όχι ακόμη. Εκτός και αν η κρίση το αλλάξει όλο αυτό, δίνοντας σε ταλαντούχους ανθρώπους την ευκαιρία να πουν κάτι που θα αφορά και 1-2 γενιές παρακάτω.