AP Photo Chris Pizzello
OSCARS

Η Youn Yuh-jung δεν συναντήθηκε ποτέ με τη συμβατικότητα

Δεν είναι μια τυπική 73χρονη, αλλά μια γυναίκα που γεννήθηκε εν μέσω πολέμου, μεγάλωσε χωρίς πατέρα, πήρε διαζύγιο τη δεκαετία του '80 στο θρίαμβο του συντηρητισμού, έχει παίξει ό,τι πιο προβοκατόρικο υπήρχε σε γυναικείο ρόλο και έγινε πρώτη Κορεάτισσα που κέρδισε Όσκαρ.

Αν έχεις έστω συστηθεί με το κορεατικό σινεμά, θα γνωρίζεις πως δεν υπάρχει happy end. Δεν πρέπει να υπάρχει μια ταινία, στην ατελείωτη -ομολογουμένως- λίστα που στο τέλος να μη νιώθεις ένα ψυχοπλάκωμα. Το Minari δεν έκανε την έκπληξη. Ως προς το τέλος. Έγινε η έκπληξη της 93ης τελετής απονομής των Oscars, όταν η Youn Yuh-jung έγινε η πρώτη Κορεάτισσα που πήρε στο σπίτι της το χρυσό αγαλματίδιο, ως η νικήτρια της κατηγορίας β’ γυναικείος ρόλος, σε 93 χρόνια ιστορίας.

 

H Soonja τράβηξε την Youn, γιατί δεν ήταν μια συνηθισμένη γιαγιά. Ήταν στοργική μεν, αλλά και άτακτη. Έβριζε, παρακολουθούσε με πάθος το επαγγελματικό wrestling, έπινε το Βόσπορο και δίδασκε τα εγγόνια της πώς να τζογάρουν. «Ήταν και χήρα του Πολέμου στην Κορέα. Μια μόνη, εργαζόμενη γυναίκα που της άρεσε να περνάει καλά, γιατί είχε περάσει πολλές δυσκολίες». Όλα αυτά της θύμισαν κάτι, με το οποίο ήθελε να συμφιλιωθεί.

Σε όλη της τη ζωή δεν συναντήθηκε με το συμβατικό

Η Youn Yuh-jung μεγάλωσε σε καιρό πολέμου έκοψε στη μέση την Κορέα. Ήταν 3 χρόνων όταν άρχισαν οι εχθροπραξίες. H υγιεινή ήταν άγνωστη λέξη. Όπως και το φαγητό. «Η γιαγιά μου πέθανε εν μέσω πολέμου. Η προγιαγιά μου ήταν κοντά μας, έως ότου έγινα 9 χρόνων. Συνήθιζε να χρησιμοποιεί δυο και τρεις φορές το νερό της οικογενείας. Τη θεωρούσα βρώμικη. Δεν τη συμπαθούσα. Εν τω μεταξύ, πάντα έλεγε πως δεν πεινάει. Παρέλειπε και γεύματα. Αργότερα κατάλαβα ότι το έκανε για εμάς. Δε μας είπε ποτέ σ’ αγαπώ. Το έδειχνε. Το κατάλαβα μετά τα 60 και ένιωσα πολύ άσχημα. Ζήτησα να με συγχωρέσει, γιατί ήμουν αδαής».

Ο πατέρας της πέθανε στα 33 του από πνευμονική φυματίωση. Την ανατροφή της ιδίας και των δυο μικρότερων αδελφών της, την ανέλαβε η μητέρα (δούλευε ως νοσοκόμα) και η γιαγιά της. Οι αδελφές ενημερώθηκαν από νωρίς για τη σημασία της ποιοτικής συζήτησης. Η μάνα τους, τους είχε εξηγήσει πως δεν είχε σημασία πόσες ώρες θα περνούσαν μαζί, αλλά να έκαναν κάτι ποιοτικό. Να ήταν ειλικρινείς με τους εαυτούς τους και να πάλευαν σκληρά για ό,τι ήθελαν. Τα κορίτσια είχαν μοιραστεί τις δουλειές στο σπίτι. Ουδεμία θυμάται τη μητέρα τους να ξεκουράζεται. Πέθανε όταν οι κόρες της είχαν αποκατασταθεί.

H μια αδελφή της (δεύτερη κατά σειρά, μετά την ηθοποιό), Yoon Yeo-soon υπήρξε η πρώτη γυναίκα που έγινε αξιωματούχος στην LG. Όπως είχε πει στην Chosun είχε περάσει κάποια χρόνια στις ΗΠΑ, συνοδεύοντας τον σύζυγο της που σπούδαζε και επειδή βαριόταν γράφτηκε κι εκείνη σε ένα πανεπιστήμιο («ως γυναίκα διεθνούς φοιτητή, μπορούσα να παρακολουθήσω πρόγραμμα, με υποτροφία, για 9 μαθήματα»). Πήρε πτυχίο στην εκπαιδευτική μηχανική, ενώ ήταν μητέρα ενός κοριτσιού «και με την επιστροφή στην Κορέα βρέθηκα να φροντίζω τρεις οικογένειες» όπως κάνει κάθε γυναίκα της χώρας. Όπου «τρεις οικογένειες» είναι αυτή που έχει δημιουργήσει, των γονιών και των πεθερικών. Η μικρότερη αδελφή της Yuh-jung είναι καθηγήτρια στη Νέα Υόρκη.

Όταν η Yuh-jung ήταν φοιτήτρια στο Hanyang University (στην κορεάτικη γλώσσα και τη λογοτεχνία), το 1966 έψαχνε μια part time δουλειά. Είχε πάει σε ανοιχτή audition του τηλεοπτικού σταθμού TBC -άνηκε στην οικογένεια που έχει τη Samsung. Πέρασε. Η δουλειά της ήταν να κάθεται δίπλα στον παρουσιαστή και να τον βοηθά να προχωράει το πρόγραμμα. Ο σκηνοθέτης του show της πρότεινε να διεκδικήσει μια θέση σε ένα νέο project που ετοίμασε το κανάλι. «Δεν ήμουν το στάνταρ της κορεατικής ομορφιάς» είχε πει στο Vulture. Παρ’ όλα αυτά, το τεστ ήταν θετικό και τότε άρχισε να διεκδικεί ρόλους σε dramas. Σε ένα από τα περάσματα την εντόπισε ο Kim Ki-young, πατέρας του ψυχοσεξουαλικού σινεμά της Κορέας και ο πρώτος σκηνοθέτης της χώρας που πειραματίστηκε με ριψοκίνδυνους, προκλητικούς χαρακτήρες που εξερευνούσαν το τραγικό της γυναικείας ψυχοσύνθεσης.

Το 1971 έγινε διάσημη, ενσαρκώνοντας δυο femme falates. Για τη μία κέρδισε το βραβείο της Καλύτερης Ηθοποιού. Στο peak της καριέρας της, τα παράτησε όλα. Παντρεύτηκε (τον τραγουδιστή Jo Young-nam) και μετανάστευσαν στις ΗΠΑ. Δέκα χρόνια μετά (1984) εκείνη επέστρεψε στην πατρίδα της και το 1987 πήρε διαζύγιο, όταν ο σύζυγός της, την απάτησε.

Σημείωσε πως τη σήμερον ημέρα οι διαζευγμένοι στην Κορέα θεωρούνται αποτυχημένοι -κουβαλούν το στίγμα. Φαντάσου πώς ήταν η κατάσταση πριν 34 χρόνια. Ναι, ήταν δακτυλοδεικτούμενη -σχεδόν απόβλητη- και μητέρα δυο αγοριών.

Ήταν και 40 χρόνων, όταν επιχείρησε να συνεχίσει την καριέρα της. Έκανε το comeback με θεαματικό τρόπο: ανέλαβε ρόλους μεσήλικων γυναικών που ήταν αμφιλεγόμενες. Δηλαδή, δεν ήταν αυτές που θυσιάζονταν για τα παιδιά τους. Ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό. Συνέχισε να αποδέχεται όποιους ρόλους έκρινε πως «δεν θα με κάνουν τέρας, γιατί αυτό συμβαίνει αν κάνεις το ίδιο και το ίδιο συνέχεια. Πάντα προσπαθούσα να κάνω τα πάντα φυσικά και αυθόρμητα, όχι με κατάχρηση των υποκριτικών δυνατοτήτων. Ίσως για αυτό να ήμουν σπάνια στο προσκήνιο», όπως εξηγούσε ότι δεν την ένοιαζε που την έλεγαν μεσήλικα ηθοποιό “αλλά με νοιάζει πώς θα συνεχίσω την καριέρα μου, ώστε να μη μοιάζω με ηλίθια γριά”. Από το 2013 άρχισε να εμφανίζεται και σε reality. Το πρώτο γυρίστηκε στην Κροατία. Το δεύτερο (2017) λεγόταν Youn’s Kitchen. Μαζί με άλλους celebrities του korean wave ταξίδεψαν στην Ινδονησία και έστησαν ένα εστιατόριο, με κορεατικά φαγητά. Η Yuh-jung ήταν στην κουζίνα και έφτιαχνε τα εδέσματα. Το project γνώρισε επιτυχία και τη δεύτερη σεζόν μεταφέρθηκε στο Garrachico της Ισπανίας.

«Από όταν έγινα 65 αποφάσισα να είμαι εξτραβαγκάντ. Ήθελα να δουλεύω με ανθρώπους που μου αρέσουν, με ανθρώπους που με θέλουν, ανεξάρτητα από τα λεφτά ή τη δόξα. Αποφάσισα πως θα ήταν μια χαρά αν πέθαινα, έχοντας κάνει ό,τι πραγματικά αγαπώ», εξήγησε στην Korean Herald.

Δεν σταμάτησε ποτέ να μετέχει σε dramas ή ταινίες. Δεν είχε ποτέ ένα χρόνο off. Τα βραβεία που έχει κερδίσει στη χώρα της είναι αναρίθμητα και ο λόγος που την αποκαλούν Meryl Streep της Κορέας. Όταν δέχθηκε να παίξει στο Minari ήξερε πως στις ΗΠΑ θα ήταν «μια πουθενίδου από την Άπω Ανατολή». Έγινε η πρώτη Κορεάτισσα υποψήφια για Oscars και η πρώτη που το πήρε.

Ο Lee Isaac Chung, ο άνθρωπος που έγραψε το σενάριο για το Minari στηρίχτηκε στις αναμνήσεις που είχε ως παιδί. Και στο πρόσωπο της γιαγιάς του, είδε αυτό της Yuh-jung. «Τη σκεφτόμουν διαρκώς ως τη δική μου γιαγιά που είχε έλθει στην Αμερική, για να με φροντίσει. Άφησε μια καλή ζωή που είχε στην Κορέα». Της πρότεινε το ρόλο κι εκείνη πήρε το πρώτο αεροπλάνο για τις ΗΠΑ, για τα γυρίσματα που διήρκεσαν πέντε εβδομάδες, μέσα στο καλοκαίρι, στην Οklahoma. Εξήγησε πως λάτρεψε την ιστορία του Chung, τις αντιξοότητες και την εσωτερική πάλη της οικογένειας του, όπως προσπαθούσε να μείνει στο δρόμο της, για να εξασφαλίσει τα προς το ζην σε έναν νέο κόσμο, ώστε να πραγματοποιήσει τα όνειρα της. Το σενάριο της είχε θυμίσει τη δική της ζωή. Συμφώνησε να μετάσχει, χωρίς να ζητήσει τίποτα.

Το μπάτζετ ήταν εξόχως περιορισμένο και δεν άφηνε περιθώρια για λάθη. Η Youn χρειαζόταν μόλις μια λήψη για τις σκηνές της. «Σιχαίνεται να λέει σ’ αγαπώ αλλά το δείχνει με πάρα πολλούς τρόπους» εξήγησε η In-Ah Lee, φίλη της νικήτριας της μεγάλης βραδιάς που την ακολούθησε στις ΗΠΑ ως βοηθός της. «Ήταν πάντα συγκεντρωμένη, δεν παραπονέθηκε ποτέ και έβαλε τα θέλω του Isaac πριν των δικών της. Αυτό είναι αγάπη για εκείνη».

Αν υπάρχει και κάτι άλλο που δεν γνωρίζει, είναι ο καθωσπρεπισμός. Λέει τις αλήθειες της, προσπαθώντας να μην προσβάλει κάποιον. Στη βράβευση της, στα BAFTA ευχαρίστησε όσους τη ψήφισαν λέγοντας «κάθε βραβείο έχει τη σημασία του, αλλά αυτό λίγο περισσότερο, καθώς με αναγνώρισαν Βρετανοί που είναι γνωστοί ως σνομπ άνθρωποι και με ενέκριναν ως καλή ηθοποιό».

Στην παρουσία της σε blog της εταιρίας παραγωγής του Minari είχε ομολογήσει τη λατρεία της για την τεμπελιά. «Το να μένω στο κρεβάτι μου όλη μέρα είναι η ευχαρίστηση μου, το χόμπι μου. Μου αρέσει να βλέπω τηλεόραση ή απλά να λαγοκοιμάμαι, να μη σκέφτομαι τίποτα. Είναι αυτό που θέλω να κάνω. Συγγνώμη που θα το πω αλλά απολαμβάνω την καραντίνα, γιατί μπορώ να ξεκουραστώ. Δεν νιώθω πως πρέπει να δω κάποιον. Μπορώ να μείνω στο σπίτι μου, 24 ώρες το εικοσιτετράωρο, στο κρεβάτι μου που είναι το αγαπημένο μου μέρος».

Τις αλήθειες της, της είπε και όπως απαντούσε στις ερωτήσεις που είχαν να της κάνουν media από όλον τον κόσμο μετά τη νίκη της. Τα περισσότερα ανέφεραν τα της συνάντησης της με τον Brad Pitt, που της έδωσε το αγαλματίδιο και ανήκει στους παραγωγούς του Minari. «Από τον τρόπο που πρόφερε το όνομα μου -δεν το έκανε λάθος- κατάλαβα ότι προετοιμάστηκε πολύ για να το πει σωστά», σχολίασε κατ’ αρχάς. Ένας ρεπόρτερ τη ρώτησε πώς μυρίζει ο Brad Pitt. Απάντησε «δεν ξέρω γιατί δεν τον μύρισα. Δεν είμαι σκύλος». Ομολόγησε πως όταν τον είδε μπροστά της έπαθε ένα black out για κάποια δευτερόλεπτα. Στην ερώτηση αν θα έκανε ποτέ μια ταινία με τον Pitt απάντησε πως «όχι, αυτό δεν θα συμβεί ποτέ. Με τα αγγλικά μου και την ηλικία μου αυτό είναι ένα αδύνατο όνειρο».

Ενημέρωσε πως τίποτα δεν γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη. «Δεν πιστεύω στα μπαμ. Έχω μεγάλη, σε διάρκεια καριέρα που την έχτισα βήμα προς βήμα. Σίγουρα χάρηκα που πήρα το Oscar, αλλά δεν πιστεύω στον ανταγωνισμό στο χώρο μας, καθώς συγκρίνουμε διαφορετικές ταινίες και διαφορετικούς ρόλους. Ήμουν πιο τυχερή από τις άλλες υποψήφιες, σήμερα. Ίσως να έπαιξε ρόλο και η αμερικανική φιλοξενία».

Σε ό,τι αφορά την πολυπολιτισμικότητα των Oscars τα τελευταία χρόνια και τη δυνατότητα που υπάρχει να παρουσιαστούν ιστορίες από διαφορετικές ασιατικές κουλτούρες, ώστε να δουν όλοι τις διαφορές, είπε ότι «είναι πολύ ωραίο να καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον. Να αγκαλιάζουμε ο ένας τον άλλον. Αν δε γνωρίζουμε τις διαφορές, αυτό είναι πιο σύνθετο. Δεν είναι ωραίο να κατηγοριοποιείς τους ανθρώπους βάσει χρώματος του δέρματος, φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού. Δε μου αρέσει το άνδρας και γυναίκα. Το άσπρος και μαύρος. Το gay και το straight. Για εμένα είμαστε όλοι ισάξιοι άνθρωποι, όλοι έχουμε την ίδια ζεστή καρδιά. Όσο περισσότερα χρώματα βάζουμε, τόσο πιο όμορφο είναι το αποτέλεσμα. Δεν είναι τυχαίο πως το ουράνιο τόξο έχει επτά χρώματα».