ΣΙΝΕΜΑ

“Interstellar”: Τ’αστέρια πεθαίνουν από αγάπη

Στη νέα ταινία του, ο Κρίστοφερ Νόλαν στέλνει τον Μάθιου Μακόναχι σε ένα ταξίδι στο διάστημα, ώστε να ανακαλύψει τι είναι αυτό που μας τραβάει μπροστά.

Καμιά φορά οι άνθρωποι σε εκπλήσσουν με τον πιο απρόσμενο τρόπο. Ο Κρίστοφερ Νόλαν, υπέρμαχος του σκληρού ρεαλισμού και της κυριολεξίας στη φαντασία, δημιουργεί ένα τρίωρο διαστημικό έπος επιβίωσης– για την αγάπη.

Αξίζει να θυμηθούμε πως μιλάμε για έναν σκηνοθέτη που γύρισε μια υπερηρωική τριλογία δίχως υπερδυνάμεις, που ενορχήστρωσε μια περιπέτεια καταδίωξης στο υποσυνείδητο αποτυπώνοντας τα όνειρα σαν πίστες βιντεοπαιχνιδιού δίχως τίποτα το ονειρικό. Αν μια ταινία μπορεί να συνοψίσει την καριέρα του, είναι το αριστούργημά του, το “Prestige”, μια ιστορία δύο αντίπαλων μάγων που πίσω της κρύβει μια αλληγορία για την ίδια την τέχνη της κινηματογραφικής δημιουργίας: Είναι όλο ένα επίπονο τρικ εμμονής που σου απομυζεί την ψυχή. Το κοινό βλέπει μαγεία αλλά ο δημιουργός ξέρει.

Δεν υπάρχει, αντιστοίχως, τίποτα μαγικό, τίποτα αόριστο στο σινεμά του Νόλαν. Αυτό μπορεί να είναι καλό ή μπορεί να είναι κακό ή μπορεί να είναι και τα δύο ταυτόχρονα. Άλλες ιστορίες τις απογειώνει, γιατί κάτι σαν το “Memento” δε θα μπορούσε αλλιώς να λειτουργεί παρά γεμίζοντας προσεκτικά και μεθοδικά όλες τις τρύπες με τρόπους σοκαριστικούς, όμως όσο το σινεμά του μεγαλώνει, παρουσιάστηκαν προβλήματα. Το “Dark Knight Rises”, η μοναδική αληθινά κακή ταινία που έχει γυρίσει ποτέ του, επιχειρούσε να δομήσει ένα ολόκληρο σύμπαν γύρω από τον Μπάτμαν, όμως η μεγαλομανία καταπλάκωσε τα πάντα. Επειδή τα πάντα έπρεπε να λειτουργούν, τίποτα εν τέλει δε λειτουργούσε.

Ή πάρε τα όνειρα στο “Inception”, μια κατά τα άλλα πολύ καλή περιπέτεια με επιμέρους συναρπαστικά στοιχεία, που όμως φρέναρε στην κυριολεξία της. Τα όνειρα μπορούν να είναι τα πάντα εκτός τακτοποιημένα- ο Νόλαν μπορεί να είναι οτιδήποτε εκτός από αόριστος. Στο “Inception” κάθε ονειρικό επίπεδο είναι στέρεο και βολικό. (Με μοναδική εξαίρεση τη βουτιά στο βαθύ ασυνείδητο της τελευταίας πράξης, το μόνο κομμάτι της ταινίας που γενικότερα έμοιαζε με αμόλυντο Νόλαν.

Οι χαρακτήρες μπορούν να δημιουργήσουν οτιδήποτε απλά με τη σκέψη τους, και το μόνο που καταφέρνουν να φανταστούν είναι ένα λίγο μεγαλύτερο όπλο.

Δεδομένης της ροπής του Νόλαν προς αυτή την γενικότερη αυστηρότητα και την απολυτότητα με την οποία εξηγεί τα πάντα (συνήθως και κατά τη διάρκεια της ταινίας- τα έργα του πάντοτε εξηγούν εξαντλητικά τον εαυτό τους, κάτι που πάντοτε με κουράζει), ειλικρινά το τελευταίο πράγμα με το οποίο περίμενα ποτέ πως θα ασχοληθεί είναι κάτι τόσο ελάχιστα αυστηρό και εντελώς μη-απόλυτο και ασαφές όσο η αγάπη.

Τι είναι η αγάπη; Έχουν γραφτεί ποιήματα, τραγούδια, ταινίες, τσιτάτα για αυτό το θέμα, άπειρα, αμέτρητα, και όλα φυσικά αναζητούν, προσπαθούν να βγάλουν νόημα από την ασάφεια. Αλλά διάβολε ο Κρίστοφερ Νόλαν είναι εδώ και θα μας ΠΕΙ τι είναι η αγάπη.

Πίσω στο “Interstellar”. Ο Μάθιου Μακόναχι σε όλη την Ραστ Κολ επιβλητικότητά του (ένας αληθινός true detective in space) παίζει έναν πρώην διαστημικό πιλότο που πλέον βρίσκεται στη φάρμα του ως αγρότης που καθόλου δεν γουστάρει αυτή την μικρή ζωή, και μεγαλώνει τα δύο παιδιά του εν μέσω μιας ακαθόριστης διαπλανητικής κρίσης που έχει αφήσει τη Γη πληγωμένη και την ανθρωπότητα σμπαραλιασμένη.

Είναι υπέροχο που ο Νόλαν συνεχίζει να γυρίζει ταινίες σε φιλμ, γιατί ο κόσμος που χτίζει δε θα μπορούσε ποτέ να γράψει το ίδιο σε ψηφιακό. Οι άνθρωποι ζουν σε έναν κόσμο γεμάτο σκόνη, σκόνη που μας θυμίζει τι είμαστε και από πού προερχόμαστε, αλλά και που τους λέει πως είναι ώρα να φύγουν. Απλές πράξεις της καθημερινότητας διακόπτονται από θύελλες σκόνης, και αυτή η σκόνη έρχεται και καλύπτει τα πάντα, δε σε αφήνει να αναπνεύσεις. Η Γη δεν αντέχει άλλο, πονά, και ο κόκκος στο φιλμ σε γρατζουνάει, σε περικυκλώνει με αλήθεια.

Η κατάσταση είναι φρικτή, μα γίνεται σαφές πως ο φίλος Μακόναχι δεν είναι ικανοποιημένος με αυτή την παραίτηση. Συνεχίζει πάντα να θέλει κάτι παραπάνω, για τον εαυτό του και για την οικογένειά του. “Έχεις γεννηθεί είτε 40 χρόνια νωρίτερα είτε 40 χρόνια αργότερα από την εποχή σου,” του λέει ο πεθερός του σε μια σκηνή του φιλμ, αποκαλύπτοντας την καρδιά της ιστορίας: Εδώ έχουμε έναν άνθρωπο που παρότι οι συνθήκες δεν το ευνοούν, συνεχίζει να θέλει κάτι παραπάνω, πάντα.

Και το βρίσκει, ή έστω βρίσκει την ευκαιρία που ζητά. Μαζί με την κόρη του ανακαλύπτουν τα τελευταία απομεινάρια της NASA και μαθαίνει το κρυφό σχέδιο σωτηρίας της ανθρωπότητας. Έτσι ξεκινάει μια διαστημική αποστολή που θα τον φέρει σε άλλους γαλαξίες, μακριά από την οικογένειά του για την οποία τα κάνει εξαρχής όλα. Είναι η αγάπη του για τους ανθρώπους (του) που τον ωθεί να συνεχίζει να θέλει να περάσει τα όποια σύνορα του έχουν επιβληθεί, να αναζητήσει το κάτι παραπέρα, να βρει μέσα του τις απαντήσεις για προβλήματα άλυτα.

Από εκεί και έπειτα, η ταινία παίζει εναλλάξ σε σκηνές αποθεωτικού μεγαλείου και και cheesy συναισθηματισμού, μα σε όποιο σημείο κι αν βρίσκεται, πάντα σε κρατά καθηλωμένο και σε κάνει να κοιτάζεις ψηλά. Ψάχνει την αλήθεια εξίσου μέσα από σκουληκότρυπες στο διάστημα και μαύρες τρύπες, όσο και από προσωπικές ενδοσκοπήσεις και της ύπαρξης εκεί, στη σκόνη, στο έδαφος. Τα ταξίδια των Μακόναχι και Χάθαγουεϊ στο άπειρο του διαστήματος εναλάσσονται με τις γήινες αναζητήσεις του χαρακτήρα της Τσαστέιν (ας μην πούμε περισσότερα, απλώς ότι είναι θαυμάσια για μια ακόμα φορά). Είναι όλα αλληλένδετα, και ο Νόλαν το βάζει σκοπό του να συνδέσει το micro με το macro, να μιλήσει για κάτι τόσο σημαντικό και τεράστιο όσο η ανθρωπότητα και η ύπαρξη με κάτι τόσο ασήμαντο και μικρό όσο μία μόνο οικογένεια. Και βρίσκει πως η ενωτική δύναμη είναι η αγάπη, και το κάνει με έναν τρόπο που βγάζει νόημα μέσα από τον αναπολογητικό συναισθηματισμό του.

Κοινώς, η ταινία σε σημεία ακροβατεί ανάμεσα σε άκρα. Υπάρχουν ιδέες, σκέψεις και διάλογοι που αναπλάθοντάς τους αργότερα σε διηγήσεις ή περιλήψεις, μπορούν να ακουστούν ως κάτι που δραπέτευσε από φτηνό παθιασμένο μελό (“Σταθείτε όλοι! Ομολόγα, θες να πάμε εκεί γιατί τον αγαπάς!” “Ναι, ναι, τον αγαπώ!” “Κομπιούτερ, χάραξε αντίθετη πορεία!” – οι μισές σκηνές θα έπρεπε να έρχονται με τίναγμα μαλλιού των χαρακτήρων στο τέλος) όμως στέκονται στο πλαίσιο που τους ορίζει ο Νόλαν. Κορυφαίο τέτοιο παράδειγμα μια νευραλγικής σημασίας σκηνή κορύφωσης προς το τέλος της ταινίας για την οποία δε μπορούμε να πούμε περισσότερα, μα θα αρκεστούμε στο ότι ο Νόλαν την έχει δημιουργήσει τόσο αποστομωτικά που ξεχνάς να γουρλώσεις τα μάτια με τις ιδέες από πίσω της.

Και μετά, υπάρχουν εκείνες οι στιγμές για τις οποία πάντοτε ο σκηνοθέτης ήταν ικανός, εκείνες οι μεμονωμένες στιγμές μεγαλείου και αποθέωσης που νιώθεις πως αγγίζεις κάτι ανώτερο βλέποντάς τες. Το διάστημα κατά Νόλαν δεν μοιάζει με το διάστημα κατά Κουαρόν, δεν είναι το κενό, είναι κάτι αδιανόητα γεμάτο, πέρα από κάθε δυνατότητα αντίληψης, ένας λόγος να θες να συνεχίζεις πάντοτε να ψάχνεις και να προχωράς. Οι σκηνές ταξιδιού είναι απίστευτες, είτε ο πύραυλος περνάει μια σκουληκότρυπα είτε προσεγγίζει μια μαύρη τρύπα- είτε ανακαλύπτει νέους κόσμους, τόσο θεμελιωδώς διαφορετικούς από τον δικό μας.

Ο διευθυντής φωτογραφίας Χόιτ φαν Χόιτεμα (του “Her” και του “Let the Right One In”, ένας πιθανός επόμενος Μεγάλος) ζωντανεύει τους κόσμους κοιτώντας τα πάντα με διαφορετικό τρόπο, την ώρα που ο Χανς Τσίμερ ξεφεύγει από τη μανιέρα του και τις κόρνες-παρωδία του “Inception” για να βρει έμπνευση σε ένα score που παραπέμπει σε Goblin στο πιο μεγαλεπήβολα ορχηστρικό τους. Το “Interstellar” κάνει το ταξίδι  στο διάστημα να μοιάζει με αληθινή ανακάλυψη.

Από τις Σπιλμπεργκικές καταβολές του συγκινητικού οικογενειακού στόρι εν μέσω εξερεύνησης του Εκεί Έξω, μέχρι την ιδέα πως η αγάπη είναι εκείνη η τέταρτη (ή 5η, ή 6η) διάσταση που διαπερνά πλανήτες, γαλαξίες, χρονικές γραμμές που κυλούν με διαφορετικές ταχύτητες (η ταινία απογειώνεται όταν η σχετικότητα μπαίνει στην πρώτη γραμμή της ιστορίας), ο Νόλαν καταφέρει να αποτυπώσει την ιδέα αυτού του ακαθόριστου συναισθήματος ως κάτι απτό και σημαντικό, ως εκείνο το κάτι που μας οδηγεί.

Το “Insterstellar” παρά τη συχνότητα με την οποία διακότπει τη ροή και προσγειώνει άτσαλα τις συγκλονιστικές του απογειώσεις για να εξηγήσει τα πάντα, παρά το βιαστικό και άγαρμπο φινάλε του (είναι 3 ώρες ταινία αλλά ξεχνάς να κοιτάξεις το ρολόι σου- και ναι, ήθελε κι άλλο!), παρά τις cheesy στιγμές που είναι γραμμένες στο DNA του (ή μάλλον λόγω αυτών), καταφέρνει να κοιτά ψηλά με τρόπο τόσο μεγαλόπνοο και μεγαλειώδη, που κάνει τα πάντα να μοιάζουν σημαντικά. Σου κόβει την ανάσα και σε κρατά διαρκώς με το στόμα ανοιχτό. Πιάνει το μεγαλύτερο ερώτημα και, με αληθινή νολανική συνέπεια, το μετατρέπει σε βεβαιότητα. Ο Κρίστοφερ Νόλαν δίνει στο φτηνό μελό χροιά μεγαλεπίβολης εξερεύνησης και χροιά ουμανιστικής sci-fi αποθέωσης.

Δίκαιο που το πρώτο πράγμα που μπορώ να πω για αυτό είναι πως: Το αγάπησα.