© Locarno Film Festival / Ti-Press / Samuel Golay / NETFLIX
ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

John David Washington και Vicky Krieps, τι σας έμαθε η Ελλάδα;

Το OneMan συνάντησε από κοντά τους πρωταγωνιστές της ταινίας Beckett, της πρώτης παραγωγής του Netflix γυρισμένης εξ ολοκλήρου στην Ελλάδα. Μιλήσαμε αποκλειστικά με τον John David Washington και την Vicky Krieps, στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο.

«Είναι ενδιαφέρον από πόσο διαφορετικούς κόσμους ερχόμαστε», λέει η Vicky Krieps κοιτάζοντας χαμογελαστή τον John David Washington. «Και όταν γνωριστήκαμε στην Αθήνα είπα, ας πάμε να φάμε σε ένα εστιατόριο. Απλά με το να σε βλέπω να το εκτιμάς κατανόησα τον κόσμο από τον οποίο έρχεσαι εσύ…»

«Ωωωω, ΟΚ!» απαντά ο John David Washington με μια αμήχανη έκφραση χαράς στο πρόσωπό του, σα να μην καταλαβαίνει ακριβώς τι εννοεί η συμπρωταγωνίστριά του. «Κατάλαβα πόσο διαφορετικοί είναι οι άνθρωποι και πόσο σημαντικό είναι να συναντιόμαστε, καμιά φορά γύρω από ένα καλό γεύμα», συνεχίζει εκείνη. «Ξέρουν πώς να ψήνουν στην Ελλάδα!», της λέει αυτός σα να θυμάται αυτή ακριβώς τη στιγμή το πιο χορταστικό φαγητό που έχει φάει στη ζωή του.

Το Beckett θα streamάρει στο Netflix από την Παρασκευή 13 Αυγούστου. Το 74ο Φεστιβάλ του Λοκάρνο διεξάγεται 4-14 Αυγούστου.

Αυτό που προσπαθεί να καταλάβει ο Washington και που λέει η Krieps, έχει να κάνει με έναν πολύ βασικό τρόπο να αλληλεπιδράς με το περιβάλλον σου. Η Krieps θυμάται να βρίσκονται στην Ελλάδα για τα γυρίσματα του Beckett και να προτείνει να βγουν, να πάνε σε κάποιο εστιατόριο, αλλά ο συμπρωταγωνιστής της να προτιμά να παραγγείλει room service στο ξενοδοχείο.

«Προέρχομαι από μια πιο ευρωπαϊκή πλευρά», πιθανολογεί η ηθοποιός από το Λουξεμβούργο. «Με το που φτάσω κάπου βρίσκω κατευθείαν κάποιο εστιατόριο, στο ταξί ρωτάω πάντα τον ταξιτζή για πράγματα, κάνω έναν καινούριο φίλο εκεί έξω… Αλλά είναι ωραίο, γιατί συναντηθήκαμε και διδάσκουμε ο ένας τον άλλον. Δηλαδή εγώ σε έβγαλα από το…»

«Ναι, βασικά αυτό λες!», γελάνε κι οι δύο καθώς ο Washington καταλαβαίνει πού πάει αυτή η ιστορία. «Και thank god που με έβγαλες από το comfort zone μου!» Οι δυο τους βρέθηκαν στην Αθήνα για τις ανάγκες του Beckett, της περιπέτειας του Netflix που γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στην Ελλάδα. H συνάντησή τους όμως, δεν ήταν ποτέ δεδομένη.

Εκείνος, γιος του Denzel Washington, προερχόμενος από ένα σερί υψηλού προφίλ συνεργασιών με σκηνοθέτες σαν τον Spike Lee (BlacKkKlansman) και Christopher Nolan (Tenet), πρώην αθλητής αμερικάνικου φούτμπολ, γέννημα-θρέμμα του Χόλιγουντ και μιας αδιαμφισβήτητα αμερικάνικης λογικής στα πράγματα. Εκείνη, προερχόμενη από το Λουξεμβούργο, σπουδασμένη στη Ζυρίχη, σιωπηλή scene-stealer απέναντι σε ένα ιερό τέρας σαν τον Daniel Day-Lewis στο Phantom Thread, κι εσχάτως κεντρική παρουσία σε ταινίες όπως το Bergman Island (που έκανε πρεμιέρα στις φετινές Κάννες) και το Old του M. Night Shyamalan, μια σαφώς πιο διακριτική, περισσότερο πολιτικής αντίληψης, σίγουρα πιο ευρωπαϊκή παρουσία.

Οι διαδρομές τους συναντήθηκαν στο Beckett, κάπου στην Ελλάδα, ανάμεσα σε σκηνές καταδίωξης στην ελληνική επαρχία και σε σκηνές πολιτικών αναταράξεων στο κέντρο της Αθήνας.

***

© Locarno Film Festival / Ti-Press / Samuel Golay

Η περιπέτεια του Beckett ξεκινά έξω από τα Ιωάννινα. Ο Washington θυμάται πόση εντύπωση του έκανε η αντίδραση των κατοίκων στα γυρίσματα. «Συνδέθηκα με το πόσο καλοσυνάτοι είναι οι άνθρωποι. Είναι κάπως τετριμμένο να το λέω αλλά εκτιμώ τα μικρά πράγματα. Υπήρχε μια σκηνή στα Ιωάννινα, στα βουνά, απλά περπατάω και κάθομαι σε ένα παγκάκι κι οι άνθρωποι από το χωριό με βλέπουν και με το cut αρχίζουν να χειροκροτούν όρθιοι! Δε θα το βιώσεις στο Λος Άντζελες αυτό γυρίζοντας σε ένα backlot», λέει.

Ο Ιταλός σκηνοθέτης Fernando Cito Filomarino εξηγεί πως είδε τον Washington στο BlacKkKlansman όπου είχε μια συγκεκριμένη ενέργεια, κι έπειτα στο Monsters and Men όπου είχε μια εντελώς διαφορετική, μινιμαλιστική ερμηνευτική ενέργεια, κι αυτό τον έκανε να ενδιαφερθεί για εκείνον ως ηθοποιό. Διότι «ο Beckett είναι ένας αμφιταλαντευόμενος χαρακτήρας σε προσωπική κρίση, αλλά πρέπει και να γεμίσει την οθόνη ως χαρακτήρας ταινίας είδους, με το σώμα και την ενέργειά του».

«Ξέρουν πώς να ψήνουν στην Ελλάδα!» – John David Washington

O 37χρονος ηθοποιός έχει μια σμιλευμένη σιγουριά στο παρουσιαστικό του, στον τρόπο που κοιτάει, στον τρόπο που απλώς υπάρχει. Γιος του Denzel Washington και της ηθοποιού και τραγουδίστριας Pauletta Washington, ο John David παρόλαυτά βλέπει τον εαυτό του ως ένα underdog, ως κάποιον που τον υποτιμούσαν σε όλη του τη ζωή. «Ήμουν αρχικά σε άλλη βιομηχανία, στα sports, κανείς δε μου έδινε θέση κι έπρεπε να κερδίσω το κάθε τι», λέει. «Θα ήταν θάνατος αν δεν έφτανα στο NFL. Θα ήταν θάνατος αν δεν επιτύγχανα την ανεξαρτησία μου ως άντρας, ως Washington». Αυτό κι αν είναι αγνά αμερικάνικη οπτική!

Θα αναφέρει ανάμεσα στα πρότυπά του τον Kobe Bryant, παρομοιάζοντάς τον με ζώο που είναι πιο επικίνδυνο όταν είναι παγιδευμένο. «Υπάρχει μια φιγούρα από τον χώρο του αθλητισμού, ο Kobe Bryant, που δεν είναι πια μαζί μας», ξεκινά δραματικά τη σκέψη του: «Τα καλύτερα παιχνίδια του τα έκανε όταν ήταν με την πλάτη στον τοίχο». Και θα θυμηθεί φυσικά εκείνη τη φορά που οι γονείς του τον επισκέφθηκαν στα γυρίσματα της ταινίας, στην Ελλάδα.

«Οι γονείς μου έχουν βιώσει πολλά. Μεγάλωσαν στις ΗΠΑ σε μια άλλη εποχή, έχουν δει αλλαγές πολιτικές και αλλαγές στο πώς αλληλεπιδρούν οι άνθρωποι». Φτάνοντας στην τοποθεσία των γυρισμάτων, θυμάται να τους βλέπει ξανά, μετά από καιρό, να εκπλήσσονται. Τόσο αδιανόητο μπορεί να μοιάζει το ελληνικό τοπίο και η ελληνική κατάσταση σε ανθρώπους του Λος Άντζελες. «Ένιωσα καλά!», παραδέχεται. «Γιατί μπορούσα να τους δώσω αυτό. Μπόρεσα να φέρω τους γονείς μου, που έχουν δει τόσα παραπάνω πράγματα από εμένα, σε κάτι που δεν είχαν δει ποτέ ξανά».

Μιλώντας για οτιδήποτε αφορά τον ίδιο ή τον χαρακτήρα του, θα βρεις κάποια πτυχή αυτής της γενικότερης αγωνίας, της αναζήτησης μιας δομής που τον καθορίζει ως ανεξάρτητη προσωπικότητα, που έχει πάντα κάτι να αποδείξει, πάντα κάτι να κυνηγήσει. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του Beckett λέει πως, όπως κι ο χαρακτήρας του, δεν ήταν ποτέ στα αλήθεια άνετος. Έκανε διαρκώς περίεργα πράγματα, έτρεχε σε τοίχους μόνος του, έκανε σχεδόν όλα τα stunts του (εκτός από μια σκηνή μεγάλης πτώσης, θα την καταλάβετε βλέποντας την ταινία). «Περισσότερο από τη σωματική διάσταση αυτό που μου άρεσε να ερευνώ ήταν η νοητική δύναμη, κι η ενοχή που κουβαλά ο χαρακτήρας μέχρι να βρει τη λύτρωση».

Αναφέρεται σε υποθετικά backstory που είχε δημιουργήσει για τον ήρωά του. «Ίσως ήταν αθλητής κάποτε», λέει, «αλλά μετά αφέθηκε». Ίσως να λέει πολλά πως προκειμένου να συνδεθεί με την ενοχή και την διαρκή αγωνία αυτού του φανταστικού χαρακτήρα, του δίνει στοιχεία δικά του. Ίσως και να μη λέει τίποτα. «Αυτό που μου αρέσει στη δουλειά είναι να μπορώ να δημιουργήσω μια ιστορία για τον χαρακτήρα την οποία είμαι διατεθειμένος να αφήσω στην άκρη αν πάψει να βγάζει νόημα. Αν τα πράγματα αλλάζουν καθώς προχωράμε μες στην ιστορία, καθώς παίζουμε σκηνές με φανταστικούς ηθοποιούς, μια εκ των οποίων έχω τώρα δίπλα μου», λέει κοιτάζοντας με ζεστό χαμόγελο την Krieps, «μπορεί να δεις πως κάποια πράγματα που νόμιζες πως είχες λύσει, τώρα δεν δεν βγάζουν νόημα, δεν ταιριάζουν με τον χαρακτήρα όπως αναπτύσσεται, και με τη σχέση που έχουν οι χαρακτήρες».

«Αρχίζεις να ανακαλύπτεις άλλα πράγματα. Κι αυτό είναι το αληθινό και το δυναμικό στο να δουλεύεις με ηθοποιούς σαν τη Vicky. Μπορείς να βρεις αληθινά πράγματα για τον χαρακτήρα χάρη σε αυτά που λαμβάνεις». Νιώθω πως θα μπορούσε να μιλάει και για τον ίδιο του τον εαυτό.

***

© Locarno Film Festival / Ti-Press / Samuel Golay

«Το Phantom Thread ήταν κλειδί στην ψυχή μου», θυμάται η Vicky Krieps. «Χάρη σε αυτό μου αποδείχθηκε πως μου επιτρεπόταν να είμαι το πλάσμα που είμαι», εξηγεί. Η αλήθεια είναι πως έχουμε δει ορδές ανερχόμενων ηθοποιών να ξεχωρίζουν σε έναν breakthrough ρόλο και μετά είτε να χάνονται, είτε να αφομοιώνονται από τη Μηχανή, να αρχίζουν να παίζουν προδιαγεγραμμένους ρόλους είτε να προσπαθούν να χωρέσουν σε έτοιμα καλούπια.

Η 37χρονη ηθοποιός από το Λουξεμβούργο, που διαθέτει κάτι το εξωτικό ακόμα και για κεντροευρωπαία, μοιάζει όντως να παραμένει μακριά από όλα αυτά. «Αν δουλέψεις με αυτούς τους ανθρώπους που είναι τόσο έξυπνοι, αν σου δώσουν την αίσθηση πως μπορείς να είσαι όπως είσαι, πως δεν πρέπει να προσαρμοστείς σε συγκεκριμένους τρόπους που νομίζεις πως πρέπει, ως ηθοποιός, αυτό σε απελευθερώνει», λέει. «Μιλώντας στον Daniel έμαθα πως στη ζωή μπορείς να διαλέξεις να ακολουθήσεις το δρόμο σου επειδή το πιστεύεις, κι επειδή αξίζει να παλέψεις για αυτόν. Μου έδωσε την ευλογία του…», συνεχίζει καθώς η φράση της σταματά, σα να ένιωσε πως περιαυτολογεί, πως δεν χρειάζεται να πει κάτι άλλο για το θέμα.

Γεννήθηκε στο Λουξεμβούργο από μητέρα γερμανίδα και πατέρα έναν ντόπιο διανομέα ταινιών. Ο παππούς της ήταν πολιτικός και μέλος της λουξεμβουργιανής αντίστασης κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μεγαλώνοντας η ίδια επέλεξε να εμπλακεί σε διάφορα κοινωνικά πρότζεκτ, όπως και να μην μετακινηθεί σε κάποιο μέρος σαν το Λος Άντζελες κυνηγώντας καριέρα ηθοποιού.

«Ο καπιταλισμός είναι πολύ πολύ δύσκολος. Τι είναι αυτό; Πού έχουμε φτάσει; Τι κάνουμε εδωπέρα;» – Vicky Krieps

«Διάλεξα να πάω στη Ζυρίχη να σπουδάσω γιατί υπάρχει εκεί η λίμνη. Δεν είναι επιλογή που θα έκανες για να γίνεις ηθοποιός, αλλά κάνοντάς το μπόρεσα να προφυλάξω τον εαυτό μου, τον δικό μου τρόπο να νιώθω, τον δικό μου τρόπο να είμαι, περπατώντας στα βουνά και τη λίμνη αντί να μπαίνω στο ίντερνετ και να σκέφτομαι αν θα γίνω διάσημη ηθοποιός μια μέρα», λέει με μια εκπληκτική ηρεμία στην εκφορά του λόγου της, σα να αφήνει απλά τα λόγια να βγουν από μέσα της αλλά να μη θέλει στα αλήθεια να μιλάει πολύ- και σίγουρα να μην μιλάει καθόλου δυνατά. «Δε μένω κάτω από τα φώτα για καιρό, ζω στη σκιά», αποκρίνεται. «Είναι εύκολο για μένα να μη χαθώ σε αυτό, απλά δε μένω εκεί για πολύ. Έχω παιδιά, ζω σε αυτό τον πλανήτη ως γονιός για δέκα χρόνια», χαμογελά.

Φέτος όμως είχε μια μεγάλη χρονιά, με το Bergman Island της Mia Hansen-Love να προβάλλεται στο Διαγωνιστικό των Καννών, το Beckett να ανοίγει το Λοκάρνο, και το Old του Shyamalan να είναι μια από τις ταινίες της χρονιάς. «Ενδιαφέρον, είναι σα να τις είχα διαλέξει όλες να εναρμονίζονται μεταξύ τους αλλά είναι σύμπτωση, δεν το έκανα», λέει. «Γιατί όλες κουβαλάνε το μήνυμα πως πρέπει να αφήσεις πίσω ορισμένες δομές και να αποδεχθείς την αξία του να ξεπερνάς πράγματα ώστε να μπορέσεις να γίνεις αληθινά ζωντανός, ώστε να δημιουργήσεις κάποια τριβή με τη ζωή».

«Είναι σημαντικά πράγματα αυτά να συζητάμε μετά τον Covid… ή κατά τη διάρκεια… ότι κάποτε απλώς υποχωρείς πίσω από τις δομές της ζωής μας. Είμαι αυτός ο δημοσιογράφος, κάνω αυτή τη δουλειά, είμαι στο Λοκάρνο, και τα λοιπά. Αλλά πίσω από όλα είναι ο άνθρωπος, το άτομο, και πρέπει να το θυμίζουμε αυτό στους εαυτούς μας. Σύμπτωση ή όχι, όλες αυτές οι ταινίες λένε αυτή την ιστορία».

Ταυτόχρονα, συνεχίζει να βλέπει τον εαυτό της ως ιδιαίτερα πολιτικό άτομο, κάτι που την προσέλκυσε και στο ρόλο της Lena, μιας γερμανίδας ακτιβίστριας που ζει στην γεμάτη αναταραχές Αθήνα της περιόδου του 2015, και την οποία ο Beckett συναντά καταφθάνοντας στην πρωτεύουσα. «Θυμάμαι από πάντα να πηγαίνω σε πορείες», εξηγεί. «Έρχομαι από πολύ πολιτική οικογένεια, ο παππούς γλίτωσε από τα στρατόπεδα κι έκτοτε πάλεψε για το σοσιαλισμό και την κατάργηση της θανατικής ποινής».

«Διαλέγεις ως φόντο την Ελλάδα, και διαλέγεις μια ακτιβίστρια ενεργή, ενώ εκείνος [σσ. κοιτά τον συμπρωταγωνιστή της] είναι ένας τουρίστας, αρκετά παθητικός». Η επιλογή της Ελλάδας δεν ήταν καθόλου τυχαία, όπως επιβεβαιώνει ο σκηνοθέτης αργότερα όταν μιλάμε μαζί του. «Στην Ελλάδα του 2015 υπήρχε κάτι πολύ σημαντικό να συμβαίνει εκεί ως συνέπεια του τι συνέβαινε στην Ευρώπη, αλλά αυτό που μας ενδιέφερε ήταν πώς οι Έλληνες αντέδρασαν σε αυτό. Που ήταν να ενασχοληθούν- στους δρόμους, και επικοινωνώντας», εξηγεί ο Ιταλός, που αναφέρει και τον Αγνοούμενο του Κώστα Γαβρά ως μια εκ των βασικών επιρροών του.

«Είμαι πάντα χαρούμενη να δίνω τη φωνή μου σε πρότζεκτ με τέτοιες πολιτικές ευαισθησίες, αν νιώθω πως η φωνή μου χρειάζεται», λέει η Krieps. «Ο καπιταλισμός είναι πολύ πολύ δύσκολος, μίλα σε οποιονδήποτε άνθρωπο στο δρόμο πώς νιώθει για τον καπιταλισμό», συνεχίζει. «Το σκέφτομαι κάθε μέρα, όταν παίρνω λεωφορείο. Τι είναι αυτό; Πού έχουμε φτάσει; Τι κάνουμε εδωπέρα;» Είναι η πρώτη φορά όσο μιλάμε που μοιάζει κάτι άλλο εκτός από πλήρως ήρεμη.

***

John David Washington και Vicky Krieps με τον σκηνοθέτη της ταινίας Beckett, Fernando Cito Filomarino. / © Locarno Film Festival / Ti-Press / Samuel Golay
John David Washington και Vicky Krieps με τον σκηνοθέτη της ταινίας Beckett, Fernando Cito Filomarino.

«Γενικά λάτρεψα πόσο ελεύθερη ήταν σαν καλλιτέχνης», λέει ο Washington κοιτάζοντας την Krieps. «Έμοιαζε να μη φοβάται τίποτα. Τα πάντα ήταν πιθανά. Κάποιες φορές έφερνε κάποιες συζητήσεις που εγώ αναρωτιόμουν τι συζητάμε τώρα και ξαφνικά “action!”. Κι έτσι είχαμε ένα ρυθμό, κάτι που καθοδηγούσε τη σκηνή με έναν διαφορετικό τρόπο και την εξέλισε. Άρα με άλλα λόγια, αυτό έχει να κάνει με το πώς είσαι στην αληθινή σου ζωή και πώς αυτό ενσωματώνεται στον χαρακτήρα σου. Νιώθω δέος απέναντι στο πώς το έκανε αυτό, λήψη μετά τη λήψη».

«Αυτό είναι πιθανότατα αλήθεια», απαντά εκείνη ψύχραιμα. «Αλλά είναι πιθανότατα κάτι που πήρα από το Phantom Thread, που λέγαμε προηγουμένως. Υπό μία έννοια είναι τρομακτικό να σηκώνεις το τείχος που σε χωρίζει από την πραγματικότητα, αλλά αν το κάνεις υπάρχει ρυθμός και αφήνεις το ένα να επηρεάζει το άλλο. Είναι πολύ ενδιαφέρον. Δημιουργικά».

«Αλλά πρέπει να είσαι ανοιχτός. Πεινάω για τέτοια πράγματα», συμπληρώνει ο Washington. «Κάποιοι άνθρωποι πιστεύουν πως ο χαρακτήρας μου δε θα έλεγε ποτέ αυτό το πράγμα, που είναι ΟΚ, υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι δουλειάς, αλλά εμένα μου αρέσει να το διαπιστώνω πάντα δια ζώσης. Ήταν κάτι πολύ εκπαιδευτικό».

Το να παίζει δίπλα στην Vicky Krieps; Το να περνά χρόνο την Ελλάδα; Μάλλον όλα μαζί συνδυαστικά.

«Στην Ελλάδα μπορείς να νιώσεις την ένταση. Κι αν ακούσεις κάποιες από τις συζητήσεις των ανθρώπων, υπάρχει μελαγχολία.» – Vicky Krieps

Όταν μιλάω με τον Ιταλό σκηνοθέτη για την επιλογή της χώρας ως φόντο για την περιπέτεια του Beckett, εξηγεί πως πέραν της δεδομένης πολιτικής σημασίας («η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα σημαντικό σερί όσο αφορά τη δική της Ιστορία αλλά και την ευρωπαϊκή», λέει), υπήρχε και μια σημαντική διάθεση εξερεύνησης και αλληλεπίδρασης με τον ίδιο τον τόπο που τον τράβηξε. «Στο διεθνές σινεμά συνήθως βλέπουμε την Ελλάδα ως νησιά και ήλιο, εμείς εξερευνήσαμε την ενδοχώρα. Υπάρχει μια ποικιλία τοπίων που μου φάνηκε ενδιαφέρουσα ως παραλληλισμός του ταξιδιού του ήρωα. Πρέπει να καλύψει τόσο έδαφος που το τοπίο γύρω του αλλάζει, οι πόλεις σταδιακά γίνονται μεγαλύτερες».

Εξηγεί πως του αρέσει να εμπνέεται από την αληθινή ζωή κι άρα από τους αληθινούς ανθρώπους. Περπατώντας στη χώρα, από τα Ιωάννινα ως την Αθήνα, γνώρισε ανθρώπους που τον βοήθησαν όχι μόνο να βρει τοποθεσίες, αλλά και να γνωρίσει καλύτερα την τοπική κουλτούρα. (Ένα πράγμα ωστόσο που παραδέχεται: Όταν προσέλαβαν τον βρετανό stunt co-οrdinator που είχε δουλέψει και στο Mad Max: Fury Road, εκείνος του είπε πως αν έρχονταν άνθρωποι από Αγγλία θα ήταν πολύ ακριβό. «Οπότε φέραμε stunt performers από τη Βουλγαρία που μπορούσαν κυριολεκτικά να οδηγήσουν στην Ελλάδα».)

«Για μένα το σινεμά ήταν πάντα κάτι διεθνές», λέει η Vicky Krieps πάνω στην συζήτηση περί του πώς τόσοι άνθρωποι από τόσες διαφορετικές κουλτούρες συναντήθηκαν στην Ελλάδα για μια ανεξάρτητη διεθνή συμπαραγωγή. «Όπως και κάτι το πολιτικό», σπεύδει να συμπληρώσει. «Ο χαρακτήρας μου είναι μια γερμανίδα που πάει στην Ελλάδα να βοηθήσει τους εκεί ακτιβιστές. Ο διεθνισμός στο σετ πάντα βοηθούσε».

Μοιάζει πάντοτε συγκροτημένη, και σαν άνθρωπος που αφουγκράζεται το περιβάλλον παίρνοντας πράγματα από το χώρο γύρω της, και τα οποία τελικά μοιράζει με τη σειρά της σε άλλους ανθρώπους που αλληλεπιδρούν μαζί της- απλά ρωτήστε τον John David Washington. Γι’αυτό και τη ρωτάω πίσω από όλα, τι ήταν τελικά εκείνο που έμαθε η ίδια από την παραμονή της στην Ελλάδα.

«Ένιωσα πως η πόλη ήταν αληθινά ζωντανή και πως υπήρχε ηλεκτρισμός που μπορούσα να νιώσω», λέει χωρίς να διστάσει. «Γύρω από την πολιτική και κοινωνική κατάσταση, αυτό που βρήκαμε ήταν το χιούμορ και ένα πολύ ζεστό μέρος». Σταματάει για μια στιγμή. «Εννοώ… μπορείς να νιώσεις την ένταση. Κι επίσης, αν ακούσεις κάποιες από τις συζητήσεις των ανθρώπων, υπάρχει μελαγχολία. Αλλά μετά υπάρχει χιούμορ και ανοιχτή διάθεση».

Θυμάται ξανά τις στιγμές που έψαχνε και έβρισκε εστιατόρια. «Το φαγητό γεμάτο γεύση, ένα ταξίδι από μόνο του. Έχω ταλέντο στο να βρίσκω ανθρώπους… Βρήκα έναν που μου είπε για ένα κρυφό εστιατόριο…». «Ήταν εκπληκτικό αυτό το εστιατόριο που πήγαμε!», παρεμβαίνει ο Washington, που μοιάζει να έχει ξεχάσει τελείως την ιδέα του room service. «Ναι, ούτε η Μαρία δεν το ήξερε», χαμογελά η Krieps, αναφερόμενη πιθανότατα στην location co-ordinator της παραγωγής, Μαρία Ρεπούση.

«Και μετά γνώρισα έναν άλλο τύπο», θυμάται, «που μου βρήκε εισιτήρια για μια electronic συναυλία μέσα σε μια εκκλησία. Εκπληκτικό!» (Ύστερα από λίγο ψάξιμο, ενδέχεται να μιλά για το live των Sworr. τον Μάρτιο του 2019.)

«Μέρος του να ωριμάζεις ως καλλιτέχνης είναι να καταλαβαίνεις πως υπάρχει πάνω από ένας τρόπος να προσεγγίζεις ένα ρόλο, και επεκτείνω αυτή την ιδέα και στην προσωπική μου ζωή», λέει ο Washington θέλοντας να οδηγήσει κάπου αυτή τη σκέψη. «Ο Beckett δεν είναι ένας περιπετειώδης τύπος και εγώ νιώθω πως επίσης είμαι λίγο έτσι. Οπότε το να με βγάλεις από τη σιγουριά μου και τη ρουτίνα μου ήταν σημαντικό», λέει στην συμπρωταγωνίστριά του. «Αυτό αγαπώ στη δουλειά μας: Το να μαθαίνεις και να εκτιμάς την ανθρώπινη επαφή, σε διαφορετικές περιοχές του κόσμου».

© Locarno Film Festival / Ti-Press / Samuel Golay

*Το Beckett θα streamάρει στο Netflix από την Παρασκευή 13 Αυγούστου. Το 74ο Φεστιβάλ του Λοκάρνο διεξάγεται 4-14 Αυγούστου.

*Ευχαριστούμε το Φεστιβάλ του Λοκάρνο για τη φιλοξενία.