Michael Ochs Archives/Getty Images/Ideal Image
ΕΙΔΩΛΟ

Κανείς δεν κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη όπως ο Lou Reed

Ένας μουσικός με αδιαμφισβήτητο ταλέντο, ένας ποιητής που φώτιζε κάθε ατέλεια του χαρακτήρα του χωρίς καμία ντροπή.

Πέρασαν δέκα χρόνια από τότε που ο Lou Reed, αυτός ο ροκ σταρ με τις πολλές ιδιαιτερότητες και τις ακόμα περισσότερες ανησυχίες, πέθανε από ηπατική νόσο. Μουσικά μιλώντας, ο κόσμος έχει μετακινηθεί αρκετά από το σημείο που τον άφησε το 2013. Αν κάτι παραμένει ίδιο, είναι το πρόβλημα που έχει προκύψει στη μηχανή αναζήτησης που ψάχνει, αλλά δεν βρίσκει κάποιον σαν κι αυτόν.

Ίσως, βέβαια, η σύγχρονη σκηνή δεν τον χρειάζεται και δεν τον χρειάζεται γιατί, αν εντοπίσει τον νέο Reed, θα αναγκαστεί να κοιτάξει τον εαυτό της στον καθρέφτη -μαζί με τους ακροατές στους οποίους απευθύνεται. Ποιος ενδιαφέρεται για έξτρα προβληματισμούς εν έτει 2023; Θα έμοιαζε με μία μεγάλη πληγή, ένα εξόγκωμα καλύτερα στο γυμνασμένο και λαμπερό κορμί της μουσικής βιομηχανίας. Θα ήταν καλό για όλους λοιπόν να μη βρεθεί ποτέ ο νέος Reed.

Και να τον έβρισκαν, βέβαια, η πειραματική του μουσική σε συνδυασμό με τους προκλητικούς του στίχους, θα έβρισκαν σε τοίχο. Δεν υπάρχει χρόνος για εμβάθυνση, μόνο η ανάγκη για κάτι εύπεπτο. Η κατανάλωση στίχων που είτε δείχνουν είτε μιλούν ξεκάθαρα για εθισμούς, κακοποίηση και ψυχικές ασθένειες, δυσκολεύουν το αυτί, πόσο μάλλον όταν έχουν διανθιστεί με ποίηση.

Δεν είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν πολλοί μουσικοί που μεταφέρουν τόσο καλά όσο ο Lou Reed τα βιώματά τους στο χαρτί και από εκεί στο μικρόφωνο. Επίσης, δεν είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν πολλοί μουσικοί που μιλούν για τον εαυτό τους τόσο ανοιχτά όσο ο Lou Reed, σε σημείο που σε κάνουν να νιώθεις άβολα.

Σχεδόν όλες οι δουλειές του ακούγονται σαν συνεχόμενο oversharing και τα κομμάτια του, εμφανίζονται με τη βοήθεια του εγκεφαλικού προτζέκτορα στον τοίχο σου. Κάθε τραγούδι και ένα βίωμα, κάθε στίχος και μια βουτιά σε τραύματα, προβληματισμούς, ανησυχίες που θυμίζουν βόα περασμένο στο λαιμό σου. Έρχεται η στιγμή που σε πνίγει. Τον Reed τον έπνιξε από νωρίς.

Γεννημένος το 1942 σε μια μεσοαστική εβραϊκή οικογένεια στο Μπρούκλιν, άρχισε να προβληματίζεται με τη μονοτονία που κυριαρχεί στην κανονικότητα. Στην εφηβεία του, έζησε στο προάστιο Φρίπορτ του Λονγκ Άιλαντ και επιδίωξε σεξουαλικές σχέσεις τόσο με άνδρες όσο και με γυναίκες. Δεν του βγήκε σε καλό.

Όταν το ανακάλυψαν οι γονείς του, προσπάθησαν να τον βάλουν στο σωστό δρόμο με θεραπείες ηλεκτροσόκ. Ο Reed μετέφερε τα συνακόλουθα συναισθήματα ντροπής και προδοσίας στη μουσική του και πιο συγκεκριμένα, στο τραγούδι “Kill Your Sons”, όπου αναφέρεται ευθέως στα τραύματα που αναγκάστηκε να υποστεί ως έφηβος.

Από το 1960 έως το 1964 βρέθηκε στο Πανεπιστήμιο Syracuse, αποκτώντας πτυχίο στα Αγγλικά στο Κολέγιο Τεχνών και Επιστημών, ενώ πειραματιζόταν με τα ναρκωτικά, το σεξ, τη μουσική και την ποίηση. Σπούδασε υπό την καθοδήγηση του καθηγητή Delmore Schwartz, ενός ποιητή που ενέπνευσε μεγάλο μέρος της γραφής του Reed μέσα από διαλέξεις και συζητήσεις.

Μέχρι το 1964 έγραψε και ερμήνευσε το πρώτο του τραγούδι, το “Heroin” με τους The Velvet Underground. Είχε προηγηθεί η γνωριμία του πρώτα με τον John Cale και λίγο αργότερα τον Andy Warhol. Στη συνέχεια, μπήκε και κυκλοφόρησε στο άλμπουμ The Velvet Underground & Nico το 1967, αν και με μικρή κριτική αναγνώριση εκείνη την εποχή. Αυτό, φυσικά, άλλαξε στην πορεία. Τα ναρκωτικά και η μουσική είχαν το ίδιο πρόσωπο στην καθημερινότητα του Reed. Καθώς περπατούσε στη βιομηχανία, η χρήση ουσιών τον ακολουθούσε σαν σκυλάκι. Εθίστηκε στις αμφεταμίνες και το αλκοόλ, ενώ συχνά ηχογραφούσε και εμφανιζόταν μεθυσμένος.

Η ζωή του ήταν η μουσική και η μουσική ήταν η ζωή του. Η καθαρά βιωματική του έμπνευση βασιζόταν συχνά στις σχέσεις του και στον τρόπο που περνούσε τη μέρα του. Το “Pale Blue Eyes” είναι ένα καλό παράδειγμα, το ντροπαλά αισιόδοξο “Walk on the Wild Side”, εμπνευσμένο από drag queens που γνώρισε ο Reed στα κλαμπ της Νέας Υόρκης, επίσης. Το ίδιο ισχύει και με το “Heroin”, είναι γνωστό ότι υπήρξε χρήστης.

Η Bettye Kronstad, η πρώτη σύζυγος του Reed, είχε μιλήσει για τη σωματική και συναισθηματική κακοποίηση που βίωσε κατά τη διάρκεια των κρίσεων του Reed, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «ο άνθρωπος που άφησα είχε γίνει ένα τέρας». Ακόμα και την απαράδεκτη συμπεριφορά του κατάφερε να τη φέρει στα μέτρα του και να τη χωρέσει σε ένα από τα πιο διάσημα τραγούδια του. “You made me forget myself / I thought I was someone else, someone good” τραγουδά στο “Perfect Day”, μια μπαλάντα εμπνευσμένη από τη σχέση του με την Kronstad.

Το ταλέντο του Lou Reed είναι αδιαμφισβήτητο και η μουσική του φωτίζει τις ατέλειες και τα ελαττώματα της ζωής και του χαρακτήρα του χωρίς καμία ντροπή. Το ίδιο κάνει και με εμάς, τους ακροατές: φωτίζει κάθε σκοτεινή πτυχή του εαυτού μας. Τις υπόλοιπες, τις πιο φωτεινές, τις άφησε για τους επόμενους, αυτούς που ψάχνουν μηχανικά τον νέο Reed αλλά εύχονται παράλληλα να μην τον βρουν. Γιατί αν τον βρουν, υπάρχει πρόβλημα. Και είπαμε, δεν θέλουμε άλλα προβλήματα. Ούτε καθρέφτες.