Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Κωστή Χαραμουντάνη, υπάρχει ακόμα το ελληνικό καλοκαίρι που θυμόμαστε;

Το Κιούκα: Πριν το Τέλος του Καλοκαιριού είναι πιθανώς η καλύτερη ελληνική ταινία της χρονιάς και εμείς μιλήσαμε με τον δημιουργό της.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Kioku στα ιαπωνικά σημαίνει αναμνήσεις. Έτσι είχε ονομάσει μία από τις ταινίες μικρού μήκους του ο Κωστής Χαραμουντάνης, αφού εκείνη η ταινία έστηνε ένα κολάζ από αναμνήσεις δύο παιδιών που περίμεναν με ανυπομονησία την έναρξη του καλοκαιριού. Kieru σημαίνει στο περίπου «η διαδικασία της εξαφάνισης» και θα είναι το τρίτο κεφάλαιο της ιστορίας, επίσης μικρού μήκους. Η μεσαία πράξη, το Κιούκα: Πριν το Τέλος του Καλοκαιριού, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη που βρέθηκε στις Κάννες, κέρδισε το Βραβείο Κοινού στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και καταφθάνει σε λίγες μέρες στα βραβεία Ίρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου με έξι υποψηφιότητες, δανείζεται το kyuka των ιαπωνικών, που σημαίνει διακοπές.

Εντελώς τυχαία, οι λέξεις Κιόκου-Κιούκα-Κιέρου δεν ακούγονται μονάχα παρόμοιες, αλλά και σαν τα παιχνίδια που παίζουν τα αδέρφια της ταινίας του μεταξύ τους. Είναι ο Κωνσταντίνος (Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος) και η Έλσα (Έλσα Λεκάκου), δύο δίδυμα ενήλικα αδέρφια που ταξιδεύουν στον Πόρο για διακοπές με τον ανύπαντρο πατέρα τους, τον Μπάμπη (Συμεών Τσακίρης), με το ιστιοπλοϊκό τους. Το ταξίδι τους όμως, όπως σύντομα ανακαλύπτουμε, είναι ένα πρόσχημα. Η πραγματική πρόθεση του Μπάμπη είναι να φέρει τα παιδιά του σε επαφή με τη βιολογική τους μητέρα, την Έλενα (Έλενα Τοπαλίδου), που τα είχε εγκαταλείψει όταν ήταν μικρά και τώρα έχει δεύτερη οικογένεια.

Ο Χαραμουντάνης, αυτοδίδακτος στο σινεμά, εξαιρετικά σίγουρος πίσω από την κάμερα σε αυτό το τελικό αποτέλεσμα, και εδώ και καιρό στο ραντάρ της βιομηχανίας λόγω των μικρού μήκους του, εμπνεύστηκε το Κιούκα από τα δικά του οικογενειακά ταξίδια με σκάφος στον Πόρο και κατέληξε να φτιάξει το πιο γλυκό ελληνικό φιλμ της χρονιάς. Πιθανώς και το καλύτερο. Βαθιά ποιητικό, αστείο και συγκινητικό. Μία ταινία ενηλικίωσης που εξετάζει την αγάπη μεταξύ γονέων και παιδιών, την αγάπη μεταξύ αδελφών, τη ζήλια, τη νοσταλγία, και ένα ελληνικό καλοκαίρι που ίσως δεν υπάρχει πια αλλά μπορεί να σε καταπιεί, όπως μοιράζονται οι χαρακτήρες.

Μιλήσαμε για όλα αυτά ένα απόγευμα στο Cine Paris, λίγες μέρες μετά την επίσημη πρεμιέρα του Κιούκα.

Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson

Όταν ήρθα στη Θεσσαλονίκη είχα μιλήσει με το Cinobo για να κάνουμε συνέντευξη και είχε γίνει η πρόταση να την κάναμε εκεί, αλλά είχα πει όχι γιατί ήμουν σίγουρη ότι θα βρεθείς και σε άλλα βραβεία και ήθελα να σε πετύχω στον απόηχο των υποψηφιοτήτων. Μετά το Βραβείο Κοινού στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, έχεις τώρα και έξι υποψηφιότητες στα Βραβεία Ίρις.

Προσπαθώ να μην δίνω πολύ μεγάλη σημασία στα βραβεία. Επειδή δεν ασχολούμαι, δεν αντιλαμβάνομαι τόσο τη βαρύτητα. Νιώθω ότι είναι λίγο αποπροσανατολιστικό, οπότε προτιμώ να είμαι πιο πολύ εστιασμένος στη δουλειά, σε αυτό που έκανα, στο αποτέλεσμα, στο τι μου λέει ο κόσμος. Στο feedback από το κοινό γενικότερα και όχι τόσο στις βραβεύσεις.

Είσαι ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα λοιπόν;

Ναι, είμαι πολύ ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα. Χαίρομαι που πάει καλά, που αρέσει στον κόσμο, που γελάνε.

Γελάνε πολύ κιόλας.

Όταν έκανα την παρουσίαση της ταινίας σε ηθοποιούς και τους έλεγα ότι είναι κωμωδία δεν με πίστευαν.

Ούτε όταν πήγες στο Φεστιβάλ Καννών με την ταινία δεν επηρεάστηκες;

Όχι, ειδικά τότε. Περισσότερο χάρηκα που πήγα στη Θεσσαλονίκη. Στις Κάννες ήταν αρκετά απρόσωπο, αν και το Acid Cannes ήταν πολύ ωραίο φεστιβάλ και είχε πολύ ωραίο κόσμο από πίσω. Δεν είχε αυτή την πιο γιορτινή αίσθηση, ούτε έχει την απήχηση που είχε ας πούμε στη Θεσσαλονίκη που μας σταματούσαν στον δρόμο και μας έλεγαν για το Κιούκα. Είναι και μία ταινία πολύ ελληνική, έχει ελληνικό χιούμορ, ελληνική κουλτούρα, την έχω φτιάξει για την Ελλάδα και για το ελληνικό κοινό. Στις Κάννες ήταν ένα άλλο πράγμα. Είσαι σε ένα από τα μεγαλύτερα φεστιβάλ κινηματογράφου στον κόσμο και καταλαβαίνεις ότι ο κινηματογράφος είναι το τελευταίο πράγμα που τους ενδιαφέρει. Αυτό μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση.

Νιώθω ότι ανήκεις σε μία γενιά σκηνοθετών που ανέρχονται τώρα, νέα ταλέντα, φρέσκα, αλλά απομακρυσμένα από το weird wave, που ήταν ένα ελληνικό κινηματογραφικό κίνημα που ακούστηκε πολύ στο εξωτερικό.

Ίσως υπάρχει μια ανάγκη κάπως να διαφοροποιηθούμε από αυτό, γιατί είναι και κάπως πολυφορεμένο πια. Και ο Λάνθιμος το έκανε πολύ καλά, οπότε με έναν τρόπο, οτιδήποτε πάει προς τα εκεί είναι και σαν να το αντιγράφεις. Δεν νιώθω ότι ανήκω σε κάποια γενιά. Ούτε είπα ότι δεν θα κάνω αυτό, ούτε ότι θα κάνω αυτό. Είναι μία εξέλιξη των μικρού μήκους που έχω κάνει. Κάνω απλά αυτό που θέλω και όπως μου βγαίνει, άλλες φορές με λάθη, άλλες φορές πολύ ωραία.


Ίσως παίζει ρόλο πως είναι η γενιά των νεότερων millennials, που κάπως μας είχε λείψει αυτή η γλύκα και στο ελληνικό σινεμά. Δεν ξέρω αν είναι τυχαίο.

Ναι, είναι και πολύ διαφορετικό. Δηλαδή το άλλο είναι πολύ αποστασιοποιημένο, πολύ κρύο. Υπάρχουν και άλλες ταινίες που είναι φουλ δραματικές, έχουν επαρχία, ένα πιο κλασικό πράγμα. Εγώ προσπάθησα να μην είναι μόνο ένα πράγμα η ταινία μου. Να έχει και το δραματικό. Να έχει και την κωμωδία, το χιούμορ πολύ έντονο. Να έχει και την αγάπη. Να έχει και τον πειραματισμό.

Ο πειραματισμός ήταν και στο τεχνικό μέρος, στο ρετρό λουκ.

Ναι, αλλά και επειδή έχει να κάνει με αναμνήσεις. Γυρίσαμε το Κιούκα με vintage φακούς, και τα ρούχα, η μουσική, τα χρώματα, όλα παραπέμπουν σε αναμνήσεις και μία αισθητική λίγο πιο παραμυθένια, λίγο πιο αθώα. Έχει να κάνει με αναμνήσεις οπότε πάει κάπως ενστικτωδώς εκεί και η σκηνοθεσία.

Ξεκίνησες να γράφεις το Κιούκα: Πριν το Τέλος του Καλοκαιριού πριν 7 χρόνια. Πώς πυροδοτήθηκε;

Μόλις είχα τελειώσει τη δεύτερη ταινία μικρού μήκους που είχα κάνει, με παραγωγό την Αντιγόνη Ρώτα, και με είχε ρωτήσει τι είναι το επόμενο που θα έκανα. Της είχα πει ότι θέλω να κάνω μία ταινία για τις διακοπές που πήγαινα με τους γονείς μου με το σκάφος όταν ήμουν μικρός. Να μην έχει καμία σχέση με αυτά που είχα κάνει ως τότε, που ήταν λίγο πιο περίεργα. Να είναι ρεαλιστικό, να είναι ελεύθερο, να παίζει ο Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος, να παίζει η Έλσα Λεκάκου, να είναι ένας μπαμπάς μέσα σε ένα σκάφος. Κάπως έτσι ξεκίνησε. Με έναν τρόπο θα βίωνα ξανά εκείνες τις διακοπές, γιατί είχα σταματήσει πολλά χρόνια να πηγαίνω. Σταμάτησα στην Α΄ Λυκείου. Στην αρχή ήταν να είναι μικρού μήκους.

Πότε κατάλαβες ότι θα γινόταν μεγάλου μήκους;

Πολύ γρήγορα. Ούτε σε ένα μήνα μέσα. Αντ’ αυτού έκανα το Kioku που είναι μικρού μήκους, που είναι το πρώτο μέρος της τριλογίας, γιατί ήξερα ότι θα πάρει πολλά χρόνια μέχρι να κάνουμε τη μεγάλου και δεν ήθελα να μείνω εκτός από το να κάνω μικρού μήκους γιατί δεν έχω σπουδάσει κινηματογράφο. Τις χρησιμοποιούσα σαν εργαλείο για να μαθαίνω κινηματογράφο. Να είμαι σε επαφή. Να μαθαίνω μοντάζ. Δεν ήξερα πολλά πράγματα.

Εντωμεταξύ είχα διαβάσει μία συνέντευξη για εκείνη τη μικρού μήκους στο Flix, που την είχες δώσει πριν 7 χρόνια και έλεγες ότι ετοιμάζεις το Κιούκα. Ότι είχες μία ιδέα και έλεγες ότι είναι δύσκολο να κάνεις σινεμά στην Ελλάδα, αλλά ότι είσαι αισιόδοξος. Διαβάζω όμως πρόσφατες συνεντεύξεις σου και μιλάς για το πόσο δυσκολεύτηκες να την υλοποιήσεις και βασικά να κρατήσεις ζωντανή μέσα σου την ταινία μέχρι να γίνει. Είναι φοβερό το πριν και το μετά σου. Τελικά πώς την κράτησες ζωντανή;

Δεν σταμάτησα να το πιστεύω. Δηλαδή, ακόμα κι όταν δεν πίστευε κανένας, εγώ ήθελα να το κάνω ήταν το όνειρό μου. Από μικρός ήθελα να κάνω ταινίες και δεν υπήρχε περίπτωση να μη γίνει. Θα την έκανα όπως και να ‘χει. Για τις μικρού της μικρού μήκους δεν περίμενα χρηματοδότηση, τότε κιόλας το Κέντρο Κινηματογράφου υπολειτουργούσε. Δεν ήταν καθόλου καλά τα πράγματα, οπότε έκανα τις ταινίες με δικά μου χρήματα και πολύ γρήγορα, έβαζα 100 ευρώ από την τσέπη μου και τις έκανα. Ήταν η ανάγκη μου για έκφραση. Ήθελα να το κάνω και το πάλεψα μέχρι να γίνει.

Τι θυσίες χρειάζονται για να κάνει κάποιος σινεμά στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή;

Χρειάζονται μόνο θυσίες. Έχεις ένα ιδανικό πλάνο, το πώς θες να είναι αυτό που θέλεις να κάνεις, και από κει και πέρα αρχίζεις και αφαιρείς. Κάνεις όσο το δυνατόν τις πιο αναγκαίες και λιγότερες εκπτώσεις, προσπαθώντας να μην πέσει η καλλιτεχνική ποιότητα. Περίμενα 7 χρόνια στην ουσία μέχρι να γίνει. Την απέρριψαν κιόλας αρκετές φορές από χρηματοδοτήσεις. Την έγραφα ξανά και ξανά. Πολλά πράγματα δεν λειτουργούσαν. Δεν βρίσκαμε ηθοποιούς. Ακόμα και στον Πόρο όταν την κάναμε τελικά Σεπτέμβρη-Οκτώβρη, μπορεί να κάναμε ένα γύρισμα και να ήταν μουντός ο καιρός ενώ υποτίθεται είναι καλοκαίρι.

Εγώ για να κάνω κινηματογράφο μένω ακόμα με τους γονείς μου. Γιατί δεν είναι εύκολο να κάνω τις ταινίες που θέλω και να κρατάω μία μόνιμη δουλειά γραφείου για παράδειγμα. Τώρα έχουν αλλάξει βέβαια τα πράγματα, τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, επειδή είμαι και στο Κέντρο Κινηματογράφου ως αξιολογητής σεναρίων. Τώρα είμαι στο Φεστιβάλ Δράμας. Άμα θες να κάνεις κινηματογράφο στην Ελλάδα θέλει πολύ καιρό μέχρι να βάλεις τα θεμέλια. Άπαξ και καβαλήσει το κύμα, αρχίζει να ρολάρει. Τώρα νιώθω ότι είμαι σ’ αυτή τη φάση, ότι σιγά-σιγά θα έρθουν όλα αυτά για τα οποία έχω θυσιάσει σε εισαγωγικά και την ανεξαρτησία μου για να τα πετύχω. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος.


Έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία το Κιούκα, το έχεις πει. Αναρωτιόμουν, όταν την είδαν οι δικοί σου στη Θεσσαλονίκη, πώς ήταν; Γιατί φαντάζομαι μπορεί να είναι και άβολο, μπορεί να είναι και ωραίο, μπορεί να είναι πολλά μαζί ταυτόχρονα, όπως συμβαίνει και στην ταινία.

Ήταν λίγο τρομαγμένοι! Στην αρχή δεν ήξεραν τι θα δούνε. Ήταν άβολο αλλά γρήγορα έγινε πολύ, πολύ καλό. Ήταν πολύ χαρούμενοι, συγκινήθηκαν πάρα πολύ. Κατάλαβαν πολλά. Μία μίξη συναισθημάτων, αλλά κατά βάση πολύ χαρούμενοι. Ήρθαν και τις προάλλες στην πρεμιέρα και στηρίζουν πολύ. Ξέρεις; άμα είσαι και σε μία οικογένεια που δεν έχεις συνηθίσει να μιλάς τόσο πολύ, μπαίνει ως τρίτος η ταινία και λέει όσα θέλεις να πεις. Τα λέει όλα με έναν τρόπο και έχει λειτουργήσει πολύ θετικά σε όλη την κατάσταση.

Δεν είναι εντελώς αυτοβιογραφικό, έχει όμως πολλά στοιχεία, κυρίως από τις σχέσεις. Ένα μεγάλο μέρος είναι μυθοπλαστικό, γιατί δεν ήθελα να κάνω ένα ντοκιμαντέρ. Ήθελα να κάνω κάτι ενδιάμεσο.

Αντιμετωπίζεις με πολλή αγάπη, κατανόηση και φροντίδα τις γονεϊκές φιγούρες στην ταινία. Αναρωτιόμουν πόσο θεραπευτικό μπορεί να ήταν αυτό κιόλας για σένα. Μου φάνηκε πολύ συνειδητός ο τρόπος που τους γράφεις, πολύ ώριμος, σα να έχεις δει τους γονείς σου/μας/όλων ως ανθρώπους, και όχι απλά ως γονείς σε ένα βάθρο όπως τους βλέπουμε μικροί, ή με θυμό.

Αυτό πέρασε από πολλά στάδια. Υπήρξαν περίπου 20 drafts σεναρίου. Κάθε μήνα παρέδιδα κάτι καινούριο, που μπορεί να μην είχε πολύ μεγάλες αλλαγές. Το συζητούσα, έπαιρνα feedback, άφηνα πάλι λίγο χρόνο μέχρι να καθίσουν οι πληροφορίες και ξαναέμπαινα κι έγραφα. Μέσα σε αυτή τη διαδικασία είναι που οι χαρακτήρες από σχηματικοί άρχισαν να αποκτούν περισσότερη ζωντάνια. Έγιναν πολυεπίπεδοι, με έμφαση στη λεπτομέρεια, κυρίως όταν άρχισα να τους συσχετίζω με ανθρώπους που ξέρω καλά. Ας πούμε ο μπαμπάς στην ταινία είναι ο πιο πολυεπίπεδος, αλλά στην αρχή ήταν ο πιο μονοδιάστατος, σχεδόν αδιάφορος. Επειδή πήρε και πολλά χρόνια μέχρι να τη γράψω και να την ολοκληρώσω εξελίχθηκα και εγώ ως σεναριογράφος.

Δεν ήθελα να υπάρχουν κακοί στο Κιούκα. Ο μπαμπάς, είναι ένας άνθρωπος που είναι τοξικός, που είναι δύσκολος, στο τέλος όμως θες να τον πάρεις αγκαλιά. Καταλαβαίνεις ότι από μέσα είναι πολύ ευαίσθητος, πολύ γλυκός, ότι απλά κάπου το έχει χάσει. Είναι πληγωμένος και αυτό ισχύει για όλους, και για τον Κωνσταντίνο, και για την Έλσα, και για την Έλενα, και για το παιδάκι. Γιατί είναι μια ιστορία ενηλικίωσης ανεξαρτήτως βιολογικής ηλικίας. Και αυτός ήταν πολύ βασικός στόχος.

Έχεις ένα κοριτσάκι 5 χρονών και έναν άνθρωπο που είναι 50, και ενηλικιώνονται και οι δύο με κοινό πυρήνα το ίδιο συμβάν. Είναι δύσκολο να γράψεις επιφανειακούς χαρακτήρες, ή να μην τους δικαιολογήσεις όλους με έναν τρόπο. Ακόμα και η Έλενα σε κάποια στιγμή φεύγει και τους παρατάει πάλι, αλλά καταλαβαίνεις πως το κάνει γιατί δραπετεύει από μία τοξική αρρενωπότητα, την οποία συνεχώς αναζητά και συνεχώς την απορρίπτει.


Είπες τη λέξη κλειδί, την τοξική αρρενωπότητα. Η σκηνή με τον τσακωμό των δύο ανδρών είναι για μένα το highlight της ταινίας, είναι σαν δύο κοκόρια που αρπάζονται. Ο μπαμπάς λοιπόν έχει αυτή την τοξική αρρενωπότητα σίγουρα, αλλά έχει και κάποια σύγχρονα κομμάτια, όπως ας πούμε ότι σε ένα βαθμό έχει αποδεχτεί τον γκέι γιο του. Φαντάζεσαι ένα νέο πρότυπο άνδρα, ώστε να μην σας καταπίνει το καλοκαίρι τόσο πολύ;

Εγώ θα ‘θελα τα πράγματα να είναι ίσα για να είναι οι άνθρωποι χαρούμενοια, ελεύθεροι να είναι όπως είναι. Ήθελα να φτιάξω έναν χαρακτήρα που να μην είναι ακραίος, να μπορείς να τον πιστέψεις, να μη θες να τον μισήσεις. Δεν θεωρώ ότι είναι γενικά των αντρών αυτό. Νομίζω ότι είναι απλά θέμα χαρακτήρα και θέμα παιδείας κατά βάση.

Μίλησες και για τοξική αρρενωπότητα, βέβαια.

Όχι, δεν το αρνούμαι. Απλά θεωρώ ότι κατά βάση είναι θέμα παιδείας και χαρακτήρα. Και αυτό στην προκειμένη περίπτωση είναι και λίγο θέμα συνθήκης. Είναι ανθρώπινο, γιατί υπάρχει ζήλια. Οπότε ανεξάρτητα από το φύλο, νομίζω ότι σε μία τέτοια συνθήκη θα υπήρχε αυτή η κόντρα. Είναι πιο ανθρώπινα στοιχεία και όχι τόσο πολιτικά. Στην προκειμένη περίπτωση δηλαδή, είναι ένας άντρας που αντιμετωπίζει μία γυναίκα που τον παράτησε και του άφησε δύο παιδιά, τα οποία τα μεγάλωσε μόνος του, και την εκδικείται ύστερα από είκοσι χρόνια. Οπότε έχεις έναν άνθρωπο που χάνεται στον εαυτό του, κάνει όλες τις λάθος κινήσεις, προκαλεί την απόλυτη καταστροφή και διαλύει μαζί δυο οικογένειες.

Υπάρχει ένα σημείο στην ταινία όπου πηγαίνει στο σκάφος και γίνεται ένα rewind. Αυτό γίνεται γιατί σε κάποια φάση τον βλέπεις στο βαρκάκι να πηγαίνει, κοιτάζοντας μπροστά. Το rewind όμως είναι σαν να αντικατοπτρίζει τον χαρακτήρα, αυτός νομίζει ότι κοιτάει μπροστά αλλά πηγαίνει πίσω. Ήθελα να εστιάσω σε κάτι ανθρώπινο και να μην το κατακρίνω.

Μπαίνει και το χιούμορ ωραία εδώ, γελάμε μαζί του αλλά δεν γελάμε ακριβώς εναντίον του. Είναι λεπτή η ισορροπία.

Νομίζω ο λόγος που γελάμε είναι γιατί ταυτιζόμαστε. Όλοι έχουν βρεθεί σε μία αντίστοιχη κατάσταση που έχουν ζηλέψει και θέλουν να κάνουν σκουπίδι τον άλλο και μετά νιώθουν άσχημα γι’ αυτό.

Αυτό το καλοκαίρι που απαθανατίζει η ταινία, το πάρα πολύ φωτεινό αλλά και πολύ γλυκό στις αισθήσεις, πιστεύεις ότι υπάρχει ακόμη;

Ναι. Απλά δεν υπάρχει για μας. Υπάρχει για τα παιδιά. Από μια ηλικία και μετά φεύγει. Δεν ξέρω αν ξανάρχεται, όταν ας πούμε μεγαλώνεις και σταματάς να έχεις τα άγχη και τις έγνοιες που έχεις όταν είσαι στη φάση που είμαστε εμείς. Θεωρώ ότι υπάρχει κατά βάση για τα παιδιά, μέχρι να τελειώσει το σχολείο και να αρχίσεις να βγαίνεις περισσότερο στον κόσμο. Για εμένα κάπου εκεί σταμάτησε. Τα πιο έντονα καλοκαίρια μου είναι μέχρι την ηλικία των 14-15. Μετά αρχίζει και ξεθωριάζει. Γίνεται επειδή σαν παιδιά αντιλαμβανόμαστε διαφορετικά τον χρόνο και τις αναμνήσεις. Μετά είναι σαν να μπαίνεις σε μία λούπα, σε μία ρουτίνα, οπότε είναι σαν κάτι που έχεις ξαναδεί. Σα να χάνει την βαρύτητα που έχει.

Ο καθένας θα πάρει ό,τι είναι να πάρει από την ταινία, αλλά θέλω να μου πεις εσύ τι κρατάς εν τέλει από όλη αυτήν την εμπειρία. Και τι θα ήθελες ιδανικά να κρατήσουν οι θεατές.

Αυτό που κρατάω σαν βάση είναι ότι εντάξει, μπορεί να ακουστεί cheesy, αλλά ότι πίστεψα στον εαυτό μου και το κατάφερα. Γιατί ήταν πραγματικά δύσκολο. Μου το δίνω. Ως σκηνοθέτης ένιωσα ότι ενηλικιώθηκα μέσα από αυτή την ταινία και ότι τώρα μπορώ να κάνω κάτι ακόμα πιο δύσκολο, ακόμα πιο ενδιαφέρον, ακόμα πιο ιδιαίτερο. Με αφήνει με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση από ό,τι είχα σε σχέση με τις δυνατότητές μου.

Αυτό που θα ήθελα να νιώσει ο θεατής είναι ότι δεν έχασε τον χρόνο του, ότι δεν βαρέθηκε. Άμα δει το Κιούκα και το σκέφτεται μέχρι την επόμενη μέρα, θα έχω κάνει κάτι καλό. Άμα θέλει να πάρει τηλέφωνο την αδερφή του, ή την μαμά του, τον μπαμπά του ή αν πέρασε ωραία γελώντας είναι αρκετό. Μου αρέσει να ψυχαγωγηθεί και να δει κάτι που δεν έχει ξαναδεί, να ταυτιστεί και να νιώσει πράγματα. Γι’ αυτό και ήθελα η ταινία να είναι κάτι ενδιάμεσα σε arthouse και εμπορικό. Να πέσει κάπου εκεί στη μέση και να έχει μέσα χιούμορ, αγάπη, δράμα. Να έχει κάτι το ποιητικό, να είναι γενναιόδωρη και να σε γεμίσει, να σου δώσει πολλά ερεθίσματα. Ακόμα και αν την μισήσεις, να σου έχει προκαλέσει κάτι.

Και μετά τι έρχεται;

Υπάρχουν κάποιες μικρού μήκους που γράφω και θέλω να κάνω γιατί μου αρέσει ως φόρμα. Η μία είναι η Κιέρου, η συνέχεια του Κιούκα. Η άλλη είναι το Λουλούδιασμα που δεν ξέρω πότε θα την κάνω, αλλά τη γράφω επίσης. Και η άλλη είναι μία μεγάλου μήκους που είχε πάρει και χρηματοδότηση από το Κέντρο. Σε αυτή τη φάση της γραφής λέγεται Η Εκστατική Παραφροσύνη του Θλιμμένου Βοσκού. Θα είναι σαν μαύρη κωμωδία μαζί με στοιχεία folk horror, και θα είναι εμπνευσμένη από δημοτικά ελληνικά τραγούδια στην επαρχία. Λίγο μιούζικαλ κιόλας. Θα είναι κάτι ιδιαίτερο.

Το Κιούκα: Πριν το Τέλος του Καλοκαιριού κυκλοφορεί στα ελληνικά σινεμά από το Cinobo.

Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.