ENTERTAINMENT

Love, actually: Η “Στρέλλα” είναι η αληθινή ταινία των Χριστουγέννων

Η ταινία του Πάνου Κούτρα αξίζει μια θέση στη μεγάλη λίστα των κλασικών εορταστικών φιλμ.

Στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού σινεμά η “Στρέλλα” έχει μια παράξενη θέση. Μαζί με τον “Κυνόδοντα” έκανε το 1-2 που ουσιαστικά επανεκκίνησε το εγχώριο καλλιτεχνικό σινεμά, ήταν οι δύο ταινίες που όλοι ανέφεραν στην ίδια ανάσα εκείνη τη χρονιά, προτού ακολουθήσει σειρά από βραβεύσεις και διακρίσεις σε ετήσια βάση για πολλά ακόμα εγχώρια έργα. Όμως το greek weird γεννήθηκε ουσιαστικά από τον “Κυνόδοντα”, αφήνοντας ενδεχομένως μια συναρπαστική υποθετική ερώτηση: Πώς θα έμοιαζε το παράλληλο σύμπαν στο οποίο ήταν η “Στρέλλα” που γεννούσε το Κίνημα;

Δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν.

***

Η ταινία του Κούτρα, που σημειωτέον είχε συναντήσει αντιδράσεις στο εσωτερικό της κινηματογραφικής βιομηχανίας μας, με το Κέντρο να απορρίπτει δύο φορές το σενάριο, αφηγείται την ιστορία ενός περιθωριακού ζευγαριού, περιθωριακό σαν τους ήρωες για τους οποίους πάντα ενδιαφέρεται και πάντα αισθάνεται ο σκηνοθέτης. Ο Γιώργος (Γιάννης Κοκιασμένος σε μια ωμή και παθιασμένη ερμηνεία που ακροβατεί εκπληκτικά ανάμεσα στο ματσό και το ευαίσθητο χωρίς ποτέ να κάνει θέμα τίποτα από τα δύο) έχει μόλις αποφυλακιστεί και ξεκινά δειλά στην αρχή, μα γεμάτο πάθος αργότερα, δεσμό με την τρανσέξουαλ πόρνη Στρέλλα (Μίνα Ορφανού, ρόλος-έμβλημα). Συνεχίζει παράλληλα να σκαλίζει το παρελθόν του, προσπαθώντας να κλείσει κάποιους παλιούς, ανοιχτούς λογαριασμούς, με αποτέλεσμα την αδιανόητη κορύφωση του δεύτερου μισού της ταινίας.

 

Ο Γιώργος και η Στρέλλα κινούνται σε ένα ξεκάθαρο, μα εντελώς απτό και αναγνωρίσιμο urban περιθώριο. Σε κάθε λογής ξενοδοχεία (η πρώτη τους γνωριμία εξάλλου γίνεται σε ένα κακόφημο ξενοδοχείο όπου η Στρέλλα περιμένει πελάτη κι εκείνος ένα κρεβάτι έχοντας μόλις βγει κανά στην κοινωνία), σε κλασικά κτίρια στο Γκάζι, στις “Κούκλες”. Αυτό που έχει κάνει ο Κούτρας είναι να πάρει τα αρχέτυπα μιας αρχαιοελληνικής τραγωδίας και να τα ανασυνθέσει στο πάρα πολύ αναγνωρίσιμο σήμερα μιας Χριστουγεννιάτικης Αθήνας.

Η ταινία είναι γυρισμένη σε 16mm γεμάτη με έντονα close-ups στα πρόσωπα των ηρώων, με αποτέλεσμα ειδικά τα φωτεινά πλάνα στη διάρκεια της μέρας να βυθίζονται στον κόκκο, με τους τραγικούς ήρωες να μοιάζουν χαμένοι μέσα στις αναζητήσεις τους. Τα πάντα ζωντανεύουν, όχι τυχαία, τη νύχτα. Η νύχτα ανήκει σε αυτούς τους χαρακτήρες που η κοινωνία δεν θέλει καν να ξέρει ότι υπάρχουν. Τότε τα πεζά χρώματα της μέρας δίνουν τη θέση τους σε εικόνες που μοιάζουν να είναι αχρονικά εορταστικές.

Τα φώτα της πόλης,

 

οι αποχρώσεις μέσα στο δωμάτιο που συμβαίνει η πιο ερωτική στιγμή της ταινίας,

 

τα χρώματα του σόου στις Κούκλες,

 

τα στολίδια της τελευταίας σκηνής.

 

(Δες εδώ όλο το υπέροχο Χριστουγεννιάτικο φινάλε της ταινίας.)

Όταν ξεκινά η ταινία δεν είναι ακόμα Χριστούγεννα, αλλά όσο προχωρά η ταινία πλησιάζουμε σε αυτά. Χρονικά τουλάχιστον (όπως φαίνεται από τη σταδιακή παρουσία στολισμού στους δρόμους), γιατί οπτικά νιώθεις πως όποτε αυτοί οι ήρωες είναι ευτυχισμένοι, περιτριγυρίζονται από πράσινα και κόκκινα φώτα που λάμπουν μέσα σε κάποιο σκοτάδι.

Αυτή η εορταστική αίσθηση δε νομίζω πως είναι καθόλου τυχαία. Τα Χριστούγεννα, σε μια τελοσπάντων πολύ δημοφιλή τους παγκόσμια ερμηνεία, είναι μια γιορτή για τη ζεστασιά στο κέντρο του χειμώνα, για οικογένειες που έρχονται -ξανά- κοντά. Ζεστασιά και οικογένεια είναι ακριβώς οι δύο πρώτες έννοιες που σκέφτομαι πάντα σε σχέση με τη “Στρέλλα”. Και τραγωδία, εντάξει, αλλά ο Κούτρας αγαπάει τους ήρωές του πολύ περισσότερο από τον Αισχύλο.

Με ρώταγε ένας φίλος αν αξίζει να δει το “Στρέλλα” και το “Xenia” και επέστρεφα σε αυτό το τελευταίο, γιατί δε μπορεί να τονιστεί αρκετά, το πόσο δηλαδή ο Κούτρας αγαπά τους ήρωές του. “Δεν είναι πολύ βαριά;”, με ρώτησε. Είναι όντως και τα δύο ιστορίες που από τις περιγραφές προετοιμάζουν ενδεχομένως τον θεατή για κάτι ασήκωτο. Όμως με έναν περίεργο, σχεδόν μαγικό τρόπο, και δίχως ποτέ να παραμερίζουν το σκληρό κοινωνικό τους χαρακτήρα, οι ιστορίες αυτές καταλήγουν ζεστές, ανθρώπινες, κάπως αισιόδοξες.

Όταν είχα πάρει συνέντευξη από τον σκηνοθέτη για το “Xenia” και είχα αναφερθεί σε αυτή την αισιοδοξία, ο Κούτρας ανέλαβε στιγμιαία το ρόλο του δημοσιογράφου και προσπαθούσε κι ο ίδιος να καταλάβει γιατί όλοι του το λένε αυτό:

Οι ιστορίες στην ταινία είναι σκληρές–

Είναι σκληρή η ζωή αυτών των παιδιών.

…αλλά ταυτόχρονα υπάρχει και μια αισιοδοξία.

Δεν καταλαβαίνω γιατί. Μου το λένε πάρα πολλοί αυτό. Γιατί το πιστεύεις εσύ; Γιατί πιστεύεις ότι είναι αισιόδοξη η ταινία; Θέλω να πω, δε συμβαίνει κάτι ιδιαίτερα καλό.

Όχι, όχι. Δεν είμαι σίγουρος. Είναι η αίσθηση, η ματιά…

Το ξέρω ότι ο κόσμος το παίρνει έτσι. Δε τη θεωρώ ούτε ιδιαίτερα αισιόδοξη ούτε απαισιόδοξη.

Είναι κάτι στη ματιά ίσως. Θυμάμαι τη “Στρέλλα” ας πούμε, την είχα δει σε μια πολύ συναισθηματική προβολή στις Νύχτες Πρεμιέρας. Κι εκείνη, όπως και η “Xenia”, τελειώνουν και πώς να το πω, σε έχουν ζεστάνει μέσα σου. Πολύ συναίσθημα. Παρότι έχουν σκληρά στοιχεία δε μου βγάζουν μαυρίλα. Πώς να το πω, δε φεύγω από το σινεμά και να θέλω να πάω να αλλάξω τα ρούχα μου.

Σε ευχαριστώ… Τι να σου πω, είναι κάτι το οποίο δεν… Έτσι μου φαίνεται ότι είναι για μένα η ζωή. Ούτε αισιόδοξη ούτε απαισιόδοξη. Πάει πάνω, πάει κάτω. Σίγουρα δεν είναι μια ταινία που ας πούμε μιλάει για το θάνατο… Δεν είναι καταθλιπτική από αυτή την έννοια. Αισιόδοξη ίσως επειδή αυτά τα παιδιά… είναι μαζί. Είναι αισιόδοξο στη ζωή όταν είσαι με κάποιον. Καλύτερα από το να είσαι μόνος σου.

Επιστρέφουμε δηλαδή σε αυτή την ιδέα της οικογένειας, ειδωμένης μέσα από το καλειδοσκόπιο της νυχτερινής Αθήνας, με τα φώτα της, με τις ρωγμές της, με την αλήθεια της. Οι ήρωες στη “Στρέλλα” καταλήγουν να χτίζουν μια οικογένεια πέρα από κάθε ορισμό και σύμβαση, στο βαθμό που είναι αδύνατον να βάλεις λόγια σε αυτό που συμβαίνει στην ταινία και να μην σε κοιτάξει κάποιος με μάτια γουρλωμένα, όμως είναι μαζί.

 

Εξάλλου, ποιος μπορεί να μιλήσει για ρόλους σε μια ιστορία -σε μια κοινωνία!- που τόσο έντονα και τόσο βίαια αναζητά ταυτότητα; Η ταινία είναι του 2009, τη χρονιά που ουσιαστικά άλλαξε για πάντα το παρόν μας, καθώς άρχισε να εξελίσσεται σε μια μορφή που ακόμα ψηλαφίζουμε. Ταυτόχρονα, η Στρέλλα είναι μια τρανς γυναίκα που έχει επιλέξει μια νέα ζωή- δεν της αρέσει, όπως συχνά προκύπτει στην ταινία, να μιλάει για το παρελθόν, είναι σα να ανήκε σε κάποιον άλλον, ήταν μια άλλη ζωή, ένας άλλος άνθρωπος. Ο Γιώργος επίσης, βάσει των ιστοριών που μαθαίνουμε για αυτόν στην πορεία του έργου, βγήκε από τη φυλακή ως ένας άλλος άνθρωπος από εκείνον που μπήκε. Είναι δύο άνθρωποι δηλαδή που ουσιαστικά έχουν αναγεννηθεί σε κάτι διαφορετικό, κάτι που (με τον πιο ακραία δραματικό τρόπο) ψάχνουν ακόμα να βρουν.

Γύρω τους είναι και η κοινωνία σε διαρκή αναζήτηση, όμως είναι σημαντικό ότι ο Κούτρας αρνείται να τιμωρήσει τους τραγικούς του ήρωες περισσότερο από όσο τους έχει ήδη τιμωρήσει αυτή η πόλη. Τους λυτρώνει, με στοργή και τρυφερότητα, δίνοντάς τους αυτό ακριβώς το ‘μαζί’.

***

Τη θυμάμαι ακόμα καλά εκείνη την προβολή στις Νύχτες το 2009. Ήταν ούτως ή άλλως μια πρωτόγνωρη συγκυρία. Με τους κινηματογραφιστές στην ομίχλη, τότε, τα ελληνικά έργα απείχαν για πρώτη φορά από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, και τα βαριά χαρτιά της πιο σημαντικής χρονιάς του σύγχρονου Ελληνικού σινεμά είχαν μαζευτεί στην Αθήνα. Όλοι περίμεναν να δουν αυτό το ήδη ιστορικό 1-2 των ταινιών που έβαλαν ξανά την Ελλάδα στο χάρτη. Η προβολή του “Κυνόδοντα” ήταν ένα φιάσκο που όποιος το έχει ζήσει έχει ακόμα να λέει. Η προβολή της “Στρέλλας” ήταν το ακριβές αντίθετο.

Το σινεμά ήταν φυσικά γεμάτο, όμως αυτός ο συνδυασμός τραγωδίας, κοινωνικού φιλμ, τολμηρού love story και λαϊκής ψυχής, έκανε καρδιές να χτυπούν λίγο πιο δυνατά στο εορταστικό φινάλε, με τα πολύχρωμα λαμπάκια και τις Χριστουγεννιάτικες γιρλάντες και το εορταστικό οικογενειακό τραπέζι να μας ταξιδεύουν από τα τέλη Σεπτέμβρη στα τέλη Δεκέμβρη.

Στο τέλος όλοι, συγκινημένοι, ζεσταμένοι, αγκαλιαζόμασταν χαμογελώντας. Χριστούγεννα.