ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Μαρκ-Αντρέ Γκροντέν: Μιλώντας με έναν “Άνθρωπο που Γελά”

Ο βραβευμένος Γάλλος ηθοποιός μιλά στο ΟΝΕΜΑΝ για το ρόλο του στη διασκευή του Βίκτορα Ουγκό, για τη σημερινή κοινωνία και για τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ που είναι "σαν υπερκινητικό παιδί".

Στο Λονδίνο του 18ου αιώνα, ο Γκουϊνπλέν, ένας νεαρός άνδρας με παραμορφωμένο πρόσωπο, το οποίο τον κάνει να φαίνεται ότι χαμογελά συνεχώς, θα ενταχθεί σε έναν περιοδεύοντα θίασο. Το μόνιμα χαραγμένο χαμόγελο, αντικείμενο εκδίκησης από τον βασιλιά, σύντομα θα τον κάνει φίρμα του τσίρκου, όμως γι αυτόν το πιο σημαντικό πράγμα είναι ο έρωτας του με την τυφλή Ντία.

Σε μια αυστηρά δομημένη κοινωνία με τον λαό εξαθλιωμένο, άβουλο και χωρίς ελπίδα αντίστασης, ο άνθρωπος που γελά, τολμά να παρουσιάσει την τραγικότητα της θέσης του και της τάξης του και να κραυγάσει για την κοινωνική αδικία.

Ο νεαρός ηθοποιός Μαρκ-Αντρέ Γκροντέν (βραβευμένος ήδη με Σεζάρ στο παρελθόν) μας μίλησε για το πώς αισθάνθηκε φορώντας προσθετικό μέικ-άπ που τον έκανε να μοιάζει παραμορφωμένος, και το πώς η εμπειρία αυτή συνδέεται με μια κοινωνία που φετιχίζει το ίματζ. Ακόμα μιλήσαμε για τον Ουγκό, για την αγάπη του για τη μουσική, για τα πράγματα που δεν αλλάζουν ποτέ, και τέλος για τον μεγάλο του συμπρωταγωνιστή στην ταινία, τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ.

Tι σε τράβηξε στον “Άνθρωπο που Γελά”;

Είναι δύσκολο να πεις όχι σε ένα τέτοιο πρότζεκτ!

Σου προσφέρθηκε ο ρόλος δηλαδή;

Ναι, μου έστειλε ο σκηνοθέτης Ζαν-Πιερ Αμερί το σενάριο, ήταν πολύ διαφορετικό από ό,τι κάνω συνήθως. Διάβαζα το σενάριο και μου άρεσε, ήθελα να παίξω το χαρακτήρα, και ήταν και τόσο μακριά από ό,τι είχα κάνει ως τώρα. Για την ακρίβεια έμοιαζε με κάτι που ΔΕΝ θα ήθελα να κάνω. Δε με ενδιαφέρει το θέατρο, δεν είμαι άνετος με αυτό και δε με αγγίζει γενικά σαν θεατή. Δεν είναι δηλαδή κάτι που ήθελα να κάνω, όλο αυτό το θεατρικό, περιόδου θέμα, αλλά αυτό με έκανε να με νοιάξει κάτι που δε γνώριζα πολύ. Με προκάλεσε, με έβγαλε από τον κύκλο όπου αισθάνομαι πιο άνετος και αυτό μου άρεσε. Ήταν δύσκολο στην αρχή, να προσπεράσω τη ντροπή και τις αναστολές που είχα αρχικά.

Ενδιαφέρον αυτό, γιατί είδα το “Goon” πρόσφατα, είχα δει το “C.R.A.Z.Y.” παλιότερα, και τώρα στον “Άνθρωπο”, το πρώτο που παρατηρεί κανείς είναι πως όλοι είναι τρομερά διαφορετικοί ρόλοι. Ψάχνεις πάντα διαφορετικά πράγματα;

Δεν ξέρω ακριβώς, μάλλον αντιπροσωπεύουν ποιος είμαι και τι μου αρέσει. Μπορώ να ακούω Motorhead και Μαρία Κάλλας, και με ταινίες το ίδιο πράμα, θα μου αρέσει ο “Κυνόδοντας” και θα μου αρέσει το “Zoolander”. Οι επιλογές μου δείχνουν αυτό. Το “Goon” ήταν προφανές βέβαια για μένα, ήταν φίλος μου ο σκηνοθέτης, με ενδιέφερε το θέμα, ήταν σαν παιδικό όνειρο. Αλλά μου αρέσει γενικότερα να προσελκύομαι σε διαφορετικά πρότζεκτ, το βλέπω σαν ευκαιρια να ανακαλύπτω και να αφιερώνομαι σε νέα είδη, να σπάω τη ρουτίνα του να κάνεις συνέχεια δράμα. Το “Goon” θα το γύριζα κάθε χρόνο αν μπορούσα.

Επειδή ανέφερες τη μουσική ως πρώτο παράδειγμα, έχεις κάποια σχέση; Παίζεις κιόλας ας πούμε ή απλά σου αρέσει;

Το μόνο όργανο που μπορώ επισήμως να πω ότι παίζω είναι ντραμς. Αλλά την αγαπάω τόσο πολύ. Όταν ήμουν νέος δούλευα στο ράδιο και με περιτριγύριζε μουσική. Και δεν ήμουν ποτέ τόσο μέσα στα αθλητικά κλπ, οπότε όταν πηγαίναμε διακοπές πήγαινα συνέχεια σε Φεστιβάλ. Για μένα το να ακούω -και πιο σημαντικά το να παίζω- μουσική είναι κάτι που νιώθω πως με εκφράζει περισσότερο σαν άνθρωπο ακόμη κι από το να παίζω σε ταινίες.

Μίλησέ μου για τη γοητεία του να διασκευάζεις ένα κλασικό έργο σε σχέση με το να κάνεις κάτι πιο μοντέρνο.

Δε ξέρω, εδώ ήταν διαφορετικό γιατί ο σκηνοθέτης είδε μια μίνι σειρά για τον “Άνθρωπο Που Γελά” όταν ήταν μικρός, και μετά το διάβασε στα 15 και ήθελε να το κάνει ταινία. Οπότε είχε περάσει δεκαετίες δημιουργώντας μες στο μυαλό του τη δική του εκδοχή της ταινίας, δεν είναι ότι προσπαθούσε να κάνει το βιβλίο σε ταινία, αλλά τον ενέπνευσε το βιβλίο να δημιουργήσει μια ταινία. Και επειδή ήταν νέος όταν το είχε πρωτοσυλλάβει, συνειδητοποίησα πώς αυτή τη διασκευή ήθελε να την κάνει σε στυλ ταινίας με νεανικές ευαισθησίες.

Γενικά υπάρχουν σκηνοθέτες που θα σου ζητήσουν να φέρεις τον εαυτό σου στο ρόλο, αλλά εδώ ο σκηνοθέτης ήταν πολύ συγκεκριμένος στο τι ήθελε. Όχι μόνο από τους ηθοποιούς αλλά σε κάθε τομέα, είχε το όλο πράμα στο μυαλό του. Η πρόκληση ήταν να αναλύσω τι θέλει και να του το δώσω. Μπορούσα να φέρω κάτι πιο μοντέρνο στο ρόλο, οπότε ήταν κάτι ανάμεσα σε μοντέρνο και κλασικό. Έπρεπε να βάλω στην άκρη την εκδοχή μου της ιστορίας, δεν ήταν η ταινία μου. Τον άκουγα πάνω στο τι εκείνος ήθελε από μένα.

Ποια είναι η ψυχολογία του να παίζεις  έναν χαρακτήρα άσχημο, έναν απόβλητο;

Δεν ξέρω… Θέλω να πω, σε αυτή την εκδοχή, ο χαρακτήρας δεν είναι όσο αηδιαστικός είναι στο βιβλίο όπου η περιγραφή είναι πολύ τρομακτική. Όταν αρχίσαμε να κάνουμε προσθετικές και τεστ είχαμε αρχικά κάτι πιο σκληρό, αλλά αυτό δεν ήταν αυτό που ήθελε ο σκηνοθέτης. Οι πληγές του χαρακτήρα ήθελε να είναι πιο συμβολικές, να αντιπροσωπεύουν ό,τι έχει ο καθένας μέσα του που δε του αρέσοει στον εαυτό του και τον κρατά μακριά από τους άλλους ανθρώπους. Οπότε παρόλο που είχα αυτές τις πληγές στο πρόσωπό μου, περιέργως στο σετ με έβρισκαν πιο ελκυστικό. Υπήρχε ένα σεξ απίλ.

Για να είμαι ειλικρινής, στην αρχή των γυρισμάτων, τις πρώτες μέρες, υπήρχε ένα κορίτσι στο σετ που με φλέρταρε, μετά έβγαλα το μέικ-άπ και πήγα να την βρω να τη χαιρετήσω κι εκείνη με αγνόησε. Αυτή η ουλή που πρέπει να είναι αηδιαστική καταλήγει λοιπόν να είναι κάτι άλλο. Κι αυτό βιώνει κι ο χαρακτήρας. Οι ουλές είναι που τον κάνουν τρομερά δημοφιλή, έναν μεγάλο σταρ, τον βοηθούν να ελκύει ανθρώπους και τελικά επιστρέφει στο να μη τον βοηθάει στη ζωή του, όταν προσπαθεί να κερδίσει το ενδιαφέρον του κοινοβουλίου και κανείς δε τον παίρνει σοβαρά.

Αλλά ένιωθα απολύτως φυσικά στο σετ με τα προσθετικά. Σαν τον χαρακτήρα ακριβώς: έβλεπα στα μάτια των άλλων ότι είχα πάνω μου τα προσθετικά γιατί όλοι κοίταγαν τις ουλές όταν μου μιλούσαν. Σε όλα τα γυρίσματα. Κανείς δε τα συνήθισε. Δεν τους δημιουργούσαν αποστροφή αλλά τα κοιτούσαν όλη την ώρα.

Ενδιαφέρον αυτό που λες για την ελκυστικότητα των πληγών, γιατί είναι κάτι που ξεκινά από την κλασική λογοτεχνία και φτάνει σήμερα όπου είναι πιο δημοφιλές από ποτέ με πράγματα όπως το “Twilight”, όπου έχεις ένα τέρας που όμως στην πραγματικότητα καταλήγει να είναι ελκυστικό.

Είναι εντυπωσιακό το πώς αυτό το βιβλίο έχει επηρεάσει τόσο πολύ την αμερικάνικο σινεμά και ακόμα και τα κόμικς. Στον “Μπάτμαν” ας πούμε έχεις τον Τζόκερ που έχει τον “Άνθρωπο” ως πολύ προφανή επιρροή, ή τον “Ψαλιδοχέρη”. Ή και το “V for Vendetta”. Έχει επηρεάσει περισσότερο Αμερικάνους από ό,τι Ευρωπαίους, στην αρχή όταν βγήκε Ευρώπη είχε πάρει κακές κριτικές το βιβλίο. Αλλά είναι εντυπωσιακό αυτό ειδικά με το “V for Vendetta” γιατί το όλο πολιτικό μήνυμα, όταν αυτός μιλάει στο κοινοβούλιο ας πούμε, μπορείς να ακούσεις τα ίδια πράγματα που ακούς και σήμερα στην Ελλάδα ή στην Ισπανία ή στη Wall Street. Είναι τόσο μοντέρνο που σε φρικάρει. Ή σε καταθλίβει, δεν είμαι σίγουρος.

Είναι λες και δεν έχουμε καταφέρει τίποτα.

Ναι, ακριβώς. Κάτι που βγήκε στο τέλος του 19ου αιώνα είναι ακόμα επίκαιρο, δεν έχουν αλλάξει πολλά. Αλλά είναι πολύ ενδιαφέροντα αυτά τα βιβλία. Είναι ιστορίες που αγγίζουν πολλά στοιχεία της μοντέρνας ζωής. Όχι μόνο πολιτικά, αλλά και ανθρωπιστικά. Το πώς ζούμε σε μια εποχή που περιστρέφεται γύρω από το image. Από τότε που ο πίθηκος αναγνώρισε τον εαυτό του στον καθρέφτη λατρεύουμε τους εαυτούς μας.

Στο twitter σου έχεις για bio “I get paid to tell stories”. Βλέπεις τον εαυτό σου ως αφηγητή;

Ναι! [σκέφτεται] Πάντα μου είναι δύσκολο να λέω ηθοποιός, γιατί δε νομίζω πως σημαίνει και πολλά. Νομίζω πως όλοι είναι ηθοποιοί ή μπορούν να είναι, δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου στην περιγραφή του ηθοποιού. Δεν ξέρω, πάντα ένιωθα έτσι, οι σκηνοθέτες έρχονται και μου λένε ότι θέλουν να τους βοηθήσω να πουν τις ιστορίες τους. Οπότε είναι κάτι που νιώθω πιο ακριβές για τον εαυτό μου. Το να λες ηθοποιός έχει τόσους πολλούς συνειρμούς, το γκλάμουρ, τη ζωή που κάνεις, το σταριλίκι κλπ. Εγώ απλά αφιερώνω το σώμα και την ψυχή μου στο να λέω ιστορίες.

Πώς ήταν να δουλεύεις με τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ;

Είχαμε δουλέψει μαζί και πριν 3-4 χρόνια, οπότε τον ψιλοήξερα και πριν, ήξερα πώς θα είναι και τι να περιμένω. Μου αρέσει να τον περιγράφω σαν ένα 12χρονο παιδί με ελλειματική προσοχή. Είναι υπερκινητικός, όλα κινούνται πολύ αργά γι’αυτόν, τη στιγμή που εμφανίζεται στο σετ θέλει να φύγει, του αρέσει να διασκεδάζει τους ανθρώπους, να τους κάνει να γελάνε, κάνει μορφασμούς, κάνει τον εαυτό του να γελά. Αλλά είναι τρομερά χαρισματικός άνθρωπος, έχει κάτι η φωνή του και η κίνησή του, ό,τι λέει είναι τόσο δραματικό και θεατρικό.

Γενικά δεν δουλεύω όπως αυτός, ο οποίος είναι περισσότερο της λογικής πως όλα τα τεχνικά του σινεμά δεν είναι τόσο σημαντικά. Είναι όλα για την ηθοποιία και πρέπει απλά να τον φιλμάρεις. Ο Αμερί έκανε μια τρομερή αναλογία, είπε ότι νιώθει σαν σκηνοθέτης του National Geographic που κρύβεται στην Αφρική περιμένοντας την τίγρη να βγει, και κάθεται και περιμένει τρεις μέρες για αυτά τα δευτερόλεπτα υλικού. Είναι κάπως έτσι. Όταν ξυπνά και δίνει κάτι είναι τρομερά δυνατό, αλλά πρέπει να τον ξυπνάς γιατί χαζολογεί πολύ! [γελάει]

Πριν κλείσουμε πες μου και το αγαπημένο σου άλμπουμ για φέτος!

Μόλις ανέβασα μια λίστα. Είναι δύσκολο αλλά είπα Father John Μisty καλύτερο της χρονιάς. Είναι πολύ προσωπικές επιλογές, υπάρχουν άλλα πράγματα εκεί έξω, Beach House, Grizzly Bear, Swans…. Θα έπρεπε να έχω το Death Grips πρώτο, είναι τόσο γαμημένα πρωτότυπο, περισσότερο από το άλλο, αλλά εκείνο το έχω ακούσει τόσο περισσότερο φέτος, δε γινόταν αλλιώς.

 

*Η ταινία “Ο Άνθρωπος που Γελά” προβάλλεται στις αίθουσες από τη Videorama Films.