REVIEWS

Με την σπουδαία του ‘Οδό Μπιλ’, ο Μπάρι Τζένκινς κάνει κάτι διαφορετικό από το οσκαρικό ‘Moonlight’

Βλέπουμε και σχολιάζουμε τις ταινίες της εβδομάδας κάθε Πέμπτη. Σήμερα το 'Αν η Οδός Μπιλ Μπορούσε να Μιλήσει' είναι μια από τις ταινίες της χρονιάς και τα 'Θα Μπορούσες Ποτέ να με Συγχωρέσεις;' και 'Η Σύζυγος' φέρνουν μερικές οσκαρικές ερμηνείες στις αίθουσες.

Τελικά το πιο διασκεδαστικό με τα φετινά Όσκαρ είναι το πώς κάθε βδομάδα που περνά μια νέα είδηση ή ανατροπή έρχεται να προστεθεί στο ιστορικό της πολυτάραχης φετινής τελετής. Μετά από όλα όσα λέγαμε την περασμένη βδομάδα, η Ακαδημία ανακοίνωσε πως τελικά “άκυρα όλα”, όλες οι κατηγορίες θα προβληθούν κανονικά όπως πάντα, και η διάρκεια της τελετής μάλλον θα ξεπεράσει τις 3 ώρες. Όπως πάντα. Πολύ κακό για το τίποτα; Ίσως. Το hype πάντως έχει καλλιεργηθεί και, σε συνδυασμό με τις πολύ δυνατές φετινές ταινίες που βρίσκονται υποψήφιες σε σημαντικές κατηγορίες (και αναμένεται να φύγουν και με μεγάλα βραβεία) σημαίνει πως μάλλον θα δούμε μια από τις πιο πετυχημένες -σε αριθμούς- πρόσφατες οσκαρικές τελετές.

Η πιο πρόσφατη φήμη; Πως η Γούπι Γκόλντμπεργκ πρόκειται στα εντελώς κρυφά να ετοιμάζεται παρουσιάσει την τελετή, επειδή απουσιάζει εδώ και 2 βδομάδες από την πρωινή της εκπομπή. Ξέρεις ότι έχουμε στα χέρια μας μια απρόβλεπτη τελετή Όσκαρ, όταν λίγα 24ωρα πριν την έναρξη κάθονται άνθρωποι στο ίντερνετ και συζητούν σοβαρά θεωρίες συνωμοσίες για κρυφούς παρουσιαστές. Θα περάσουμε τέλεια, φυσικά.

Όπως είναι φυσικό, έχουμε και μια έντονη οσκαρική βδομάδα στις ελληνικές αίθουσες, με υποψήφιες ταινίες να βγαίνουν πάνω στην ώρα για να κερδίσουν την προσοχή του κοινού. Κυκλοφορούν λοιπόν σήμερα η “Οδός Μπιλ” (3 υποψηφιότητες: Σενάριο, Β’ Γυναικείος, Μουσική), το “Θα Μπορούσες Ποτέ να με Συγχωρέσεις;” (3 υποψηφιότητες: Α’ Γυναικείος, Β’ Ανδρικός, Σενάριο) και η “Σύζυγος” (Α’ Γυναικείος). Μεγάλη ευκαιρία για να γεμίσουν τα τελευταία κενά πριν την 91η τελετή.

Οι κριτικές της εβδομάδας:

Αν η Οδός Μπιλ Μπορούσε να Μιλήσει *****

(“If Beale Street Could Talk”, Μπάρι Τζένκινς, 1ω59λ)

Καστ: Κίκι Λέιν, Στέφαν Τζέιμς, Ρετζίνα Κινγκ, Κόλμαν Ντομίνγκο, Τεγιόνα Πάρις

Η προηγούμενη ταινία του Μπάρι Τζένκινς: Το “Moonlight”, μια εντελώς μικρή, εντελώς ανεξάρτητη ταινία για την ενηλικίωση και τη σεξουαλική αφύπνιση ενός νεαρού μαύρου γκέι άντρα, η οποία με έναν τρόπο μάλλον ανεπανάληπτο, έφτασε μέχρι τον θρίαμβο του Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Ο Τζένκινς έγραψε το “Moonlight” και την “Οδό Μπιλ” την ίδια σχεδόν περίοδο.

H καινούρια: Το “Αν η Οδός Μπιλ Μπορούσε να Μιλήσει” φέρνει μια νουβέλα του σπουδαίου συγγραφέα και ακτιβιστή Τζέιμς Μπόλντουιν στη μεγάλη οθόνη και, όπως μας είπε ο ίδιος ο Τζένκινς σε μια μεγάλη συνέντευξη μαζί του, είναι “σαν ο Μπόλντουιν να έγραφε ένα επεισόδιο του “Law & Order”.” Στην ταινία, ένας νεαρός μαύρος άντρας φυλακίζεται άδικα ενώ η κοπέλα του είναι έγκυος στο παιδί τους, και η οικογένειά της κάνει τα πάντα για να αποδείξει την αθωότητά του. Για τον Μπόλντουιν είδαμε περισσότερο στη μεγάλη οθόνη πέρυσι, όταν και κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το έξοχο ντοκιμαντέρ “Δεν Είμαι ο Νέγρος Σου”.

Και πώς είναι: Είναι σινεμά συναισθηματικά σαρωτικό και φορμαλιστικά αψεγάδιαστο. Το πρώτο μεγάλο στοίχημα του Τζένκινς; Η ταινία είναι εντελώς διαφορετική από το “Moonlight” αν μη τι άλλο σε εύρος. Η “Οδός Μπιλ” είναι ένα κατασκεύασμα ακαδημαϊκά επιβλητικό, όπου κάθε ανάσα, λέξη ή βλέμμα αποτελεί ένα μνημειώδες γεγονός από μόνο του, αλλά και ταυτόχρονα κάτι το ακραία συναισθηματικό. Κάθε λέξη είναι γραμμένη και παιγμένη ώστε να δημιουργεί πάταγο και άπαντες οι ηθοποιοί ανταπεξέρχονται στην πρόκληση με πρώτο και καλύτερο στον Στέφαν Τζέιμς (ως Φόνι) που αναπτύσσει μια πληθώρα αποχρώσεων παίζοντας κατά κύριο λόγο στημένος, ακινητοποιημένος, την ώρα που οι πληγές μιας πολυεπίπεδα εχθρικής κοινωνίας περνάνε από το βλέμμα κι από την γλώσσα του σώματός του. Αλλά στα αλήθεια δεν υπάρχει ηθοποιός που να υστερεί, είτε σηκώνει την ταινία στις πλάτες της, όπως τα μάτια της Κίκι Λέιν (Τις) που μονίμως ισορροπούν κάπου ανάμεσα στην ελπίδα και την συντριβή, είτε γεμίζουν τις πολύχρωμες γωνίες αυτού του κινηματογραφικού κόσμου με δύναμη και ορμή (όπως ο Κόλμαν Ντομίνγκο κι η οσκαρική Ρετζίνα Κινγκ στους ρόλους των γονιών της Τις), είτε περνούν στιγμιαία, σαν έντονη ανάμνηση, για το δικό τους μικρό κεφάλαιο (όπως ο Μπράιαν Ταϊρί Χένρι του “Atlanta”).

Ο Τζένκινς, διασκευάζοντας τη νουβέλα του λογοτεχνικού ήρωά του, δεν ενδιαφέρεται ακριβώς για μια απολύτως ρεαλιστική και γραμμική καταγραφή ενός κάποιου αστυνομικού αινίγματος, παρόλο που σαφώς η ταινία νοιάζεται για το τι θα συμβεί στους κατατρεγμένους ήρωές της. Υπάρχει αρχή στην ταινία, και υπάρχει τέλος, όμως σε κάθε στάδιο της αφήγησης παρεμβάλλονται εμβόλιμα αυτοτελή επεισόδια ή διάσπαρτες αναμνήσεις, βλέμματα, ήχοι, εικόνες, μέρη, αγγίγματα, τοποθεσίες, λέξεις, χρώματα. Λες και άτακτα ριγμένα το ένα δίπλα στο άλλο, δένονται μεταξύ τους μέσα από μια σειρά κάδρων όπου τα μάτια των ηρώων έρχονται και κοιτάζουν απευθείας μέσα στα δικά μας- όταν δεν κοιτάζονται μεταξύ τους. Το να αφεθεί κανείς σε αυτή την οπτική εμπειρία είναι κάτι το οποίο ειλικρινά δεν περιγράφεται με λέξεις χωρίς να μείνει λίγο πιο φτηνό από ό,τι του αξίζει- οι ερωτευμένοι, κοινωνικά περιθωριοποιημένοι ήρωες του Τζένκινς νιώθουν την έλξη χιλιάδων πλανητών όταν βρίσκονται ο ένας στην τροχιά της άλλης και κοιτώντας απευθείας μες στα μάτια μας, εμπιστεύονται σε εμάς, τους θεατές, κάτι από την ψυχή τους.

Ο Τζένκινς ακολουθεί τη ζωή τους και τη σχέση τους σε πολλαπλούς χρόνους. Σήμερα (που είναι χωρισμένοι επειδή μια σάπια, ανήθικη κοινωνία έτσι το αποφάσισε) και τότε (ένα πανέμορφο απόγευμα που το μέλλον τους χαμογελούσε). Τα έγχορδα της συγκλονιστικά ρομαντικής ορχηστρικής σύνθεσης του Νίκολας Μπριτέλ τους ακολουθούν σε κάθε τους συναισθηματική μετάβαση συνδυάζοντας τζαζ με ήχους του Χάρλεμ, ενώ οι βασικές αποχρώσεις και τα παστέλ του Τζέιμς Λάξτον (ο μαγευτικός διευθυντής φωτογραφίας που έχει γυρίσει και τις τρεις ταινίες του Μπάρι Τζένκινς) πετυχαίνουν μια μαγευτική σύνδεση ανάμεσα στην ποιητική μαγική ώρα και τον προσγειωμένο ρεαλισμό. Αυτές οι δυαδικότητες ήταν κι ο στόχος του Τζένκινς, που επιχειρεί να προσεγγίσει την ιστορία αυτή απλώνοντάς την σε όσο το δυνατόν περισσότερες πτυχές της.

Είναι ένα κοινωνικά ρεαλιστικό ντοκουμέντο ειδωμένο μέσα από ένα φακό μελοδραματικού έπους. Είναι Τζέιμς Μπόλντουιν διασκευασμένος σαν ο Χου Χσιάο-χσιέν (καθοριστικός auteur του ταϊβανέζικου νέου κύματος με αριστουργήματα σαν τα “Σιωπηλή Δολοφόνος” και “Millennium Mambo”) να γύρισε ένα ‘50s μελόδραμα του Ντάγκλας Σερκ. Στην “Οδό Μπιλ”, δύο άνθρωποι προσπαθούν επίμονα, απεγνωσμένα να αγαπηθούν μέσα σε μια κοινωνία που μοιάζει κατασκευασμένη για να τους διαλύσει κι ο Τζένκινς, εντελώς πιστός στο κείμενο του Μπόλντουιν, εστιάζει ωστόσο πλήρως στην ομορφιά συνοδεύοντας φορμαλιστικά την εστίασή του στον έρωτα και το συναίσθημα.

Γνωρίζουμε πολύ καλά τι βρίσκεται, τι περιμένει το νεαρό ζευγάρι, έξω από το πανέμορφο σκηνικό, πίσω από τις θεατρικά φουσκωμένες ερμηνείες. Υπάρχει δυσθεώρητα μεγάλος πόνος και ασχήμια ανάμεσα στην παραμικρή ρωγμή. Η Τις κι ο Φόνι θέλουν απλώς να αγαπηθούν και αυτή είναι η ιστορία που μας διηγούνται, μέσα από σκόρπιες αναμνήσεις, μέσα από συναισθηματικές σφήνες μιας διήγησης σαν αυτές που πάντα παρεμβάλεις με μικρά “αχ, θυμάσαι εκείνο το απόγευμα” επεισόδια, μέσα από επίπονα φωτογραφικά ντοκουμέντα, μέσα από σκληρές διαπιστώσεις που προκύπτουν μόνο όταν αφηγείσαι κάτι πολύ προσωπικό και μόνο σε κάποιον που μπορεί πολύ καλά να σε καταλάβει.

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Αυτό το περί σκόρπιων αναμνήσεων έχει πολύ να κάνει με το πώς ο Τζένκινς φέρνει γνώριμες φιγούρες (από το σινεμά ή την τηλεόραση) για ελάχιστα περάσματα ή για σχεδόν αυτοτελή επεισόδια αποκομμένα από την υπόλοιπη αφήγηση. Κάθε μερικά λεπτά στη διάρκεια της ταινίας θα αναρωτιέστε “αχ πού τον ξέρω αυτόν;;;”, αλλά το κορυφαίο όλων βρίσκεται σχεδόν στη μέση, στην καρδιά του φιλμ, με τον Μπράιαν Ταϊρί Χένρι από το “Atlanta” να εμφανίζεται από το παρελθόν του Φόνι για να γίνει κάτι σαν αλλοιωμένο σύμβολο του παρόντος, ένα φάντασμα που ακόμα κι αυτό, καταλήγει τελικά παγιδευμένο στα γρανάζια μιας μηχανής δίχως συνείδηση.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Ο Μπάρι Τζένκινς για τη βραδιά των Όσκαρ και για τα love stories των ταινιών του

 

Θα Μπορούσες Ποτέ να με Συγχωρέσεις; ***

(“Can You Ever Forgive Me?”, Μαριέλ Χέλερ, 1ω46λ)

Καστ: Μελίσα ΜακΚάρθι, Ρίτσαρντ Ε. Γκραντ

Βιογραφική δραμεντί με τη Μελίσα ΜακΚάρθι εξαιρετική στο ρόλο της συγγραφέως Λι Ίσραελ η οποία, όταν τα βιβλία σταμάτησαν να πουλάνε και το ενδιαφέρον των εκδοτών εξανεμίστηκε, διαπίστωσε πως υπήρχε χρήμα στην πλαστογράφηση γραμμάτων άλλων διάσημων συγγραφέων. Έτσι ξεκινά μια κομπίνα με τη βοήθεια ενός άλλου αξιαγάπητου loser (ο Ρίτσαρντ Ε. Γκραντ, το απολαμβάνει πραγματικά), γράφοντας ψεύτικη αλληλογραφία συγγραφέων όπως η Ντόροθι Πάρκερ, μιμούμενη τη φωνή τους και το στυλ τους, και μοσχοπουλώντας τα ως αληθινά.

 

Δομικά είναι αρκετά συμβατική βιογραφία και η Χέλερ μαζί με τους σεναριογράφους της, Νικόλ Χολοφσένερ και Τζεφ Γουίτι, δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την εξερεύνηση του πλαστού ως κάποιο είδος ειλικρινούς πτυχής προσωπικότητας ή οπτικής του κόσμου (αυτό το φιλμ σίγουρα δεν θα θυμίσει το “Γνήσιο Αντίγραφο” του Κιαροστάμι), όμως καθαρά σαν σπουδή χαρακτήρα είναι φανταστική δουλειά. Η ΜακΚάρθι είναι άφοβη και οδηγεί την ηρωίδα της και την εικόνα της απολύτως όπου χρειαστεί, και με έναν ενδιαφέροντα τρόπο αντιστέκεται στη συμβατική ηρωοποίηση που συχνά προσφέρει το είδος. Υπάρχει μπόλικη πίκρα εδώ, και μελαγχολία, και μια κάποια ουσιαστική επαφή που δεν βλέπουμε πολύ συχνά στο χολιγουντιανό biopic.

Επίσης προβάλλονται

Η Σύζυγος **

(“The Wife”, Μπιορν Ρούνγκε, 1ω40λ)

Συγγραφέας μαθαίνει πως θα βραβευτεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας και ταξιδεύει για να το παραλάβει, μαζί με τη σύζυγό του. Στη διάρκεια του ταξιδιού, και με πιθανή αφορμή την επίμονη προσπάθεια ενός ρεπόρτερ να γράψει ένα αποκαλυπτικό expose για τη σκοτεινή πλευρά του συγγραφέα, μαθαίνουμε όλη την αλήθεια για τη συζυγική τους -και όχι μόνο- σχέση. Η ιστορία έχει ένα σχετικό ενδιαφέρον ώσπου παραδίδεται σε σαχλές ανατροπές και η Γκλεν Κλόουζ (όπως κι ο Τζόναθαν Πράις στο ρόλο του νομπελίστα) αποτελεί το προφανές σημείο έλξης, σε μια ταινία τόσο αισθητικά και αφηγηματικά άνευρη που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ραδιοφωνικό δράμα. Η Γκλεν Κλόουζ ωστόσο είναι το λογικό οσκαρικό φαβορί, σε μια από εκείνες τις μία στο τόσο περιπτώσεις όπου η Ακαδημία αποφασίζει να τιμήσει κάποιον θρύλο του Χόλιγουντ για μια ασήμαντη περίσταση. (Πρόσφατο παράδειγμα, η Τζούλιαν Μουρ που βραβεύτηκε για το “Still Alice”, μια ταινία που δεν υπάρχει.)

Σοφία **1/2

(“Sofia”, Μεριέμ Μπενμπαρέκ, 1ω26λ)

Εικοσάχρονη κοπέλα με άρνηση εγκυμοσύνης διαπιστώνει πως πρόκειται άμεσα να γεννήσει, όμως στην Καζαμπλάνκα το να συμβεί αυτό για ανύπαντρη γυναίκα είναι παράνομο και τιμωρείται με φυλάκιση. Βρίσκεται έτσι αντιμέτωπη με προθεσμία 24 ωρών για να δηλώσει όνομα πατέρα. Πορτρέτο μιας απάνθρωπα πατριαρχικής κοινωνίας όπου τίποτα δεν μοιάζει φτιαγμένο για να στηρίξει τη νεαρή ηρωίδα. Στρωτό σενάριο, στρωτά κινηματογραφημένο.

Ο Σεισμός **1/2

(“Skjelvet / The Quake”, Τζον Αντρέας Άντερσεν, 1ω46λ)

Συνέχεια του “Κύματος”, μιας νορβηγικής ταινίας καταστροφής που είδαμε πέρσι στις ελληνικές αίθουσες, με ίδιο μοτίβο και ήρωες, έναν γεωλόγο που μετά από φονικό τσουνάμι αντιμετωπίζει έναν φονικό σεισμό. Όπως και εκείνη η ταινία, έτσι κι ετούτη θα γινόταν μπλοκμπάστερ-φαινόμενο αν ήταν αμερικάνικη και πρωταγωνιστούσε ο Μαρκ Γουόλμπεργκ ή ο Rock. Παρακολουθείται εντελώς ευχάριστα, στο πλαίσιο μιας ευρωπαϊκής απόπειρος σε καθαρά χολιγουντιανού τύπου θέαμα.

Εξόριστος Συγγραφέας (“Dovlatov”, Αλεξέι Γκερμάν Τζούνιορ, 2ω6λ). 6 μέρες από τη ζωή του μεγάλου συγγραφέα στην ΕΣΣΔ του ‘70, καθώς πάλευε να κρατήσει το όραμά του ζωντανό μες στους ασφυκτικούς περιορισμούς του καθεστώτος.

Ο Φαροφύλακας (“The Vanishing”, Κρίστοφερ Νίχολμ, 1ω41λ). Τρεις φαροφύλακες ενός απομονωμένου νησιού βρίσκουν ένα μπαούλο χρυσού που οδηγεί σε μια μυστηριώδη εξαφάνιση. Πρωταγωνιστεί ο Τζέραρντ Μπάτλερ στο κινηματογραφικό ντεμπούτο καλού τηλεοπτικού σκηνοθέτη, σειρών σαν το πρωτότυπο “The Killing” ή το “Taboo” με τον Τομ Χάρντι.

Το Σκυλάκι της Βασίλισσας (“The Queen’s Corgi”, Μπεν Στάσεν, 1ω32λ). Οι περιπέτειες του σκύλου της βασίλισσας της Αγγλίας σε ένα βέλγικο animation που κυκλοφορεί μεταγλωττισμένο.

Παίζεται ακόμα

Μια ταινία που ήδη παιζόταν στις αίθουσες και αξίζει να δεις αν την έχασες.

Αλίτα: Ο Άγγελος της Μάχης ***

(“Alita: Battle Angel”, Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ, 2ω2λ)

Το “Αλίτα”, μια διασκευή διάσημου manga για ένα θηλυκό cyborg που αναγεννάται σε ένα μέλλον ακραίων ταξικών διαφορών (ακόμα πιο ακραίων δηλαδή) αλλά δε μπορεί να θυμηθεί τίποτα για το παρελθόν της και ξεκινά μια περιπέτεια για να ανακαλύψει την προέλευσή της, υπήρξε πάθος του Τζέιμς Κάμερον για χρόνια. Όταν ο σκηνοθέτης του “Avatar” αποφάσισε να εστιάσει στα 4 σίκουελ του θρυλικού του μπλοκμπάστερ, παρέδωσε τα ηνία του πρότζεκτ στον Ροντρίγκεζ. Η σύνθεση ψηφιακού και live action είναι όσο τεχνικά αιχμηρή και οπτικά αβίαστη θα περίμενε κανείς από μια παραγωγή του Τζέιμς Κάμερον, ο Ροντρίγκεζ στήνει εντυπωσιακές μάχες που παραπέμπουν στη σωματικότητα και την κίνηση του σινεμά δράσης του Χονγκ Κονγκ, με μπόλικα στοιχεία αναπολογητικής τρέλας, εμφανέστατα ξεσηκωμένα από το manga προέλευσης, ιδέες υπερβολικά σωματικές και οπτικά ακραίες για να έχουν βγει από αμερικάνικο μυαλό. Μες στις αδυναμίες της, η ταινία είναι κάπως τέλεια.