Leonardo Cendamo/Getty Images
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Μία πρώτη ανάγνωση στο Νησί των αρουραίων, τη νέα συλλογή διηγημάτων του Jo Nesbo

Πέντε ιστορίες που διαδραματίζονται στο άμεσο μέλλον. Αυτή είναι η δεύτερη συλλογή διηγημάτων του Jo Nesbo μετά τον «Άρχοντα της Ζήλιας».

«Αν γράφεις επί δύο χρόνια ένα μυθιστόρημα και ξαφνικά συνειδητοποιήσεις ότι είναι για πέταμα, νιώθεις συντετριμμένος. Αν ένα διήγημα δεν πάει καλά, δεν χάλασε ο κόσμος. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν απαιτείται σκληρή δουλειά ώστε ένα διήγημα να φτάσει εκεί που πρέπει και μπορεί να φτάσει. Η μητέρα μου, που ήταν βιβλιοθηκάριος και δεινή αναγνώστρια μυθοπλασίας, πάντα μου έλεγε: “Το δύσκολο δεν είναι να γράψεις ένα καλό μυθιστόρημα. Το δύσκολο είναι να γράψεις ένα καλό διήγημα“. Στο διήγημα, επέμενε, φαίνεται η αξία ενός συγγραφέα».

Αυτά έλεγε στο OneMan πριν από ένα περίπου χρόνο ο Νορβηγός star-writer με αφορμή την κυκλοφορία της συλλογής διηγημάτων Ο Άρχοντας της Ζήλιας (μτφρ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, εκδ. Μεταίχμιο).

Η νέα συλλογή Το νησί των αρουραίων (μτφρ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, εκδ. Μεταίχμιο) απαρτίζεται από πέντε ιστορίες που διαδραματίζονται στο άμεσο μέλλον και κυκλοφορεί σε λίγες μέρες.

Jo Nesbo Νησί Αρουραίων
METAIXMIO.GR

17,70 15,93
ΑΓΟΡΑΣΕ ΤΟ

Διαβάστε ένα απόσπασμα:

Ένα κορδόνι κυματίζει νωχελικά στον αέρα, στον ιστό μιας σημαίας. Κοιτάζω από ψηλά την πόλη. Μοιάζει παράξενα ήρεμη. Αλλά προφανώς τα ανθρώπινα μυρμήγκια κυνηγούν ή κυνηγιούνται στους δρόμους, δεν διακρίνονται από την οροφή ενός ουρανοξύστη ενενήντα πατώματα ψηλά. Δεν ακούγονται οι κραυγές όσων δέχονται χτυπήματα ούτε οι παρακλήσεις για οίκτο· ούτε το κλικ από τη σφύρα που οπλίζει. Οι πυροβολισμοί όμως ακούγονται. Και ο μοναχικός βρυχηθμός μιας μοτοσικλέτας. Και οι φωτιές… φαίνονται οι φωτιές τώρα που πέφτει η νύχτα.

Αν και από εδώ πάνω τα πάντα φαίνονται μικροσκοπικά. Τα αυτοκίνητα που καίγονται μοιάζουν με φαναράκια που φωτίζουν ξαφνικά την πόλη που έχει να δει τα φανάρια της να λειτουργούν πάνω από έναν χρόνο.

Ακούω τη ριπή από ένα οπλοπολυβόλο· σύντομη. Είναι νέοι αλλά μια χαρά έχουν μάθει να σταματούν πριν ανάψει το όπλο. Έχουν μάθει τι πρέπει να κάνουν για να επιζήσουν στους καιρούς αυτούς. Ή μάλλον για να ζήσουν λίγο παραπάνω από κάποιον άλλο που έχει ακριβώς τις ίδιες ανάγκες: φαγητό, όπλα, στέγη, πετρέλαιο, ρούχα, ναρκωτικά και μια γυναίκα, ή περισσότερες, που μπορεί να διαιωνίσει τα γονίδιά τους. Είναι μια ζούγκλα εκεί έξω – για να μιλήσουμε με κλισέ. Και η ζούγκλα πλησιάζει ολοένα και πιο κοντά, όχι μέρα με τη μέρα, αλλά ώρα με την ώρα. Στοιχηματίζω ότι το κτίριο στο οποίο βρισκόμαστε θα γίνει μέρος της ζούγκλας αυτής πριν καλά-καλά χαράξει αύριο το πρωί.

Εδώ πάνω αποχωρούν μόνο όσοι μπορούν. Η ελίτ, οι πλουσιότεροι των πλουσίων, όσοι μπορούν να αγοράσουν το εισιτήριο εξόδου τους. Στέκομαι και τους παρακολουθώ, την τελευταία αυτή ομάδα δεκατεσσάρων ανθρώπων, που κοιτάζουν ανυπόμονα προς τη μεριά του κόλπου απ’ όπου θα έρθει το στρατιωτικό ελικόπτερο που θα τους μεταφέρει ως το αεροπλανοφόρο New Frontier. To πλοίο χωράει τρεις χιλιάδες πεντακόσια άτομα, φάρμακα, τρόφιμα και ό,τι άλλο χρειάζεται για να μην πιάσει λιμάνι για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Θα αποπλεύσει προς την ανοιχτή θάλασσα απόψε και θα παραμείνει εκεί επ’ αόριστον. Δεν ξέρω πόσο κοστίζει το εισιτήριο, μόνο ότι είναι, υποτίθεται, λίγο φθηνότερο για τις γυναίκες, αφού πρέπει να υπάρχει ο ίδιος αριθμός από κάθε φύλο στο πλοίο. Κανείς δεν το λέει ανοιχτά, αλλά είναι μια κιβωτός του Νώε για την ελίτ.

Μπροστά μου είναι ο παιδικός μου φίλος Κόλιν Λόου. Η σύζυγός του Λίζα και η κόρη του Μπεθ στέκονται πιο κοντά στον χώρο προσγείωσης του ελικοπτέρου, κοιτάζοντας τον ορίζοντα. Ο Κόλιν είναι ένας από τους πλουσιότερους επιχειρηματίες της χώρας, έχει διαδικτυακά σάιτ και περιουσιακά στοιχεία σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένου του ουρανοξύστη στην οροφή του οποίου στεκόμαστε. Όμως τους πήρε λιγότερο από μισή ώρα να πακετάρουν ό,τι ήθελαν να πάρουν μαζί τους, μου το είπε ο ίδιος.

«Ό,τι χρειάζεσαι είναι εδώ» τον διαβεβαιώνω.

Όποιος βρίσκεται εδώ πάνω διακατέχεται από μια νευρική, ταραχώδη διάθεση, αλλά και μια περίεργη αισιοδοξία. Γύρω από την εξέδρα προσγείωσης του ελικοπτέρου αλλά και δίπλα στην πόρτα εξόδου προς την οροφή του κτιρίου στέκονται βαριά οπλισμένοι ένστολοι άνδρες ιδιωτικής πολιτοφυλακής, στη μισθοδοσία της Colin & Lowe Inc. Υπάρχουν και άλλοι στον δρόμο και στους ανελκυστήρες. Δουλειά τους είναι να κόβουν τον δρόμο σε όποιον προσπαθήσει να εισβάλει στο κτίριο με την ελπίδα να διαφύγει από τις συμμορίες – ή, ακόμα καλύτερα, να επιβιβαστεί στο ελικόπτερο για το New Frontier. Δεν μπορείς να κατηγορήσεις όποιους προσπαθούν· δεν μπορείς να κατηγορήσεις αυτούς που τους σταματούν. Παλεύουμε όλοι για τους εαυτούς μας και τους αγαπημένους μας, έτσι είμαστε φτιαγμένοι.

Όταν έφτασα στο κτίριο το μεσημέρι, οι δρόμοι μύριζαν φόβο και απόγνωση. Είδα έναν άνδρα με ακριβό κουστούμι να προσφέρει σε έναν από τους φρουρούς στην πόρτα μια βαλίτσα παραγεμισμένη με χαρτονομίσματα, αλλά ο φρουρός αρνήθηκε. Είτε γιατί υπήρχαν αυτόπτες μάρτυρες είτε γιατί κανείς δεν ξέρει αν αυτά τα χρήματα θα αξίζουν τίποτα αύριο. Ακριβώς από πίσω του στεκόταν μια όμορφη μεσήλικη γυναίκα, που νομίζω ότι αναγνώρισα. Παρουσιάστηκε στον προϊστάμενο της φρουράς θυμίζοντάς του τις κινηματογραφικές ταινίες όπου είχε παίξει.

«Είμαστε καθ’ οδόν προς την εντροπία» λέει ο Κόλιν.

«Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν έχω ιδέα τι σημαίνει αυτό» απαντώ.

«Ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής».

«Δεν μου λέει κάτι».

«Καλά, εσείς οι δικηγόροι δεν ξέρετε τίποτα;»

«Αμέ, ξέρουμε να καθαρίζουμε τα σκατά που αφήνουν πίσω τους οι μηχανικοί».

Ο Κόλιν γελάει. Μόλις είχα συνοψίσει τη δεκαπεντάχρονη συμβιωτική μας συνεργασία στη Lowe Inc.

«Η εντροπία» λέει ο Κόλιν κοιτάζοντας τον ορίζοντα, εκεί όπου η πόλη στέκεται σαν μια οδοντωτή σιλουέτα κόντρα στο φως του ήλιου που δύει στη θάλασσα, «η εντροπία λέει ότι σ’ ένα κλειστό σύστημα οτιδήποτε υπάρχει θα καταστραφεί με το πέρασμα του χρόνου. Όταν φτιάχνεις ένα κάστρο στην άμμο και το αφήνεις και φεύγεις, την επομένη αυτό θ’ αλλάξει από τον αέρα, από τον καιρό. Δεν θ’ αντικατασταθεί από κάτι ακόμα πιο εντυπωσιακό, αλλά από κάτι επίπεδο και γκρι. Άψυχο, χωρίς πνεύμα. Από το τίποτα. Αυτό είναι η εντροπία, Γουίλ. Ο πιο καθολικός απ’ όλους τους νόμους της φύσης».

«Ο νόμος της ανομίας» λέω.

«Ναι, δικηγόρε μου».

«Δεν τα λέω εγώ, οι φιλόσοφοι τα λένε. Ο Χομπς πίστευε ότι χωρίς νόμους, χωρίς κοινωνικό συμβόλαιο, θα επικρατούσε το χάος, ένα χάος χειρότερο και από τη χειρότερη δικτατορία. Κι εδώ που τα λέμε, μπορεί να είχε και δίκιο».

«Ήρθε η ώρα του Λεβιάθαν» συμφωνεί ο Κόλιν.

«Ποιος είναι ο Λεβιάθαν;» ρωτάει η κόρη του Κόλιν, η Μπεθ, που μας έχει πλησιάσει χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι. Είναι δεκαεπτά ετών, τρία χρόνια μικρότερη από τον αδελφό της τον Μπραντ, που βρίσκεται κάπου εκεί έξω. Μοιάζει τόσο πολύ με την κόρη μου την  Έιμι, αλλά αυτός δεν είναι ο μόνος λόγος που μου έρχονται δάκρυα στα μάτια όταν τη βλέπω.

«Ο Λεβιάθαν είναι ένα φανταστικό θαλάσσιο τέρας» λέω όταν ο Κόλιν δεν απαντά.

«Άρα πώς είναι δυνατόν να ήρθε;»

«Σχήμα λόγου είναι, αγάπη μου». Ο Κόλιν αγκαλιάζει την κόρη του. «Το χρησιμοποίησε ένας διάσημος φιλόσοφος για να περιγράψει μια κοινωνία χωρίς νόμο και τάξη».

«Σαν αυτήν εδώ;» ρωτάει η Μπεθ.

Ένας άνδρας με ρούχα παραλλαγής έρχεται προς το μέρος μας. Ο Κόλιν ξεροβήχει.

«Πήγαινε να κάνεις παρέα στη μαμά, Μπεθ. Θα ’ρθω κι εγώ σύντομα».

Εκείνη υπάκουα τρέχει μακριά.

«Υπολοχαγέ;» λέει ο Κόλιν.

«Κύριε Λόου» λέει ο ένστολος. Έχει πυκνά κοντοκουρεμένα γκρίζα μαλλιά και κρατάει έναν ασύρματο που τρίζει και από τον οποίο ακούγεται μια τρομαγμένη φωνή που μάλλον προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί του. «Ο διοικητής της διμοιρίας στο ισόγειο αναφέρει ότι δυσκολεύονται να κρατήσουν τον κόσμο απ’ έξω. Να ανοίξουμε πυρ ή όχι;»

«Συμμορίες είναι;» ρωτάει ο Κόλιν.

«Όχι, κύριε, οι περισσότεροι είναι απλοί άνθρωποι που ελπίζουν να επιβιβαστούν στο ελικόπτερο».

«Τους κακόμοιρους. Όχι, μην πυροβολείτε, εκτός αν είναι απολύτως απαραίτητο».

«Μάλιστα, κύριε».

«Πόσο απέχει το ελικόπτερο;»

«Ο πιλότος λέει ότι θα είναι εδώ σε περίπου είκοσι λεπτά, κύριε».

«Εντάξει, ενημερώστε με όταν φτάσει. Να είναι όλοι έτοιμοι για επιβίβαση με το που προσγειωθεί».

«Μάλιστα, κύριε Λόου, μάλιστα, κύριε».

Ενώ ο υπολοχαγός απομακρύνεται, τον ακούω να απαντά στην κλήση του ασυρμάτου. «Καταλαβαίνω, λοχία, αλλά η εντολή είναι να μη χρησιμοποιήσουμε παραπάνω πυγμή απ’ όση χρειάζεται. Κατάλαβες; Ναι, κρατήστε τις θέσεις σας και…»

Οι λέξεις σβήνουν και ξανακούω το χτύπημα από το κορδόνι πάνω στον ιστό της σημαίας και τη σειρήνα από κάποιο αστυνομικό όχημα που αναδύεται από τους σκοτεινούς δρόμους. Κι εγώ και ο Κόλιν ξέρουμε ότι αυτή δεν είναι η αστυνομία –πάει πάνω από ένας χρόνος που δεν τολμούν να κάνουν περιπολίες μετά το σκοτάδι– αλλά, κατά πάσα πιθανότητα, τέσσερις νεαροί με αυτόματα όπλα οι οποίοι έχουν πάρει διεγερτικά και έχουν όλα τους τα αντανακλαστικά οξυμένα, τις αναστολές τους αμβλυμένες. Ή ακόμα και εξαφανισμένες, όπως στον περισσότερο πληθυσμό, όχι μόνο σε αυτά τα τέσσερα αρπακτικά. Ο όρος «διασυνοριακά επεισόδια» δεν έχει πια νόημα· δεν υπάρχουν πια σύνορα.

Και αυτή ίσως να είναι και η μόνη δικαιολογία που έχω γι’ αυτό που κάνω. Ξανά αυτός ο ήχος της μοτοσικλέτας· πρέπει να έχει τρυπήσει ο σιγαστήρας της.

Πατάω γκάζι στην άδεια λεωφόρο, διασχίζω την πόλη, προς τον νότο, προς το σφαγείο. Κάνω φασαρία γιατί η εξάτμιση έχει μια τρύπα από σφαίρα, πρέπει να τη φτιάξω. Και πρέπει να βρω βενζίνη. Ο δείκτης είναι στο κόκκινο, δεν ξέρω αν θα προλάβω να φτάσω πριν με αφήσει. Κανείς δεν θέλει να ξεμείνει από βενζίνη στη μέση της νύχτας χωρίς τους συμμορίτες του, γιατί τότε γίνεται ξαφνικά θήραμα. Αλλά οκέι, εφόσον έχω βενζίνη, εφόσον δουλεύει η μηχανή, είμαι ακόμη πολύ ψηλά στην τροφική αλυσίδα. Γιατί έχω βρει αυτό που έψαχνα στην πλαγιά του λόφου πίσω μου: το άνοιγμα. Την τρύπα που οδηγεί στο φρούριο. Μέσα σε λίγες ώρες όλοι όσοι βρίσκονται στη βίλα μπορεί να είναι νεκροί. Μπορεί και όχι. Δεν κρίνω, εγώ είμαι απλώς ένας αγγελιαφόρος. Ο ήχος της μηχανής αντηχεί ανάμεσα στα ψηλά άδεια κτίρια γραφείων. Αν πατήσω πολύ το γκάζι, θα μου τελειώσει η βενζίνη· αλλά όσο περισσότερο βρίσκομαι εδώ, στο κέντρο της πόλης, τόσο μεγαλύτερη πιθανότητα έχω να μπω σε μπελάδες. Σαν τον όχλο που είδα όταν πέρασα πριν από λίγο έξω από το κτίριο του Λόου: με το που επιβράδυνα λίγο, ένας από αυτούς προσπάθησε να με ρίξει και να μου πάρει τη μοτοσικλέτα. Οι άνθρωποι είναι ζώα, απελπισμένοι, εξαγριωμένοι, τρομοκρατημένοι. Τι στον διάολο! Τι σκατά συνέβη σ’ αυτή την πόλη, σ’ αυτή τη μεγάλη και ωραία χώρα;