Moulin Productions Inc Collection Christophe / AFP
ΒΙΒΛΙΟ

Μόμπι Ντικ, ένα εγχειρίδιο για την κλιματική κρίση

Είναι παράλογη η ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά -τι να κάνουμε;- πρέπει να προσαρμοστούμε.

Το πιο σημαντικό αμερικανικό μυθιστόρημα που γράφτηκε ποτέ μιλά για πάρα πολλά πράγματα. Η αφήγησή του απλώνεται με τον ίδιο τρόπο που απλώνονται οι ωκεανοί. Στην επιφάνειά του, καταγράφει σχεδόν εμμονικά -βήμα προς βήμα και σπιθαμή προς σπιθαμή- κάθε λεπτομέρεια από το κυνήγι μίας τεράστιας λευκής φάλαινας: από την πρώτη συνάντηση των ναυτικών σε ένα καπνισμένο πανδοχείο μέχρι την τελική αναμέτρηση. Στην ουσία του, περιγράφει τον αέναο αγώνα του ανθρώπου ενάντια στη φύση και πολύ περισσότερο ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό.

Στο Μόμπι Ντικ (εκδ. Gutenberg) του Herman Melville (ο οποίος ερχόταν στη ζωή την 1η Αυγούστου του 1819 στη Νέα Υόρκη) υπάρχουν θαλασσινές περιγραφές και περιπετειώδεις αφηγήσεις, έμμετρα μέρη και διάλογοι που χαράσσονται στο μυαλό, ένας εκτενής κατάλογος με τις προμήθειες σε τρόφιμα και ποτά ενός πλοίου, το μεγάλο φαγοπότι που κάνουν δεκάδες καρχαρίες δίπλα στο πλοίο, ακόμα και πολυσέλιδες αναλύσεις για ποια είναι και πώς μοιάζουν τα είδη των φαλαινών. Εκείνο που δύσκολα περιμένει κανείς είναι να βρει μαθήματα για την κλιματική κρίση που μας απειλεί ως είδος. Ή μήπως όχι;

Τι σχέση μπορεί να έχουν οι ταξιδιωτικές περιπέτειες ενός φαλαινοθηρικού του 19ου αιώνα, ενός κειμένου από μια εποχή όπου οι πόλεις φωτίζονταν από το λίπος της φάλαινας, με το υπερηχητικό ψηφιακό σύμπαν του σήμερα;

Τα διαχρονικά διδάγματα του Μόμπι-Ντικ

Φαντάσου έναν κόσμο όπου η θάλασσα απλώνεται παντού, όπου και αν κοιτάξεις. Ακούγεται αφύσικο, αλλά δεν είναι για τους ναυτικούς. Μάλιστα, αν επιβεβαιωθούν οι χειρότερες προβλέψεις της καλπάζουσας κλιματικής κρίσης, ίσως σε μερικές δεκαετίες από τώρα, στη θέση των παραθαλάσσιων πόλεων -όπως το Λονδίνο, η Νέα Υόρκη, και η Αθήνα- θα υπάρχει απλά ένα απέραντο γαλάζιο.

Οι περισσότερες από 900 σελίδες της ελληνικής έκδοσης του Μόμπι-Ντικ διαδραματίζονται σχεδόν εξ’ ολοκλήρου πάνω στο νερό. Αυτό, όμως, δεν είναι το βασικό δίδαγμα που μπορούμε να πάρουμε για το σήμερα. Αν και είναι αρκετά χρήσιμο να γνωρίζουμε πώς να πλοηγηθούμε σε έναν υδάτινο κόσμο. Δυστυχώς, ίσως μας χρειαστεί.

«Είναι καλύτερο να κοιμάσαι δίπλα σε έναν κανίβαλο παρά σε έναν μεθυσμένο Χριστιανό» αναλογίζεται κάποια στιγμή, ο Ίσμαελ, κεντρικός αφηγητής του μυθιστορήματος, αναφορικά με τον Κουίκουεγκ, τον Πολυνήσιο καμακιστή, με τον οποίο αποκτά καθ΄όλη διάρκεια του βιβλίου μια πολύ ιδιαίτερη σχέση. Ο τελευταίος είναι ένας ευγενής άγριος, πολύ διαφορετικός από εμάς τους Δυτικούς.

Ο Κουίκουεγκ καταλαβαίνει καλύτερα από κάθε άλλο την αγριότητα της φύσης και την ανάγκη να μάθει να ζει με αυτήν. Ο ιθαγενής από το φανταστικό νησί Ροκοβόκο έχει ζυγίσει τη ζωή του και γνωρίζει καλά ότι τα πάντα μπορούν να ανατραπούν σε μία στιγμή. Έτσι, δε διστάζει να έχει έτοιμο ένα σκαλισμένο φέρετρο να τον περιμένει.

Οι μεγάλες δυνάμεις του πλανήτη, με σύσσωμη τη Δύση, έχουν δείξει ότι μάλλον δεν αντιλαμβάνονται πλήρως το πρόβλημα. Έχουμε ήδη ξεπεράσει το σημείο δίχως επιστροφή, αλλά οι χρηματοδοτήσεις για να αναστρέψουμε την κλιματική κρίση πέφτουν ακόμα με το σταγονόμετρο. Μάλιστα, οι πρώτοι που θα πληρώσουν αυτήν την κωλυσιεργία είναι οι «άγριοι αυτού του πλανήτη»· οι υπανάπτυκτες χώρες, οι λαοί που ζουν σχεδόν σύσσωμοι κάτω από το όριο της φτώχειας.

Μήπως όμως αυτοί οι άνθρωποι είναι πιο έτοιμοι να διαχειριστούν την καταιγίδα που φέρνει μαζί της η κλιματική κρίση; Μήπως είναι περισσότερο συμφιλιωμένοι με τη σκληρότητα του φυσικού κόσμου, με τον ίδιο τρόπο που ο Κουίκουεγκ ήταν πιο κοντά στις μεγάλες ανατροπές που επιφυλάσσει η μοίρα από ότι οι μπαρουτοκαπνισμένοι Αμερικανοί φαλαινοθήρες από το Ναντακέτ;

Σε κάθε περίπτωση, πάνω στο κατάστρωμα του φαλαινοθηρικού, βρίσκονται όλοι μαζί· άνθρωποι κάθε φυλής και χρώματος. Είναι αναγκασμένοι να παλέψουν για να βγουν ζωντανοί τόσο από τη μανία της φύσης όσο και από τη μανιακή διακυβέρνηση του καπετάνιου Άχαμπ, που δε βλέπει τίποτα άλλο εκτός από το προσωπικό του στοίχημα.

Κάτι σαν αλληγορία για τις κοντόφθαλμες πολιτικές που ακολουθούν οι περισσότεροι πολιτικοί όσον αφορά το περιβάλλον. Μέχρι στιγμής, έχουν μετρηθεί και είναι λίγοι. Οι άνθρωποι όμως θα σωθούν ή θα πνιγούν όλοι μαζί, ανεξαρτήτως χρώματος και θρησκείας – όπως οι ναυτικοί του Μόμπι Ντικ.

Ο Ernest Hemingway έλεγε στις αρχές των 50s ότι ο Herman Meliville είναι ο τελευταίος λογοτεχνικός γίγαντας που του έχει μείνει να ξεπεράσει. Πάνω από 150 χρόνια μετά, το Μόμπι Ντικ μοιάζει ακόμα αξεπέραστο.

Εκείνος, μάλιστα, που ίσως έπιασε ακριβώς τον τρόπο με τον οποίο εξηγεί τον παράξενο μεταμοντέρνο κόσμο μας, ήταν ο Albert Camus. Ο Γάλλος Νομπελίστας τον αναφέρει ξανά και ξανά σε γράμματά του. Ο Melville ήταν ένας υπαρξιστής πριν τον υπαρξισμό, ένας μοντέρνος συγγραφέας πριν καν προκύψει ο μοντερνισμός στη λογοτεχνία.

Μόμπι Ντικ
PUBLIC.GR

Μόμπι-Ντικ

Δες εδώ αναλυτικά!
13,40 12,06
ΑΓΟΡΑΣΕ ΤΟ

Στο magnum opus του προσπαθεί, σελίδα τη σελίδα, να προετοιμάσει τον αναγνώστη για το αναπόφευκτο. Μία τιτάνια μάχη απέναντι σε έναν κόσμο που, όπως η λευκή φάλαινα, κουράστηκε να τον κυνηγάμε εμείς οι άνθρωποι και είναι έτοιμος να μας αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο. Το μόνο που μας μένει είναι να είμαστε έτοιμοι για τα χειρότερα και να προετοιμαστούμε όσο καλύτερα μπορούμε για αυτά. Είναι παράλογη η ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά -τι να κάνουμε;- μάλλον πρέπει να προσαρμοστούμε.

Ναι, ίσως, στη Δύση ακόμα δεν μπορούμε να καταπιούμε το πόσο παράλογος μπορεί να γίνει ο κόσμος ξαφνικά. Αν βέβαια κρατήσουμε τα μαθήματα που μας παραδίδει απλόχερα ο Ίσμαελ στο Μόμπι Ντικ, ίσως τότε οπλιστούμε καλύτερα για το μέλλον.

Ας προετοιμαστούμε για τα χειρότερα, ας σταματήσουμε να στρουθοκαμηλίζουμε, ας πιάσουμε άμεσα δουλειά γιατί η κλιματική κρίση δεν πρόκειται να μας περιμένει. Στο τέλος κανείς δεν ξέρει τι θα συμβεί σε μερικές δεκαετίες. Μπορούμε, όμως, να προσπαθήσουμε για το καλύτερο και ό,τι σύμβεί – όπως ο ευγενής άγριος της ιστορίας, ο Κουίκουεγκ.

Τι νόημα έχει να κρύβουμε τους φόβους μας, άλλωστε, κάτω από τόνους «δεν βαριέσαι»;