PROFILE

O Alan Rickman ήταν ο καλός στο Harry Potter

Ένα ελάχιστο αντίο στον εμβληματικό ηθοποιό που μας χάρισε τον Χανς Γκρούμπερ του “Die Hard” και τον Σέβερους Σνέιπ των “Harry Potter”.

“Δε μπορούσα να περιμένω να δω τι άλλο θα έκανε μετά με το πρόσωπό του,” γράφει η Έμμα Τόμσον σε ένα πολύ συγκινητικό αποχαιρετιστήριο γράμμα για τον στενό της φίλο και συχνό συνεργάτη, Άλαν Ρίκμαν, τον βρετανό γίγαντα (ναι, Guardian, ευχαριστούμε: “γίγαντας”) που πέθανε σε ηλικία 69 χρονών, εντελώς ξαφνικά, την περασμένη Πέμπτη. “Ο Άλαν ήταν φίλος μου οπότε είναι δύσκολο να το γράψω αυτό επειδή μόλις φίλησα για αντίο,” γράφει.

Εγώ δε μπορούσα να περιμένω να ακούσω τι άλλο θα έκανε με τη φωνή του.

Η φωνή του Άλαν Ρίκμαν αξίζει ξεχωριστό κεφάλαιο στην ιστορία του κινηματογράφου, για να είμαστε δίκαιοι. Αυτή η χροιά αποστασιοποιημένης χλεύης θα μπορούσε να γεννήσει 100 nihilist memes κάθε φορά που ακουγόταν και ο Ρίκμαν ήξερε πώς να χρησιμοποιήσει αυτό το μαγικό εργαλείο για να φέρει στη ζωή τόσους αξιομνημόνευτους villains αλλά, ακόμα πιο συναρπαστικά, διφορούμενους τραγικούς ήρωες- της φαντασίας ή της καθημερινότητας.

Συνέβη το εξής το μεσημέρι αυτής της Πέμπτης. Ήμασταν σε ένα μίτινγκ και ξαφνικά γέμισα notifications στο κινητό οπότε έριξα μια ματιά να δω τι είχε συμβεί. Το ορκίζομαι, μες στο μυαλό μου άκουσα την φωνή του Άλαν Ρίκμαν να αντιδρά με απογοήτευση στην είδηση του θανάτου του: “Oh no”.

Για όλη την υπόλοιπη ώρα ήμουν ωσεί παρών, προσπαθώντας να μη βουρκώσω  όποτε κάποιος με κοίταγε, γιατί φυσικά ο κάθε άνθρωπος αντιδρά διαφορετικά σε διαφορετικά πράγματα, και από ό,τι φαίνεται εμένα μου έμελλε, από όλους τους διάσημους που έχουν πεθάνει εδώ και χρόνια, εγώ να γίνω κομμάτια από αυτόν. Δεν είχα συνειδητοποιήσει τι κομμάτι της ψυχής μου είχε καταλάβει ο Άλαν Ρίκμαν ζωντανεύοντας τον καλύτερο, πιο περίπλοκο, πιο τραγικό χαρακτήρα μιας από τις αγαπημένες ιστορίες της ζωής μου ή κυριαρχώντας σε μια αναρίθμητη ποσότητα Χριστουγέννων που πέρασα με οικογένεια βλέποντας το “Love Actually” ή με φίλους βλέποντας το “Die Hard”. Αλλά να, εκεί ήμασταν, ξαφνικά η αίσθηση αυτής της στεγνής, ειρωνικής, βιτριολικής χροιάς να έρχεται ενστικτωδώς και να συνδέεται με μια ακολουθία από στιγμές υπέροχες, εντελώς προσωπικές, πάντοτε κουλ, πάντοτε ζεστές κάπου εκεί βαθιά μέσα.

Μα να δακρύζεις για τον μεγαλύτερο κακό;

Τον φαντάζομαι να με κοιτάει τόσο ειρωνικά.

***

Ψάχνοντας για background δε θα βρεις τίποτα πέραν του απολύτως αναμενόμενου: Αυτός ο πάρα πολύ Άγγλος ηθοποιός είχε γεννηθεί στο Λονδίνο, σπούδασε στη Royal Academy of Dramatic Art και κατόπιν έγινε μέλος της Royal Shakespeare Company, ξεκινώντας μια πολυετή καριέρα στο θεατρικό σανίδι.

Η ανατροπή ήρθε το 1988 όταν ο Ρίκμαν έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο σε ηλικία 42 χρονών. 42! Ποιος μάγος του σινεμά είχε τα φαεινή ιδέα να βάλει έναν σαιξπηρικό ηθοποιό στον φαινομενικά επίπεδο ρόλο ενός ανταγωνιστή σε μια φαινομενικά απλή b-movie περιπέτεια, δεν το ξέρω, αλλά αυτή ακριβώς η ιδέα άλλαξε το σινεμά δράσης. Ο σεναριογράφος Στίβεν ντε Σόουζα λέει πως έγραψε το “Die Hard” σαν ο κακός να ήταν ο πρωταγωνιστής: “Πρέπει κάποιες φορές να κοιτάζεις την ταινία σου μέσα από την οπτική του villain που πραγματικά οδηγεί την αφήγηση.”

Πράγματι, το “Die Hard”, πέρα από τα -εμβληματικά, επίσης- καουμποϊλίκια του Τζον ΜακΚλέιν σε αυτό που είναι επί της ουσίας μια ιστορία οικογενειακής επανένωσης, αλλάζει πλήρως τους κανόνες αυτού του τύπου σινεμά δράσης χάρη στον κακό. Ο Χανς Γκρούμπερ δεν είναι ούτε ιδεαλιστής, ούτε τρομοκράτης, ούτε χάρτινος κακός, παρά αποτελεί το απόλυτο σύμβολο κυνικής απο-πολιτικοποίησης των ‘90s πριν ακόμα αυτά γεννηθούν: Ο Χανς θέλει απλά τα λεφτά και πατάει πάνω στα απομεινάρια του ψυχρού πολέμου για να τα κερδίσει, προσποιούμενος πολιτική ατζέντα ή, δεν ξέρω, ανθρωπιά. Ή οτιδήποτε.

Ο Χανς Γκρούμπερ είναι ο νιχιλισμός σε μορφή action villain, και το ξέρω πως σήμερα όλη αυτή η περιγραφή ακούγεται σαν κάτι που προφανώς και ταιριάζει γάντι στον Άλαν Ρίκμαν, αλλά τότε ο Άλαν Ρίκμαν ήταν απλώς ένας ηθοποιός που έπαιζε θέατρο και σειρές του BBC. “Αυτό που διαχωρίζει την ερμηνεία του Ρίκμαν είναι απλό,” γράφει ο Άνταμ Στέρνμπεργκ στο Vulture: “Ο Ρίκμαν είναι ένας έξοχος ηθοποιός.”

Στο “Die Hard” ο ίδιος ο Χανς Γκρούμπερ είναι ένας ηθοποιός, είτε προσποιούμενος πολιτική ευαισθησία (τελικά είχε απλά διαβάσει ονόματα κρατουμένων στο ΤΙΜΕ), είτε παίζοντας το αθώο θύμα καθώς έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον ΜακΚλέιν. Τελικά είναι τίποτα περισσότερο παρά ένας κοινός κλέφτης.

“Είμαι ένας εξαιρετικός κλέφτης, κυρία ΜακΚλέιν”, όπως βιάστηκε να τη διορθώσει, σχεδόν προσβεβλημένος, σε μια από αυτές τις στιγμές-δήλωση όπου έγινε εμφανές πως αυτός ο τύπος, όποιος κι αν ήταν, μπορούσε να είναι σαρκαστικός, μισάνθρωπος, μα πολύ αστείος, και πολύ ικανός να πληγωθεί.

Η κλασική σκηνή της πτώσης είναι ένα σιωπηλό ερμηνευτικό masterclass από μόνη της (ο Ρίκμαν δεν είχε ανάγκη να χρησιμοποιήσει τη φωνή του για να σου μείνει αξέχαστος), αλλά ήταν απλώς η κατακλείδα της εισαγωγής. Χωρίς τον Άλαν Ρίκμαν το “Die Hard” δε θα ήταν το αριστούργημα που είναι, και χωρίς αυτόν οι κανόνες (και το context, και οι απαιτήσεις) της mainstream περιπέτειας δε θα άλλαζαν τόσο απόλυτα. Αλλά ήταν μόνο η αρχή.

***

Η πιο διάσημη θεατρική ερμηνεία του Ρίκμαν ήρθε αμέσως πριν το “Die Hard” και ήταν για ένα ρόλο που κάποιος άλλος έκανα ύστερα διάσημο. Στο “Les Liaisons Dangereuses”, που μεταφέρθηκε στο Μπρόντγουεϊ το 1987, ο Άλαν και το ύφος του και η φωνή του έπαιζε τον ντε Βαλμόντ, τον ευγενή που μηχανορραφεί εναντίον αφελών συνανθρώπων του χρησιμοποιώντας τον κυνισμό και το σεξ ως παγίδα εναντίον της αφέλειας. Όταν το έργο μεταφέρθηκε στο σινεμά ένα χρόνο μετά, την χρονιά δηλαδή του “Die Hard”, ο ρόλος πέρασε στον Τζον Μάλκοβιτς και το τελικό φιλμ, “Dangerous Liaisons”, παραμένει ένα από τα διασημότερα των ‘80s.

Τώρα, δεν έχει δει το θεατρικό, αλλά αρκεί απλά να ακούσεις τα χαρακτηριστικά του ρόλου, ή να θυμηθείς τον αντίστοιχο του Μάλκοβιτς από την κινηματογραφική μεταφορά, και μπορείς πολύ εύκολα να φανταστείς πόσο σπουδαίος ήταν σε αυτόν ο Ρίκμαν.

Με έναν εκπληκτικό τρόπο, κατάφερε στην μετέπειτα πλούσια καριέρα του, να αποφύγει την τυποποίηση παρότι ενεργούσε μέσα σε αυτές ακριβώς τις παραπάνω παραμέτρους που τόσο πολύ τον χαρακτηρίζουν. Πάντοτε μπορούσες να φανταστείς τη Χροιά και τον μακιαβελικό σνομπισμό, αλλά πάντα κατάφερνε να ζωγραφίζει κάτι διαφορετικό. Στο μυαλό μου τον σκέφτομαι σαν έναν auteur σκηνοθέτη που διατηρεί το ίδιο εμφανές στυλ αλλά καταφέρνει να εξελίσσεται παράλληλα. Οι ηθοποιοί δεν θεωρούνται auteurs, ακριβώς επειδή είναι εργαλεία στα χέρια δημιουργών, όμως ο Άλαν Ρίκμαν είναι από εκείνους για τους οποίους μπορεί να προκύπτει κάποια εξαίρεση.

Ο Σερίφης του Νότινγχαμ του στο “Robin Hood: Prince of Thieves” ας πούμε έγερνε προς το καρτούν, διατηρώντας όμως αυτή την εμβληματική βαρύτητα της παρουσίας του, που δε σου επέτρεπε ποτέ να πάρεις κάποιον χαρακτήρα του εντελώς στην πλάκα. Ο Ρίκμαν εκεί μοιάζει σαν αληθινός ήρωας ενός ’90s ροκ βίντεο. Ήταν επίσης ο κακός δικαστής στο “Sweeney Todd” του Τιμ Μπάρτον, για την “Alice in Wonderland” του οποίου αργότερα έδωσε και τη φωνή του στην Κάμπια, η οποία παρεμπιπτόντως είχε σχεδιαστεί βάσει των χαρακτηριστικών του. Στο “Hitchhiker’s Guide to the Galaxy” ο Μάρβιν το ανδροειδές ήταν εμφανισιακά σχετικά κενό, όμως με τον Ρίκμαν να του δίνει τη φωνή του νομίζω όλοι συμφωνούμε πως φανταζόμασταν με ευκολία τα λευκά, πλαστικά χαρακτηριστικά να σχηματίζουν στη φαντασία μας ένα διαρκές ξινά νιχιλιστικό ύφος παραίτησης.

Μπορούσε με ευκολία και γοητεία να υπάρξει και romantic lead, όπως φάνηκε στο εξαιρετικό “Sense and Sensibility” και λίγα χρόνια νωρίτερα στο υπέροχο “Truly, Madly, Deeply” του Άντονι Μινγκέλα, όπου παίζει λίγο-πολύ τον ιδεατό boyfriend-φάντασμα. (Ή αλλιώς “Ο ‘Αόρατος Εραστής’ του σκεπτόμενου ανθρώπου,” όπως έγραψε η Μαρία Δημητρίου στο Jumping Fish.) Εκείνη ήταν μια προοριζόμενη για την τηλεόραση ταινία που η εσωτερική της δύναμη, εν πολλοίς χρωστούμενη στον Ρίκμαν, την έσυρε πέρα από το προσδοκώμενό της περιθώριο, υπό μία έννοια κάτι που συνέβη και με το “Die Hard”.

Αυτές οι δύο φαινομενικά αντικρουόμενες πτυχές, του πληγωμένου ρομαντικού ήρωα και του συμπαθή villain, έπλασαν έναν από τους πιο διάσημους ρόλους της καριέρας του, σε μια ταινία που απρόσμενα έχει εξελιχθεί σε καυτό διχαστικό ζήτημα τα τελευταία χρόνια. Σε όποια πάντως πλευρά κι αν βρίσκεσαι σχετικά με το “Love Actually”, αυτό που δύσκολα αμφισβητείται είναι αυτό που φέρνει στο σπονδυλωτό φιλμ ο Ρίκμαν. Παίζοντας έναν σύζυγο που προσεγγίζει έστω σε θεωρητικό επίπεδο την ιδέα της απιστίας (με την σύζυγό του να παίζει η Έμμα Τόμσον, στην έτερη σπουδαία ερμηνεία του έργου) για να δει το γάμο του να κλονίζεται, ο Ρίκμαν φέρνει τη χαρακτηριστική του απάθεια και την πλάθει με ανθρωπιά και συναίσθημα. Το αποτέλεσμα, όσο μικρός σαν ρόλος κι αν είναι στο πλαίσιο της ταινίας, παραμένει ένα μικρό αποκορύφωα Ρικμανισμού.

Νομίζω πάντως πως ενός είδους Peak Ρίκμαν (πέραν του ότι στο “Dogma” του Κέβιν Σμιθ έπαιξε τον Μέτατρον, δηλαδή ΤΗ ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ) συναντάμε στο “Galaxy Quest”, την λατρεμένη καλτ κωμωδία επιστημονικής φαντασίας από το 1999, όπου ο Ρίκμαν παίζει τον Αλεξάντερ Ντέιν, έναν σεβαστό σαιξπηρικό ηθοποιό που αναγκάζεται να παίζει υλικό που ο ίδιος θεωρεί κατώτερό του για να επιβιώσει. Εδώ ο Ρίκμαν τα δίνει όλα, κοιτώντας και αγγίζοντας και αλληλεπιδρώντας με τα πάντα σα να ήταν πανούκλα που σιχαίνεσαι να ακουμπήσεις.

Ξέρω, ξέρω. Εδώ είναι το σημείο που κάποιοι σκέφτονται, “χα, αυτό μοιάζει σαν αυτό που όντως συνέβη στον Ρίκμαν!”. Μόνο που, βλέπεις, στο “Galaxy Quest” ο Ντέιν βοήθησε να σωθεί ο κόσμος.

***

Ο Άλαν Ρίκμαν δεν ήθελε να παίξει τον Σέβερους Σνέιπ.

Αρχικά τουλάχιστον. Όχι πριν η Τζ. Κ. Ρόουλινγκ του μιλήσει η ίδια, αποκαλύπτοντάς του κάποιο βασικό συστατικό της μετέπειτα εξέλιξης και σημασίας του χαρακτήρα. Όταν έγινε το κάστινγκ για τις ταινίες είχε εκδοθεί μόνο το 3ο βιβλίο της σειράς και σε εκείνο το σημείο ο Σνέιπ είναι, ακόμα, τίποτα παραπάνω από ένας κατά τόπους σαρδόνια απολαυστικός bully, ένας κομπλεξικός καθηγητής-κάθαρμα.

Ο Ρίκμαν, επειδή όπως είπαμε είναι ένας ηθοποιός-auteur που παρότι έγινε γνωστός για τους απολαυστικά ανθρώπινους villains του κατάφερε να αποφύγει το typecasting, δεν επρόκειτο να παίξει ένα κακιασμένο καρτούν αν δεν είχε κάτι επιπλέον, κάποιο ζουμί, κάτι αληθινά ανθρώπινο να δώσει. Η Ρόουλινγκ υποθέτω του είπε μέσες-άκρες αυτό που θα έπαιρνε σε εμάς τους αναγνώστες πολλά ακόμα χρόνια για να διαπιστώσουμε, δηλαδή το πόσο περίπλοκος, και δυσβάσταχτα ανθρώπινος, ήταν ο ψυχισμός του Σνέιπ.

Καθώς περιχαρείς είδαμε τον Ρίκμαν να φέρνει τον χαρακτήρα στη ζωή στις πρώτες ταινίες, σε αυτό που στα μάτια μας έμοιαζε με, ειλικρινά, το τέλειο κάστινγκ, τα βιβλία συνέχιζαν σταδιακά την πορεία τους προς εκείνο το Κάτι που ο Ρίκμαν ήθελε να γνωρίζει πριν αναλάβει το ρόλο. Μετά πια και το 6ο βιβλίο, που προσωπικά είναι το αγαπημένο μου της σειράς ακριβώς λόγω του Σνέιπ και της εξερεύνησης του Κακού, ο Σνέιπ είχε οριστικά ξεφύγει από κάθε υποψία καρτουνίστικου έξτρα. Οι μισοί αναγνώστες τον μισούσαν θανάσιμα και οι υπόλοιποι τον είχαν για αγαπημένο.

Το βιβλίο το είχα αγοράσει τα μεσάνυχτα της κυκλοφορίας του και έκατσα επί τόπου να το διαβάσω. Όταν έφτασα σε Εκείνο Το Σημείο, το έκλεισα σοκαρισμένος και άρχισα τα τηλέφωνα, για να βρω κάποιον που είχε φτάσει εκεί ώστε να μπορέσουμε να αρχίσουμε να φωνάζουμε με ασφάλεια. Αν δεν έχει γίνει ήδη εμφανές, τα Χάρι Πότερ βιβλία σημαίνουν πολλά για μένα, και όσο για τον Σνέιπ συγκεκριμένα, κάπου ανάμεσα στον σοκαριστικό ρόλο που πλέον καταλάμβανε στην κορύφωση της σειράς, και στην ιδέα πως όλα αυτά μια μέρα θα τα έπαιζε ο λατρεμένος Άλαν Ρίκμαν, ήταν πλέον με διαφορά ο αγαπημένος μου χαρακτήρας.

Κι όχι μόνο, αυτό, αλλά ήμουν και βέβαιος για το ποια θα ήταν η εξέλιξη στο τελευταίο βιβλίο της σειράς. Ο Νταν Κόις γράφει στο Slate: “Μέσα από όλα παρέμενα βέβαιος πως ο Σνέιπ ήταν, στην καρδιά του, ένας τραγικός ήρωας. Αυτή η σιγουριά δεν ήταν βασισμένη, στην πραγματικότητα, σε στοιχεία του κειμένου. Ήταν βασισμένη αποκλειστικά στο γεγονός πως, καιρό πριν, οι παραγωγοί της ταινίας -με την υποθετική συγκατάθεση της Ρόουλινγκ- είχαν βάλει τον Άλαν Ρίκμαν στον ρόλο. Δεν θα το έκανες ποτέ αυτό, ήμουν βέβαιος, αν ο χαρακτήρας δεν επρόκειτο να σπάσει τις καρδιές μας.”

Αυτό είναι. Αυτό ακριβώς. Ο Άλαν Ρίκμαν, αυτός ο μαγικός άνθρωπος που μπόρεσε να δώσει ψυχή και χιούμορ και τραγωδία στο πιο σνομπ και βιτριολικό και διαπεραστικό ύφος όλου του σύγχρονου σινεμά, ήταν ο μοναδικός που θα μπορούσε να έχει κάνει τον Σνέιπ αληθινό, να βγάλει από το στόμα του αυτό το ιστορικό πλέον “Always” και να το κάνει σπαρακτικό.

***

Δεν ξέρω ο ίδιος ο Ρίκμαν πώς έβλεπε τον εαυτό του σε σχέση με τους ρόλους του. Μπορεί να θεωρούσε, σαν τον Αλεξάντερ Ντέιν, ότι το να παίζει έναν μάγο σε ένα teen fantasy μπλοκμπάστερ είναι κατώτερο ενός σαιξπηρικού ηθοποιού. (Αν το θεωρούσε πάντως ήταν πάντα πολύ ευγενικός.) Μπορεί επίσης να θεωρούσε πως ο ρόλος ενός κοινού (“εξαιρετικού”!) κλέφτη σε μια περιπέτεια με τον Μπρους Γουίλις να είναι κάτι κατώτερο ενός σαιξπηρικού ηθοποιού.

Σαν τον Αλεξάντερ Ντέιν, πάντως, νιώθω σαν κι ο Χανς Γκρούμπερ με τον Σέβερους Σνέιπ να έσωσαν τον κόσμο. Το χάσμα γενεών ανάμεσα στους μεγάλους λάτρεις των δύο ρόλων στα δύο άκρα της καριέρας του Ρίκμαν σήμαινε πως την ίδια στιγμή, αμέτρητοι άνθρωποι έφεραν στο νου τον Χανς Γκρούμπερ και χαμογέλασαν σαρδόνια υποκλινόμενοι στο cool μεγαλείο του απόλυτου μοντέρνου villain, αλλά και εξίσου αμέτρητοι άνθρωποι έφεραν στο νου τον Σέβερους Σνέιπ και δάκρυσαν υποκλινόμενοι στο τραγικό μεγαλείο του απόλυτου βαθύτατα προβληματικού και ανθρώπινου villain.

Άλαν Ρίκμαν. O ήρωας του “Die Hard”. Ο κακός του “Die Hard”. Ο κακός του “Harry Potter”. Ο καλός του “Harry Potter”. Πώς είναι δυνατόν, τελικά, να μην αγαπήσεις αυτόν τον villain;