ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Άρης Σερβετάλης δε θέλει να ξεχνάει τον πόνο του

Στα Μήλα, ο ηθοποιός δίνει μία από τις καλύτερες ερμηνείες των τελευταίων ετών στο ελληνικό σινεμά. Εμείς μιλήσαμε μαζί του για την ταινία, την αξία του πόνου, τις συγκρούσεις στην αρχή της καριέρας του, και τον αυστηρό περιορισμό που τον έλκει.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΠΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Μετά από μία δύσκολη χρονιά, την πιο δύσκολη μάλλον που έχει περάσει ο χώρος του πολιτισμού εδώ και χρόνια, ο Άρης Σερβετάλης είναι ξαφνικά – και πολύ ευχάριστα – τρομερά απασχολημένος. Γι’ αυτό και σε πρώτη φάση δυσκολευτήκαμε να συντονίσουμε τα προγράμματά μας. Τελικά καταλήξαμε σε ένα σαββατιάτικο απόγευμα, κοντά στις μπασκέτες του Φωκιανού.

Φτάνει με τη μηχανή του, φοράει bucket hat, και μόλις του γνέφω με πλησιάζει χαμογελαστός. Το πλάνο είναι να πάρουμε κάτι από τη διπλανή καφετέρια και να κάτσουμε σε κάποιο παγκάκι του Ζαππείου, αλλά τελικά δε θέλει καφέ. Έρχεται από πρόβες και θα ξαναπάει σε πρόβες. Μου λέει ότι «έχουν πέσει όλα μαζί», είναι όμως ανακουφισμένος που μετά από τόσο καιρό γίνεται επιτέλους επανεκκίνηση. Φέτος θα υποδυθεί τον Ορέστη του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία του Γιάννη Κακλέα που θα δούμε φέτος στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, αλλά στο μεταξύ είναι υποψήφιος για το βραβείο Α΄Ανδρικού Ρόλου στα ελληνικά Όσκαρ, τα βραβεία Ίρις, με τα Μήλα. Το σκηνοθετικό ντεμπούτο μεγάλου μήκους του Χρήστου Νίκου, πρώην βοηθό σκηνοθέτη του Γιώργου Λάνθιμου στον Κυνόδοντα και του Richard Linklater στο Before Midnight. Το σουρεαλιστικό φιλμ του δημιουργού απεικονίζει τη συνθήκη μίας αναπάντεχης επιδημίας που προκαλεί ξαφνική αμνησία στους ανθρώπους, και στο κέντρο της βρίσκεται ο Άρης Σερβετάλης σε μία από τις καλύτερες ερμηνείες του ελληνικού κινηματογράφου τα τελευταία χρόνια.

Ο 40χρονος άνδρας που υποδύεται ακολουθεί ένα ειδικά σχεδιασμένο πρόγραμμα αποκατάστασης για τους αμνησιακούς, όπου καλείται να εκτελέσει τις ηχογραφημένες καθημερινές αποστολές των γιατρών του και, μετά την ολοκλήρωση κάθε αποστολής, να βγάζει μία polaroid ως αποδεικτικό στοιχείο. Το worldbuilding δεν ανήκει μονάχα στη μυθοπλασία φαντασίας και έτσι ο δημιουργός στήνει εδώ έναν χειροπιαστό δυστοπικό κόσμο γύρω από τον χαρακτήρα του ηθοποιού που δε χρησιμοποιεί την επιδημία ως πρωταγωνιστικό στοιχείο, αλλά ως αφορμή για να μιλήσει κανείς για την ανθρώπινη ταυτότητα.

«Με τον Χρήστο Νίκου έχουμε μία συνεργασία και σχέση χρόνων. Από το 2015 νομίζω υπάρχει μία επαφή. Όταν κάναμε παραστάσεις τότε με την Έφη τη Μπίρμπα και το Rēs Ratio στις Ροές για τον Σωσία, είχε κάνει το teaser και το trailer της παράστασης. Είχαμε κάνει και τη μικρού μήκους τη δική του, το km. Κάποια μέρα το 2015-’16, μου είχε κάπως μιλήσει για το στόρι που έχει στο μυαλό του, την ιστορία για τα Μήλα. Για την απώλεια της μνήμης. Το βρήκα εξαιρετικό ως θέμα. Τι είναι ο άνθρωπος εάν απολέσει τη μνήμη του, το αποτύπωμά του δηλαδή, από πού προήλθε. Είναι ένα θέμα που θες να ακουμπήσεις και να εμβαθύνεις για να δεις τι βγαίνει, γιατί είναι και τραγικό και κωμικό ταυτόχρονα. Συζήτησα πολύ με τον Χρήστο για το σενάριο. Σαφέστατα η ιδέα μου άρεσε πολύ, αλλά από εκεί και πέρα είχαμε κάποια κουβέντα για το πώς εξελίσσεται η νοηματική του γραμμή».

Τα Μήλα έχουν κάνει τον γύρο του πλανήτη με τη συμμετοχή τους σε πάνω από 18 συμμετοχές σε ξένα φεστιβάλ με κορυφαίο αυτό της Βενετίας, έχει φύγει με βραβεία στις βαλίτσες του όπως αυτό του σεναρίου για τον Χρήστο Νίκου και τον Σταύρο Ράπτη στο Σικάγο, ήταν sold out στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης όπου ο Άρης Σερβετάλης βραβεύτηκε για την ερμηνεία του, και έχει εξασφαλίσει διανομή σε αίθουσες ή πλατφόρμες σε Ευρώπη, Βόρειο Αμερική, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία και Ασία. Ήταν επίσης η πρόταση της Ελλάδας για τα φετινά Όσκαρ και μάλιστα με τη στήριξη της Cate Blanchett και της εταιρείας παραγωγής της. Η οσκαρική ηθοποιός λάτρεψε την ταινία ως Πρόεδρος της Επιτροπής του Φεστιβάλ Βενετίας και θέλησε να την οδηγήσει μέχρι τη μεγάλη βραδιά του Hollywood. Ακόμη και να τα είχε καταφέρει, ο ηθοποιός δε θα είχε ταξιδέψει ως εκεί.

«Δε νομίζω να είχα πάει. Δεν αισθάνομαι καλά σε αυτά. Χαίρομαι που έγινε μία δουλειά και βρήκε ανταπόκριση σε πολλές χώρες ανά τον κόσμο. Είναι πολύ ευχάριστο αυτό. Από εκεί και πέρα δεν το αισθάνομαι πιο άμεσα γιατί δεν πηγαίνω στα φεστιβάλ. Τα αποφεύγω, αλλά δε γινόταν κιόλας με την πανδημία. Επομένως ξέρεις, το διαβάζω κάπου και λέω ωραία, πάει καλά η ταινία!», λέει γελώντας.

Η επιθυμία του για τα Μήλα είναι απλώς να τα παρακολουθήσουν οι θεατές χωρίς συγκεκριμένες προσδοκίες.

«Αυτό που λέω και εγώ στον εαυτό μου όταν πάω να δω είτε ένα θεατρικό έργο, είτε μία ταινία, είναι να μην έχω προσδοκίες. Να είναι λευκό χαρτί αυτό που θα δω, να μην προϊδεάσω τον εαυτό μου για κάτι. Αυτό φαντάζομαι θα έχει ένα ενδιαφέρον, γιατί είτε θα ξαφνιαστώ ευχάριστα, είτε δυσάρεστα. Το να φτιάχνεις προσδοκίες σε οδηγεί στο καλά, αυτό ήταν;».

«Δεν αντιμετώπισα μεγάλη δυσκολία στο ρόλο, ίσως επειδή έχω βιώσει μεγάλες απώλειες αγαπημένων προσώπων»

Όσο ξετυλίγεται η ιστορία του χαρακτήρα του στην ταινία, διαπιστώνεις ότι βιώνει κάτι οικουμενικό μεν, αλλά ψυχοφθόρο. Πόσο εύκολο ήταν να ζει με αυτό στη διάρκεια των γυρισμάτων;

«Δεν αντιμετώπισα μεγάλη δυσκολία σε αυτό, ίσως επειδή έχω βιώσει μεγάλες απώλειες αγαπημένων προσώπων και κάπως υπάρχει αυτή η μνήμη. Δε βασιζόταν κιόλας ο χαρακτήρας τόσο εκεί. Αυτός ο πόνος ήταν σαν ένα χαλί, δηλαδή υπήρχε σε δεύτερο επίπεδο. Σε πρώτο επίπεδο υπήρχε μία απορία. Ενός είδους αφέλεια και απορία σε σχέση με το πώς είναι κάποιος που είτε υποδύεται, είτε έχει όντως απολέσει τη μνήμη του».

Πάντως εμπιστεύεται συχνά τους νέους δημιουργούς.

«Ναι ναι, αυτό είναι αλήθεια. Έχω κάνει αρκετές ταινίες που ήταν οι πρώτες για τους δημιουργούς. Με τον Λάνθιμο η Κινέτα ήταν η πρώτη του προσωπική ταινία. Το ίδιο με τον Μπάμπη τον Μακρίδη με το L. Το ίδιο και με τον Στηβ τον Κρικρή και το The Waiter».

Του λέω ότι μου κάνει εντύπωση. Θέλει και λίγο θάρρος να αφεθείς σε άγνωστα χέρια.

«Δεν το κάνω επίτηδες!», τονίζει και το επεξεργάζεται επιτόπου. «Μου ενέπνευσαν εμπιστοσύνη. Αυτό είναι νομίζω το κριτήριο, να σου μιλήσει ο δημιουργός και καθώς σου μιλάει να αντιληφθείς ότι υπάρχει ένα όραμα. Στους ανθρώπους αυτούς υπήρχε το όραμα. Όταν μιλούσαν για την ιστορία έβλεπες ότι υπάρχει κάτι που θα ήθελαν να το αφηγηθούν, να μπουν σε διαδικασία να το αποτυπώσουν. Με τον Γιώργο [Λάνθιμο] έχουμε κρατήσει επαφή. Τον αισθάνομαι φίλο. Είτε συνεργαστούμε ξανά είτε όχι, η σχέση είναι εκεί. Δεν έχει τόση σημασία η συνεργασία».

Οι προτεραιότητές του σε κάθε νέα δουλειά είναι πρώτα η ιστορία και μετά οι συντελεστές. Ο χαρακτήρας που θα υποδυθεί μένει τελευταίος. Δεν υπάρχει κανένα ψώνιο σε αυτό.

«Όχι, αρκεί να μου αρέσει. Στον κινηματογράφο κιόλας, δύσκολα υπάρχουν χαρακτήρες που είναι υπό κάποια συνθήκη. Αυτό είναι το ενδιαφέρον όταν μπαίνεις μέσα σε μία διαδικασία να ασχοληθείς με έναν χαρακτήρα, να υπάρχει δηλαδή κάποιος περιορισμός. Όταν υπάρχει κάποιος περιορισμός, τόσο μεγαλύτερο ενδιαφέρον αποκτά».

Αυτό είναι και το νήμα που εντοπίζει στους χαρακτήρες που αγαπάει να παίζει.

«Έλκομαι από τον αυστηρό περιορισμό. Να βρίσκονται οι χαρακτήρες υπό μη κανονικές συνθήκες. Να είναι σε μία κατάσταση είτε οριακή, είτε να τους έχει συμβεί πιο συγκεκριμένο. Έτσι μου δίνεται η δυνατότητα της ελευθερίας εμένα, μέσα από τον περιορισμό. Ακόμα και όταν δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, όταν όλα ας πούμε είναι καλά, αυτοπεριορίζομαι μόνος μου. Αλλιώς είναι χαοτικό, δεν ξέρω από πού να το πιάσω. Θα πρέπει να του έχει συμβεί απαραίτητα κάτι. Δεν ξέρω, να τον στενεύει το παπούτσι;», μου εξηγεί γελώντας ξανά.

Μπορεί η απότομη επιτυχία του Είσαι το Ταίρι Μου να τον είχε οδηγήσει σε σκοτεινά μονοπάτια ματαιοδοξίας όπως έχει δηλώσει στο παρελθόν, όμως παρά τις εντυπώσεις δεν έχει σε καμία περίπτωση αποκηρύξει το μέσο της τηλεόρασης.

«[Θα ξανάκανα τηλεόραση] ναι, αμέ. Βέβαια». Τον ρωτάω εάν η νέα σελίδα που ανοίγουν μικρότερα σε διάρκεια φορμάτ όπως ο Σιωπηλός Δρόμος ή το Έτερος Εγώ μοιάζει πιο φιλική. «Και τότε που ήταν αρκετά τα επεισόδια υπήρχε μία γραμμή. Μπορούσες δηλαδή να το υποστηρίξεις. Απλά δε γίνονται πια. Τώρα ξεκινούν να γίνονται πιο προσεγμένες δουλειές. Εύχομαι να συνεχιστεί και να τροφοδοτηθεί περισσότερο κιόλας αυτό. Να μη μείνουμε εδώ».

Συμφωνεί ότι η υποκριτική μπορεί να γίνει ένα είδος αυτοψυχογραφήματος για έναν ηθοποιό, αρκεί να είναι έτοιμος γι’ αυτά που θα βρει.

«Όταν βιώνεις ένα παιχνίδι – γιατί εγώ το αντιμετωπίζω ως ένα παιχνίδι είτε στον κινηματογράφο, είτε στο θέατρο – σίγουρα αποκαλύπτονται πτυχές του εαυτού σου. Εκεί χρειάζεται να έχεις την καθαρότητα να αντιληφθείς πώς αντιδράς μέσα σε αυτό. Κατ’ αυτή την έννοια είναι μία ψυχογραφία, όπως είναι βέβαια και κάθε επάγγελμα σε δύσκολες στιγμές, ή στην πολλή χαρά, ή όταν φτάνεις στα όριά σου»

Του θυμίζω ότι σε παλαιότερη συνέντευξή του είχε αυτοπροσδιοριστεί ως εν δυνάμει σκατάνθρωπος.

«Τώρα που σε γνωρίζω φοράω τα καλά μου. Σκατάνθρωπος είμαι όταν αναδύεται από μέσα μου ο εγωκεντρισμός. Ένα πράγμα που, αν με αφήσω ελεύθερο, ξέρω ότι αυτό το τέρας θα αναπτυχθεί. Επομένως θα πρέπει να μπαίνω σε διαδικασία κάπως να το περιορίζω. Να μην το τρέφω τουλάχιστον».

Και πώς το πετυχαίνει;

«Εγώ με Θεό το κάνω. Μόνος μου δε θα μπορούσα. Δε γίνεται νομίζω. Επειδή ο άνθρωπος είναι μυστήριο δε μπορεί να καθοδηγηθεί μόνος του, χρειάζεται κάτι πέρα από αυτόν τον κόσμο».

Η πειθαρχία που ασκεί στο δικό του τέρας οδηγεί οργανικά την κουβέντα στο κίνημα του #MeToo και το απόστημα που ακόμα αναβλύζει στον χώρο του θεάματος.

«Αυτά είναι σκληρά, πολύ σκληρά πράγματα. Γίνονται σε κάθε χώρο δυστυχώς και σε κάθε οικογένεια. Ακόμα πιο σκληρά πράγματα. Τώρα είναι λίγο περίεργο αυτό που θα πω, αλλά δεν έχει σημασία τόσο το γεγονός. Σημασία έχει το πώς θα σταθείς απέναντι στο γεγονός. Και εύχομαι να μας δίνεται η δυνατότητα να βρίσκουμε τη δύναμη να στεκόμαστε πιο ξεκάθαρα στα γεγονότα, γιατί πολλές φορές τα πάθη και οι επιθυμίες γίνονται εμμονές μετά και αλλοιώνεται ο άνθρωπος. Συμπεριφέρεται κτηνωδώς. Δεν έχει κάτι να τον φρενάρει. Επομένως σε αυτή την περίπτωση, σε ό,τι δεν αντέχεις απομακρύνεσαι, φεύγεις. Το να υπομένεις μία τέτοια κατάσταση… θα πρέπει ή να είσαι άγιος, να έχεις τόση αγάπη, ή να το υπομένεις αρρωστημένα, να μη μπορείς να το ανεχτείς όλο αυτό δηλαδή και μετά να σε σκάσει. Χρειάζεται διάκριση εκεί και προσοχή».

Δε θα μπορούσαν να μπουν όμως και κάποιες δικλείδες ασφαλείας;

«Θα μπορούσαν ναι, αλλά ξέρεις οι νόμοι πολλές φορές – ειδικά στην Ελλάδα – δεν ξέρω αν ισχύουν κιόλας. Ο καθένας κάνει ό,τι να ‘ναι. Ισχύουν κάποια, κάποια άλλα δεν ισχύουν, υπάρχουν διαπλοκές. Έχει χαθεί η εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη και στο κατά πόσο εφαρμόζεται για όλους. Πιο πολύ πιστεύω στην πνευματική καλλιέργεια του ανθρώπου, να μπαίνει σε μία διαδικασία να αυτοπεριορίζεται από μόνος του, να μη χρειάζεται έναν νόμο πάνω από το κεφάλι του. Δε χρειάζεται να σκέφτομαι ότι θα πάω φυλακή εάν πάω να βιάσω κάποια».

Και με τους υπόλοιπους, αυτούς που δε θα αυτοπεριοριστούν, τι κάνουμε;

«Ανοχή και απόσταση. Εγώ τουλάχιστον αυτό κάνω στον εαυτό μου. Όταν δεν είμαι συμβατός με κάποιον άλλο άνθρωπο γιατί κάτι αισθάνομαι, παίρνω απόσταση. Δεν εμπλέκομαι γιατί δεν έχω την αγάπη να τον συναναστραφώ για να ανεχτώ το στρεβλό του νου».

«Αν δε μπορούμε να περιορίσουμε τα πάθη μας αυτά μετά γίνονται τέρατα»

Δεν είχε πάντοτε, βέβαια, αυτή την ψυχραιμία. Στα πρώτα, πιο ευάλωτα χρόνια της καριέρας του, τα όρια δεν έμπαιναν εύκολα.

«Όχι όχι, δεν τα έβαζα. Ίσα-ίσα ερχόμουν σε σύγκρουση. Επειδή ήμουνα και δίχρονο – δηλαδή έφτανα στα κόκκινα πολύ γρήγορα – ήμουν στη σύγκρουση. Τώρα αποφεύγω τις συγκρούσεις. Προσπαθώ όσο είναι δυνατόν. Αλλά τι να κάνουμε; Αφού αυτοί είμαστε. Αν δε μπορούμε να περιορίσουμε τα πάθη μας αυτά μετά γίνονται τέρατα. Είναι εμμονές. Είναι βασανισμός, δεν είναι αστείο. Δεν είσαι εσύ πλέον. Δεν είμαστε άνθρωποι ελεύθεροι, είμαστε υποδουλωμένοι στις εμμονές μας».

Ο χαρακτήρας του στα Μήλα ξεκινά την ιστορία του υποδουλωμένος στον πόνο. Μήπως η απώλεια μνήμης είναι και ευλογία όμως καμιά φορά;

Για τον Άρη Σερβετάλη δεν υπάρχει τέτοιο σενάριο.

«Δε θα ήθελα να ξεχάσω γιατί έχω αντιληφθεί ότι για κάποιο λόγο γίνονται τα πράγματα. Μετά – αν περάσεις τη διαδικασία δια του πόνου δηλαδή – γίνεται καρποφόρα. Ανθίζεις. Σου δίνει καρπούς όσο σκληρό κι αν είναι το γεγονός. Έχω την αίσθηση ότι και να ξεχάσεις, τον πόνο δε θα τον αφαιρέσεις από μέσα σου. Αυτός ο βασανισμός που υπάρχει και που είναι ίσως μακροπρόθεσμα και λυτρωτικός για την ψυχή σου, θα υπάρχει. Απλά αν χάσεις τη μνήμη σου δε θα ξέρεις για ποιο λόγο βασανίζεσαι έτσι. Αλλά νομίζω δεν τον αποφεύγεις τον πόνο όσο και να προσπαθείς να τον κρύψεις, ή να κάνεις ότι τον ξεχνάς, ή κι αν όντως να τον έχεις ξεχάσει. Η ψυχή είναι ένας καταγραφέας. Έχει καταγράψει το γεγονός και την τοποθέτησή μας. Νομίζω δε γλιτώνεις».

Τα Μήλα κυκλοφορούν στις 3 Ιουνίου στα θερινά σινεμά από τη Feelgood.