Leonardo Cendamo/Getty Images
ΒΙΒΛΙΟ

Édouard Louis, το νέο τρομερό παιδί της σύγχρονης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας

Μόλις στα 28 του χρόνια, ο Édouard Louis ξεσηκώνει αντιδράσεις, μεταφράζεται σε πολλές γλώσσες του κόσμου, γράφει βιωματικά αλλά ταυτόχρονα και πολιτικά.

Η κοινότητα του Hallencourt είναι μία από εκείνες τις όχι-και-άσχημες παραθαλάσσιες περιοχές που υπάρχουν στον βορρά της Γαλλίας. Το πιθανότερο είναι ότι θα ερχόμασταν και θα φεύγαμε από αυτόν τον μάταιο κόσμο όπως και τόσοι άλλοι μη γνωρίζοντας και μην αποζητώντας ποτέ οτιδήποτε αφορά το ίδιο ή τους μόλις 1400 κατοίκους του. Από το 2014 και μετά όμως, η ροή των πραγμάτων ανατράπηκε. Η πλακόστρωτη γραφική πόλη με τη θαλάσσια αύρα της αλλά και τις δύσκολες ανθρώπινες ζωές είναι η γενέτειρα του Édouard Louis, ενός εκ των σημαντικότερων εκπροσώπων (τουλάχιστον με όρους επίδρασης) της νέας γενιάς Ευρωπαίων λογοτεχνών.

Ο Louis συστήθηκε στο κοινό της Γαλλίας το 2014 με το En finir avec Eddy Bellegueule, μεταφρασμένο στα ελληνικά ως Να τελειώνουμε με τον Εντί Μπελγκέλ (εκδ. Αντίποδες). Θα έχετε σίγουρα υπόψη σας τις διάφορες βαρετές βιβλιοκριτικές μη-ενθουσιασμένων κριτικών που επισημαίνουν ως πλεονέκτημα την τουλάχιστον συγγραφική ωριμότητα του συγγραφέα στον οποίον αναφέρονται. Το Να τελειώνουμε με τον Εντί Μπελγκέλ είναι μάλλον το ακριβώς αντίθετο. Μπολιασμένο με μία φαινομενικά ακατέργαστη οργή δεν έχει να μας δώσει αυτό το περίσσευμα συγγραφικής ωριμότητας. Η αλήθεια είναι ότι αν έλειπε κάτι από τα γράμματα, αυτό σίγουρα δεν είναι ακόμα ένα βίωμα ενός μεσοαστού straight άντρα με καλές σπουδές που έχει καταπιεί όλη την παγκόσμια λογοτεχνία. Εδώ, λοιπόν, έχουμε κάτι τελείως διαφορετικό.

Σε αυτό το πρώτο του βιβλίο ο Louis μάς αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο τη δική του ιστορία  στο φτωχό προπύργιο πατρός και κόρης Le Pen. Σε αυτή την queer ιστορία ενηλικίωσης (η γαλλική λογοτεχνία έχει παράδοση στις αυτοβιογραφίες) δεν υπάρχει τίποτα το ρομαντικό για το πέρασμα από την παιδική στην εφηβική ηλικία με τα ζεστά χρώματα του σούρουπου και τους εφηβικούς έρωτες. Ο Louis αφηγείται με τον πιο ωμό και νατουραλιστικής υφής τρόπο το πώς η τοξική αρρενωπότητα μιας ηττημένης σποράς ανθρώπων κατέστρεψε την παιδική και εφηβική του ηλικία, περιγράφει τις μάταιες προσπάθειες να χωρέσει κάπως στα προκαθορισμένα πρότυπα κανονικότητας στα οποία εκείνος δε χώραγε και τελικά λυτρώνεται μέσα από την οριστική ρήξη με όσα τον μεγάλωσαν.

Η ζωή στο Hallencourt παρουσιάζεται μακριά από καρτποσταλικές διαθέσεις. Οι άνθρωποι κουβαλάνε τραύματα, οι σχέσεις μεταξύ τους είναι αποστασιοποιημένες ακόμα και αν μιλάμε για τις ίδιες τις οικογένειες. Το αλκοόλ είναι εν πολλοίς το μόνο καταφύγιο. Εργάτες που είχαν συνηθίσει να βιώνουν τη βία μιας απόμακρης και καθώς πρέπει ελίτ και έψαχναν να αναπαράγουν κάπου μια δική τους εκδοχή βίας. Ο Louis αφού έχει συνάψει ερωτικές σχέσεις με διάφορους άντρες απορεί γιατί να είναι εκείνος που πρέπει να δέχεται το μίσος και τις κακοποιητικές πράξεις ουσιαστικά απηχώντας τη θέση του Foucault ότι το «έγκλημα δεν είναι να έχεις κάνει κάτι αλλά να είσαι κάτι».

Όταν το βιβλίο εκδιδόταν, ο Louis ήταν μόλις 22 ετών. Γεννήθηκε και μεγάλωσε ως Eddy Bellegueule, η σχέση του όμως με το παρελθόν ήταν τέτοια που τον οδήγησε το 2013 στην επιλογή ενός νέου ονόματος που θα σηματοδοτούσε τη ρήξη με την παιδική του ηλικία. Στην ουσία και διαβάζοντας το βιβλίο καταλαβαίνουμε αυτό το πέρασμα: Το τέλος του Bellegueule και την αφετηρία του Louis. «Το να με ελκύουν ερωτικά τα αγόρια άλλαξε όλη τη σχέση μου με τον κόσμο», γράφει κάπου και συνεχίζει «με ενθάρρυνε να ταυτιστώ με αξίες διαφορετικές από εκείνες της οικογένειάς μου». Η πιθανότητα να μοιραστεί το ίδιο όνομα με τον πατέρα του και τον παππού του ως συνεχιστής της οικογενειακής γενεαλογίας δεν ήταν αυτό που επιθυμούσε.

Ο Louis αρχίζει να πουλάει χιλιάδες αντίτυπα και να μεταφράζεται σε πολλές χώρες του κόσμου. Το βίωμά του και κυρίως ο ωμός τρόπος που το αφηγείται ξεσηκώνει και αντιδράσεις. Ταυτόχρονα γίνεται ένας από τους γνωστότερους πολέμιους της γαλλικής μπουρζουαζίας και εντάσσεται στην αριστερά. Το 2016 εκδίδει το δεύτερο βιβλίο του, Histoire de la violence που στα ελληνικά μεταφράζεται ως Η Ιστορία της Βίας (εκδ. Αντίποδες). Εδώ ο Louis επιλέγει έναν θραυσματικό λόγο, μία αφήγηση που σπάει σε δύο κομμάτια (του ίδιου και της αδερφής του) και αφορά μία ακόμα τραυματική εμπειρία της ζωής του όχι στο ξεχασμένο Hallencourt αλλά στο κοσμικό Παρίσι.

Το 2018 έρχεται το τρίτο και κατά τη γνώμη μου καλύτερο βιβλίο του. Το Qui a tué mon père (Ποιος Σκότωσε τον Πατέρα μου, εκδ. Αντίποδες) δεν ξέρω αν θα μπορούσε να σταθεί μόνο του για τον αναγνώστη που δεν έχει διαβάσει τα δύο προηγούμενα και ιδίως το πρώτο. Στο επίκεντρο εδώ μπαίνει ο πατέρας του που ήδη μας είχε παρουσιαστεί ως ένας απόμακρος, τοξικός άνθρωπος χωρίς όνειρα και προσδοκίες αλλά με μία διαρκή οργή για τα πράγματα.  Αν έχει περάσει καιρός από τότε που διαβάσατε το πρώτο βιβλίο του Louis σίγουρα θα σας έχει μείνει ότι ένας από τους πυρήνες της αφήγησης ήταν η σχέση μεταξύ του Eddy και του πατέρα. Με μία μυρωδιά αλκοόλ, ήχους δωματίου και φωνές απόγνωσης. Στο πρόσωπο του πατέρα του φαινόταν όλη η αποξένωση που βρήκε ο συγγραφέας από τη γενέτειρα του.

Ξέροντας περίπου τον άξονα του βιβλίου, όταν το έπιασα στα χέρια μου περίμενα ένα ξέσπασμα ανεπεξέργαστης οργής και μίσους για τον τοξικό πατέρα. Ο τίτλος με προδιάθετε και αυτός για κάτι τέτοιο. Τα πράγματα τελικά δεν ήταν όπως τα περίμενα. Φτιάχνοντας ένα μεγάλο σχήμα, θα μπορούσε κανείς να πει ότι η μετάβαση που κάνει ο Louis στην περιγραφή του πατέρα του είναι και η μετατόπιση που αναζητάει η γαλλική αριστερά την οποία υποστηρίζει και αντιπροσωπεύει ο Louis. Μία προσπάθεια να μιλήσεις πολιτικά ακόμα και για το φαινομενικά τελείως ιδιωτικό βίωμα της σχέσης με τον πατέρα σου. Καταλαβαίνοντάς τον καταλάβαινε και όλα όσα τον κατέστρεψαν.

Ο λόγος του Louis ανανεώνεται.  Εδώ έχουμε έναν συγγραφέα που βρίσκεται σε μία διαλογική συζήτηση. Σκέψεις που το πιθανότερο είναι ότι ποτέ δεν εκφράστηκαν δια ζώσης. Αν πάρεις την εργαστηριακή λαβίδα και αρχίσεις να το μελετάς σίγουρα θα βρεις αρκετά μειονεκτήματα. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη ταυτότητα, οι αναλύσεις είναι σε κάποια σημεία φλύαρες και πολύ συχνά το νιώθεις άνισο. Η παθιασμένη γραφή όμως είναι που με έκανε να τα ξεπεράσω όλα και να διαβάσω το βιβλίο σε λιγότερο από μία ώρα. Είναι σαν να διαβάζεις τις σκέψεις ενός ανθρώπου που πολλές φορές συνειδητοποιεί κομμάτια του παρελθόντος του την ώρα ακριβώς που γράφει γι’αυτά. Η λογοτεχνία της εποχής μας έχει συχνά κάτι από το ντιβάνι του ψυχαναλυτή.

Ο πατέρας του δεν παρουσιάζεται πια ως θύτης αλλά ως θύμα. «Η αποτυχία μου με έσωσε» ήταν μία από τις φράσεις του Louis σε μία από τις συνεντεύξεις του. Η αποτυχία του να χωρέσει σε αυτά που περίμεναν οι άλλοι από αυτόν. Να φανεί ο άντρας που οδηγεί αμάξια, περπατάει με σηκωμένους τους ώμους, παθιάζεται με το ποδόσφαιρο και κυνηγάει γυναίκες. Αυτή η αποτυχία τον έκανε τελικά να σπουδάσει (ο πρώτος της οικογενείας του που πάει πανεπιστήμιο) και τελικά να κερδίσει μία νέα ζωή. Η αποτυχία του πατέρα του όμως ήταν κάτι διαφορετικό. Κατά την ανάγνωση του βιβλίου ξεχνάμε το αντανακλαστικό μίσος που νιώθουμε προς έναν ομοφοβικό, πιεστικό και μισαλλόδοξο πατέρα. Βλέπουμε πια και το θύμα μιας κοινωνίας που τον ώθησε να γίνει αυτό που έγινε. Ο Louis μιλάει για τη σχέση του με έναν άνθρωπο που το κράτος, αφού τον κατάστρεψε σωματικά ποντάροντας στην υπεραξία του, άρχισε να τον αντιμετωπίζει ως παράσιτο. Γυρνάει πίσω και τον βλέπει με καταστραμμένη μέση να ζει μία ζωή ανάξια, εξαρτημένος από τα πενιχρά επιδόματα του γαλλικού κράτους.

Το βιβλίο αυτό του Louis βγαίνει το 2018, 4 χρόνια μετά τον Eddy. Είχε μεσολαβήσει μία τετραετία κατά την οποία οι δύο κόσμοι, ο κόσμος του Hallencourt και αυτός των λογοτεχνικών κύκλων που το αποθέωναν είχαν συγκρουστεί με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Από τα τρομακτικά ποσοστά της Marine Le Pen, στο Brexit και στον Πρόεδρο Trump. O κανόνας σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ήταν ο ίδιος. Μία απεγνωσμένη τάξη παραμελημένων ανθρώπων που έχτιζαν έψαχναν πού να στρέψουν την οργή τους. Από την άλλη μία σχεδόν μαγική σκέψη ως προς την αντιμετώπισή τους με σκόρδα, σταυρούς και άλλων ειδών μαντζούνια χωρίς ποτέ κανείς να ασχολείται με τις αιτίες που κατασκεύασαν όλες αυτές τις μάζες οργής. «Για την ελίτ γενικά, η πολιτική είναι ένα ζήτημα αισθητικής: Ένας τρόπος «βλέπεις τον εαυτό σου, ένας τρόπος να βλέπεις τα πράγματα, να κατασκευάζεις την προσωπικότητά σου. Για μας ήταν ζήτημα ζωής ή θανάτου».

Τον προσεχή καιρό είναι πολύ πιθανό ότι η φήμη του θα εκτοξευτεί ακόμα περισσότερο. Ο James Ivory (του εκπληκτικού Call me by your Name) θα γυρίσει μία σειρά για το Netflix που θα βασίζεται στα δύο βιβλία. Ο συνδυασμός των δύο μοιάζει στα χαρτιά υπέροχος. Το πώς θα γίνουν εικόνα αυτά που έχουμε διαβάσει, μένει απλά να το δούμε. Η ιστορία που έχει να αφηγηθεί ο Louis θα είναι πάντα μία ιστορία βίας.