ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Ο φόβος των γηρατειών

Ο Αντώνης Καρπετόπουλος, με αφορμή το 'Μαγεία στο Σεληνόφως', γράφει για τον μέτριο πια Γούντι Άλεν που μοιάζει να δουλεύει για να δουλεύει.

Με την έναρξη της σεζόν, αρχές Σεπτεμβρίου, σε περιμένουν το εκκαθαριστικό της εφορίας και η πληρωμή του, η ασφάλεια του αυτοκινήτου και η ανανέωσή της, καμιά φορά ένας χωρισμός, αφού ο Σεπτέμβριος βολεύει όποιον θέλει να κάνει μια νέα αρχή και σχεδόν πάντα μια νέα ταινία του Γούντι Άλεν.

Η εφετινή που έχει τον τίτλο «Μαγεία στο Σεληνόφως» δεν συγκαταλέγεται στις καλύτερες του: θα ήταν άλλωστε δύσκολο. Ένας άνθρωπος που έχει γυρίσει 50 ταινίες και πλησιάζει τα 80 χρόνια είναι άξιος θαυμασμού για το κέφι του για δουλειά. Αλλά  μέχρι τόσο.

 

Ο Κλιντ Ίστγουντ, ένας άλλος που δουλεύει μανιωδώς σε μια ηλικία που θα έπρεπε να ξεκουράζεται, είπε πρόσφατα ότι η δουλειά είναι ένας τρόπος να ρίχνεις πόρτα στα γηρατειά. «Ποτέ δεν άφησα τα γηρατειά να μπουν στο σπίτι. Εάν κάποιος σταματήσει να κοιτάει μπροστά, δεν υπάρχει κάτι άλλο να κάνει από το να στρέψει το βλέμμα προς τα πίσω του και να πέσει στη νοσταλγία» ήταν η απάντησή του σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφου της El Pais.

Η φράση είναι ωραία, αλλά είναι και η επιτομή της μελαγχολίας, όπως περίπου και οι τελευταίες ταινίες του Γούντι Άλεν.

Γιατί άραγε δεν πρέπει κάποιος ν αφήσει τα γηρατειά να μπουν στο σπίτι; Και γιατί αν στρέψεις το βήμα προς τα πίσω πρέπει ντε και καλά να νοσταλγείς; Μπορείς να μην νοσταλγείς, αλλά απλά να θυμάσαι. Μπορείς να είσαι σοφός και όχι γκρινιάρης.

 

Ο φόβος των γηρατειών είναι μια προσωπική φοβία – δεν φοβούνται όλοι τα γηρατειά. Πιθανότατα τα φοβούνται λίγο περισσότερο οι καλλιτέχνες που θεωρούν τον χρόνο συνώνυμο του θανάτου. Πιστεύω πως κάνουν λάθος: ο χρόνος έχει κυρίως σχέση με τη ζωή. Όσο τρέχει, ακόμα κι αν μας φαίνεται ότι τρέχει γρήγορα, είναι αυτός που ορίζει τη ζωή μας, της δίνει αρχή και τέλος αφήνοντάς μας το δικαίωμα να της δώσουμε περιεχόμενο.

Ο Ίστγουντ τουλάχιστον έχει τη σύνεση να προικίζει τις ταινίες του πάντα με μια απαραίτητη δομή: μπορεί αυτές να μην ξεχειλίζουν από φρεσκάδα, αλλά ο ακαδημαϊσμός τους μαρτυρά μια κάποια φροντίδα – ίσως και την άγια φιλοδοξία του δημιουργού τους να είναι η τελική του ταινία η απόδειξη της σκηνοθετικής του αξιοπρέπειας.

Ο Γούντι Άλεν από την άλλη, αυτά τα χει προ πολλού διαγράψει: δουλεύει για να δουλεύει, νομίζοντας ότι μπορεί όπως πριν από είκοσι χρόνια να βρίσκει την έμπνευση και τη δύναμη που απαιτεί το γύρισμα μιας ταινίας το χρόνο.

Το κάνει απολαμβάνοντας σαν τον γυμνό βασιλιά την βεβαιότητα ότι κανείς δεν θα φωνάξει κάτι για τη γύμνια του. Όσο πιο μέτριες είναι οι ταινίες του, όχι μόνο κανείς δεν μιλά για τα ψεγάδια τους, αλλά όλοι συνωστίζονται για να συνεργαστούν μαζί του!

 

Στα νιάτα του ο Γούντι Άλεν ταλαντεύτηκε ανάμεσα στο Μπέργκμαν και τον Φελίνι. Έκανε και πολλά μέτρια πράγματα, αλλά τον αγαπήσαμε και για τα πολλά καλά του. Όμως από την ώρα που πέρασε τα 70 (το 2005 μας έδωσε το σπουδαίο Ματς Πόιντ) ό,τι κάνει ανήκει στην ζώνη του «ό,τι να ναι».

Σε αυτό το συρφετό μιας σχεδόν πολτοποιημένης παραγωγής εύκολων ταινιών, που δεν είναι απαραίτητα άδειες από έμπνευση, αλλά είναι πάντα ανολοκλήρωτες, χωρίς κορύφωση και χωρίς ειρμό, μπορεί να βρει κανείς σκηνές που τον διασκεδάζουν ή καταστάσεις άξιας προσοχής.

Ο χαρακτήρας της Τζασμίν πχ. έχει ενδιαφέρον, αν και κλεμμένος από το Λεωφορείο ο Πόθος. Κάποιες ιστορίες από το «Θα συναντήσεις ένα ψηλό μελαχρινό» θα καθόσουν να τις ακούσεις αν στις διηγούνταν ένας φίλος. Το ξεκατίνιασμα των πρωταγωνιστριών στο «Βίκυ Κριστίνα Μπαρτσελόνα» επίσης μπορεί να ευχαριστήσει ένα άντρα που χαίρεται με ιστορίες γυναικείας καψούρας, αλλά όλα αυτά ελάχιστη σχέση έχουν με το καλό σινεμά του Γούντι Άλεν, το γεμάτο μπρίο, ατάκες δολοφονικές και χαρακτήρες που απογείωναν την πλοκή.

 

Ένας φίλος μου έλεγε ότι μας έχει διασκεδάσει τόσο, ώστε πρέπει να τον βλέπουμε σαν παππού που λέει ιστορίες – ίσως λίγο παλιομοδίτικες, αλλά πάντα ιστορίες. Δεν θα είχα κανένα πρόβλημα αν ήταν έτσι: λατρεύω τους παππούδες και τις ιστορίες τους και πιστεύω πως αυτές είναι η αληθινή κληρονομιά τους.

Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που αποδέχονται τα γηρατειά τους και που νοιώθουν την ανάγκη να μοιραστούν με κάποιον τις μνήμες τους. Όμως ο καλός Γούντι, προσπαθώντας να παίξει κρυφτό από τον χρόνο που τρέχει, δεν θέλει αυτό το ρόλο και νομίζει πως κάθε του ταινία του επιτρέπει να γίνει τζόβενο – στην τελευταία που εμφανίστηκε και ως ηθοποιός, στο Scoop, σαλιάριζε με την Σκάρλετ Γιόχανσον – πανάθεμά τον – νομίζοντας ότι είναι ένας γοητευτικός, εσωστρεφής διανοούμενος, ενώ όλοι έβλεπαν ένα ξεμωραμένο.

Αυτή του η ματαιοδοξία μου προκαλούσε ένα είδος συμπόνιας – το ομολογώ. Αλλά η συμπόνια είναι πάντα ο πρόδρομος της θλίψης.

Ίσως τελικά αυτές οι άνισες, άχρωμες, ανολοκλήρωτες ταινίες του να είναι ένα είδος συμβουλών για το τι δεν πρέπει να κάνει κανείς φτάνοντας στην ηλικία του. Ίσως με αυτά τα χαζομελό παραμυθάκια ο παππούς να μη θέλει να μας βάλει για ύπνο, αλλά να προσπαθεί να μας δώσει συμβουλές, ώστε να μην γίνουμε γερνώντας μανιακοί και ματαιόδοξοι, όπως αυτός.

Τον έχω για όλα ικανό…