ΒΙΒΛΙΟ

Ο γνωστός άγνωστος Ηρακλής Πουαρό επέστρεψε

Ο Αντώνης Καρπετόπουλος γράφει για έναν από τους αγαπημένους του παιδικούς ήρωες που αναστήθηκε από την πένα της Σόφι Χάνα.

Τα βιβλία της Αγκάθα Κρίστι, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν οι ιστορίες με ήρωα τον Ηρακλή Πουαρό, τα πρωτογνώρισα πιτσιρικάς χάρη στις εκδόσεις Λυχνάρι. Είχαν κίτρινα εξώφυλλα με μια φωτογραφία – στο μυαλό μου ήταν τον καιρό εκείνο τα… άρλεκιν των αγοριών. Τα διάβαζα πάντα καλοκαίρι και ήταν ευχάριστες σπαζοκεφαλιές. Όταν έβρισκα το δολοφόνο πανηγύριζα: δεν συνέβαινε συχνά. Είχα υποτιμήσει την λογοτεχνική τους αξία.

 

Θυμάμαι την αποκάλυψη του δολοφόνου από τον Πουαρό στο συγκεκριμένο βιβλίο ακόμα τώρα: μου ‘χε προκαλέσει τον ίδιο θαυμασμό με το γκολ του Μαραντόνα κόντρα στους Άγγλους. Έτσι, όταν έπεσε στα χέρια μου η νέα του περιπέτεια, υπό τον τίτλο ‘Έγκλημα με υπογραφή’ που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Διόπτρα και με συγγραφέα πάλι μια γυναίκα, την Αγγλίδα ποιήτρια και λογοτέχνη Σόφι Χάνα, ομολογώ ότι ένοιωσα και περιέργεια (αφού η νεκρανάσταση ενός εφηβικού μου ήρωα έχει κάτι το μακάβριο) αλλά και δέος (αφού αγωνιούσα για την επιστροφή).

Tι προκαλεί το θάνατο

Ο Πουαρό δημιουργήθηκε από την Αγγλίδα πριγκίπισσα του νουάρ στα χρόνια της αποκαλούμενης ‘χρυσής εποχή της αστυνομικής λογοτεχνίας’: είναι η περίοδος που ξεκινά μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και ολοκληρώνεται με το ξέσπασμα του δεύτερου. Ο κόσμος έχει εξοικειωθεί με το θάνατο περισσότερο από ποτέ: ως γεγονός, ο θάνατος ενδιαφέρει λιγότερο από το τι τον προκάλεσε – άλλωστε νεκρούς έχουν όλοι λόγω του πολέμου.

Η Αγκάθα Κρίστι, ειδικά μετά το 1930, αφήνει κατά μέρους κάθε προσπάθεια να σε καταπλήξει με τη γραφή της και αποφασίζει ότι μια αστυνομική ιστορία πρέπει να αφορά αποκλειστικά τη διαλεύκανση ενός μυστηρίου. Το παρουσιάζει στον αναγνώστη από την αρχή, του αιχμαλωτίζει το ενδιαφέρον, του μεγαλώνει την περιέργεια για την λύση, η οποία πάντα έρχεται μόνο στο τέλος.

 

Αντίθετα με το μεταπολεμικό και το μοντέρνο αστυνομικό μυθιστόρημα, όπου ο αναγνώστης μαθαίνει τα πάντα για τον ντετέκτιβ –ερευνητή- ήρωα, στην περίπτωση του Πουαρό ο ντετέκτιβ είναι ένας μεγάλος άγνωστος: δεν παρακολουθούμε, παρά σπάνια, τη σκέψη ή τη ματιά του, αφού αφηγητής είναι κάποιος άλλος – συνήθως, αλλά όχι πάντα, ο φίλος επιθεωρητής Άρθουρ Χάστινγκς.

Στα καλύτερα από πλευράς αφήγησης βιβλία της Αγκάθα Κρίστι ο Πουαρό είναι ο αναγνώστης: και οι δυο θέλουν να λύσουν το αίνιγμα εξετάζοντας παραμέτρους εξ αποστάσεως.

Συγγραφικό παιγνίδι  

Οι ιστορίες της Αγκάθα Κρίστι λέγεται ότι έχουν πουλήσει ένα δισεκατομμύριο αντίτυπα στα αγγλικά, και ένα ακόμη δισεκατομμύριο σε εκατό και πλέον άλλες γλώσσες. Λέγεται ότι η λαίδη του αστυνομικού συνήθιζε να γράφει κάθε βιβλίο της μέχρι το τελευταίο κεφάλαιο και μετά αποφάσιζε ποιος χαρακτήρας ήταν λιγότερο πιθανό να συγκεντρώσει υποψίες. Όταν κατέληγε στον δολοφόνο της, έκανε τις απαραίτητες αλλαγές στο κείμενο και τον ενοχοποιούσε.

Παίζοντας αυτό το συγγραφικό παιγνίδι, ποτέ δεν φρόντισε να μας δώσει όλο το background του μεγάλου της ήρωα. Η συγγραφέας τον πρωτοεμφανίζει το 1920 στο βιβλίο της ‘Η μυστηριώδης υπόθεση στο Στάιλς’. Έξι χρόνια αργότερα, στο λογοτεχνικά καλύτερό της μυθιστόρημα (‘Ποιος σκότωσε τον Ρότζερ Ακρόιντ;’) ο Πουαρό είναι ήδη ένας ηλικιωμένος συνταξιούχος που έχει εγκαταλείψει το Λονδίνο και ασχολείται με τους κήπους του!

 

Χαρακτηριστικό επίσης της δύσκολης σχέσης της συγγραφέως με τον ήρωά της είναι ότι έγραψε το τελευταίο μυθιστόρημα με ήρωα τον ίδιο, (την ‘Αυλαία’ στην οποία ο Πουαρό πεθαίνει από καρδιά, γεράματα και τύψεις) τριάντα ολόκληρα χρόνια πριν την έκδοσή του το 1975. Αφού έχτισε το τέλος του, με την βεβαιότητα ότι ο ήρωας της είναι ευάλωτος, συνέχισε να εξιστορεί τα κατορθώματα του.

Η νεκρανάσταση του Πουαρό δεν ήταν απλή υπόθεση γιατί έχουμε να κάνουμε με ένα δύσκολο ήρωα – πολύ γνωστό και την ίδια στιγμή σχεδόν άγνωστο. Οι φανατικοί του ξέρουμε πολλά για το χαρακτήρα του, αγνοούμε, όμως, πολλά για τη ζωή του – ο Πουαρό, αντίθετα από άλλους νεκραναστημένους ήρωες όπως ο Τζέιμς Μπόντ πχ, δεν υπάρχει χωρίς τα μυστήρια του.

Είναι ένας Βέλγος ντετέκτιβ που αγαπάει την τάξη, καταφεύγει στις επαγωγές κι έχει αναλυτικές ικανότητες και ψυχραιμία. Όμως είναι σχεδόν ασέξουαλ, υπερβολικά καθολικός, ελάχιστα γοητευτικός και σχεδόν βαρετός: είναι μάλλον τυχερός γιατί στις τηλεοπτικές μεταφορές των περιπετειών του το ρόλο του ερμήνευσαν κάποια ‘τέρατα’ του βρετανικού κινηματογράφου, όπως Ντέιβιντ Σάσετ, ο Αλμπερτ Φίνεϊ και κυρίως ο μεγάλος Πίτερ Ουστίνοφ. Όμως κι αυτοί ακόμα τον προίκισαν με τη συμπάθεια που προκαλεί η εκκεντρικότητα και η ξεροκεφαλιά, αλλά δεν του έδωσαν τη γοητεία που πρέπει να έχει ένας ντετέκτιβ.

 

Παρότι έχει διατελέσει διευθυντής αστυνομικού τμήματος στις Βρυξέλλες δεν έχει τίποτα το δυναμικό: όπλο δεν πιάνει, ατρόμητος δεν είναι, γενναίο δύσκολα τον λες και οι ατάκες του είναι συνήθως κοινότυπες – η διασημότερη είναι το κλασσικό «ο φόνος είναι μια συνήθεια». Έχουμε ακούσει και καλύτερα.

Φύτεψε ένα αφηγητή

Η Σόφι Χάνα παρέλαβε αυτό το στρουμπουλό, μουστακαλή, ψιλογκρινιάρη, καλοζωισμένο, υπερόπτη εγωκεντρικό αλλά προικισμένο υπεραναλυτή και σωστά πράττοντας απέφυγε να μας δώσει νέα στοιχεία για το ποιος είναι, πως προέκυψε, τι κάνει και πως απέκτησε τα χαρίσματά του: όσα ξέρουμε αρκούν. Τον έβαλε στη μέση ενός ωραίου μυστηρίου που ξεκινά σε ένα εστιατόριο από αυτά που ο ίδιος λατρεύει στο Λονδίνο του 1929.

 

Δεν ξέρω αν θα μείνει ο Πουαρό – δεν είναι εύκολος και η εποχή μας δεν αντέχει τις εκκεντρικές αυθεντίες. Αλλά χάρη και στην εξαιρετική μετάφραση του Αύγουστου Κορτώ, ομολογώ ότι η επιστροφή του με διασκέδασε μέσα στο καταχείμωνο, όσο οι ιστορίες του, που πριν τριάντα χρόνια διάβαζα στα κίτρινα βιβλιαράκια που αγόραζα στα περίπτερα καλοκαιριάτικα.