Ο Idris Elba τα βάζει με δεινόσαυρους, τον James Bond και τον Nelson Mandela
Χρειάστηκε να πατήσει τα 41 του, αλλά ο Stringer Bell του The Wire τα κατάφερε να γίνει πρώτη μούρη στο Χόλυγουντ. Και σκέψου ότι, αν οδηγείς παλιό Ford Fiesta, παίζει να στο έχει συναρμολογήσει εκείνος.
- 9 ΝΟΕ 2013
Αυτή τη στιγμή που μιλάμε ο -με ρίζες από τη Σιέρα Λεόνε- Λονδρέζος βρίσκεται στη Μαδρίτη για τα γυρίσματα του The Gunman απέναντι στον Javier Bardem και τον Sean Penn. Ιδανικός επίλογος σε μια χρονιά γεμάτη επιτυχίες (βλέπε Pacific Rim) και ένα καλοκαίρι γεμάτο από Ibiza και μουσική (αφού πρώτα νοιώθει DJ και μετά ηθοποιός) και πρελούδιο στο τι έχει να συμβεί όταν κυκλοφορήσει η βιογραφία του Nelson Mandela στην οποία πρωταγωνιστεί. Όχι και άσχημα για ένα πρώην μικρο-έμπορο ναρκωτικών που κάποτε κοιμόταν μέσα στο βαν του κάπου στο New Jersey.
Είμαι σίγουρος ότι το συγκεκριμένο παλικάρι (με 190 εκατοστά μπόι), αν και δεν του φαίνεται, έχει ρίξει πολύ κλάμα στη ζωή του. Κλάμα όταν χαράμισε μια δεκαετία σε χαμαλο-δουλειές μέχρι που αποφάσισε μια νύχτα να παρατήσει τη θέση του στο εργοστάσιο της Ford, στο οποίο ο πατέρας του -μετά από 30 χρόνια δουλειάς- ήταν διευθυντής, και να βγάλει εισιτήριο χωρίς επιστροφή για Νέα Υόρκη.
Κλάμα όταν, στα 28 του, τον παράτησε στις ΗΠΑ η πρώτη του γυναίκα, λίγο μετά τη γέννηση της κόρης του, επειδή δεν άντεξε να ζει μεροδούλι μεροφάι με τον ίδιο να φτάνει στο σημείο να πουλάει ναρκωτικά ενώ ήταν μπράβος σε ένα comedy club.
Κλάμα για τους μήνες που αναγκάστηκε να ζει μέσα στο βαν του (σ.σ. εκεί που έκανε πρόβες για την audition του στο Wire), με την βίζα του να λήγει, χωρίς να έχει καταφέρει να βρει έστω ένα ρολάκι.
Κλάμα (από τα νεύρα του αυτή τη φορά) όταν είδε το The Wire να απογειώνεται την στιγμή που εκείνος το αποχαιρετούσε πρόωρα δια χειρός της κοντόκαννης καραμπίνας του Omar και του περίστροφου του Brother Mouzone.
Και, τέλος, κλάμα όταν έγινε δημόσια ξευτίλα μιλώντας για τον γιο του που έρχεται, από μια κοπέλα από την Φλόριντα με την οποία ήταν φουλ ερωτευμένος και μαζί επί δυο χρόνια, μόνο για να ανακαλύψει μετά το τεστ πατρότητας ότι δεν ήταν δικό του (‘το να σου δίνουν ένα τέτοιο δώρο και μετά να στο παίρνουν πίσω ήταν σαν να τρως μπουνιά στο πρόσωπο’).
Ναι, όσο κουλό και να ακούγεται, αυτός στον οποίο κάθε βρετανός (ανεξαρτήτως χρώματος) θέλει να μοιάσει και κάθε βρετανίδα (και όχι μόνο) φαντασιώνεται ως τον νέο James Bond, αυτός που διάλεξε ο Spielberg ως επόμενο πρωταγωνιστή στο Jurrasic Park και ο Del Toro για να πει πειστικά τον ‘Σήμερα αναβάλουμε την Αποκάλυψη’ λόγο του στο Pacific Rim, έχει φάει και κέρατο και πολλά ακόμη χαστούκια στη ζωή του.
Κάτι που, χωρίς να το παίζω ψυχαναλυτής του δίφραγκου, έχω την αίσθηση ότι φαίνεται στα μάτια του που θυμίζουν αυτά πληγωμένου κουταβιού. Μάλλον το μοναδικό σημείο πάνω του που εκπέμπει οτιδήποτε πέρα από αγέρωχη αντρίλα.
Επίσης δεν τολμώ να ισχυριστώ ότι, μετά το The Wire, εντυπωσιάστηκα από τις πολλές μετριότητες στις οποίες χαράμισε o Idris το ταλέντο του (28 weeks later, Prom Night, The Losers, Unborn, The No1. Ladies’ Detective Agency) με αποκορύφωμα τον ρόλο του ως άπιστου συζύγου της Beyonce στο Obsessed και την συμμετοχή του στο σίκουελ του Ghost Rider δίπλα στον γκαντέμη Nicholas Cage).
Άσε που, μεταξύ μας, δεν τον θυμάμαι να είναι ιδιαίτερα καλός σε ταινίες όπως το American Gangster και το Rocknrolla ή στο γκεσταριλίκι του στο Αμερικάνικο The Office.
Ουσιαστικά η πρώτη φορά που αναρωτήθηκα που στο καλό έχει χαθεί είναι όταν πρωτοείδα το Luther, μια σειρά (στην οποία είναι και παραγωγός) που είναι βρετανική αλλά διαθέτει όλη την εθιστική μαυρίλα των καλύτερων αμερικάνικων του είδους.
Όλα αυτά όμως ανήκουν στο μακρινό παρελθόν. Εδώ και πέντε χρόνια ο Elba ζει το όνειρο του. Πηγαίνει από το ένα γύρισμα στο άλλο και από το ένα djιλίκι στο άλλο χωρίς να έχει πουθενά μόνιμη βάση (πέρα από ένα σπίτι στην Ατλάντα, δίπλα σε αυτό που μεγαλώνει η κόρη του).
Και, πάνω από όλα, κάνει σωστές επιλογές. Για την ακρίβεια κάνει εξαιρετικές επιλογές. Αν και ο ρόλος του ως Nelson Mandela στο Long Walk to Freedom θα μπορούσε, αν δεν ήταν τόσο εξαιρετικός όσο να κάνει 2.000 Νοτιοαφρικάνους κομπάρσους να τον επευφημούν στα γυρίσματα, να τον κατεδαφίσει. Από την άλλη αυτή η πρώτη του ευκαιρία να δει μια υποψηφιότητα για Όσκαρ να προσγειώνεται στα γόνατα του.
Aν και αυτό που κάνει τον Idris, κατ’ εμέ, να ξεχωρίζει είναι η βαθιά αυτογνωσία του. Και, παραδόξως, η χαμηλή αυτό-εκτίμηση του. Εκτός και αν σκέφτεστε κάποιον άλλο που θα έβγαινε να δήλωνε πως ‘ Ο Stringer Bell ήταν εξαιρετικός χαρακτήρας. Έτυχε να τον παίξω εγώ. Θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε στη θέση μου’ ή ‘Είμαι 41 και είχα μια καλή καριέρα. Ακόμη και αν δεν δουλέψω ποτέ ξανά, δεν με νοιάζει. Έκανα το κομμάτι μου’.
Προφανώς και δεν εννοεί τα παραπάνω απόλυτα. Απλά μιλάει ως κάποιος που έχει συναίσθηση του ποιος είναι και δεν θεωρεί ότι έχει π.χ. βρει την θεραπεία στον καρκίνο. Ίσως γιατί το παλικάρι ανέκαθεν το μόνο που ήθελε ήταν να παίζει μουσική.