© iStock
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ

Ο Ιούδας του Νέβα

Πρωτότυπες ιστορίες μερικών εκατοντάδων λέξεων με φόντο το ελληνικό καλοκαίρι από γνωστούς Έλληνες συγγραφείς. Σήμερα, το τιμόνι της αφήγησης κρατά ο Ανδρέας Νικολακόπουλος.

«Αδά καί Σελλά ἀκοῦστε τήν φωνή μου
γυναῖκες τοῦ Λάμεχ δῶστε προσοχή στά λόγια μου·
φόνευσα ἕναν ἄνδρα, ἐπειδή μέ πλήγωσε,
καί ἕνα νέο γιατί μέ χτύπησε»

Τραγούδι τοῦ Λάμεχ, απόγονου του Κάιν στίς γυναῖκες του (Γεν. 4,23.24):

Όλα ξεκίνησαν τη μέρα που έφτασε η κίτρινη μεγάλη μπουλντόζα με ατσάλινες τις ερπίστριες στο χωριό για να γκρεμίσει την αποθήκη που κάποτε ήταν το παλιό μας σπίτι και τώρα πια στέκοταν σαν ένα σκεπασμένο απο μούσκλια γκρέμι που ασχήμαινε και ντρόπιαζε το κατά τ’ άλλα όμορφο χωριό μας. Ένα χωριό που μέσα του κυλούσαν παντού μικρά ρυάκια και ποτιστικά αυλάκια που προσέδιδαν έναν ακόμα πιο γαλήνιο τόνο στο ήδη ατμοσφαιρικό τοπίο που έφτιαχναν οι αμέτρητες βελανιδιές και οι πλατύφυλλες μουριές. Ένα χωριό που όλων το δεύτερο όνομα τελείωνε σε -άκος λόγω εντοπιότητας. Όλων εκτός της δικής μου οικογένειας που λεγόμασταν Ρούσσος και ποτέ δεν ρώτησα να μάθω γιατί. Μέχρι που έφτασε η μπουλντόζα και έριξε τον πρώτο τοίχο με την κουτάλα της, αποκαλύπτοντας ένα εντοιχισμένο μεσαίου μεγέθους οικόσημο στον χορταριασμένο τοίχο.

Για την ακρίβεια ήταν ένα μαρμάρινο κομμάτι σε σχήμα ασπίδας με λειψή την αριστερή επάνω γωνία που από εκείνη ξεκινούσε μια διαγώνια ρίγα και τελείωνε στην κάτω δεξιά ελλειπτική καμπύλη. Στο επάνω κουτί υπήρχε σκαλισμένο το γράμμα Γ και στο κάτω αριστερά σμιλευμένος ένας πέτρινος καβαλάρης σε ένα μυώδες άλογο. Πριν αποτελειώσει η μπουλντόζα το μάρμαρο πετάχτηκα και τους φώναξα να σταματήσουν και έτσι πρόλαβα να το περισώσω μέσα από τα μπάζα. Με σκοπό να το φυλάξω και να ρωτήσω να μάθω τι συμβολίζει, πως βρέθηκε εκεί και για ποιο λόγο κανείς δεν μου είπε τόσα χρόνια τίποτα σχετικό με αυτό. Όσο η μπουλντόζα συνέχιζε να γκρεμίζει το παλιό αποθηκάκι πήρα το δρόμο προς το σπίτι των θείων μου στο τέλος του χωριού. Με τη μαρμάρινη μικρή ασπίδα παραμάσχαλα μήπως και κάποιος ξέρει κάτι.

Σαν χτύπησα την πόρτα της θείας μου, ξαφνιάστηκε που με είδε έτσι ζαλωμένο με το μάρμαρο και αφού μου έβαλε ένα νερό με ζάχαρη να πιώ, καθίσαμε στο τραπέζι. Εκεί αφού ξεδίψασα με ρώτησε τι είναι εκείνο που κουβαλάω. Το ακούμπησα στο τραπέζι με την πρόσοψη προς τα επάνω. Σαν το είδε η θεία μου ξεφύσηξε με ένα ίχνος απογοήτευσης στο πρόσωπο της. Αφού τη ρώτησα γιατί τέτοια μούτρα μου είπε πως είχε ξεχάσει αυτές τις παλαβομάρες του προπάππου μου. Παλαβομάρες που τον έστειλαν θαμμένο έξω από το νεκροταφείο σαν να ήτανε σκυλί καθώς είπε. Τότε είναι που μπερδεύτηκα χειρότερα και άρχισα να ρωτάω μα η θεία μου με αποπήρε πριν καν ξεκινήσω για τα καλά. Με συμβούλεψε αν ήθελα να πάω να κάνω τις ερωτήσεις μου στον γερο-Κιντάκο. Στον ημίτρελο υπέργηρο άντρα που κατοικούσε έξω από το χωριό στα ανατολικά σύνορα με το παλιό καμένο δάσος και που καθώς μου είπε η θεία μου πρόλαβε εν ζωή τον προππάππου μου. Αυτός κάτι θα ήξερε.

Έφτασα λοιπόν κατάκοπος μέσα στη ζέστη στο σπίτι του γέρου ενώ πιο πριν πήδηξα με άλμα μικρό πάνω από όλα τα αυλάκια και τα ρυάκια που κατηφόριζαν από τις φυσικές πηγές του βουνού από πάνω. Ο γέρος ξεκουραζόταν σε ένα ασπρισμένο αγκωνάρι που είχε για κάθισμα ανάμεσα στο σπίτι και στο περιβόλι του. Ημίτυφλος και μάλλον ημίτρελος αν κρίνω το γεγονός πως μιλούσε – και διαφωνούσε – με τον εαυτό του καθώς πλησίαζα στην αυλή του.

Αφού του μίλησα όσο πιο απαλά μπορούσα για να μην τον τρομάξω με υποδέχτηκε με χαρά και μου έδειξε μια δεύτερη ασβεστωμένη πέτρα για να καθίσω. Αυτό και έκανα και αφού είπαμε τα συνηθισμένα περί ζέστης και περί επισκεψιμότητας του χωριού σε σχέση με άλλες χρονιές του έδειξα το μάρμαρο και τον ρώτησα αν ξέρει κάτι για αυτό. Σαν να ξύπνησε από λήθαργο ο γέρο-Κιντάκος και σηκώθηκε όρθιος. Με πλησίασε και άπλωσε τα χέρια να πιάσει το μάρμαρο. Σκέφτηκα να το τραβήξω προς το μέρος μου μα τα χέρια του πλησίαζαν με ευλαβικότητα και ήρεμες κινήσεις προς το οικόσημο. Τον άφησα να το κρατήσει.

– Ξέρεις πόσα χρόνια έχω να το δω αυτό γιέ μου; Α ρε Γερακλή καημένε την έφαγες τη κούτρα σου τσάμπα και βερεσέ.

Ανάθεμα και αν καταλάβαινα λέξη. Ήξερα πως τον προπάππου μου τον έλεγαν Ηρακλή και πως τον φώναζαν Γερακλή στο χωριό, μα μέχρι εκεί.
Έτσι σκέφτηκα να ρωτήσω ποια κούτρα του έφαγε και τι σήμαιναν όλα αυτά με τις ασπίδες και τους καβαλάρηδες επάνω.

– Παππούλη ξέρεις δηλαδή τι είναι ετούτο το μάρμαρο; Moιάζει με οικόσημο και το ξέθαψε σήμερα η μπουλντόζα από το παλιό αποθηκάκι.

– Πήγαινε μέσα και φέρε το τσίπουρο και δυο ποτήρια και θα στα πω όλα. Μα θα στα πω όπως έγιναν στα αλήθεια και όχι όπως τα είπε το χωριό.

Πετάχτηκα και εγώ και σε ένα λεπτό ήμουν πάλι στην αυλή με δυο νεροπότηρα γεμάτα ξέχειλα με τσίπουρο σπιτίσιο. Αφού έδωσα το ένα στον γέροντα έκανα την πρώτη ερώτηση.

-Μήπως το Γ στο μάρμαρο είναι το πρώτο γράμμα του Γερακλή; Του παππού μου;

O γερο-Κιντάκος δεν μου απάντησε πριν καταπιεί τη πρώτη του γουλιά.

– Άσε με εμένα να σου πω την ιστορία και μη με κόβεις συνέχεια ακόμα δεν αρχίσαμε.

Μαζεύτηκα και κωλοκάθισα ξανά στην ασπρισμένη πέτρα, ενώ ο γέρος άφηνε απαλά το μαρμάρινο οικόσημο στο χώμα ανάμεσα μας και πιο πολύ προς το μέρος του. Ύστερα πήρε μια ανάσα και ξεκίνησε.

– Το επώνυμο της οικογένειας σου ήταν σαν τα δικά μας πολλά χρόνια πίσω. Το άλλαξε ο συγχωρεμένος ο Γερακλής και το έκανε Ρούσσος. Και ξέρεις γιατί;

Πριν προλάβω να ρωτήσω συνέχισε ο γέρος μόνος του.

– Το Ρούσσος ξέρεις από που βγαίνει; Απο το Ρώσος. Το ίδιο και η ρούσσα η κοκκινομάλα που λέμε. Ο προπάππους σου ο Ηρακλής ήρθε εδώ από τη Ρωσία. Τον θυμάμαι εγώ μεγαλωμένο που γύριζε στην πλατεία. Αυτός άλλαξε το επώνυμο.

– Από τη Ρωσία; Κανείς δεν μου είχε πει τίποτα για αυτό. Κανείς δεν μου είχε πει τίποτα για τον προπάππου γενικά. Λες και ντρέπονταν ή απέφευγαν να μιλήσουν για εκείνον.

– Άκου και μην με κόβεις συνέχεια. Ο πατέρας του προπάππου σου ήταν έμπορας. Πουλούσε λιγνίτη στους Ρώσους από πολλά χρόνια πίσω και έκανε λεφτά. Μέχρι που δυνάμωνε το όνομα του εκεί πιο πολύ από ότι εδώ και μια μέρα μάζεψε τη γυναίκα και το παιδί του και έφυγαν για την Αγία Πετρούπολη στη Ρωσία. Σαν έφτασαν εκεί όμως – σχεδόν ταυτόχρονα – ξέσπασε μια εξέγερση και βγήκε ο κόσμος στους δρόμους και ξέσπασε επάνω στους έχοντες. Η μπάλα πήρε και τον πατέρα του προπάππου σου και τη γυναίκα του. Ο προπάππους σου ο Γερακλής έλεγε πως τους πυροβόλησαν έξω στην αυλή πριν ξημερώσει. Έτσι έμεινε μονάχος του και κάπως έπρεπε να ζήσει. Στήθηκε λοιπόν έξω από τη βιβλιοθήκη και διακόνευε με το χέρι απλωμένο. Αυτά στα λέω όπως ακριβώς μου τα διηγούταν όταν ήμουν μικρός.

Μου έδωσε το ποτήρι του ο γέρος και με έστειλε με ένα νόημα να το γεμίσω πάλι με τσίπουρο. Αυτό και έκανα και σε μισό λεπτό καθόμουν πάλι απέναντι του να ακούσω την ιστορία. Αφού ήπιε το ποτό του μονορούφι συνέχισε.

– Ο προππάπους σου ο Γερακλής όπως σου είπα ζητιάνευε στα σκαλιά της βιβλιοθήκης της Αγίας Πετρούπολης για μήνες. Μέχρι που τον λυπήθηκε η βιβλιοθηκάριος και τον μάζεψε μέσα. Εκεί του έδωσε ένα καμαράκι μια σταλιά να έχει να κοιμάται και του ανέθεσε καθήκοντα. Να σφουγγαρίζει τον χώρο, να μαζεύει τα τσιγάρα από τα τασάκια των επισκεπτών, να φέρνει καφέδες και να κλειδώνει τη πόρτα όταν εκείνη φεύγει. Έτσι και έγινε για χρόνια. Ύστερα έφτασε ο καιρός και πήρε τη θέση της αφού πρώτα τον δίδαξε τη βιβλιοθηκονομία και τη ταξινόμηση στα ράφια. Τότε απέκτησε τα πρώτα του λεφτά και βγήκε για πρώτη φορά στους δρόμους της πόλης.

Ο γέρος τελείωσε το τσίπουρο και συνέχισε.

– Θυμάμαι σαν τώρα όλα όσα έλεγε ο Γερακλής με το νι και με το σίγμα. Γνώριζα τη Πετρούπολη μέσα από τα λόγια του σαν το δεξί μου χέρι. Καθόταν εδεπά με τον πατέρα μου και μένα και μας μιλούσε με τις ώρες. Μας έλεγε πως η Αγία Πετρούπολη είχε οκτακόσια γεφύρια και ένα μεγάλο ποταμό τον Νέβα. Πως εκεί έδεναν όλα τα καράβια του Στόλου της Βαλτικής και πως τον Ιούνιο ο ουρανός έμενε άσπρος και αρνούταν να σκοτεινιάσει τα βράδια. Μας έλεγε ακόμα κάτι ακαταλαβίστικα για ένα νησί ναύσταθμο την Κροστάνδη στα δυτικά, για τον Ναό του Χυμένου Αίματος και για τα σύνορα της πόλης που έπιαναν μεταξύ Πέτερχοφ και Στρέλνα. Ύστερα μας μιλούσε για τη μεγάλη λεωφόρο Νιέβσκι. Με τα μεγάλα φώτα της και τα ακριβά μαγαζιά της. Μας έλεγε ακόμα για το πανέμορφο άγαλμα του Χάλκινου Καβαλάρη που έμοιαζε με αυτό εδώ στο μάρμαρο που μου έφερες.

Άρχιζε σιγά-σιγά να ξεδιπλώνεται το μυστήριο του οικόσημου μα το μπλέξιμο γινόταν μεγαλύτερο σχετικά με τον προπάππου μου. Χωρίς να μου το ζητήσει ο γέρος πετάχτηκα και του ξαναγέμισα το ποτήρι με τσίπουρο. Ύστερα πήρα τη θέση μου επέμεινα στις ερωτήσεις.

– Μα πως τα ήξερε όλα αυτά ο προπάππους μου; Ήξερε και διάβαζε βιβλία;

O γέρο-Κιντάκος με κοίταξε αγριεμένα.

– Τι σου λέω τόση ώρα; Δεν με παρακολουθείς μου φαίνεται. Δεν σου είπα ότι μεγάλωσε μέσα στη βιβλιοθήκη και έγινε αυτός που την κρατούσε; Λες να μην ήξερε γράμματα;

O γέρος είχε δίκιο. Κατέβασα το κεφάλι μου παραδεχόμενος τη χαζή ερώτηση μου και βάλθηκα να περιμένω. Τότε ξανάρχισε.

– Ο προπάππους σου ο Γερακλής λοιπόν έπεσε με τα μούτρα στα βιβλία. Εκεί είχε την πρόσβαση σε συγγραφάδες και ποιητάδες που εδώ δεν θα τους γνώριζε ποτέ. Τα βιβλία αυτών κουβάλησε μαζί του σε μπαούλα όταν γύρισε στην Ελλάδα και στο χωριό. Μας αράδιαζε τα ονόματα κάθε μέρα προσπαθώντας να με πείσει να αρχίσω να αγαπάω τα γράμματα. Ο μόνος που θυμάμαι ακόμα είναι ο Αντρέγιεφ. Ο Αντρέγιεφ που έδωσε στην ανθρωπότητα την Άβυσσο και το Έρεβος. Έτσι έλεγε ο προπάππους σου. Τον λάτρευε τον Αντρέγιεφ ο Γερακλής και όλο τον μελετούσε. Έλεγε πως τον έφαγε το καθεστώς και ας ήταν ο καλύτερος από όλους τους άλλους μαζί. Προσπαθούσε να μου δώσει να διαβάσω καμιά αράδα μα εγώ μυαλό δεν είχα. Το μόνο που κατάφερε να με διδάξει ήταν να λέω «πριβιέτ» και «ντα σβιντάνια». Δεν έκανα εγώ για γράμματα.

Γέμισα το επόμενο ποτήρι του γέρου και το δικό μου για να συνεχίσει τη διήγηση. Ο γέρος όμως έμοιαζε ή μεθυσμένος από το τσίπουρο ή στεναχωρημένος με κάτι που του προκάλεσε η ιστορία που έλεγε.

– Ο Γερακλής που λες αγαπούσε μια κοπέλα από την Αγία Πετρούπολη που η οικογένεια της κρατούσε πίσω και μακριά από τα υψίπεδα των μαύρων κήπων του Ναγκόρνο Καραμπάχ. Ταλαιπωρημένοι άνθρωποι μα υπερήφανοι. Την κοπέλα την έλεγαν Αναχίτ και ήταν γεννημένη μέσα στη πάχνη και το σύθαμπο των ιερών βουνών της γης της. Και εκείνη τον αγαπούσε. Σκόπευαν να παντρευτούν μα ο πατέρας της που ήταν ιερέας δεν ενέκρινε τον Γερακλή για γαμπρό γιατί έλεγε πως ήταν άθρησκος και μολυσμένος από τα βιβλία των αμαρτωλών συγγραφέων που διάβαζε. Έλεγε πως πότιζε τον κόσμο με την ιδέα του να διαβάζουν αυτόχειρες συγγραφείς αντί για τα βιβλία του Θεού. Έτσι ένα βράδυ έστειλε την Αναχίτ μακριά από την πόλη πίσω στον νότιο Κάυκασο και στα δασωμένα όρη του Αζερμπαϊτζάν και ο προπάππους σου δεν τη ξαναείδε ποτέ.

Ο γέρο-Κιντάκος έμοιαζε συντετριμμένος. Λες και ένιωθε τη θλίψη του προπάππου μου σαν να ήταν δική του.

– Ήταν ο καλύτερος άνθρωπος ο προπάππους σου παιδί μου. Μα τον πολέμησαν. Πείσμωσε και αυτός και μέσα από τη βιβλιοθήκη άρχισε να ψάχνει πως θα ξεμπροστιάσει τη θρησκεία και τους παπάδες που με τις βρωμοδουλειές τους και τα ψέματα τους στερούν από τον άνθρωπο την αληθινή χαρά. Έμπλεξε με κάτι διαβασμένους Ρώσους και άρχισε να λέει παράξενες ιστορίες. Πως τάχα τα βιβλία μας τα λένε λάθος και ότι το ιερατείο τα έχει φέρει στα μέτρα του για να τους βολεύει. Στην αρχή τα έβαλε με τον Χριστό. Πως τάχα δεν μίλησε ποτέ ο Κύριος για τέχνες γιατί μας ήθελε τυφλούς και άβουλους και πως κανένας Θεός δεν θα του στερούσε τον Φίοντορ και τον Κραμσκόι στο όνομα της πίστης. Πως ο Θεός έβαλε τον Ιεζεκιήλ να φάει ένα βιβλίο και κατόπιν κόπρανα λέγοντάς του πως είναι ένα και το αυτό. Άρχισε να λέει κάτι παλαβομάρες πως δήθεν ο Χριστός – σχώρα με Κύριε – δείλιασε να πεθάνει και πως διάλεξε την ανθρώπινη φύση από τη Θεϊκή. Πως το τελευταίο του βράδυ επάνω στις ελιές ζήτησε από τον Κύριο να τον απαλλάξει από την αποστολή του και πως δεν ήταν άξιος να τον λέμε Μεσσία. Παλαβομάρες που του προκάλεσε η απώλεια της Αναχίτ και ξέσπασε στον πατέρα της ο Γερακλής και ύστερα στη θρησκεία. Μας έλεγε πως τάχα εκείνος που θα έπρεπε να λατρεύουμε είναι ο Ιούδας – Θεέ μου σχώρα με – γιατί εκείνος μαύρισε το όνομα του για να φέρει σε πέρας την αποστολή του Χριστού που ο ίδιος κιότεψε να εκπληρώσει. Πως ο Ισκαριώτης ήταν ο πιο μορφωμένος και ο μόνος που μπορούσε να αντέξει το βάρος της αιώνιας καταδίκης. Το ήξερε λέει ο Χριστός για αυτό στον δείπνο είπε στους άλλους μαθητές «αφήστε τον να φύγει να εκπληρώσει την αποστολή του». Ήταν ένα σχέδιο προμελετημένο που έπρεπε να εκτελεστεί. Έτσι με ρώταγε ο Γερακλής αν όντως χρειαζόταν ο Ιούδας να τον δείξει ή να τον φιλήσει τον Χριστό για να μάθουν οι Ρωμαίοι ποιος είναι. Λες και δεν τον γνώριζαν από τον κόσμο που τον ακολουθούσε. Έλεγε ακόμα ο προπάππους σου πως ο Ιησούς δεν τόλμησε ούτε να απαντήσει στον Πιλάτο αν είναι εκείνος ο Μεσσίας. Τόσο δειλός λέει ήταν. Αυτές τις παλαβομάρες έλεγε ο προπάππους σου μα δυστυχώς δεν σταμάτησε εκεί. Βάλε μου ένα τσίπουρο τώρα.

Πέμπτο ποτήρι και η ζέστη αφόρητη μα ο γέρος είχε πάρει φόρα και τα ξεστόμιζε λες και περίμενε χρόνια να τα πει κάπου.

– Ο προπάππους σου λοιπόν έλεγε πως ο Ιούδας – ο δωδέκατος απόστολος – μαύρισε το όνομα του και ο Χριστός πήρε τη δόξα. Πως ύστερα από τη σταύρωση βολόδερνε αριστερά δεξιά και όλα τα ζώα και οι άνθρωποι – μαζί και η φύση – του επιτίθονταν όπου στεκόταν. Μέχρι που δεν άντεξε και κρέμασε το κορμί του σε μια μεγάλη κουτσουπιά γιατί είχε καρδιά καθαρή. Αυτός έλεγε ο Γερακλής πως θυσιάστηκε – και ακόμα το κάνει κάθε μέρα – για τη φάρα μας και εμείς τον κάναμε συνώνυμο της προδοσίας. Μήπως γνωρίζεις κανέναν να βάφτισε το παιδί του Ιούδα; Γεμίσαμε Γιάννηδες και Παύλους – Θεέ μου σχώρα με – σε κάθε σπίτι. Γνώρισε και κάποιους άλλους με την ίδια φιλοσοφία ο προπάππους σου και άρχισαν να σχεδιάζουν όπου έβρισκαν το γράμμα Γ για να τους θυμίζει την κρεμάλα και την αυτοθυσία του Ιούδα. Καϊνιστές ονόμασαν τους εαυτούς τους και βαφτίστηκαν ως Φύλακες της Αγχόνης για να τιμήσουν τον Ισκαριώτη. Τον αληθινό καθώς έλεγε – Θεέ μου σχώρα με – ήρωα της ιστορίας και όχι του άλλου του δειλού που δεν τόλμησε ποτέ ούτε ένα γέλιο να αφήσει να σχηματιστεί στο πρόσωπό του. Παράτησε και τον σταυρό και προσκύναγε στην κρεμάλα πια. Λάλησε ο Γερακλής εδώ που τα λέμε.

Τώρα εξηγούταν το Γάμμα στο οικόσημο και ο καβαλάρης που συμβόλιζε το άγαλμα από την Αγία Πετρούπολη. Ο προπάππους κάτι ήθελε να αφήσει πίσω.
Ο γέρο Κιντάκος κοίταξε τον πάτο του άδειου του ποτηριού σαν μαγεμένος και ψιθύρισε κάτι λόγια παλιά που πήγαιναν κάπως έτσι «Περίλυπος η ψυχή μου έως θανάτου, αγρυπνείτε μετ’ εμού» και μεμιάς σαν κάποιος να τον χαστούκισε μόλις τέλειωσε τη φράση του, σήκωσε απότομα τα μάτια του και συνέχισε την αφήγηση.

– Έτσι που λες παιδί μου ο προπάππους σου κότσαρε ένα Γ μπροστά στο όνομα του και γύρισε πίσω στο χωριό βουτηγμένος στη θλίψη και το μίσος για το παπαδαριό. Άλλαξε και το επώνυμο του και κλείστηκε ήσυχος στο αποθηκάκι που γκρεμίσατε σήμερα και που κάποτε ήταν σπίτι του, αναπολώντας τις μακρινές του βόλτες με την Αναχίτ στις όχθες του Νέβα και στα φώτα της λεωφόρου Νιέβσκι. Μέχρι που κρέμασε στο κάσωμα της πόρτας του το σαγόνι ενός γαϊδάρου για να θυμάται όπως μολόγαγε τον αδικημένο γιό φονιά των πρωτοπλάστων, πείθοντας το χωριό πως πλέον τα μυαλά του είναι πειραγμένα.

Ώσπου έφτασε η μέρα που ο παππούλης σου έφερε στο χωριό μια κοπέλα από την πρωτεύουσα και την παρουσίασε στον Γερακλή. Τόσο χάρηκε ο προπάππους σου που η μικρή θύμιζε στα μάτια την Αναχίτ του, που έτρεξε περνώντας από το Τυφλό Μονοπάτι στον παπά να κλείσει την ημερομηνία του γάμου. Εκεί επάνω στον Αι Βλάσση ο παππάς που ήξερε για τα λεγόμενα του Γερακλή περί Χριστού αρνήθηκε να τελέσει τον γάμο με πρόφαση πως η κοπέλα δεν είναι παρθένα και πως η θρησκεία απαγορεύει τέτοια σμίξη. Προσπάθησε με όσο καλούς τρόπους και υπομονή είχε ο προπάππους σου να τον μεταπείσει τον παπά μα εκείνος ήταν ανένδοτος και εκδικητικός, με εκείνη τη δειλή μοχθηρία του έχων κάποια δύναμη στου άλλου την ανάγκη. Παίρνοντας την εκδίκηση του στο πρόσωπο του Γερακλή που βλαστήμαγε τον Χριστό και αρνούμενος την ευτυχία του γιου του.

Ο προπάππους σου δεν άντεξε δεύτερη φορά την εκκλησία να μπαίνει ανάμεσα σε δυο παιδιά που αγαπιούνται και με την εικόνα της Αναχίτ στο μυαλό του άρπαξε τον έντρομο παππά από τα μαλλιά και αφού τον έσουρε μέσα στο ιερό του χτύπησε το κεφάλι ξανά και ξανά στην τσιμεντένια γωνία της Αγίας Τράπεζας, κάνοντας το μια άμορφη μάζα από μυαλά και τρίχες που γέμιζαν με αίμα τα χρυσοκέντητά του ράσα. ‘Ύστερα βγήκε έξω από τον ναό και περνώντας μια σουρτοθηλιά στη σκιερή την καρυδιά κρέμασε το κορμί του με ξεραμένη τριχιά και με χέρια ματωμένα πριν να βουλιάξει ο ήλιος.

Οι χωριανοί αρνήθηκαν να θάψουν τον αυτόχειρα δολοφόνο στο νεκροταφείο και τον έχωσαν σαν το σκυλί σε μια τρύπα έξω από τη ξερολιθιά που στεκόταν για φράκτης αφού πρώτα τον ράντισαν με κριθάρι πολυκαιρινό που ανακάτεψαν με μενεξέδες και μπεβάδα σε χέρνιβα παλιά από χαλκό οξειδωμένο . Έξι μήνες μετά ο παππούς σου παντρεύτηκε το κορίτσι που ήθελε κάτω στην πόλη και έφεραν στο κόσμο ένα αγοράκι με ένα παράξενο σημάδι στο κούτελο, που γένικε ο πατέρας σου. Το θέλημα τους ήρθε σε πέρας μα η θηλιά στο κλαδί κρέμεται ακόμα. Μαζί της υπάρχει ως σήμερα και η απέχθεια των χωριανών στο άκουσμα του προπάππου σου.

Τώρα βάλε μου ένα τσίπουρο και άσε με λίγο μόνο μου γιατί πολλά είπα σήμερα, Χριστέ μου σχώρα με.

******

* Ο Ανδρέας Νικολακόπουλος είναι σεφ και συγγραφέας. Η τελευταία του συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Σάλτος» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.