Getty Images Michael Hickey
ΜΟΥΣΙΚΗ

O J. Cole προσπαθεί να γίνει ο προφήτης των millennials

Το άγχος της σύγκρισης με τους μύθους του rap, η εμμονή με το μπάσκετ και η αποτυχία του τελευταίου album που όμως προμηνύει κάτι καλύτερο.

Λάτρης των sports -ιδίως του μπάσκετ- και μία τρομερά ανταγωνιστική φιγούρα. Ο J. Cole μπήκε στη rap με πολλά εχέγγυα και με πολύ γρήγορη αναγνώριση. Η εμπορική του επιτυχία μπορεί να συναγωνιστεί μόνο με την αντίστοιχη pop τραγουδιστών αλλά αυτό δεν του αρκεί. Αυτό που πάντα ήθελε είναι να μπει το όνομά του στο πάνθεον των κορυφαίων. Δίπλα στον Tupac, τον Νas, τους NWA και -γιατί όχι;- στον Kendrick Lamar. Προς το παρόν δεν τα έχει καταφέρει αλλά το μέλλον είναι ακόμα μπροστά του.

 

Δεν είναι βέβαια ότι είναι και κανένας έφηβος. Γεννήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 1985 σε μία στρατιωτική βάση στη Γερμανία και μεγάλωσε στο Fagetteville της North Carolina από έναν Αφροαμερικανό που υπηρετούσε στον στρατό των ΗΠΑ και μία Ευρωπαία. Αυτές οι οικογενειακές ρίζες κατά τον ίδιο βοήθησαν πολύ στην εξέλιξή του. Ούτως ή άλλως συχνά-πυκνά θα τον ακούσεις να αυτοβιογραφείται ακόμα και για να μιλήσει για γενικότερα κοινωνικά ζητήματα. Μετράει, λοιπόν, ήδη 10 χρόνια στη δισκογραφία και το άγχος του να μείνει relevant αρχίζει να φαίνεται στον τρόπο που δραστηριοποιείται και πλέον στον τρόπο που γράφει. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Τα 5 studio album και η πορεία από το καλό στο καλύτερο

Έκανε ντεμπούτο στη δισκογραφία με το Cole World: The Sideline Story το 2011. Η αφετηρία ήταν εντυπωσιακή και βασίστηκε στα πολύ πετυχημένα mixtape φτάνοντας μάλιστα στο νούμερο 1 του U.S Billboard 200. Οι αναφορές του έρχονταν από τους κορυφαίους των προηγούμενων γενιών με ιδιαίτερη προτίμηση στον Tupac, τον Nas, τον Eminem αλλά και τον Canibus. To προσωπικό του στίγμα δεν ήταν όμως ακόμα ξεκάθαρο.

Παρά τις εξαιρετικές πωλήσεις του, το Cole World έμοιαζε ακόμα ένα άλμπουμ γεμάτο ορμή αλλά χωρίς την ωριμότητα που άρχισε να βρίσκει ο J. Cole στις επόμενες δουλειές του. Στο Born Sinner του 2013 που λειτουργεί ως follow-up, ο J. Cole έχει ήδη καθιερωθεί στον χώρο της hip-hop. Ο πιο εύκολος τρόπος να το καταλάβεις είναι να δεις τις guest εμφανίσεις (Kendrick Lamar, TLC, Bas, ακόμα και 50-cent).

Ξεκίνησε να το γράφει μόλις μία εβδομάδα αφού κυκλοφόρησε το προηγούμενο άλμπουμ του και θεωρητικά περιείχε κομμάτια που δεν τα κατάφεραν να μπουν στο ντεμπούτο του. Παρόλα αυτά το album, μπορεί να είναι λιγότερο ραδιοφωνικό, αλλά ακούγεται πολύ καλύτερα σε έναν ακροατή που επιστρέφει σε αυτό 7 χρόνια μετά. Το σκηνικό αρχίζει να ξεθωριάζει και εμφανίζονται καθαρότερα όσα ο ίδιος πρεσβεύει.

Αμέσως μετά έρχεται το Forest Hills Drive που κυκλοφορεί το 2014. Ο J. Cole συχνά-πυκνά μιλούσε πολιτικά αλλά εδώ πια το έκανε με τελείως διαφορετικό τρόπο. Το πρώτο single του “Be Free”  προέκυψε ως αντίδραση και σχόλιο πάνω στη δολοφονία του Michael Brown στο Ferguson. To Forest Hills Drive είχε ως θεματικό κέντρο τις παιδικές του αναμνήσεις. Το εξαιρετικό “Apparenty” του εξασφάλισε και το πρώτο Grammy για Best Rap Performance. Στιχουργικά, ο J. Cole δε φτάνει στο βάθος του Killer Mike ούτε στον εκφραστικό πλούτο του Kendrick. Έχει όμως μία σπάνια ικανότητα να μιλάει απλά και όχι απλοϊκά για όσα τον προβληματίζουν.

O J.Cole σε half-time live. ©2019 / Gerry Broome / Associated Press

Μετά από διάλειμμα ακριβώς δύο χρόνων, ο J. Cole επιστρέφει στη δισκογραφία με νέα δισκογραφική εταιρεία. Το 4 Your Eyez Only έχει τη δική του προϊστορία. Ένας στίχος του που είχε προηγηθεί στην guest εμφάνιση με τον DJ Khaled είχε ανησυχήσει τους fans του ότι  σκεφτόταν να αποσυρθεί από τη μουσική. Λίγο μετά όμως, με το συγκεκριμένο άλμπουμ, το οποίο θεωρείται πια κλασικό, έβαλε τέλος στη φημολογία. Θεματικά έχουμε την αφήγηση της ζωής ενός ανθρώπου που ξεκινάει πουλώντας crack, ερωτεύεται και τελικά γίνεται οικογενειάρχης. Στο τέλος αποκαλύπτεται ότι ο αφηγητής πεθαίνει και όλα αυτό ήταν ένα tape που άφηνε στην κόρη του.

Το 2018 είναι η σειρά του εξαιρετικού και μάλλον καλύτερου άλμπουμ του. Το KOD κυκλοφορεί τον Απρίλιο του 2018 και σπάει εμπορικά κάθε ρεκόρ. Ταυτόχρονα όμως είναι μία πολύ ώριμη δουλειά με μία παραγωγή που σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό. Όσα διαπραγματεύεται ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα πρωτότυπα. Αυτό που τον ξεχωρίζει όμως είναι ότι καταφέρει να είναι υπαινικτικός και να διαχειρίζεται το συναίσθημά του χωρίς ποτέ να γίνεται φλύαρος. Αποκορύφωμα γι’αυτά τα χαρακτηριστικά είναι και το KOD, θεματικό κέντρο του οποίο είναι οι εξαρτήσεις. Τη μεγαλύτερη δουλειά στην παραγωγή την έχει κάνει και πάλι ο ίδιος.

Το μπάσκετ και η εκπλήρωση ενός ονείρου του J. Cole

Όταν μεγαλώνεις στη North Carolina των 90ς το όνομα του Michael Jordan είναι το εικόνισμα στο οποίο κάνεις προσευχή 2 φορές τη μέρα πριν συνεχίσεις. Ο J. Cole λάτρευε από μικρός τη μουσική αλλά ίσως λίγο περισσότερο το μπάσκετ. Έπαιξε στο Terry Sanford High School και μάλιστα πήρε υποτροφία για το St. John’s University. Tελικά, τα παράτησε, όταν είδε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει NBAer, για να ασχοληθεί με τη μουσική. Ποτέ όμως δεν ξέχασε αυτό το κομμάτι του εαυτού του.

«Ο αθλητισμός είναι αυτό από το οποίο ξεκίνησα. Είναι σαν μία παράλληλη ζωή μου. Το rap είναι ένα τρομερά ανταγωνιστικό πεδίο και γι’αυτό εγώ πρέπει να συνεχίσω να βλέπω αθλητικά. Είναι η ζωή μου απλά σε διαφορετική μορφή» δήλωνε το 2013 στο Sports Illustrated. Έκτοτε οι αναφορές του στο ΝΒΑ είναι πολύ συχνές. Όπως και ο τρόπος που διαμορφώνεται η urban αισθητική του. Ο ρόλος του ως θεατή δεν του αρκούσε όμως. Το 2020 σηματοδότησε την εκπλήρωση ενός ονείρου που για κάποιους όμως έγινε με τελείως προσβλητικό τρόπο προς το ίδιο το άθλημα.

Υπέγραψε επαγγελματικό συμβόλαιο με τους Patriots Basketball Club, μία ομάδα από τη Rwanda που συμμετέχει στην Basketball Africa League. Έκανε μάλιστα το ντεμπούτο του με την ομάδα λίγες μέρες αφού κυκλοφόρησε το τελευταίο του album στο νικηφόρο για την ομάδα του ματς κόντρα στους Rivers Hoopers. Στο ματς αυτό έπαιξε ως guard τελειώνοντας με 3 πόντους, 3 ριμπάουντ και 2 ασίστ σε 17 λεπτά παιχνιδιού.

Η αρκετά εγωιστική επιμονή του να ασχοληθεί με το μπάσκετ μοιάζει λίγο και με τον τρόπο που βλέπει τη μουσική ως ένα ματς που πρέπει να κερδίσει. Μάλλον, αυτή είναι η βασική αιτία που καθιστά και το καινούργιο του άλμπουμ κατώτερο των προηγούμενων. Το είδος αλλάζει και αυτή η ανταγωνιστική του υφή μάλλον μπαίνει πια σε μία διαφορετική γυάλα. Μπορεί να τον έφτασε ως εδώ αλλά πρέπει οπωσδήποτε να την αφήσει πίσω του.

Ένα ατόφια millennial album

Πάμε τώρα στην τελευταία μέχρι στιγμής δουλεία του, που είναι το Off-Season. Σε αυτό ο J. Cole γίνεται πιο πολιτικός από ποτέ και μάλλον αφήνει στην άκρη πολλά από εκείνα που τον καθιέρωσαν. Ίσως και αναγκαστικά. Δεν είναι πια 25 χρονών και μεγάλο μέρος του κοινού του έχει μεγαλώσει και εκείνο μαζί του. Το πώς θα έκανε αυτή τη στροφή τον προβλημάτισε και αυτό φαίνεται από το ότι για πρώτη φορά στην καριέρα του άφησε να περάσουν 3 χρόνια μεταξύ των άλμπουμ του. Το αποτέλεσμα δεν απογοητεύει ακριβώς αλλά σίγουρα δεν ενθουσιάζει κιόλας.

O J. Cole φανερά διαισθάνεται το βάρος της φήμης που έχει χτίσει ειδικά με τις δύο προηγούμενες δουλειές του. Το διαχειρίζεται επιστρέφοντας στις ρίζες της μουσικής του. Όταν πατάς το play στο πρώτο κομμάτι του Off-Season ένας τελείως old-school rap ήχος φτάνει στα αυτιά σου. Για λίγο νομίζεις ότι ακούς Nas μέχρι που έρχεται και το στιχουργικό reference στο “NY State of Mind”. Μπορεί η αισθητική και το εξώφυλλο να είναι σαν να κοιτάνε προς τη Gen Z αλλά όλα τα υπόλοιπα είναι τελείως old-school. Ο J. Cole βρίσκεται σε έναν μεταίχμιο και αυτό το μπέρδεμα μπορεί να βγάζει πολύ καλές στιγμές αλλά τις περισσότερες φορές το νιώθεις too much. Η απλότητα έχει αφήσει τη θέση του σε πολλές πληροφορίες που ο ίδιος δεν μπορεί να διαχειριστεί.

Ο J. Cole δείχνει ένα υπαρξιακό άγχος να μείνει relevant από τη μία και από την άλλη διατηρεί αυτό το όνειρο να μπει το όνομά του δίπλα στους κλασικούς rappers που τον έκαναν να αφιερωθεί στη μουσική. Ο διπλός στόχος είναι ούτως ή άλλως πολύ δύσκολο να επιτευχθεί και η αλήθεια είναι ότι δύσκολα μπορείς να δεις το Off-Season στο ίδιο επίπεδο με το Illmatic. Παρόλα αυτά, φαίνεται ότι μάλλον μιλάμε για ένα μεταβατικό album που απλά ανοίγει τον δρόμο για τις επόμενες εξερευνήσεις του καλλιτέχνη.

Ο J. Cole σε live performance. ©2017 / Michael Zorn / Associated Press

Το παράδοξο είναι πως με αυτή τη φαινομενική αποτυχία του, ο J. Cole πετυχαίνει και κάτι. Γίνεται ο εκπρόσωπος μίας ολόκληρης γενιάς που ψάχνει ακόμα, όπως και ο ίδιος, τα βήματά της πατώντας σε μία αργή ενηλικίωση από τη μία και στα μεγαλειώδη φαντάσματα του παρελθόντος από την άλλη. Έτσι, ο ίδιος μπορεί να μην είναι όσο πειστικός ήταν στο KOD ή στο 4 Your Eyez Only αλλά κατά μία έννοια καταφέρνει να μας κάνει να αγωνιούμε πραγματικά για την επόμενη δουλειά του, προκειμένου να πάρουμε και εμείς κάποια hints για το ποια θα είναι η θέση μας ως γενιά στο μέλλον της rap.

Γίνεται έτσι κάτι σαν ένας μπερδεμένος προφήτης μίας μπερδεμένης γενιάς την οποία εκφράζει μάλλον περισσότερο από κάθε άλλον. Τουλάχιστον μέχρι να επανέλθει ο Kendrick Lamar.