ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Ο ξαφνικός θάνατος του “Deadwood”

Το γουέστερν του ΗΒΟ ένωσε την τηλεόραση, το θέατρο, την ποίηση και την Αμερικάνικη ιστορία σε 3 σεζόν αγνής τελειότητας. Ή, όπως θα έλεγε κι ο Αλ Σουέραντζεν, “Cocksuckers.”

Στις διάφορες λίστες με τις καλύτερες σειρές όλων των εποχών πάντα φιγουράρει αρκετά ψηλά, αλλά σπανίως στην κορυφή. Δεν έχει σημασία. Γιατί αυτή η ιστορία εκσυγχρονισμού της Αμερικής μέσα από την ανομία και τη βία είναι ένα καθηλωτικό θέατρο στη μικρή μας οθόνη, τέλειο ακριβώς επειδή είναι ατελές.

Συνήθως ακούμε ιστορικό δράμα και την κάνουμε με ελαφρά πηδηματάκια, αλλά το “Deadwood” είναι μια κατηγορία από μόνο του. Διαδραματίζεται στη Νότια Ντακότα λίγο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα και χρονολογεί μέσα από 3 καθηλωτικές σεζόν την ανάπτυξη του Deadwood, από τις μέρες που ήταν μια απλή κατασκήνωση μέχρι την έλευση του πολιτισμού και το σχηματισμό μιας πόλης, με νόμους και κοινωνικές δομές.

Ουσιαστικά μέσα από 3 σεζόν και 36 επεισόδια, το “Deadwood” παρακολουθεί τη γέννηση της σύγχρονης δυτικής καπιταλιστικής κοινωνίας, πατώντας πάνω σε γνωστές ή φανταστικές ιστορίες και θρύλους από την Άγρια Δύση. Και το κάνει, όχι με βαρετούς σερίφηδες και καουμπόηδες και όλα αυτά που τα ακούς και σε πιάνουν τα χασμουρητά: Αλλά ακολουθώντας τις διαδρομές μιας κοινότητας χαμένων ψυχών κάπου στα βάθη της americana, ανθρώπους που υπακούν μόνο στα ένστικτά τους μέχρι που αναγκάζονται να υπακούσουν σε κάτι ισχυρότερο από αυτούς.

Η σειρά όπως είπαμε διήρκησε 3 σεζόν, 12 επεισοδίων η κάθε μία – αρχικά επρόκειτο να ολοκληρωθεί στα 4 χρόνια, αλλά τα υπερβολικά υψηλό κόστος (κάτι που ευτυχώς για εμάς τους θεατές, είναι κάτι που φαίνεται απόλυτα στην οθόνη, ο ορισμός του καλά ξοδεμένου μπάτζετ) γονάτισε ακόμα και το ΗΒΟ, που έκοψε τη σειρά, απροσδόκητα, μετά την 3η σεζόν. Το θέμα είναι πως ο δημιουργός, David Milch, δεν περίμενε αυτή την κίνηση, κι έτσι η σειρά έμεινε κάπως στον αέρα, με ένα από σπόντα series finale που επρόκειτο απλώς να οδηγήσει στην τελευταία σεζόν.

Το ευτύχημα μέσα σε αυτή τη δυσάρεστη εξέλιξη; Ότι αυτό το κατά λάθος φινάλε είναι από τα καλύτερα που έχουμε δει ποτέ στην τηλεόραση. Αφαιρετικό; Ναι. Υπάρχουν πράγματα που δεν πάνε πουθενά; Σίγουρα. Όμως η συμβολική και μόνο δύναμη του τελευταίου πλάνου της σειράς είναι τόσο μεγάλη που κανένα κανονικό φινάλε δε θα μπορούσε ποτέ να έχει πιάσει.

Τι είναι όμως αυτό που κάνει το “Deadwood” τόσο ξεχωριστό; Αυτοί είναι μερικοί λόγοι.

O πρωταγωνιστής

Ο Αλ Σουέραντζεν του Ian McShane (μια από τις διαχρονικά μεγαλειώδεις τηλεοπτικές ερμηνείες) δεν είναι ο αντι-ήρωας που έχεις συνηθίσει. Κι ο τρόπος που εξελίσσεται η σειρά τον κάνει ένα μοναδικό είδος πρωταγωνιστή. Στην αρχή, βλέπεις, είναι ο κακός, την ώρα που ο σερίφης Σεθ Μπούλοκ είναι εκείνος που έρχεται για να επιβάλλει το νόμο. Όμως καθώς η σειρά προχωρά, διαπιστώνουμε πως η αληθινή της καρδιά δεν είναι ο Σεθ, αλλά ο Αλ.

Ένας άνθρωπος-σύμβολο μιας εποχής που δίνει τη θέση της σε μια άλλη, ταυτόχρονα μπροστάρης στον καιρό του, αλλά και ξεπερασμένος. Μέχρι η σειρά να τελειώσει, ο Αλ δεν είναι πια ο κακός, και δεν έχεις καν καταλάβει πώς αυτό συνέβη. Δεν είναι αρκετά ηθικός για να είναι ήρωας, αλλά δεν είναι κι αρκετά ανήθικος για να είναι κυρίαρχος. Δεν έχουμε δει ποτέ ξανά πρωταγωνιστή ακριβώς σαν τον Αλ Σουέραντζεν.

Η γραφή

Ο David Milch ήταν καθηγητής ανθρωπολογίας πριν αρχίσει να γράφει σειρές που επικεντρώνονταν στη δυναμική των συνόλων, και του ατόμου μέσα σε αυτά. Έγραψε ιστορία στην τηλεόραση δημιουργώντας επιδραστικές (ακόμα και σήμερα) σειρές σαν το σπουδαίο “NYPD Blue”, αλλά άφησε ελεύθερο τον ατρόμητο καλλιτέχνη μέσα του όταν μετακινήθηκε στο ΗΒΟ.

Στο “Deadwood” δημιούρηγησε κάτι πανέμορφο και υπερφιλόδοξο, και μάλιστα με έναν απόλυτα αντισυμβατικό τρόπο. Είναι πια κοινό μυστικό πως δημιουργούσε πλοκές κι έγραφε διαλόγους συχνά και την ίδια τη στιγμή που γυρίζοντας, προχωρώντας σε μανιασμένα re-writes επί τόπου, στο πλατό. Οι κόσμοι που δημιούργησε στις ΗΒΟ σειρές του (το “Deadwood” και τα ακόμα πιο πειραματικά “John from Cincinnati” και “Luck” που ακολούθησαν) βρισκόταν μόνο μες στο κεφάλι του, και η εξωτερίκευση των ιδεών αυτών συνέβαινε με τον πλέον ενστικτώδη τρόπο.

Το αποτέλεσμα φαίνεται τόσο στη θεατρικότητα που έχει η σειρά, όσο και στον ποιητικά παραληρηματικό λόγο. Γράφοντας έμμετρους διαλόγους για ακούλτουρους εγκληματίες του 19ου αιώνα που είχαν το “cocksucker” πιο συχνό από το “ρε μαλάκα” για εμάς, ο Milch έφτιαξε τελικά ένα έργο που μοιάζει με το θεατρικό που θα έβλεπε στον fever dream του ένας ποιητής με καταπιεσμένα όνειρα ηθικής κι εγκλήματος. Σπάνια έχει θελήσει ποτέ μια σειρά να έχει τόση μικρή σχέση με το ρεαλισμό, μέσα σε ένα απολύτως ρεαλιστικό πλαίσιο, και το αποτέλεσμα να είναι τόσο υπερβατικό αλλά και αληθινό την ίδια στιγμή.

Βασικά δε μοιάζει, δεν ακούγεται, και δεν έχει την ίδια αίσθηση με απολύτως τίποτα που έχει βγει ξανά στην τηλεόραση.

Το πλαίσιο

Όπως θα υπέθεσες από τα παραπάνω, η σχέση της σειράς με την κυριολεκτική απεικόνιση της ιστορίας δεν είναι και απόλυτη. Ο Milch χρησιμοποιεί αληθινούς χαρακτήρες από τη μυθολογία της Άγριας Δύσης (τον Άγριο Μπιλ, την Καλάμιτι Τζέιν), τους μπλέκει με φανταστικούς χαρακτήρες που ίσως και να βασίζονται σε ιστορική καταγραφή αλλά ίσως και όχι, και το μείγμα το τοποθετεί σε ένα πλαίσιο που παίρνει τις ιστορικές πηγές και τις χρησιμοποιεί ως στοιχεία του μύθου. Κοινώς, αυτά που βλέπεις, συνέβησαν όντως; Ναι. Κάπως. Λίγο-πολύ. Όσο χρειάζεται.

Η δομή

Κάθε σεζόν αποτελείται από 12 επεισόδια, τα οποία αφορούν διαδοχικές ημέρες μια συγκεκριμένης περιόδου στην ιστορία του Deadwood. Που σημαίνει ας πούμε πως ναι, όταν στην αρχή της 2ης σεζόν ο Αλ πέφτει στο κρεβάτι επειδή έχει πέτρες στα νεφρά, θα περάσει εκεί τη μισή σεζόν σφαδάζοντας. Όταν ένας βασικός πρωταγωνιστής θα βιώσει μια ανείπωτη τραγωδία, θα είμαστε εκεί για να δούμε τις συνέπειες. Τα πάντα χτίζονται και ξετυλίγονται με βασανιστική (όσο και απολαυστική) εμμονή στη λεπτομέρεια και στη διαδικασία.

Συγκεκριμένα τώρα, η πρώτη σεζόν διαδραματίζεται το 1876, 6 μήνες μετά το χτίσιμο της πόλης. Στη 2η σεζόν βρισκόμαστε 7 μήνες αργότερα και η πόλη έχει αρχίσει να εκπολιτίζεται, να υπάρχει η έννοια της έννομης τάξης, των κοινωνικών σχέσεων. Και η κορύφωση φτάνει στην 3η και τελευταία σεζόν, 6 βδομάδες μετά τη 2η, όταν η κυβέρνηση των ΗΠΑ προσεγγίζει το Deadwood και ο νόμος (και η εκμετάλλευση) επιβάλλεται με το καλό ή με τη βία.

Ουσιαστικά μιλάμε για μια σειρά που μιλάει για την πιο δραστική αλλαγή, για την ίδια τη γέννηση ουσιατικά, του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού, και το κάνει ακολουθώντας μια χούφτα χαρακτήρες στην καθημερινή τους άνομη ρουτίνα – που φυσικά κάθε άλλο παρά βαρετή ή συνηθισμένη είναι.

Το καστ

Μιλήσαμε ξεχωριστά για τον Αλ, όμως ας μη μείνουμε εκεί. Στο “Deadwood” θα συναντήσουμε ένα σωρό γνώριμα (συνήθως μετέπειτα) πρόσωπα της αμερικάνικης τηλεόραση, αλλά και του σινεμά. Είναι η σειρά με το καλύτερο καστ στην ιστορία της τηλεόρασης; Ναι, φυσικά και είναι.

Ο Timothy Olyphant (ο Σεθ Μπούλοκ, έτερος πρωταγωνιστής της σειράς) είναι και ο πρωταγωνιστής του “Justified”, ο John Hawkes (που παίζει το δεξί χέρι του Μπούλοκ) θα είναι φέτος υποψήφιος για Όσκαρ για 2η φορά (!), με το “Sessions” (πρώτη ήταν για Β’ Ανδρικό, με το “Winter’s Bone”), η Anna Gunn έγινε φυσικά η κυρία Χάιζενμπεργκ στο “Breaking Bad”, ο Titus Welliver έγινε το πρόσωπο του Smoke Monster στο “Lost”, o Keith Carradine έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στο “Dexter”, ο Powers Boothe έγινε πρόεδρος στο “24” (και κάτι ακόμα ισχυρότερο στο φετινό “Nashville”), η Kim Dickens είναι η σεφ της καρδιάς μας στο “Treme”, ο Garret Dillahunt έχει εξελιχθεί σε μια από τις χαρακτηριστικές φάτσες του σινεμά με ρόλους στο “Looper”, στο “Καμιά Πατρίδα Για Τους Μελλοθάνατους” και το “Σκότωσέ Τους Γλυκά”.

Ενώ άλλοι σημαντικοί ηθοποιοί, ήδη γνωστοί πριν το “Deadwood” που κράτησαν βασικούς ρόλους σε αυτό, είναι οι Molly Parker, o Brian Cox (του “X-Men 2” μεταξύ πολλών άλλων), ο Stephen Tobolowsky και ο Jeffrey “κακός λυκειάρχης του Φέρις Μπιούλερ” Jones.

Αυτοί είναι λίγοι από τους βασικούς ηθοποιούς του “Deadwood”. Για σειρά που κράτησε μόλις 36 επεισόδια, σίγουρα έδωσε βάρος στην ανάπτυξη ενός τεράστιου καστ. Θα τους θυμάσαι όλους, εγγυημένα.

Στην τελική

Είναι πανέμορφο. Ποιητικό. Ονειρώδες. Αριστοτεχνικά παιγμένο, και γραμμένο με τρόπο που δε θα σου θυμίζει τίποτα άλλο. Μια από τις πιο ξεχωριστές και μεγαλεπίβολες σειρές που έχουν γυριστεί ποτέ, το “Deadwood” μπορεί να πέθανε άδοξα, αλλά ακόμα και μέσα από το κατά λάθος τελευταίο του πλάνο, δε σταματά να θυμίζει διαρκώς πόσο πυκνό (σε νοήματα, σε ιδέες, σε φανταστικούς χαρακτήρες και σε καθηλωτικούς διαλόγους) και πόσο ξεχωριστό υπήρξε.

Είναι η καλύτερη σειρά στην ιστορία; Δεν έχει σημασία. Είναι μοναδική.

*Oι 3 σεζόν του “Deadwood” κυκλοφορούν σε DVD και στην Ελλάδα.