Χριστίνα Αβδίκου
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΙΝΕΜΑ

Ο Νίκος Νικολαΐδης μέσα από τα μάτια των πρωταγωνιστών του

Τάκης Μόσχος, Άλκης Παναγιωτίδης, Τάκης Σπυριδάκης και Κωνσταντίνος Τζούμας για τον αξεπέραστο σκηνοθέτη με αφορμή τη ρετροσπεκτίβα του έργου του που θα προβληθεί φέτος το καλοκαίρι, λίγο πριν συμπληρωθούν 15 χρόνια από τον θάνατό του.

Εν όψει της συμπλήρωσης 15 ετών από τον θάνατο -σε ηλικία 68 ετών στις 5 Σεπτεμβρίου 2007- του Νίκου Νικολαΐδη, διοργανώνεται από το περιοδικό Cinematek μια θερινή ρετροσπεκτίβα του έργου του στον κινηματογράφο Στέλλα.

Όπως λένε οι ιθύνοντές της:
«Οι οχτώ μεγάλου μήκους ταινίες του Ν.Ν. χωρίζονται δύο σε δυο ολοκληρωμένες και μια ανολοκλήρωτη τριλογία. Η πρώτη τριλογία που ξεκινάει πρώτη, και ολοκληρώνεται τελευταία, με τίτλο: «Το σχήμα του εφιάλτη που έρχεται», μας τοποθετεί στο μέλλον και σε ένα απροσδιόριστο δυστοπικό και ολοκληρωτικό περιβάλλον, οικολογικής και κοινωνικής καταστροφής. Οι ταινίες που ανήκουν σ’ αυτήν την τριλογία είναι η Ευρυδίκη 2037, που γυρίζεται το 1975, η Πρωινή Περίπολος που γυρίζεται το 1987 και τέλος, το The Zero Years το 2005.

Η δεύτερη τριλογία έχει τίτλο «Όχι πια εδώ» και αφορά ένα αυτοαναφορικό παρελθόν και παρόν του σκηνοθέτη αλλά και της γενιάς του Rock ‘n’ Roll στην Ελλάδα. Σ’ αυτή την τριλογία ανήκουν οι ταινίες: Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα (1979), η Γλυκιά Συμμορία (1983) και τέλος, Ο Χαμένος τα Παίρνει Όλα (2003).

Με τη σειρά τους, στην τρίτη ανολοκλήρωτη τριλογία ή το δίπτυχο: «Αυτοί που αγάπησαν ένα πτώμα» που αφορά μια υπερρεαλιστική ονειρική και σουρεαλιστική κινηματογραφική γραφή γύρω από τη νεκροφιλική εμμονή του σκηνοθέτη εντάσσονται οι ταινίες: Singapore Sling (1990) και Θα σε δω στην Κόλαση Αγάπη μου (1999)».

Ξεκινώντας από τη Δευτέρα 20 Ιουνίου και κάθε Δευτέρα μέχρι τις 25 Ιουλίου, θα προβληθεί σε ψηφιακά αποκατεστημένες κόπιες το σύνολο αυτών των ταινιών, καθώς και το ντοκιμαντέρ Directing Hell του Χρήστου Χουλιάρα (2011) αλλά και οι μικρού μήκους Lacrimae Rerum και Ο Θάνατος Μέσα στις Στοές.

«15 χρόνια μετά, ο θάνατος του δημιουργού πυροδοτεί σκέψεις για έναν κόσμο που μοιάζει να τελείωσε οριστικά μαζί του: τα χρόνια που μας χωρίζουν πια, μας βρίσκουν σε έναν εντελώς διαφορετικό τόπο. Σε μια περίοδο εντατικού αναστοχασμού και σημαντικών υπαρξιακών μετατοπίσεων, το έργο του Ν.Ν. γίνεται όχημα για να αναγνώσουμε τις αλλαγές πάνω στο έργο του, ή αλλιώς τις αλλαγές στα βλέμματα μας. Πώς μας αφορά ξανά ο Ν.Ν. και με ποιόν τρόπο;».

Πώς αφορά και με ποιόν τρόπο και τους πρωταγωνιστές των ταινιών του; Το αφιέρωμα «Νίκος Νικολαΐδης: 15 χρόνια μετά» ήταν μια καλή αφορμή για να ανατρέξω στις συνομιλίες μου με ορισμένους εξ αυτών τις τελευταίες δύο δεκαετίες.

Τάκης Μόσχος – Γλυκιά Συμμορία

Για να λέμε και τη μαύρη αλήθεια, εμένα μου ήρθαν εύκολα τα πράγματα. Δεν ήμουν καν ηθοποιός, δεν το είχα καν στο μυαλό μου. Από τύχη έγινα. Στην αρχή έτυχε να κάνω δυο-τρεις επιτυχημένες ταινίες και μου κόλλησε ο τίτλος του καλού, κινηματογραφικού ηθοποιού. Κι εγώ τα έγραψα όλα στα παπούτσια μου τα παλιά. Άρχισα να περιφέρομαι και να κάνω τον καμπόσο, να κάνω ταινίες που μου τις δείχνουν σήμερα οι φίλοι μου στο internet και δε θυμάμαι καν ότι τις έχω κάνει. Ούτε θέλω να τις θυμάμαι.

Είμαι 63. Ο Τζούμας είναι λίγο μεγαλύτερος μου. Ο Πουλικάκος ακόμη πιο μεγάλος. Έχουμε δηλαδή μια επαφή με τα 60s, ένα πρώτο κεφάλαιο της ζωής μας, το μαθητικό, το φοιτητικό, διαδραματίστηκε εκεί γύρω στο 60-70. Αυτό μάλλον προσθέτει λίγο στο μύθο μας. Ότι και καλά είμαστε λίγο πιο ενδιαφέροντες από κάποιον που σήμερα είναι γύρω στα 40, που γεννήθηκε το 1970 ή το 1980.

Αυτός ο μύθος του εστέτ, του μπον βιβέρ, του ιντελεκτουέλ δανδή που μας ακολουθεί μερικούς από τη γενιά μου, αμφιβάλλω αν είναι αλήθεια. Ποιοί ήταν δανδήδες δηλαδή; Άντε λίγο ο Τζούμας. Ποιος άλλος; Ο Παναγιωτίδης; Εγώ;

Τον Σπυριδάκη άντε να τον έχω δει 10 φορές όλα αυτά τα χρόνια. Την Μπασκλαβάνου ακόμη πιο λίγες. Άσπονδοι φίλοι ήμασταν με τους περισσότερους. Αν βρισκόμασταν κάπου θα ήμασταν όλο «χα χα χα» αλλά από κει και πέρα τίποτα.

Πόσες ταινίες έχω κάνει μέχρι σήμερα; Καμιά εικοσαριά; Τις 15, μη σου πω τις 18, τις πετάω κατευθείαν στα σκουπίδια, χωρίς δεύτερη σκέψη. Τι να κρατήσω; Ήταν ταινίες που ποτέ δε θα τις θυμηθεί κανένας. Ούτε άφησαν κάποιο στίγμα. Και τι έγινε που ήταν ταινίες και όχι ένα μαγείρεμα; Δεν έχει μείνει τίποτα.

Μερικές φορές κάθομαι και λέω «ρε πούστη, έκανες πριν από 30 μια ταινία κι από τότε δεν μπόρεσες να κάνεις κάτι ανάλογο;». Αλλά μετά σκέφτομαι ότι όχι, δεν έτυχε κάτι ανάλογο. Τι να κάνουμε; Τόσα χρόνια, η Γλυκιά Συμμορία μου δίνει ψωμί. Έτσι είναι.

Άλκης Παναγιωτίδης – Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα / Γλυκιά Συμμορία

Νομίζουν πολλοί ότι όταν βγήκαν τα Κουρέλια δεν έκαναν μπαμ. Πώς δεν έκαναν; Χαμός έγινε! Και ακόμα είναι μια ταινία που έχει ζωή. Ειδικά για τους νέους, τους πιτσιρικάδες. Έχουν «γράψει» αυτές οι ταινίες, το σκέφτομαι μερικές φορές και μου κάνει εντύπωση.

Τα τύμπανα, η μουσική, οι δολοφονίες, όλα αυτά έχουν μια περίεργη γοητεία. Την έχουν κατατάξει σαν rock ’n’ roll ταινία. Τέτοιος τύπος ήταν ο Νίκος (σ.σ. Νικολαΐδης), τέτοιου είδους πράγματα έκανε στο σινεμά.

Ο Νίκος ήταν σπουδαίος, και αν δεν ήταν τότε λίγο κλεισμένος στον κόσμο του, για διάφορους λόγους, αν ήταν πιο δημιουργικός, θα έκανε κι άλλα σπουδαία πράγματα. Έγραφε εξαιρετικά. Θυμάσαι το βιβλίο του «Ο οργισμένος Βαλκάνιος»; Και αυτό καλτ θεωρείται. rock ’n’ roll.

Όλη αυτή η rock ’n’ roll μυθολογία των Κουρελιών είχε βάση στην πραγματικότητα, όσον αφορά μόνο τη λατρεία μας για το ίδιο rock ’n’ roll. Στη δική μου την περίπτωση τουλάχιστον, που έπαιζα μουσική, σου το λέω με βεβαιότητα αυτό. Αλλά πίσω από όλα αυτά είμαστε ηθοποιοί, που παίξαμε κάποιους ρόλους. Δε μας βρήκε ο Νικολαΐδης στο δρόμο.

Ο Νίκος είχε πει κάποια στιγμή ότι στη δικιά μας παρέα, των Κουρελιών, όχι της Γλυκιάς Συμμορίας, έκανε ένα καλό, γιατί μας πρόβαλε, αλλά μας έκανε και ένα κακό. Μας «χαρακτήρισε». Ότι μέσω της ταινίας μας βγήκε το όνομα, ότι είμαστε “επικίνδυνοι”. Ο Σμαραγδής, για παράδειγμα, που έχει κάνει αυτές τις επικές μαλακίες, μου έλεγε “είσαι πολύ καλός αλλά τι να κάνεις σε μένα”; Πολλοί λοιπόν, και μέσα από το χώρο της δουλειάς, μάς κοιτούσαν διαφορετικά. Κακό του κεφαλιού τους.

Τάκης Σπυριδάκης – Γλυκιά Συμμορία / Πρωινή Περίπολος

Η Γλυκιά Συμμορία δεν είναι μία rock ταινία, είναι λάθος ερμηνεία αυτή. Έχει μία rock διάθεση και φιλοσοφία, αλλά rock ταινία δεν είναι. Νομίζω τα ερωτήματα που θέτει είναι ανθρώπων που κινούνται σε όλους τους χώρους, υπό την έννοια της παραβατικότητας και του περιθωρίου. Περιθώριο μπορεί να είναι κ ένας δημόσιος υπάλληλος. Ποια είναι τα όρια που καθορίζουν ποιος ανήκει στο περιθώριο και ποιος όχι; Βλέπουμε μια ομάδα ανθρώπων που αρνούνται να συμμετάσχουν σε ένα σύστημα με τους κανόνες του, κινούνται ενάντια σε αυτούς τους κανόνες και θέτουν κάποια ερωτήματα. Είναι ερωτήματα που μπορεί να θέσει κάθε άνθρωπος.

Την εποχή εκείνη που έγινε η Γλυκιά Συμμορία ήταν μια συγκυρία παράξενη. Υπήρχε στην κοινωνία μία αφόρητη και στρεβλή πολιτικοποίηση των πάντων. Βγαίναμε από τη Χούντα, υπήρχε μια καλή διάθεση ότι όλα θα γίνουν από την αρχή και όλα θα αλλάξουν. Ότι τα πράγματα ακόμη και αν τώρα δεν πηγαίνουν καλά, θα γίνουν καλύτερα. Τότε το αύριο για εμάς (έζησα στο σχολείο το τέλος της χούντας και τη μεταπολίτευση) υπήρχε σαν μία έκρηξη ότι όλα θα γίνουν καινούρια. Εκείνη την εποχή ο ελληνικός κινηματογράφος είχε μια θεματολογία λίγο στιλιζαρισμένη ως προς τον αριστερό που γυρίζει, μία μονομανία που είχε κυριαρχήσει κατ’ απόλυτο τρόπο.

Δεν θεωρώ ότι το σκουπιδαριό του Φίνου είναι ο παλιός καλός ελληνικός κινηματογράφος. Είναι άλλος αυτός που εγώ υποστηρίζω και θεωρώ απαρχή μου. Επρόκειτο για ταινίες για τα μπάζα. Τη στιγμή που συνέβαινε αυτό στην Ελλάδα με τον Φίνο, στην Ιταλία και την Ευρώπη με πολύ φτηνά μέσα υπήρχε ένας πραγματικός κινηματογράφος, όπως η νουβέλ βαγκ, ο ιταλικός νεορεαλισμός και πάει λέγοντας. Εμείς εδώ ασχολιόμασταν με κάτι τραμπάκουλες. Καλή για μένα ήταν η στάση που τήρησε ο Τζαβέλας, ό,τι μπόρεσε να κάνει μέσα στο Φινέικο που τον εμπόδισε. Ή Δαμιανός με την Ευδοκία, ο Κούνδουρος με τον Δράκο, ο Αγγελόπουλος με την Αναπαράσταση, ο Κακογιάννης όχι με τον Ζορμπά αλλά με το Κορίτσι με τα μαύρα. Ήταν οι προσπάθειες που έκανε ο ελληνικός κινηματογράφος να ξεφύγει, να παρακολουθήσει τι γίνεται σε παγκόσμιο επίπεδο, να δημιουργήσει μία δική του γλώσσα και μία ταυτότητα που θα ξέφευγε από τον σκουπιδοτενεκέ του Φίνου.

Είχαμε μία καινούρια ματιά και ηθική, που δεν πρέπει να την μπερδέψουμε με κάτι φλιπαρισμένους ακαδημαϊκούς που μετά τα έκαναν λίμπα κάνοντας κάτι ταινίες για να τις δουν αυτοί και οι οικογένειες τους – που αν ήταν μεγάλης ηλικίας πάθαιναν δύο εγκεφαλικά.

Ο Νικολαΐδης βρέθηκε σε μια ατμόσφαιρα που πρότεινε, έβαλε στο τραπέζι μία άλλου είδους θεματολογία, έφερε στο ελληνικό σινεμά ένα άλλο είδος ηρώων, άνοιξε το παιχνίδι και είπε “τώρα ας μιλήσουμε γι’ αυτά”. Δε λέω ότι έκανε κακά ο κινηματογράφος που ασχολήθηκε με τις τσεκουριές του εμφυλίου. Καλώς ασχολήθηκε αν και πιστεύω ότι δεν έχει γυριστεί μία ταινία της προκοπής για τον εμφύλιο.

Μας κοιτούσαν με το ένα μάτι κλειστό, καχύποπτα. Αυτό με ενοχλούσε. Πάνω στο Φεστιβάλ όταν μου έδιναν το βραβείο για τη Συμμορία, τους έκοβα να αναρωτιούνται “είναι ηθοποιός αυτός ή κανα ρεμάλι που το βρήκε στο δρόμο”; Ήταν πολύ υποτιμητικό, τα είχα πάρει στο κρανίο. Ήμουν καλοντυμένος, πλυμένος, με τα μαλλάκια μου χτενισμένα και με κοιτούσε η επιτροπή… Αυτός ήταν κι ένας λόγος που δεν το πήρα. Δηλαδή άντε και γαμήσου, έχω φάει τα χρόνια μου σε δραματικές σχολές και θα μου πεις εσύ… Είχα θυμώσει και δεν ανέβηκα να το πάρω γιατί μας είχαν για τσογλάνια. Έπρεπε να είχες αρχίδια για να το κάνεις, γιατί το συνόδευε οικονομικό έπαθλο. Αν αρνιόσουν το χαρτί δεν έπαιρνες τα φράγκα. Κι εμείς ήμασταν στην πείνα.

Ο Νικολαΐδης ήταν ένας μεγάλος καλλιτέχνης που του ανήκουν αυτά που του ανήκουν σύμφωνα με τις πράξεις και τα έργα του. Μην το παρακάνουμε, ότι δεν υπήρχαν άλλοι ή ότι ήταν παρθενογένεση του σινεμά. Αυτά είναι υπερβολές. Προφανώς και για να είμαστε ωραίοι, πολλές ταινίες του Νικολαΐδη επιδέχονται κριτικής. Εγώ εκτιμώ περισσότερο τις ταινίες του που δεν έπαιξα, γιατί δεν είμαι άνθρωπος που αυτοθαυμάζεται ή ρίχνει χαστούκια στον εαυτό του για το πόσο εξαιρετικός ήταν ή όχι.

Η Γλυκιά Συμμορία είναι μία ταινία που αγαπάω πάρα πολύ. Νομίζω, και ας θεωρηθεί ξιπασιά αυτό, ότι ο ήρωας που έπαιξα στην ταινία έχει μείνει – άλλωστε αυτή ήταν η συνεννόηση μας με τον Νικολαΐδη. Η πρώτη του κουβέντα ήταν: “εγώ δεν κάνω μία δήθεν ταινία, θέλω έναν αυθεντικό άνθρωπο, δε χρειάζεται να συζητήσω τίποτα μαζί σου, το βλέπω στο κύτταρο σου και αυτό θέλω να μου παίξεις”. Έχω την εντύπωση ότι ο ήρωας ήταν από τους πιο αυθεντικούς της ταινίας και σαν παίξιμο και σαν στάση ζωής. Του έβαλα στη μούρη τα μπιλιάρδα, τα νυχτερινά γυμνάσια. Αυτό βγήκε με τη βοήθεια του Νικολαΐδη που ήταν εξαιρετικός στο να συνδιαλέγεται με τους ηθοποιούς, πράγμα σπάνιο.

Με κάθε ταινία πέρα από το έργο αυτό καθαυτό μετράει και αυτό που μένει μεταξύ μας. Με τον Νίκο έτυχε να μας συνδέσει μία φιλία ανεξάρτητα από τις ταινίες του. Ήταν πχ να συνεργαστούμε στο Singapore Sling. Δεν τα βρήκαμε καλλιτεχνικά. Τη θεωρώ σπουδαία ταινία, με ένα θέμα που δεν έχει θίξει ακριβώς ο παγκόσμιος κινηματογράφος. Όπως θεωρώ αδύνατη ταινία τον Χαμένο.

Ο Νικολαΐδης είχε το ελάττωμα να πιστεύει ότι θα περάσει από το μπαρ που καθόμαστε τώρα και θα δει τον κύριο που δεν είχε σκεφτεί ποτέ του να γίνει ηθοποιός και θα πει «αυτόν θέλω». Ε, δε γίνεται εύκολα αυτό. Αποτέλεσμα ήταν ότι με τους ηθοποιούς που επέλεξε που δεν ήταν ηθοποιοί, συνεννοήθηκε δύσκολα. Με τους ηθοποιούς που το έπιαναν γρήγορα τα πήγαινε πολύ καλά, ούτε καν πρόβες δε ζητούσε. Έτσι δημιουργήθηκε ο μύθος της βλοσυρότητας. Ναι υπήρχαν ηθοποιοί που δεινοπάθησαν. Πώς να ζητήσω τώρα από εσένα αύριο πρωί που ξεκινάω ταινία να παίξεις τον κεντρικό ρόλο, που μέχρι τώρα δεν είχες σκεφτεί καν να κάνεις αυτή τη δουλειά; Μπορεί να σε γοητεύει η πρόταση, αλλά προφανώς θες το χρόνο σου.

Ήταν ένας άνθρωπος που ζούσε με τους δικούς του εφιάλτες, μύθους και φιλμοφιλίες. Πολλές φορές νόμιζε ότι τα πάντα είναι κινηματογράφος. Ακόμη και το πώς πίνεις έναν καφέ. Τα έβλεπε μέσα από ένα πλάνο. Όλη του τη ζωή την έπαιξε λες και την έκανε ταινία. Δεν είχε πόδια στην πραγματικότητα. Αυτό ενίοτε μας δυσκόλευε γιατί μίλαγε συνέχεια με σουρεαλιστικούς όρους. Αλλά επειδή ήμουνα ένα παιδί που δε μάσαγε εύκολα, τον έγραψα στ’ αρχίδια μου. Υπήρχαν φορές που του έλεγα «άσ’το Νικόλα, καμιά άλλη φορά».

Ήξερε και βασιζόταν πολύ σε αυτό που λέμε δουλειά σύνθεσης. Ότι ο καθένας θα καταθέσει το δικό του μέρος εκεί. Επέτρεπε δηλαδή τον αυτοσχεδιασμό.

Δε με νοιάζει από ποιον δρόμο πήγαινε, αν ήταν έντονος ή μονομανής ή ψυχότροπος. Εμένα με νοιάζει το αποτέλεσμα της δουλειάς μου με τον Νίκο που η ψυχή μου έλεγε ότι ήταν καλό. Με βοηθούσε ως καλλιτέχνη να κάνω το καλύτερο που μπορούσα. Είναι έμπνευση ο άλλος να σε φτιάχνει για να δημιουργήσεις.

Στην Πρωινή Περίπολο ήταν μία συγκυρία πραγμάτων. Ένα γοητευτικό συναίσθημα που μπορεί και να μην το έχω ξανανιώσει. Τελειώνοντας την Περίπολο ένιωσα πραγματικά ότι δε μ’ ενδιέφερε αν θα ξανακάνω ταινία γιατί είχα μόλις δουλέψει με τους καλύτερους. Αν ήμουνα καλός αυτό συνέβη γιατί δούλεψα με τους καλύτερους. Αυτό κρατάω από τη φιλία μας και την καλλιτεχνική μας συνεργασία.

Μετά τη Συμμορία μου ζήτησαν να παίξω δέκα φορές το ίδιο πράμα κι αρνήθηκα. Να παίζω τον ίδιο ρόλο στο ξεφτιλέ του. Παραβατικότητα του λουκουμιού. Φαντάσου τώρα κάτι σαν τη Συμμορία σε σίριαλ. Ε, τους είπα να πάνε να πάρουνε τον Ψάλτη. Το οποίο έγινε και έκανε κάτι κουραδόμαγκες.

Κωνσταντίνος Τζούμας – Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα / Γλυκιά Συμμορία

Η περίοδος των Κουρελιών ήταν μία φάση εξαιρετική γιατί βρεθήκαμε κάποιοι άνθρωποι που ταιριάζαμε. Ο Νίκος Νικολαΐδης, ο Άλκης Παναγιωτίδης, ο Χρήστος Βαλαβανίδης, η Όλια Λαζαρίδου, όλοι γνωριζόμασταν από παλιά, ταίριαζαν τα χνότα μας.

Μπορεί τότε να δημιουργούσαμε την αίσθηση μίας ομάδας, μίας σέχτας, αλλά η αλήθεια είναι ότι κανείς από εμάς δεν ήθελε να ηγηθεί ενός κλειστού γκρουπ, γύρω από το οποίο μελλοντικά θα συσπειρώνονταν νέοι άνθρωποι. Δεν ήμασταν από αυτούς που θα έφτιαχναν μια ομάδα κοινωνική που θα έκανε κρούσεις. Υπάρχουν άνθρωποι που τους αρέσει και το καταφέρνουν αυτό. Όπως η Ομάδα Εδάφους, οι παραστάσεις του Λευτέρη Βογιατζή, το Θέατρο Στοά, παλιότερα ο Κουν.

Εμείς δίναμε πολύ μεγάλη σημασία στη ζωή μας ο καθένας. Ήταν ωραία να συζητάμε την ιδέα μιας ομάδας, περνούσαμε όμορφα για ακόμη μία βραδιά, αλλά κανείς δε σηκωνόταν την επομένη για να κάνει τη δουλειά που έπρεπε να γίνει για να υλοποιηθεί κάτι τέτοιο.

ΙΝFΟ
Νίκος Νικολαΐδης – 15 Χρόνια Μετά
20.6.2022 – 25.7.2022
Κινηματογράφος Στέλλα
Τενέδου 34, Κυψέλη
cinematek.gr