©1970 / Associated Press
PROFILE

O Pelé ήταν βασιλιάς στο γήπεδο. Αλλά μόνο εκεί

Το νέο ντοκιμαντέρ του Netflix ρίχνει φως στα έργα τις ημέρες του σπουδαίου Βραζιλιάνου. Δεν κάνει, όμως, τα στραβά μάτια στη no politica στάση που κράτησε σε κρίσιμες στιγμές.

«Όσο είμαι Πρόεδρος της Σάντος, ο Pelé δεν πωλείται. Είναι εθνικός θησαυρός» ακούμε στις αρχικές σκηνές του νέου ντοκιμαντέρ του Netflix για το κορυφαίο «δεκάρι» της δεκαετίας του 1960. Τον μοναδικό ποδοσφαιριστή που κατάκτησε τρία μουντιάλ και έναν από τους ελάχιστους παίκτες στην ιστορία οι οποίοι ξεπέρασαν το εξωπραγματικό όριο των 1000 γκολ. Υπάρχει, όμως, κάτι ακόμα πιο σημαντικό: ήταν ο άνθρωπος που έδιωξε την ταμπέλα του loser από τη φανέλα της Εθνικής Βραζιλίας.

Το ντοκιμαντέρ των David Tryhorn και Ben Nicholas θα μπορούσε να μείνει απλά εκεί. Να περιγράψει, δηλαδή, τα θρυλικά έργα και τις μαγικές ημέρες που έζησε ο Pelé μέσα στο γήπεδο· το πώς έγινε, όχι άδικα, ένα ποδοσφαιρικό αστέρι που επισκίαζε οποιονδήποτε άλλον star της εποχής· τον τρόπο με τον οποίο αποτελεί, μέχρι σήμερα, σημείο αναφοράς στο χορτάρι. Ευτυχώς, δεν το κάνει.

Με μία μπάλα στα πόδια

Σίγουρα, ένα από τα μεγαλύτερα ποδοσφαιρικά κλισέ είναι η ατάκα που αναφέρεται στο πώς ένας σπουδαίος παίκτης κλωτσούσε το τόπι από νηπιακή ηλικία. Ο Pelé δεν αποτελεί, βέβαια, εξαίρεση σε αυτό: «Κλωτσούσε συνέχεια μια μπάλα, όταν ήταν μέσα στο σπίτι έκανε όλο φασαρίες. Ήταν γεμάτος ενέργεια» αφηγείται on camera η αδερφή του.

O πατέρας του ήταν ποδοσφαιριστής της Φλουμινένσε, εκείνος ήδη από την ηλικία 10 χρονών ονειρευόταν να κατακτήσει ένα Μουντιάλ. Ιδιαίτερα, μάλιστα, μετά το δράμα του 1950 (όταν η χώρα του έχασε μέσα από τα χέρια της, εντός έδρας και ενώ ήταν τεράστιο φαβορί, το Παγκόσμιο Κύπελλο από τη μικροσκοπική στον χάρτη Ουρουγουάη). Εκείνη η μέρα στοίχειωνε για οκτώ χρόνια τη Βραζιλία.

Κοντρόλ με το στήθος, τσίμπημα της μπάλας, απαλό μυτάκι – τόσο όσο χρειάζεται. Αυτό ήταν το γκολ απέναντι στην Ουαλία που σύστησε τον πιτσιρικά από τη Μίνας Ζεράις στον ποδοσφαιρικό πλανήτη. Θα ακολουθούσαν και άλλα κατορθώματα στο Μουντιάλ του 1958. Ο Pelé ήταν ένας νεαρός μάγος που κατάφερε να σηκώσει τη Βραζιλία στους ώμους του έχοντας, βέβαια, δίπλα του εξαιρετικούς συμπαίκτες. Στην επιστροφή, οι οπαδοί της Σελεσάο θα τον σήκωναν στα χέρια τους μέσα σε ένα εθνικό παραλήρημα: Long live the King.

Πολύ γρήγορα, έγινε κάτι πολύ περισσότερο από απλά ο καλύτερος Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής. Δεν ήταν μονάχα το μεγάλο αστέρι της Σάντος και ο ποδοσφαιριστής που ξόρκισε το κακό για την Εθνική. Ήταν ο άνθρωπος στο πρόσωπό του οποίου οι Βραζιλιανοί έβλεπαν μία νέα καλύτερη και ίσως πιο δημοκρατική μέρα. Δυστυχώς, το όνειρο κράτησε για πολύ λίγο.

Σύστημα «Κλωτσήστε τον Pelé»

To νέο ντοκιμαντέρ του Netflix δεν είναι σε καμία περίπτωση αγιογραφία. Ήδη από τον πρώτου θρίαμβο ο Pelé, έδειχνε πως δε θέλει να ταράξει τα νερά εκτός γηπέδου. Το άβολο, συγκαταβατικό χαμόγελο ήταν η πιο συχνή έκφραση που έπαιρνε στα χρόνια που μεσουρανούσε. Ακόμα και στις τρομερές κλωτσιές που δεχόταν έμοιαζε να αντιδρά με κάποια στωικότητα. Στα δύο επόμενα Μουντιάλ, μάλιστα, βρέθηκε τραυματισμένος. Άλλωστε, στο Μουντιάλ της Αγγλίας το σύστημα των αντιπάλων ήταν ξεκάθαρο: κλωτσήστε τον Pelé.

Ο μύθος του, όμως, συνέχιζε να μεγαλώνει. Και ας μην ήταν εκεί λόγω τραυματισμού τον τελικό του ’62, κι ας έλειπε από τα προημιτελικά του ’66 λόγω κάκιστης απόδοσης της Εθνικής. Την ίδια περίοδο έβαζε το ένα γκολ μετά το άλλο με τη Σάντος, όργωνε τον πλανήτη δίνοντας άπειρα φιλικά με τις μεγαλύτερες ομάδες της εποχής, έκλεινε ακριβά διαφημιστικά συμβόλαια πριν αυτό γίνει μόδα. Άλλωστε, για τη Βραζιλία δεν ήταν απλά το αστέρι της – ήταν ένας εθνικός θησαυρός. Απλά, ποτέ δε θέλησε να γίνει σύμβολο.

«Ποτέ δεν αμφισβήτησε την εξουσία. Ποτέ δεν ήθελε να κάνει ερωτήσεις» αφηγείται στην κάμερα, ο συμπαίκτης του στην Εθνική Caju. H κατηγορία είναι βαριά, αλλά μάλλον όχι άδικη. Για εκείνον, αυτή είναι και η διαφορά του Pelé από τον Muhammad Ali: ο τελευταίος ήταν ένας μαύρος αθλητής που όρθωσε πολιτικό ανάστημα, ενώ το θρυλικό «δεκάρι» της Βραζιλίας δεν το έκανε ποτέ.

Κεφάλαιο Δικτατορία

Το 1964 η αριστερή κυβέρνηση της χώρας δεν κατάφερε να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης. Σε ένα γνώριμο για τη Νότια Αμερική σκηνικό, τα τανκς βρέθηκαν στους δρόμους για να επιβάλλουν την τάξη και την ασφάλεια. Η στρατιωτική δικτατορία θα κρατούσε είκοσι ολόκληρα χρόνια αλλά ο Pelé δε θα έπαιρνε ποτέ θέση. «Αν σου έλεγα ότι δεν είχα αντιληφθεί τι γινόταν, θα’ ταν ψέμα» παραδέχεται με αφοπλιστική ειλικρίνεια στο ντοκιμαντέρ.

Υπήρχε ενασχόληση του κορυφαίου ποδοσφαιριστή των 60s με την πολιτική; Όχι, έδειχνε να αδιαφορεί. Η στάση του ήταν ξεκάθαρα no politica. «Πάντα μου ζητούσαν να διαλέξω» λέει σε κάποιο σημείο, πριν συμπληρώσει ότι εκείνον το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να κλωτσάει την μπάλα. Αν άλλαξε καθόλου η ζωή του μετά το πραξικόπημα; Η απάντηση του είναι ένα ηχηρό και ειλικρινές «όχι» στην κάμερα.

Ο ταλαντούχος πιτσιρικάς που φορούσε κοντομάνικα πουκάμισα και έπινε με πάθος cafezinho, είχε μετατραπεί σε εθνικό κεφάλαιο. Οι δικές του επιτυχίες ήταν επιτυχίες όπου διέθετε την εξουσία. Κάτι, δηλαδή, που θα εκμεταλλευόταν τόσο μία δημοκρατία όσο και μία δικτατορία. Τα πράγματα, όμως, έγιναν πολύ χειρότερα το 1968: το διάταγμα AI-5 έδινε τη δυνατότητα στις αρχές να συλλαμβάνουν όποιο θέλουν όποτε θέλουν. Το αποτέλεσμα ήταν οι φρικιαστικοί βασανισμοί των αντιφρονούντων.

Τι έκανε ο Pelé; Δεν έβγαλε κουβέντα, αν και μία δική του λέξη θα μπορούσε να βοηθήσει τα πράγματα. Μάλιστα, επειδή όπως ο ίδιος παραδέχεται στο doc του Netflix, δεχόταν να δειπνήσει με όποιον του το ζητούσε, δε δίστασε να φωτογραφηθεί χαμογελαστός με τον δικτάτορα Garrastazu Medici. Την ίδια στιγμή, οι κραυγές από τα βασανιστήρια των αντιφρονούντων πνίγονταν σε σκοτεινά κελιά.

Η ποδοσφαιρική αιωνιότητα

Pelé ντοκιμαντέρ netflix © 1970 / Kurt Strumpf / Associated Press

«Εθνικιστική ευφορία». Έτσι περιγράφεται το κλίμα που επικρατούσε στη χώρα της σάμπας λίγο πριν το Μουντιάλ του 1970. Το καθεστώς ήθελε να στεφθεί ξανά η Βραζιλία παγκόσμια πρωταθλήτρια πάση θυσία. Ευτυχώς, για εκείνη το ταλέντο περίσσευε: Jairzinho, Tostao, Rivelino, Carlos Alberto, και φυσικά Pelé. «Θέε μου, αυτό είναι το τελευταίο Παγκόσμιο Κύπελλο της ζωής μου. Βοηθάμε να προετοιμαστώ για αυτό» ακούμε τον 80χρονο σήμερα θρύλο του ποδοσφαίρου να μονολογεί. Για εκείνον, δεν ήταν πολιτική υπόθεση. Ήταν μία προσωπική πρόκληση, αφού πολλοί τον θεωρούσαν ξεγραμμένο.

Η μπάλα φτάνει στη μικρή περιοχή. Τέσσερις Άγγλοι αμυντικοί μαρκάρουν τον Pelé. Εκείνος, χωρίς να κοιτά, πασάρει τυφλά τη μπάλα στα δεξιά για τον επερχόμενο Jairzinho. Σουτ και γκολ.

Την ίδια τυφλή πάσα, θα επαναλάμβανε στον τελικό με την Ιταλία με ακόμη πιο εντυπωσιακό τρόπο για να κλείσει ο Carlos Alberto το σκορ με 4-1. Στο ενδιάμεσο, έκανε την καλύτερη κεφαλιά της μέχρι τότε ποδοσφαιρικής ιστορίας αναγκάζοντας τον Gordon Banks στην απόκρουση του αιώνα· παραλίγο να βάλει γκολ από τη σέντρα (σ.σ: θα ήταν το πρώτο που κατέγραφε η κάμερα)· έκανε την προσποίηση του αιώνα αστοχώντας μόνο για μερικά εκατοστά στη συνέχεια. Ναι, ο Pelé δεν ήταν απλά μάγος, ήταν ο βασιλιάς του ποδοσφαίρου.

Το Μουντιάλ του Μεξικού ήταν το magnum opus του κορυφαίου Βραζιλιάνου ποδοσφαιριστή. Ήταν το πρώτο βιολί μίας υπερομάδας που χάριζε υπερθέαμα σκορπίζοντας τους αντιπάλους της στους τέσσερις ανέμους.Απλά ο Edson Arantes do Nascimento δεν είχε την έμφυτη επαναστατικότητά του Diego Armando Maradona, ούτε το πολιτικό θάρρος του Muhammad Ali.

Κανείς δεν μπορεί να του στερήσει, λοιπόν, το δικαίωμα στην ποδοσφαιρική αιωνιότητα και το αθλητικό μεγαλείο. Αντίστοιχα, όμως, ο Pelé δεν έχει δικαίωμα να διεκδικήσει δάφνες εκτός γηπέδου. Υπήρξε απλά ένα φτωχόπαιδο που κατάφερε να γίνει σπουδαίος αθλητής αποφεύγοντας μία ζωή στο πεζοδρόμιο όπου θα γυάλιζε παπούτσια. Δεν έκανε όμως ποτέ κάτι περισσότερο για αυτά τα παιδιά που παρέμειναν στο πεζοδρόμιο. Τίποτα παραπάνω από το να τους χαρίζει μία εφήμερη χαρά – όσο η Βραζιλία στέναζε στα χέρια μίας στρατιωτικής δικτατορίας.