ΣΙΝΕΜΑ

O Roger Ebert άλλαξε το πώς βλέπουμε σινεμά

Πώς ο κριτικός κινηματογράφου, που πέθανε το βράδυ της Πέμπτης, έγινε εξίσου σημαντικός με τα έργα για τα οποία έγραφε.

“Ποτέ ακόμα ένα όνειρο όπου δε μπορώ να μιλήσω”.

Σε ένα συγκλονιστικό προφίλ για τον Roger Ebert, τον σπουδαίο κριτικό κινηματογράφου που χρόνια τώρα έδινε μάχη με τον καρκίνο, το περιοδικό Esquire όχι απλά είχε αφηγηθεί με μοναδικό τρόπο το πώς ο καταπονημένος άντρας βγήκε δυνατός και με νέα όρεξη για ζωή από την σκληρότερη περίοδο της ζωής, αλλά το είχε κάνει και με έναν τρόπο που δεν φοβόταν να σου δείξει τη σκληρή πραγματικότητα. Η κεντρική εικόνα ήταν το πρόσωπο του Ebert, παραμορφωμένο, το άρθρο γεμάτο από εικόνες των post-it που χρησιμοποιούσε ως έναν τρόπο επικοινωνίας. Διότι πλέον, δε μπορούσε πια να μιλήσει.

Είναι πολύ σκληρό για τον οποιονδήποτε, πόσο μάλλον για έναν άνθρωπο που έγινε διάσημος κάνοντας το πάθος του επαγγελματική διάκριση, εμφανιζόμενος για δεκαετίες στη μικρή οθόνη, σε παραλλαγές του κλασικού πλέον μοτίβου: Δύο κριτικοί, οι ταινίες της βδομάδας, αντίχειρες πάνω ή κάτω.

Μέσα από το “At the Movies” με τον Gene Siskel (ο οποίος πέθανε ο ίδιος από καρκίνο πριν 14 χρόνια, όπως θυμήθηκε ο Ebert σε ένα υπέροχο κείμενό του προ τριετίας), ο Ebert έφερε την κινηματογραφική συζήτηση στο mainstream με ένα τρόπο που κανείς ως τότε δεν είχε διανοηθεί και που πολλοί δε σταμάτησαν να θεωρούν σαχλό. Το σκεπτικό πάει κάπως σαν, Σιγά μη συζητάμε την ιερή κινηματογραφική τέχνη με τις μάζες που κάθονται και χαζεύουν τηλεόραση. Το ότι η εκπομπή υπήρξε διαχρονική κι επιτυχημένη, ανοίγοντας το δρόμο για την κουβέντα περί σινεμά να βγει και έξω από τα αυστηρά όρια των σελίδων σοβαρών κινηματογραφικών εντύπων, θα πρέπει σίγουρα να έχει ανυπολόγιστη αξία στο πώς ο κόσμος βλέπει και μιλάει σήμερα για το σινεμά.

Όπως γράφει και το Vulture αναλύοντας με τη βοήθεια βίντεο, ο Ebert χρησιμοποίησε την ευκαιρία της τηλεοπτική εκπομπής όχι για να αναπαράγει βαριεστημένα κλιπάκια, προωθώντας τη γραμμή των στούντιο, παρέα με πακεταρισμένες 5λεπτες ‘συνεντεύξεις’ των σταρ, αλλά έκανε ουσιαστικό κινηματογραφικό διάλογο. Παρέα με τον Siskel, έφτιαχναν αναλυτικά βίντεο, μιλούσαν για άγνωστες ταινίες δίπλα στα μπλοκμπάστερ, πωρώνονταν με ανεξάρτητα φιλμ που αλλιώς κανείς δε θα είχε γνωρίσει.

Παράλληλα, έγραφε. Οποιοσδήποτε κριτικός ξέρει να γράφει στοιχειωδώς καλά, μπορεί να κάνει καλά κείμενα για ταινίες που γουστάρει ή μισεί πολύ. Όμως ο Ebert είχε έναν τρόπο να στήνει κείμενα ακόμα και για αυτά τα ‘μεσαία’ φιλμ, με τρόπο που είχαν πάντα κάτι να σου πουν. Ήταν κριτικές παύλα ιστορίες παύλα μαθήματα ζωής. Δεν αναλωνόταν σε τεχνικά στοιχεία αλλά σου μίλαγε με τρόπο που σε ενδιέφερε, πάνω στο τι έχει να σου δώσει η ταινία. Δες τι είχε γράψει για το “Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι”:

“Το να βλέπεις το ‘Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι’ 23 χρόνια μετά την πρώτη του κυκλοφορία είναι σα να επισκέπτεσαι ξανά το σπίτι που κάποτε ζούσες, όπου έκανες άγρια πράγματα που δεν κάνεις πια. Περπατάς μέσα στα άδεια δωμάτια, που είναι μικρότερα από ό,τι τα θυμάσαι, ενθυμούμενος μια εποχή που ένιωθες πως όλος ο κόσμος ήταν εκεί και περίμενε να τον αρπάξεις.”

Δεν υπάρχει ένας τρόπος να γράφεις για σινεμά, αλλά αν έπρεπε να υπάρχει ένας, ας ήταν αυτός. Τα κείμενά του σε έβαζαν μέσα σε μια οπτική πρώτου προσώπου, ανασύροντας συναισθήματα και μικρά μαθήματα ζωής για τον κόσμο και για εμάς τους ίδιους. (Οι δύο τελευταίες παράγραφοι του “Dolce Vita”.) Οι ταινίες ήταν η αφορμή. Όπως, ίσως, πρέπει να είναι.

Το 1997 έγραψε μια κριτική για τον “Ε.Τ.” του Σπίλμπεργκ από τη σκοπιά του πατέρα που βλέπει αυτό το θαυμάσιο παραμύθι για πρώτη φορά παρέα με τα παιδιά του. Δεν είναι ανεκδοτολογικού χαρακτήρα το κείμενο. Σου λέει σημαντικά πράγματα για την ταινία, εξηγεί ας πούμε πώς ο Σπίλμπεργκ χρησιμοποιεί το αφηγηματικό point of view, αλλά το κάνει παρατηρώντας τις αντιδράσεις των (ετών 4 και 7, τότε) παιδιών του. Σε προκαλώ να μην συγκινηθείς με αυτή την κριτική.

Έβλεπε, υπολογίζεται, πάνω από 500 ταινίες τον χρόνο και έγραφε κριτικές για τις μισές από αυτές. Για μισό αιώνα. Ποιος μπορεί να συνεχίζει με πάθος τόσα χρόνια, τόσο πολύ, να κάνει το ίδιο πράγμα και να εξακολουθεί να έχει πράγματα να σου πει; Ο Ebert, να ποιος. Πάντα διαλλακτικός, με ένα ύφος γραφής που μαρτυρούσε πως δεν ξέρει τα πάντα αλλά διάολε, ενδιαφέρεται τόσο πολύ να τα μάθει, μαζί σου. Πάντα ανοικτόμυαλος, γράφοντας ύμνους για ταινίες χαμηλού μπάτζετ κι επιστημονικής φαντασίας όταν ακόμα ήταν το αποπαίδι του mainstream.

Ίσως αυτό είναι που έκανε τον θάνατό του (ξαφνικό, αλλά και αναμενόμενο, όπως συνήθως συμβαίνει) τόσο σκληρό κι απότομο για όλους: Μέχρι προχτές, κυριολεκτικά, μέχρι δυο μέρες πριν υποκύψει στην γαμω-αρρώστια, έγραφε, έβλεπε, τουήταρε. Είχε ένα από τα ωραιότερα twitter, πάντα με κάτι ενδιαφέρον να πει ή να σου υποδείξει. Για έναν άνθρωπο 70 χρονών, υποδέχτηκε και χρησιμοποίησε τα νέα μέσα με πολύ μεγαλύτερη θέρμη και αγάπη από ό,τι πολλοί νεότεροι, που ακόμα τσακώνονται για το ‘πρόβλημα με το ίντερνετ’. Ο Ebert ήξερε. Ο Ebert πάντοτε ήξερε.

(Το blog του από την εφημερίδα όπου έγραφε υπάρχει ακόμα και θα παραμείνει εκεί, ένας αληθινός θησαυρός κινηματογραφικής γνώσης.)

Για την ακρίβεια, μετά τη μάχη για τη ζωή του που περιγράφει το προφίλ στο Esquire, ο Ebert επέστρεψε με ακόμα μεγαλύτερο πάθος και δίψα. Ακούγεται κλισέ και γραφικό κινηματογραφικό, αλλά ισχύει. Πολλοί θρύλοι όταν πεθαίνουν αναγνωρίζονται για αυτό το σπουδαίο που κάποτε ήταν, για την επιρροή τους, για τα όσα σήμαιναν κάποτε σε ανθρώπους πολύ μεγαλύτερους από σένα κλπ κλπ. Ό Ebert την τελευταία δεκαετία μπορεί και να παρέδωσε το καλύτερο έργο της ζωής του. Ανάμεσα στους νέους και edgy κριτικούς που ακολουθώ στο twitter και στο letterboxd, υπήρχε κι ένας που ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα, που δεν παρέλειπα ποτέ να διαβάζω τι είχε να πει, που τον συζήταγα με τους σινεφίλ φίλους μου. Ξεχώριζε γιατί είχε τον ενθουσιασμό νέου, για ήταν edgy, αλλά ταυτόχρονα ήταν 70 χρονών κι επίσης ήταν ο λόγος που όλοι αυτοί οι νέοι και edgy είχαν γίνει κριτικοί εξαρχής.

Η επιρροή του Ebert στις γενιές που ακολούθησαν ήταν τεράστια. Όταν έγινε γνωστός ο θάνατός του οι πάντες άρχισαν να τουητάρουν και να γράφουν τις δικές τους προσωπικές ιστορίες με αυτόν, πώς τους επηρέασε, πώς τους έκανε να θέλουν να γίνουν κριτικοί, πώς τους έμαθε να αγαπάνε το σινεμά. Άμεση ήταν και η αντίδραση του ίδιου του Χόλιγουντ, πήρε το μάτι μου τουήτς σκηνοθετών σαν τον Ron Howard, τον Spike Lee, τον Wes Craven (“ήταν ο μόνος κριτικός που έγραψε καλά λόγια την πρώτη μου ταινία όταν όλοι την έθαβαν”, έγραψε, αναφερόμενος στο “Last House on the Left”, το κατεξοχήν είδος ταινίας τρόμου που η Βαρετή Κριτική θα απορρίπτει πάντα σε κάθε εποχή, αλλά όχι ο Ebert), πήρε το μάτι μου κι ένα συγκινητικό κείμενο του Martin Scorsese.

Πριν οποιαδήποτε εφημερίδα προλάβει, φυσικά, να τυπώσει την παραμικρή λέξη για τον θάνατο του σπουδαίο κριτικού, το ίντερνετ ήταν γεμάτο αναμνήσεις, προσωπικές ιστορίες, αγαπημένες κριτικές που ανέσυρε ο καθένας, απίστευτα αφιερώματα, φανταστικά ανεκδοτάκια, αποσπάσματα από συνεντεύξεις, και την πιο συγκινητική νεκρολογία που έχεις διαβάσει (και την έγραψε σατιρικό σάιτ). Είναι πολύ συνεπές, γιατί ο Ebert το είχε αγκαλιάσει αυτό το πράγμα, ήταν μέρος του, δεν επαναπαύθηκε ποτέ στα όσα Κάποτε Σήμαινε, αλλά συνέχισε να γράφει με πάθος.

Το τελευταίο του τουήτ ήταν η ανακοίνωση της -προσωρινής, έγραφε- αποχώρισής του καθότι ο καρκίνος είχε επιστρέψει. Μια ακόμα άκρως κινηματογραφική λεπτομέρεια είναι αυτό το ‘τακτοποιημένο’ φινάλε- η ζωή κανονικά είναι πάντα πολύ πιο απρόσμενη κι ακατάστατη από αυτό, από το να γράφεις υπό μία έννοια τον ίδιο σου τον επίλογο. Ένας επίλογος από αυτούς που συναντά κανείς μόνο στις ταινίες. Πόσο συνεπές;

Είμαι σίγουρος πως ακόμα και τα όνειρα του Roger Ebert ήταν κινηματογραφικά.

“Ποτέ ακόμα ένα όνειρο όπου δε μπορώ να μιλήσω”.